Η άφεση των αμαρτιών (Β΄ Κυριακή των Νηστειών).

19 Μαρτίου 2022

Τί μας λέγει ακριβώς το σημερινό Ευαγγέλιο; Να κάνουμε το παν, τα αδύνατα δυνατά, για να προσεγγίσουμε τον Κύριο με τη ζωή μας και τη σταυρώσιμη εμπειρία μας. Να νεκρώσουμε κάθε εμπόδιο, κάθε αμαρτία, που αυτονομεί την ανθρώπινη φύση και απορρίπτει τη σχέση μαζί Του. Να πάμε κοντά Του και να του ζητήσουμε το πρώτο, αυτό που ο Ίδιος θεωρεί πρώτο: την άφεση των αμαρτιών μας, για να καθαρθούμε και να τον συναντήσουμε. Όπως φαίνεται στο σημε­ρινό Ευαγγέλιο, η άφεση των αμαρτιών, με σκοπό να έλθει η Χάρις, προηγείται και από την οποιανδήποτε θεραπεία του πάσχοντος σώματος. Παράδειγμα έμπρακτο ο παραλυτικός του σημε­ρινού Ευαγγελίου.

Οι τέσσερεις φορείς που τον κρατάνε από τις τέσσερεις γωνιές του κρεβατιού του, προσπαθούν να τον οδηγήσουν μπροστά στον Κύριο. Ο Κύριος βρίσκεται στο εσωτερικό του σπιτιού, που είναι γεμάτο με κόσμο και μέσα και απ’ έξω. Οι τέσσερεις δεν μπορούν ν’ ανοίξουν δίοδο μέσα από το πλήθος για να πλησιάσουν τον Χριστό. Όμως δεν υποχωρούν. Δεν γυρίζουν πίσω. Ανεβαίνουν στην οροφή, χαλάνε τη στέγη και κατεβάζουν τον ασθενή μπρο­στά στον Χριστό.

Η προσπάθειά τους αυτή είναι μια ενέργεια πνευματική, θεά­ρεστη, καρπός πίστεως, που υπερβαίνει τα εμπόδια και τους ανθρώπινους υπολογισμούς. Αυτή η πίστη είναι μια εσωτερική δύναμη, καρπός μιας «υπέρ φύσιν» σχέσεως του πιστεύοντος ανθρώπου με τον πιστευόμενο Θεό. Είναι πίστη έμπρακτη, που συνοδεύεται και από την αγάπη στον Θεό. Και η αγάπη συνιστά τη ζωή ως σχέση και κοινωνία μαζί Του, θεωρεί τα μέλλοντα αγαθά ως παρόντα, γιατί τα μέλλοντα είναι η ολοκλήρωση αυτής της σχέσεως.

πηγή: εργαστήριο βυζαντινών εικόνων Η Άμπελος

Μ’ αυτή την πίστη ξεκινά ο πιστός την πνευματική πορεία της Μ. Τεσσαρακοστής για να συναντήσει τον Κύριο, να γίνει κοινωνός των παθημάτων Του και του Σταυρού Του, με την άσκηση που ορίζει η αγία μας Εκκλησία, με τελικό σκοπό να δεχθεί μέσα του τη Χάρη του Θεού.

Τίποτε δεν μπορεί να ματαιώσει την προσπάθεια του ανθρώπου να πλησιάσει τον Κύριο, να αναπτύξει τη σχέση και την αγάπη μαζί Του, εκτός από τον ίδιο τον εαυτό του, τα αμαρτωλά πάθη του, την απιστία και τη ραθυμία του. Αυτά είναι τα εμπόδια που καλύπτουν τη «στέγη» της ψυχής, που πρέπει να αρθούν για να βρεθεί κοντά στον Χριστό. Η ασθένεια του σώματος δεν αποτελεί εμπόδιο στον πνευματικό αγώνα. Στην περίπτωση του παραλυτι­κού, έγινε αιτία να πλησιάσει τον Χριστό. Οι δοκιμασίες, ο πόνος της ψυχής, άλλα και του σώματος, οι θλίψεις γενικά, τις περισσό­τερες φορές συνεργούν στη σωτηρία, γιατί βοηθούν τον άνθρωπο να νοιώθει την ανεπάρκειά του και να καταφεύγει στον Θεό.

