Συνέχεια της κριτικής αναφορικά με τις έρευνες για τη Σινδόνη του Τορίνο

25 Φεβρουαρίου 2022

4.8. Κριτική για τα αποτελέσματα της ραδιοχρονολόγησης από στατιστικές μελέτες

Άλλη κριτική επί της ραδιοχρονολόγησης προέρχεται από το χώρο της στατιστικής και βασίζεται στην παρατήρηση ότι τα αριθμητικά αποτελέσματα των μετρήσεων του άνθρακα-14 με τα οποία έγιναν οι χρονολογήσεις από τα τρία εργαστήρια εμφανίζουν ετερογένεια1.

Ο ρόλος της στατιστικής στον έλεγχο των αποτελεσμάτων της ραδιοχρονολόγησης του 1989 αναβαθμίστηκε ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Την ευθύνη για την αρχειοθέτηση και διατήρηση των αυθεντικών μετρήσεων της ραδιοχρονολόγησης του 1989 είχε και έχει το Βρετανικό Μουσείο, το οποίο επί πολλά χρόνια αρνούνταν να προσφέρει πρόσβαση στα εν λόγω αρχεία σε τρίτους ενδιαφερόμενους. Για τη στάση του αυτή το Μουσείο δέχτηκε κριτική2. Υπό την πίεση νομικών επιχειρημάτων, το Βρετανικό Μουσείο επέτρεψε το 2017 την πρόσβαση σε ερευνητές που ήθελαν να ελέγξουν τις πρωτογενείς μετρήσεις της ραδιοχρονολόγησης και την αντίστοιχη επεξεργασία των αποτελεσμάτων. Έτσι λοιπόν τα τελευταία χρόνια έχουν δημοσιευθεί σχετικές στατιστικές μελέτες οι οποίες αξιολόγησαν τις πρωτογενείς μετρήσεις της ραδιοχρονολόγησης, όπως περιγράφεται στη συνέχεια.

Πρόσφατες στατιστικές μελέτες υπογράμμισαν την ετερογένεια των αποτελεσμάτων χρονολόγησης της Σινδόνης3. Οι Cacabianca et al. επανεξέτασαν τις πρωτογενείς μετρήσεις και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το επίπεδο εμπιστοσύνης του 95% που αναφέρθηκε το 1989 δεν είναι ακριβές, υποστηρίζοντας ότι μεταξύ των μετρήσεων υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις που καθιστούν τα τελικά ανακοινωθέντα αποτελέσματα της ραδιοχρονολόγησης αναξιόπιστα4. Σε ανάλογο συμπέρασμα κατέληξε και μία ακόμη στατιστική μελέτη, η οποία θεωρεί εσφαλμένο τον συνδυασμό των αποτελεσμάτων των τριών εργαστηρίων που οδήγησαν σε μια συνολική εκτίμηση της ηλικίας της Σινδόνης5.

4.9. Έμμεση κριτική για τα αποτελέσματα της ραδιοχρονολόγησης

Σε αυτό το κεφάλαιο συνοψίζονται κάποιες εργασίες, οι οποίες στοχεύουν στην αμφισβήτηση του αποτελέσματος της ραδιοχρονολόγησης με έμμεσους τρόπους. Οι εργασίες αυτές προσπαθούν να παραθέσουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η ηλικία της Σινδόνης είναι παλαιότερη της μεσαιωνικής περιόδου. Κατά κανόνα οι εργασίες αυτές δεν έχουν τύχει ευρείας αποδοχής.

Υπάρχει μία κατηγορία δημοσιευμένων άρθρων που περιγράφουν την ταυτοποίηση των βιολογικών πηγών σωματιδίων γύρης, φυτικών υπολειμμάτων και ανθρώπινων οργανικών υπολειμμάτων που βρέθηκαν επάνω στη Σινδόνη, πριν τις εργασίες καθαρισμού της το 1978 και 1988. Με τους καθαρισμούς τα υπολείμματα, όπως επίσης και άλλες επικαθίσεις, απομακρύνθηκαν από το αντικείμενο. Ωστόσο τα απομακρυσμένα υπολείμματα και σωματίδια κατακρατήθηκαν προκειμένου να μελετηθούν. Οι σχετικές λοιπόν εργασίες βασίζονται είτε σε φωτογραφίες της Σινδόνης που ελήφθησαν πριν τις διαδικασίες καθαρισμού, είτε στην ανάλυση των επικαθίσεων και σωματιδίων που απομακρύνθηκαν6. Υπήρξαν κάποιες, μάλλον ανεπιτυχείς, προσπάθειες να συσχετισθεί η προέλευση των φυτικών οργανισμών που ανιχνεύθηκαν στη Σινδόνη με την περιοχή του Ισραήλ και του ευρύτερου Μεσογειακού χώρου. Όμως τα αποτελέσματα αναλύσεων DNA έδειξαν πως τα οργανικά υπολείμματα στη Σινδόνη προέρχονται από φυτικούς οργανισμούς που βρίσκονται σε διάφορες περιοχές της γης, ενώ άνθρωποι από τη Δυτική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την Αραβική χερσόνησο και την Ινδία φαίνεται να έχουν έρθει σε επαφή με το αντικείμενο7. Αυτή η μεγάλη ποικιλία των αποτελεσμάτων υποδηλώνει ότι τα φυτικά υπολείμματα δεν προσφέρουν κανένα στοιχείο για την έμμεση χρονολόγηση ή την προέλευση της Σινδόνης και βέβαια τα αποτελέσματα δεν έρχονται σε αντίθεση με τη μεσαιωνική ηλικία του αντικειμένου που πρότεινε η ραδιοχρονολόγηση.

