Μπορεί ένας χούλιγκαν να γίνει άγιος;
28 Μαρτίου 2022Η νύχτα της 31ης Ιανουαρίου 2022 ήταν αναμφίβολα μια νύχτα πιο σκοτεινή από τις άλλες νύχτες. Ήταν μία νύχτα που δεν ξημέρωσε ποτέ για ένα νέο παλληκάρι, έναν φοιτητή του πανεπιστημίου, καθώς έπεσε θύμα δολοφονικής επίθεσης στη Θεσσαλονίκη για οπαδικούς λόγους. Όσο λοιπόν τις επόμενες μέρες η τρομερή είδηση του θανάτου του Άλκη Καμπανού επεσκίαζε την επικαιρότητα πολλοί άνθρωποι «έπεφταν από τα σύννεφα» με το τραγικό συμβάν.
Ήταν όμως όντως κεραυνός εν αιθρία το γεγονός αυτό ή κάτι δυστυχώς αναμενόμενο; Στις σκέψεις που ακολουθούν θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα της βίας, όπως αυτό εκδηλώνεται σε σχέση με την έννοια του αθλητισμού και της νεολαίας, και στη συνέχεια να διερευνήσουμε αν υπάρχει κάποια σύνδεση ή κάποια χρήσιμη θεώρηση σε σχέση με την εκκλησία.
Αν κάνουμε μία σύντομη δημοσιογραφική έρευνα θα διαπιστώσουμε ότι τα περιστατικά οπαδικής βίας δεν είναι κάτι καινούργιο αλλά καταγράφονται εδώ και χρόνια σχεδόν καθημερινά σε όλη την ελληνική επικράτεια. Άλλα από αυτά γίνονται ειδήσεις άλλα μένουν στα συρτάρια της δικαιοσύνης συνήθως ως εγκλήσεις κατά αγνώστων ενώ πολλά δεν καταγγέλλονται ποτέ εξαιτίας διαφόρων φόβων ή αδυναμιών των ανθρώπων. Η δολοφονία του Άλκη λοιπόν ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και έθεσε στο δημόσιο λόγο το ζήτημα της βίας στον αθλητισμό, εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων.
Κάτι που είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε εκ προοιμίου ως προς το κρίσιμο αυτό ζήτημα είναι ότι το πρόβλημα δεν είναι σε καμία περίπτωση ο ίδιος ο αθλητισμός αλλά η ουσία του προβλήματος εστιάζεται στην ίδια τη βία, η οποία γυρεύει τρόπους να εκδηλωθεί, γυρεύει εύφορη γη, για να αποδώσει τους πικρούς και δηλητηριώδεις καρπούς της.
Ενώ όμως ο αθλητισμός δεν ευθύνεται ως κάποια αυτοαξία για τη βία, ευδοκιμούν στον χώρο αυτό καταστάσεις που ευνοούν την εκδήλωσή της. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά κάποια παραδείγματα. Ο αθλητισμός ως ατομικό ή ομαδικό άθλημα έχει σκοπό την ψυχική και σωματική άθληση των ανθρώπων, τη βελτίωση των επιδόσεων, την επίτευξη στόχων. Για την επίτευξη των στόχων αυτών η αρχαιοελληνική σοφία τόνισε τη σημασία του τρόπου με την περίφημη ρήση «εὖ ἀγωνίζεσθαι». Η νίκη, η διάκριση, το μετάλλιο, η πρωτιά δεν είναι αυτοσκοπός αλλά θα πρέπει να γίνονται όλα με καλό τρόπο. Με αυτοσεβασμό και σεβασμό στους συναθλητές της δικής μας ή της άλλης ομάδας. Με τίμιο παιχνίδι ή fair play, όπως ονομάζεται πια ως διεθνής ορολογία.