Πώς αξιολογεί ο Χριστός

Ο Κύριος «είδε την πίστιν» του παραλυτικού και των φορέων του και την ευλόγησε. Και ενώ όλοι ανέμεναν, πως πρώτα θα θεράπευε τον παραλυτικό σωματικά, ο Κύριος ενεργεί διαφορετικά. Θεραπεύει πρώτα την ψυχή. Την απαλλάσσει από την παράλυση της αμαρτίας, που την απομακρύνει από τον Θεό και γίνεται αιτία όλων των κακών. «Τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου», του λέγει. Τον αποκαλεί «τέκνον», δηλαδή του χορηγεί το χάρισμα της υιοθεσίας για την πίστη του, αλλά και για τη καθαρότητα της ψυχής του, μετά την άφεση των αμαρτιών του, που τον έφερε στη σχέση με τον Θεό. Τον κάνει «κατά χάριν» υιό του ουρανίου Πατρός. Στη συνέχεια του χαρίζει και τη θεραπεία του σώματος και τη δύναμη για να σηκώσει το κρεβάτι του και να πάει στο σπίτι του.

Αντίθετα προς τους Γραμματείς, που αναφέρει το σημερινό ευαγγέλιο, αλλά και τους πλείστους ανθρώπους, που βλέπουν τον άνθρωπο μόνο εξωτερικά, ως σώμα, όχι και ως ψυχή, ο Χριστός πρώτα θεραπεύει την ψυχή, που προηγήθηκε στην πτώση από τη Χάρη του Θεού και μετά το σώμα, αφού η ασθένεια του σώματος ακολούθησε τη νόσο της ψυχής, την αμαρτία. Όταν η ψυχή πί­στεψε, επανήλθε δηλαδή στη σχέση με τον Θεό, ακολούθησε η ίασή της, αλλά και του σώματος.

Το μήνυμα λοιπόν του Ευαγγελίου είναι το ίδιο με εκείνο της Μ. Τεσσαρακοστής, ή, καλύτερα, η Μ. Τεσσαρακοστή είναι η εμπειρία της σταυροαναστάσιμης ζωής του Ευαγγελίου και προς αυτήν μας προσανατολίζει. Κάθε αμαρτία δηλαδή είναι παράλυση και νέκρωση για την ψυχή, που την εμποδίζει να προσεγγίσει τον Χριστό. Η μετάνοια νεκρώνει την αμαρτία και ζωοποιεί την ψυχή. Την δε άφεση των αμαρτιών τη χαρίζει μόνο ο Χριστός, τόσο στον παραλυτικό όσο και στον κάθε άνθρωπο. Σ’ εμάς σήμερα χορηγεί την άφεση στο Μυστήριο της εξομολογήσεως, μέσον της Εκ­κλησίας, στην οποία πάντοτε υπάρχει το Άγιο Πνεύμα. Επειδή και στους πνευματικούς-ιερείς χορηγείται Πνεύμα Άγιο, όταν χειροτονούνται, αλλά και όταν καθίστανται πνευματικοί, γι’ αυτό αποκτούν το χάρισμα να γίνονται όργανα του Πνεύματος «εις το αφιέναι αμαρτίας». Με την άφεση των αμαρτιών, αλλά και με την άρση του σταυρού της ασκήσεως για θεάρεστο βίο, όπως αναφέραμε, αίρονται τα καλύμματα της «στέγης» της ψυχής, τα πάθη, και ο άνθρωπος προσεγγίζει τον Κύριο, γιατί συσταυρούται και συνανίσταται με Αυτόν. Τον προσεγγίζει με τη συμμετοχή στον Σταυρό και την Ανάστασή Του. Και επανευρίσκει τη σχέση μαζί Του και γίνεται τέκνο «κατά χάριν» του ουρανίου Πατρός, όπως και ο παραλυτικός.