Σε μία πρόσφατη εργασία οι Fanti και Furlan υποστήριξαν ότι κατάφεραν να ανιχνεύσουν χρυσό στις επικαθίσεις-σωματίδια που απομακρύνθηκαν κατά τον καθαρισμό της Σινδόνης8. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αναλύσεων που πραγματοποιήθηκαν με φασματομετρία XRF, η σχετική περιεκτικότητα των σωματιδίων σε χρυσό, άργυρο και χαλκό είναι παρόμοια με αυτή που συναντάται σε βυζαντινά νομίσματα, αποτέλεσμα που υποδηλώνει ότι η Σινδόνη φυλάσσονταν κατά τους βυζαντινούς χρόνους, όπως άλλωστε ισχυρίζονται οι οπαδοί της αυθεντικότητας της Σινδόνης. Ελέγχοντας το αποτέλεσμα αυτό με όρους Χημείας, αξίζει να σημειωθεί ότι οι αναλύσεις έγιναν χρησιμοποιώντας ανιχνευτή Ενεργειακής Διασποράς Ακτίνων Χ (EDX) εγείροντας ερωτήματα για την ακρίβεια των ποσοτικών αποτελεσμάτων που ανακοινώθηκαν από τους Fanti και Furlan.

Σύμφωνα με τον A. Marion, η ψηφιακή επεξεργασία φωτογραφιών της Σινδόνης αποκάλυψε επιγραφές με Ελληνικούς και Λατινικούς χαρακτήρες γύρω από το πρόσωπο που εμφανίζεται στο λινό ύφασμα9. Κατά τον Marion οι επιγραφές υποδηλώνουν ότι η Σινδόνη είναι παλαιότερη από το Μεσαίωνα και επιπλέον αποδεικνύουν ότι το λινό ύφασμα συνδέεται με την Ταφή του Ιησού. Όμως οι επιγραφές δεν είναι καθόλου ευδιάκριτες και συνεπώς η παρουσία τους αμφισβητείται. Οι Jordan et al. απέδειξαν μετά από ψυχολογικά πειράματα ότι αυτό που εκλαμβάνουν οι άνθρωποι ως «πραγματικότητα» διαφέρει από τη ρεαλιστική πραγματικότητα που πρέπει να καταγράφουν οι αισθήσεις, καθώς η αντίληψη επηρεάζεται δραματικά από τις ανθρώπινες, προκαταλήψεις, πεποιθήσεις και εμμονές10. Η παρουσία επιγραφών στη Σινδόνη είναι ένα σενάριο το οποίο δεν έχει τύχει ευρύτερης αποδοχής.

Τέλος, στη βιβλιογραφία υπάρχουν άρθρα που υποστηρίζουν ότι η ψηφιακή επεξεργασία φωτογραφιών της Σινδόνης αποκαλύπτει αποτυπώματα νομισμάτων που είχαν τοποθετηθεί ως αφιερώματα επάνω στη Σινδόνη. Και αυτός όμως ο ισχυρισμός δεν έχει γίνει αποδεκτός από την ευρύτερη επιστημονική κοινότητα.

1 Riani et al. 2013.

2 Busson 1991.

3 Walsh & Schwalbe 2020.

4 Cacabianca et al. 2019.

5 Di Lazzaro et al. 2020.

6 Ball 2017; Barcaccia et al. 2015; Boi 2017.

7 Barcaccia et al. 2015.

8 Fanti & Furlan 2020.

9 Marion 1998.

10 Jordan et al. 2015.

 

http:// Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