Ενώ θα έπρεπε, λοιπόν, ο αθλητισμός να διακρίνεται από αυτά τα στοιχεία συχνά εμφανίζονται τα διαμετρικά αντίθετα. Ένας παθολογικός πρωταθλητισμός με ψυχική, σωματική και ηθική εξουθένωση των αθλητών. Παράνομη χρήση φαρμακευτικών ουσιών και μιγμάτων για τη βελτίωση των επιδόσεων, το επονομαζόμενο ντοπάρισμα. Σεξουαλική εκμετάλλευση και βία σε βάρος νεαρών αθλητών και αθλητριών από προπονητές και παράγοντες συνδεδεμένα με τη δυνατότητα ανέλιξης και προώθησης στο άθλημα, όπως φανερώθηκε με το κίνημα #metoo και καθώς άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι, ύστερα από τη γενναία δημόσια τοποθέτηση της Σοφίας Μπεκατώρου, δύο φορές Ολυμπιονίκη.
Οι καταστάσεις αυτές έχουν ως φυσικό αποτέλεσμα να καλλιεργείται ένας σκεπτικισμός σχετικά με την έννοια του αθλητισμού. Έτσι και ενώ ο αθλητισμός είναι εξαιρετικά σπουδαίος και μπορεί να προσφέρει πολλά στους αθλούμενους και ιδιαίτερα στους νέους, υγιές σώμα, συγκέντρωση, στόχους, καλλιέργεια ομαδικού πνεύματος και της ευγενούς άμιλλας, εκτρέπεται σε επικίνδυνες ατραπούς και συχνά κινδυνεύει να γίνει ένα βιομηχανοποιημένο προϊόν στην υπηρεσία του κέρδους παραγόντων και στοιχηματικών εταιριών. Στον βωμό αυτού του κέρδους έχουμε δει να θυσιάζονται πολλές από τις αξίες του αθλητισμού ενώ η βία είναι ένας χρήσιμος υπηρέτης αυτού του κέρδους.
Είναι τραγικό για παράδειγμα ένας παίκτης παγκοσμίου φήμης, πρότυπο για αναρίθμητους νέους σε όλη τη γη, να ασκεί δολοφονική βία στον αγωνιστικό χώρο τραυματίζοντας επικίνδυνα άλλον παίκτη και να συνεχίζει την καριέρα του χωρίς επιπτώσεις λόγω της δύναμης των χορηγών του. Η προκλητική ανοχή της βίας, η ατιμωρησία, η αναπαραγωγή της στο διαδίκτυο είναι επικίνδυνα πρότυπα για τους νέους. Ενώ όλα αυτά φορτίζονται περαιτέρω με την καλλιέργεια του φανατισμού.
Είναι υγιές να υποστηρίζει ένας άνθρωπος μία ομάδα, να χαίρεται με τη νίκη και να πικραίνεται με την ήττα, να ανταλλάσσει πειράγματα με υποστηρικτές μιας άλλης ομάδας. Δεν είναι όμως καθόλου υγιές, είναι μάλλον νοσηρό και παθολογικό όταν η αγάπη για μία ομάδα οδηγεί σε μίσος, κακία και εμπάθεια για την άλλη ομάδα και τους υποστηρικτές της.
Αυτή η ψυχική κατάσταση είναι η απαρχή της βίας, η απαρχή του οπαδισμού και αν θελήσουμε να ασχοληθούμε σοβαρά με το ζήτημα αυτό θα πρέπει να ξεκινήσουμε από αυτό το σημείο. Από την απάντηση σε ερωτήματα, όπως τα παρακάτω «γιατί ένας άνθρωπος μισεί έναν άλλο άνθρωπο στο όνομα του αθλητισμού»; «Γιατί δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει βία προκειμένου να επιβάλλει τη δική του προτίμηση»; «Γιατί μία παρέα παιδιών βρίσκει νόημα στη ζωή επιτιθέμενη με μίσος και δολοφονική βία σε άλλα παιδιά άγνωστα διερευνώντας απλά και μόνο την ταυτότητά τους ως φιλάθλων»;
Για να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα χρειάζεται δουλειά κοπιαστική και επιστημονική. Εμείς θα μοιραστούμε μόνο κάποιες σκέψεις σαν απαρχή και μικρή συμβολή στην αναζήτηση απαντήσεων. Εστιάζοντας στη νεολαία μας δεν μπορούμε να μην αποτυπώσουμε κάποια ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι «σημεία των καιρών» της εποχής μας.