Ενέργεια διαβολική

Αντίθετη προς την πνευματική ενέργεια για να συναντήσουμε τον Κύριο, είναι η ενέργεια των Γραμματέων και Φαρισαίων, ενέργεια διαβολική, που αναφέρει το σημερινό Ευαγγέλιο.

Οι Φαρισαίοι δεν θέλουν τον Χριστό, δεν νοιώθουν την αναγκαιότητά Του, γιατί νοιώθουν αυτάρκεις και νομίζουν, πως δεν τον έχουν ανάγκη. Η καρδιά τους είναι μολυσμένη με τα πάθη του εγωισμού, της αλαζονείας. Νομίζουν πως έχουν τη γνώση όλων των πραγμάτων. Κρίνουν τον Χριστό με την εωσφορική λογική τους. Αμφισβητούν τα πάντα. Ακούουν τον Χριστό, αλλά δεν τον υπακούουν. Ό,τι καλό κάνει το θεωρούν κακό. Όταν π.χ. συγχώ­ρησε τον παραλυτικό, η πράξη αυτή ήταν γι’ αυτούς βλασφημία: «Τί ούτος λαλεί βλασφημίας;» σκέπτονταν. Δεν αναγνωρίζουν στον Χριστό το δικαίωμα να συγχωρεί αμαρτίες. Αλλά και αν το αναγνώριζαν, θεωρούσαν αχρείαστη την άφεση των αμαρτιών, αφού αυτό που ήταν αναγκαίο γι’ αυτούς, ήταν η θεραπεία του σώματος. Θεωρούν πιο σπουδαία τη θεραπεία του σώματος και νομίζουν, πως ο Χριστός από αδυναμία την αντιπαρήλθε και κατέφυγε στην άφεση των αμαρτιών, που δεν φαίνεται αν έγινε. Σκέπτονταν τόσο πονηρά, γιατί δεν τον πίστευαν για Θεό. Γι’ αυτούς είναι απλός άνθρωπος, που πλανά τον κόσμο. Ενώ ο Κύριος αποκαλύπτει τους «διαλο­γισμούς» τους, που είναι ίδιο μόνο του Θεού. Όπως λέγει ο Ευαγγελιστής, ο Χριστός «είδε τας ενθυμήσεις αυτών» και τους ρώτησε: «Τί ταύτα διαλογίζεσθε εν ταις καρδίαις υμών;»

Όλα τα αμαρτωλά πάθη ξεκινούν από τους ακάθαρτους λο­γισμούς, τους οποίους κατευθύνει ο διάβολος. Μπορούν να καθαρθούν, όταν ο άνθρωπος έλθει σε συναίσθηση της αμαρτωλής του καταστάσεως και ζητήσει τη βοήθεια του Θεού, «εν τω ονόματι Ιη­σού Χριστού», αφού ταπεινωθεί, πενθήσει, συντριβεί, μετανοήσει και τους εξωτερικεύσει στο μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως και λάβει τη Χάρη του Θεού. Οι Φαρισαίοι όμως, ποτέ δεν πίστευαν στην αμαρτωλότητά τους, γιατί βρίσκονταν στην εξουσία του «πατρός αυτών διαβόλου», όπως τους είπε ο Κύριος. Τους έλειπε η Χά­ρη του Θεού, γι’ αυτό πάντοτε κινούνταν στο σκοτάδι της ανθρώπινης αυτάρκειας, της αλαζονείας και οιήσεως. Όλος ο πνευματι­κός αγώνας συνίσταται στην κάθαρση της καρδιάς, που είναι και το μήνυμα της Μ. Τεσσαρακοστής.

Είθε να δεχθούμε το μήνυμα αυτό της καθάρσεως της καρδιάς, για να αξιωθούμε να διαβούμε «εκ του θανάτου εις την ζωήν», όπως μας έδειξε ο σταυρωθείς και αναστάς Κύριος.

(Παύλου Μουκταρούδη, Θεολόγου, Διήρχετο διά των σπορίμων, τομ. Β΄, σ. 376-380. Εκδ. Ι. Μ. Λεμεσού 2008).