Αγωνισάμενοι καλώς, Ιεράρχαι, υπέρ των θείων θεοφρόνως Εικόνων, ομολογίας στεφάνους απειλήφατε

12 Μαρτίου 2022

Η Εκκλησία μας, τιμά την Κυριακή αυτή, τη μνήμη των Αγίων 367 Πατέρων της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου[1], η οποία συνήλθε το 787 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίαςκαι αντιμετώπισε οριστικά την αίρεση των εικονομάχων που δίχασε την αυτοκρατορία περίπου 150 χρόνια.Το κύριο έργο της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου αφορούσε στην προσκύνηση και αναστύλωση των ιερών εικόνων, όπως πανηγυρικά θυμόμαστε κατά τηνΚυριακή της Ορθοδοξίας.

Οι μεγάλοι αυτοί αιρετικοί εικονομάχοι έλεγαν ότι δεν μπορούμε να ζωγραφίζουμε στις εικόνες τον Θεό, την Παναγία μας και τους Αγίους και να προσκυνούμε τα ξύλα γιατί αυτό είναι ειδωλολατρία. Την περίοδο που εμφανίστηκε αυτή η αίρεση, δημιουργήθηκαν 3 παρατάξεις στους κόλπους της Εκκλησίας. Η πρώτη παράταξη ήταν οι εικονόφιλοι, οι οποίοι επεδίωκαν την παρουσία των εικόνων στους ναούς με υπερβολικές πολλές φορές εκδηλώσεις λατρείας. Η δεύτερη παράταξη ήταν οι εικονομάχοι, οι οποίοι πολεμούσαν την τιμητική προσκύνηση των ιερών εικόνων και αρνούνταν κάθε θεολογική και πνευματική προσέγγιση του θέματος. Η τρίτη παράταξη ήταν οι Ορθόδοξοι, οι οποίοι με την ορθή δογματική τους προσέγγιση απέκρουαν τις υπερβολές των εικονοφίλων και τις αιρετικές δοξασίες και ενέργειες των εικονομάχων[2].

Οι πρώτοι, οι οποίοι χρησιμοποίησαν εικόνες του Χριστού, ήταν οι Γνωστικοί και ειδικότερα οι Καρποκρατιανοί[3]. Τη μαρτυρία αυτή επαναλαμβάνει και ο Επιφάνιος Κωνσταντίας,ο οποίος τις χαρακτηρίζει «εικόνας ενζωγράφους δια χρωμάτων»,αλλά και «εκ χρυσού και αργύρου και λοιπής ύλης». Οι γνωστικοί προέβαλλαν τις εικόνες αυτές ως αντικείμενο προσκυνήσεως μαζί με τις εικόνες των φιλοσόφων Πυθαγόρα,Πλάτωνα, Αριστοτέλη. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει ότι υπήρχαν σε ορισμένες εκκλησίες εικόνες του Ιησού Χριστού και των αποστόλων «εθνική συνηθεία[4]». Ο Καισαρείας Ευσέβιος υπήρξε βεβαίως πολέμιος της παραστάσεως του Ιησού Χριστού σε εικόνες, γιατί θεωρούσε αφ’ ενός μεν αδύνατη την εξεικόνιση της θείας δόξας με νεκρά και άψυχα σώματα, αφ’ ετέρου δε αξιολογούσε τις εικόνες του Ιησού Χριστού ως ξένες προς την εκκλησιαστική παράδοση.Κατά τον Δ’ αιώνα οι ιερές εικόνες εισήχθησαν όχι μόνο στους ναούς, αλλά και στις οικίες πολλών χριστιανών, επιβλήθηκαν δε τελικώς στην εκκλησιαστική συνείδηση[5].