Το πρώτο είναι ότι οι σημερινοί νέοι βίωσαν διά των γονέων τους στην ευαίσθητη παιδική ηλικία τις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που ξεκίνησε το 2008 και οι συνέπειές της παραμένουν ακόμα. Ανασφάλεια, αβεβαιότητα, ανεργία, απλήρωτη εργασία, εκμετάλλευση, φτώχεια, απώλεια κατοικίας. Ο ψυχικός κλονισμός των γονέων από αυτές τις συνέπειες και οι συνεπαγόμενες ενδοοικογενειακές εντάσεις είναι οπωσδήποτε καταστάσεις που με έναν τρόπο φανερό ή όχι, συνειδητό ή υποσυνείδητο έχουν επηρεάσει την ψυχική κατάσταση των νέων.
Το δεύτερο στοιχείο είναι η πανδημία. Από τη μία μέρα στην άλλη άλλαξαν όλα. Ανατράπηκαν σχέδια, γκρεμίστηκαν όνειρα. Έκλεισαν τα σχολεία, ένας πολύτιμος χώρος της κατεξοχήν κοινωνικοποίησης των παιδιών, ένας χώρος συνάντησης με τους φίλους, οικοδομής και καλλιέργειας σχέσεων. Τηλεκπαίδευση, απαγόρευση κυκλοφορίας, θεωρίες συνωμοσίας. Όλα αυτά επηρέασαν βαθιά τους νέους και για όσους δεν μπόρεσαν να τα διαχειριστούν με κάποιον οποιονδήποτε αποτελεσματικό τρόπο η καταφυγή στη βία μπορεί να είναι – η πιο εσφαλμένη και επικίνδυνη βέβαια – μία ψυχική αποσυμφόρηση.
Tο τρίτο χαρακτηριστικό είναι ότι οι σημερινοί νέοι είναι αναντίρρητα η γενιά της οθόνης. Το σύνολο σχεδόν των πληροφοριών που δέχονται και επεξεργάζονται προέρχεται μέσα από αυτήν, από τα social media, τις συνομιλίες τους πολλές φορές με αγνώστους, από μηδενικής αξιοπιστίας και εγκυρότητας ιστοσελίδες. Να καταθέσουμε στο σημείο αυτό μία προσωπική εμπειρία από τον χώρο της εκπαίδευσης, όταν συζητώντας με τα παιδιά στο σχολείο αισθάνονται πολλές φορές θυμό, μεγάλο θυμό, λόγω γεγονότων και όπως πληροφορήθηκαν σχετικά με αυτά από τα κοινωνικά δίκτυα. Όμως όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια οι πληροφορίες αυτές ήταν καταφανώς ψευδείς. Είχαν ιδεολογική και σημειολογική φόρτιση που εξυπηρετούσε συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Αυτός ο θυμός λοιπόν θα μπορούσε πολύ εύκολα να οδηγήσει στην εκδήλωση βίας.
Τέλος, ένα τέταρτο χαρακτηριστικό είναι η τοποθέτηση των νέων σήμερα ως προς το ζήτημα της θρησκείας. Ένα μεγάλο ποσοστό νέων, για τους δικούς τους και πλήρως σεβαστούς λόγους, δηλώνουν άθεοι, άθρησκοι, αδιάφοροι ή αγνωστικιστές. Αν ισχύει, λοιπόν, η διαπίστωση ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του θρησκευτικό ον, θα χρειαστεί να καλύψει το πνευματικό κενό μέσα στην ψυχή του με άλλα υποκατάστατα. Και ο αθλητισμός είναι μία από τις προσφερόμενες εναλλακτικές επιλογές. Αρκεί να αναφέρουμε συνθήματα για ομάδες, στα οποία η ομάδα ονομάζεται «θρησκεία» ή «θεός», τα γήπεδα που ονομάζονται από τους οπαδούς «ναοί» και είναι επίσης γνωστό ότι τα πρόσωπα αθλητών πολλές φορές ειδωλοποιούνται από τους νεαρούς θαυμαστές τους καθώς οι αφίσες τους διακοσμούν τον προσωπικό τους χώρο στη θέση που θα μπορούσαν να υπάρχουν εικονίσματα.