Κατά την περίοδο της εικονομαχίας διακρίνουμε δύο ιστορικές φάσεις. Η α’ φάση από το 726 μέχρι το 787 μ.Χ. ξεκίνησε με τις αυτοκρατορικές εντολές του Λέοντα Γ’ του Ίσαυρου κατά των εικόνων. Τότε έχουμε και τις πρώτες καταστροφές εικόνων. Το 730 μ.Χ. με διάταγμα επιβάλλεται η καταστροφή των εικόνων. Ο Πατριάρχης Γερμανός και ο Πάπας Γρηγόριος Γ’ αντιδρούν δυναμικά. Οι πιστοί στην Ελλάδα και στην Ιταλία επαναστατούν και συγκρούονται με τον εικονομαχικό στρατό του αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος Ε’, αργότερα, σκλήρυνε τον αγώνα κατά των εικόνων. Έκλεισε τα μοναστήρια και καταδίωξε τους μοναχούς που υποστήριζαν τη λατρεία των εικόνων. Ιερείς, μοναχοί, απλοί πιστοί κακοποιήθηκαν, εξορίστηκαν και πολλοί εκτελέστηκαν.Yπέρμαχος της Ορθοδόξου Πίστεως κατά την α΄ φάση της εικονομαχίας υπήρξε ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Συγκεκριμένα ο Άγιος με το έργο του « έθεσε την βάση για την τελική διατύπωση της θεολογίας περί των ιερών και αγίων εικόνων, καθώς και το πώς πρέπει οι Χριστιανοί να τις χρησιμοποιούν.

Η β’ φάση, από το 815 μέχρι το 843 μ.Χ., της εικονομαχίας αρχίζει με τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε’ τον Αρμένιο, ο οποίος με Σύνοδο επαναφέρει τις αποφάσεις της συνόδου της Ιέρειας. Ηγέτης των ορθοδόξων αναδεικνύεται ο Όσιος Θεόδωρος Στουδίτης, ο οποίος ήταν ηγούμενος της Μονής του Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη. Αγωνίστηκε υπέρ της Ορθοδοξίας στη δεύτερηπερίοδο της εικονομαχίας, με αποτέλεσμα να φυλακισθεί και να εξορισθεί από την Κωνσταντινούπολη.

Η προσκύνηση της ιεράς εικόνας αποδίδει τιμή στο εικονιζόμενο πρόσωπο και όχι στην ύλη από την οποία είναι φτιαγμένη. Αρκετά είναι τα παραδείγματα μέσα από την Αγία Γραφή περί της τιμής των ιερών εικόνων. Μερικά εξ αυτών είναι α) όταν ο  Θεός είπε στον Μωυσή να κατασκευάσει δύο εικόνες με Χερουβείμ γλυπτά και χυτά, που να καλύπτουν το κάλυμμα της Κιβωτού[6], β) όταν ο Θεός έδειξε τον ναό, που είχε γλυπτές όψεις λιονταριών, και φοινικιών, και ανθρώπων, και Χερουβείμ, από το έδαφος, και ως το φάτνωμα της στέγης[7], η τριήμερη παραμονή του Προφήτου Ιωνάστην κοιλία του κήτους.

Ο Μέγας Βασίλειος (4ος αιώνας), θεμελιώνοντας πρώϊμα κατά κάποιον τρόπο την θεολογία της Συνόδου, λέει: «Ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει[8]». Επίσης,ομολογεί στην επιστολή του προς τον Ιουλιανό τον Παραβάτη ότι τις εικόνες («χαρακτήρες») των αποστόλων, των προφητών και των αγίων «τιμώ και προσκυνώ, κατ’ εξαίρετων τούτων παραδεδομένων εκ των αγίων αποστόλων και ούκ απηγορευμένων, αλλ’ εν πάσαις εκκλησίαις ημών τούτων ανιστορουμένων[9]».