Με την τελευταία αναφορά περί θρησκείας θα περάσουμε και στον τελευταίο άξονα της προσέγγισής μας. Θα επιχειρήσουμε δηλαδή να δούμε ποια είναι και ποια θα μπορούσε να είναι η θέση της εκκλησίας στα παραπάνω ζητήματα. Αν μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά στις αιτίες που οδηγούν τους νέους γενικότερα στη βία και ειδικότερα στις εκφράσεις της, που σχετίζονται με τον αθλητισμό.
Η εκκλησία θα μπορούσε να είναι για τους νέους ένα ασφαλές καταφύγιο στους κινδύνους της εποχής, ένα λιμάνι στις τρικυμίες του βίου. Να είναι η φιλόστοργη μητέρα, που αγκαλιάζει και πλημμυρίζει αγάπη τα παιδιά. Ο Ίδιος ο Χριστός κάλεσε τα παιδιά κοντά Του επιτιμώντας τους ίδιους τους μαθητές Του, που έδιωχναν τις μητέρες τους, με τα περίφημα λόγια «ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με καὶ μὴ κωλύετε αὐτά· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν».
Ένα ερώτημα που τίθεται καλοπροαίρετα είναι μήπως υπάρχουν και σήμερα κάποιοι «μαθητές του Χριστού» που εμποδίζουν τα παιδιά να έρθουν κοντά Του; Έχουμε φροντίσει να είναι η Εκκλησία ένας τόπος, στον οποίο τα παιδιά και οι νέοι αισθάνονται ευπρόσδεκτοι; Υπάρχει μία κοινότητα έτοιμη να τους υποδεχτεί με αγάπη, χωρίς να τους κρίνει αλλά σύμφωνα με τα φωτισμένα λόγια, που είπε κάποτε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, κυρός Χριστόδουλος, στους νέους «ελάτε όπως είστε»; Αν ρωτήσουμε τους ίδιους τους νέους και αν θελήσουμε να τους ακούσουμε με σεβασμό και προσοχή, θα διαπιστώσουμε ότι έχουν παράπονα.
Πρώτο βήμα λοιπόν είναι μία ειλικρινής και έντιμη αυτοκριτική από όλους όσους διακονούν στον χώρο της εκκλησίας ως εργάτες του ευαγγελίου. Το να αποποιηθούμε τις ευθύνες μας και να επιρρίψουμε αλλού τις ευθύνες για τη βία είναι μία επιλογή. Ωστόσο χωρίς ίχνος ευθύνης.
Η εκκλησία μπορεί και οφείλει να αναλάβει πρωτοβουλίες για την πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας και να περιλάβει με προσοχή το ζήτημα αυτό στην ποιμαντική της ευθύνη.
Να ορίσει το έργο της νεότητας ως υψηλή προτεραιότητα.
Να δημιουργήσει χώρους και να προσφέρει ευκαιρίες, ώστε οι νέοι να βρίσκουν στον χώρο της εκκλησίας απαντήσεις σχετικά με όλα τα υπαρξιακά ζητήματα που τους απασχολούν αλλά και νοηματοδότηση στη ζωή τους.
Να μετέχουν σε δράσεις εθελοντισμού, σε πράξεις αγάπης.
Ένα παιδί, που θα μάθει να αγαπά τον πονεμένο άνθρωπο, δεν θα προξενήσει πόνο ασκώντας βία σε κάποιον άλλο. Ένα παιδί που γεμίζει τον χρόνο του όμορφα και δημιουργικά δεν θα διαθέσει χρόνο για να συμμετέχει σε συμπλοκές. Αντίθετα, όταν αντιληφθεί ένα γεγονός βίας σε βάρος συνανθρώπου θα σπεύσει να συμπαρασταθεί και να προστατέψει το θύμα.
Σε έναν κόσμο που πολλοί νέοι αισθάνονται αποπροσανατολισμένοι και χαμένοι η εκκλησία μπορεί να αποτελέσει μία πυξίδα, που οδηγεί στην Αλήθεια. Στους νέους που είναι απογοητευμένοι και απελπισμένοι από όσα βλέπουν, η εκκλησία μπορεί να δείξει πάλι την ελπίδα όχι ως μια αφηρημένη έννοια αλλά ως ένα Πρόσωπο, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Εκείνον που δίδαξε την αγάπη και έδειξε τον δρόμο της θυσίας. Εκείνον που συγχωρώντας τους ίδιους τους σταυρωτές Του δίδαξε τη σημασία της συγχώρεσης.
Ο – ίσως σε μεγάλο βαθμό – δικαιολογημένος θυμός και πόνος των νέων θα μπορούσε αντί να εκτονωθεί με πράξεις βίας και εκδίκησης να γίνει θυμός και αγώνας ενάντια στο κακό και την αδικία και ο πόνος να γίνει συμπόνια για άλλους πονεμένους ανθρώπους.
Στο ερώτημα «τίς πταίει» για όσα οδυνηρά συμβαίνουν και την ανησυχητική αύξηση φαινομένων βίας, που σχετίζεται με κάποιον τρόπο με τον αθλητισμό, ένα μερίδιο ευθύνης έχει και η εκκλησία. Για όσα ακόμα περισσότερα θα μπορούσε να κάνει για τους νέους στηρίζοντας, εμπνέοντας, καθοδηγώντας. Διδάσκοντας ότι η απάντηση στη βία δεν μπορεί να είναι σε καμία περίπτωση πάλι η βία. Αλλά η ειρήνη, η αγάπη, η συγχώρεση, το έλεος, η καταλλαγή.
Η εκκλησία εν τέλει αγαπά όλα τα παιδιά της. Και οι χούλιγκανς είναι δικά της παιδιά, παραστρατημένα. Και για αυτά τα παιδιά η εκκλησία έχει πάντοτε ανοιχτή μία ζεστή αγκαλιά, σαν την αγκαλιά του Πατέρα του Ασώτου. Μπορεί να απευθύνει πρόσκληση και στους νέους που εμφανίζουν παραβατική συμπεριφορά. Πόσο όμορφο και σπουδαίο θα ήταν τώρα που η πολιτεία λαμβάνει έκτακτα μέτρα για την οπαδική βία και κλείνουν οι σύνδεσμοι των φιλάθλων οι νέοι αυτοί να έρθουν στην Εκκλησία! Να γυρίσουν στην οικία του Πατέρα τους, να αγωνιστούν για να διορθώσουν τα λάθη τους. Μπορούν, αν το θελήσουν και αγωνιστούν, ακόμα και να αγιάσουν.
Ολοκληρώνοντας τις σκέψεις μας για το ζήτημα αυτό θα αναφέρουμε ένα παράδειγμα που επιβεβαιώνει την προηγούμενη πρόταση. Ένας νέος κάποτε, πάνω σε έναν καβγά έχοντας καταναλώσει ικανή ποσότητα αλκοόλ και για τα μάτια μιας κοπέλας, άσκησε τέτοια βία απέναντι σε άλλον νέο, που τον έριξε στη γη σχεδόν νεκρό. Αυτός ο νέος και με αφορμή αυτό το οδυνηρό γεγονός πόνεσε τόσο βαθιά, μετανόησε από τα βάθη της καρδιάς του και είναι σήμερα άγιος της εκκλησίας μας, ο Όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης.
Καλείται λοιπόν και η εκκλησία μαζί με όλους τους άλλους συνυπεύθυνους για τις δύσκολες καταστάσεις που σχετίζονται με τη βία, την οικογένεια, το σχολείο, την πολιτεία, τους αθλητικούς συλλόγους σε έναν κοινό αγώνα, σε μία συστράτευση, ώστε σιγά σιγά με επίμονη και μεθοδική δουλειά να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Προσφέροντας αντίδοτο στη βία την αγάπη, τη συγχώρεση, τον λόγο του Θεού.