Ο Άγιος Γρηγόριος Nύσσης επισηµαίνει ότι µιµητικά απεικονίζονται οι µορφές και το αρχέτυπο κάλλος μετενεχθείη προς το ομοίωμα[10]. Συχνή αναφορά για την εικόνα γίνεται και στο έργο του Αγίου Επιφανίου «Πανάριον[11]». Ο Λεόντιος, Επίσκοπος Νεαπόλεως της Κύπρου στον πέμπτο λόγο του «υπέρ της των Χριστιανών απολογίας Κατά Ιουδαίων, και περί εικόνων των αγίων, αντικρούει αγιογραφικά και θεολογικά τις κατηγορίες των αιρετικών λέγοντας ότι αυτός που σέβεται και τιμά τον Θεό, τιμά, σέβεται και προσκυνά ως Υιό του Θεού τον Ιησού Χριστό. Το ίδιο πράττει και για τον τύπο του Τιμίου Σταυρού και τις εικόνες των Αγίων Του[12].

Οι εικόνες στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκτός από τη θεολογική, έχουν και παιδαγωγική σημασία. Είναι τα παραστατικά και ζωντανά μέσα με τα οποία ο πιστός θυμάται και ενατενίζει τη ζωή και την προσωπικότητα των αγίων της Εκκλησίας και, προπάντων, του ίδιου του Χριστού. Είτε βρίσκονται στους ναούς είτε στα σπίτια των χριστιανών αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της λατρευτικής παράδοσης και βοηθούν τους πιστούς να ανάγονται ευκολότερα προς το Θεό και τα πρόσωπα που τιμά η Εκκλησία.

Τα αίτια των εικονομαχικών ερίδων, οι οποίες συντάραξαν την εκκλησία και την αυτοκρατορία επί ένα και πλέον αιώνα (727-843 μ.Χ.), δεν είναι σαφή, γι’ αυτό και διατυπώθηκαν ποικίλες υποθέσεις, οι οποίες υποπίπτουν πολλές φορές σε μία σύγχυση αιτίων και συνεπειών.

Aγαπητοί αδελφοί, οι Πατέρες περιφρονώντας τα βασανιστήρια και ακόμα τον ίδιο το θάνατο, έδωσαν την μαρτυρία της ατεμάχιστης και αλώβητης πίστεως και εδραίωσαν στην αλήθεια την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Στερέωσαν την κλονισμένη πίστη των Ορθοδόξων με την ορθοτομία του λόγου της αληθείας. Απεδίωξαν τους βαρείς λύκους, οι οποίοι ενδεδυμένοι με μορφές προβάτων, προσπαθούσαν συνεχώς να διασπάσουν την ενότητα της πίστεως. Μέχρι και σήμερα διαπιστώνουμε, ζούμε και βλέπουμε να συμβαίνει κάτι τέτοιο στους κόλπους της Εκκλησίας. Οι Πατέρες, λοιπόν, συγκαταβατικοί και κατανοούντες την αδυναμία και τα λάθη των χοϊκών και πεπερασμένων ανθρώπων, αλλά ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΙ στα θέματα της πίστεως διεκήρυξαν και εξακολουθούν να διακηρύττουν ότι η αίρεση είναι εφεύρημα του διαβόλου, σύμφωνα και με τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο που γράφει στους Τραλλιανούς. Η αίρεση είναι αναίρεση της Εκκλησίας.

 Οι σήμερα τιμώμενοι Πατέρες, αλλά και γενικά οι Πατέρες που τιμώνται από την Εκκλησία μας, προέταξαν τα στήθη τους για να συγκρατήσουν από την πνευματική απώλεια το λογικό ποίμνιο και να παραδώσουν στην Εκκλησία ανόθευτη την ορθή αλήθεια, την ορθή δόξα. Ομολόγησαν «τὴν καλὴν ὁμολογίαν ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων[13]» και αντιστάθηκαν σε εκείνους που τόλμησαν να εισαγάγουν καινά δαιμόνια στη Θεολογία της Ορθοδοξίας. Τήρησαν απαρέγκλιτα την Αποστολική Παράδοση. Κληροδότησαν σε όλους εμάς με τους αγώνες, τους κόπους, τη θυσία και το αίμα τους, την αλήθεια αλλά και την ευθύνη που έχουμε ως Χριστιανοί έναντι στην Ορθοδοξία, η οποία μέχρι και σήμερα δέχεται τον πόλεμο των αιρετικών[14].

Ας διαφυλάξουμε «ως κόρην οφθαλμού» την αγία μας πίστη με τις πρεσβείες των σήμερα τιμώμενων Πατέρων, ώστε κι εμείς να παραδώσουμε στους επόμενους που θα έρθουν ανόθευτη και αμώμητη την Ορθοδοξία, όπως και οι Πατέρες μας την παρέδωσαν εμάς. «Στώμεν καλώς», λοιπόν, στην πίστη μας.

 

Παραπομπές:

[1]H Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος έλαβε χώρα από τις 24 Σεπτεμβρίου έως τις 13Οκτωβρίου 787 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας. Συνεκλήθη υπό του Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Στ΄ του Πορφυρογεννήτου και της μητέρας του Ειρήνης της Αθηναίας. Η Σύνοδος αυτή κλήθηκε να αντιμετωπίσει θεολογικά και εκκλησιαστικά το μεγάλο πρόβλημα της εικονομαχίας.

[2] Επισκόπου Καρπασίας Χριστοφόρου, Οικουμενικές Σύνοδοι (Ιστορία – Θεολογία – Πράξη), εκδ. Ιεράς Μονής Τροοδιτίσσης 2018, σελ. 465 – 466.

[3] Ειρηναίου Λουγδούνου, Κατά αιρέσεων,I,25,6. (Περί Καρποκρατιανών: Ο Καρποκράτης ήταν ακαδημαϊκός φιλόσοφος και διδάσκαλος της εγκύκλιας παιδείας και ταυτόχρονα, μία επιφανής προσωπικότητα του χριστιανικού Γνωστικισμού. Η διδασκαλία του περιελάμβανε ένα μεγάλο σύνολο από στοιχεία, γνωστικά, χριστιανικά και φιλοσοφικά.Κατά τον Καρποκράτη ο υλικός κόσμος με όλα του τα δημιουργήματα είναι έργο αγγέλων οι οποίοι εμφανίζονται υποδεέστεροι του αγέννητoυ και εντελώς άγνωστου Θεού-Πατέρα. Θεωρούσε ότι ο Χριστός ήταν ένας απλός άνθρωπος που γεννήθηκε με πατέρα τον Ιωσήφ και η μόνη διαφορά του από τους υπόλοιπους ανθρώπους ήταν η αρετή του και η ηθική του τελειότητα, η οποία του επέτρεψε να μείνει ελεύθερος από την καταδυνάστευση των αγγέλων που δημιούργησαν τον κόσμο.οι Καρποκρατιανοί πίστευαν ότι μπορούσαν να γίνουν όμοιοι με το Χριστό και δυνατώτεροι από τους Αποστόλους και τους Μαθητές Του. Βλ. Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων, τόμος Α΄, Αθήνα 1998, σελ. 314).

[4]Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία,VII,18.

[5]Βλασίου Φειδά,Εκκλησιαστική Ιστορία τόμος Α΄, Αθήνα 1997, σελ. 764 – 773.

[6] Έξοδος 25, 18-20.

[7] Ιεζεκιήλ 41, 18-20.

[8] Αγίου Bασιλείου του Μεγάλου, Περί του Αγίου Πνεύματος, PG 32, 149C.

[9]Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, PG 32,1100.

[10] Αγίου Γρηγορίου Nύσσης, Περί κατασκευής ανθρώπου, E ΄ , PG 44, 137A.

[11] Αγίου Επιφανίου Κωνσταντίας, Πανάριον, τόμος Α΄, PG 41, 181C.

[12] Λεοντίου Επισκόπου Νεαπόλεως Κύπρου, PG 93, 1597 – 1609.

[13]Α΄ Τιμοθέου 6,12.

[14] + Μητροπολίτου Φθιώτιδος Νικολάου, Αποστολική Διακονία, β΄ έκδοση 1999, σελ. 182 – 190.