Πιάσαμε Άδη!

30 Απριλίου 2022

(«Πιάσαμε Άδη!», μού ΄πες απ΄ το τηλέφωνο. Κι ας ήταν Κυριακή του Πάσχα. «Πρώτη φορά στα εξήντα χρόνια της ζωής μου», σ΄ άκουσα να λες με πίκρα, «δεν κοινώνησα στην Ανάσταση». Κι έτσι, με το ακουστικό στο χέρι, καθώς μιλούσες, βάλθηκα να σκέφτομαι:)

Για χιλιάδες χρόνια ζήσαμε πάντοτε στο «ανάμεσα». Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, ανάμεσα σε αυτοκρατορίες, ανάμεσα σε φιλοσοφικά και θρησκευτικά ρεύματα, μέχρι και ανάμεσα σε δύο τεκτονικές πλάκες, που κάθε λεπτό συγκρούονται και μας ταρακουνάνε.

Έτσι μάθαμε να ζούμε. Πάντοτε με το ενδεχόμενο της πλήρους ανατροπής της καθημερινότητάς μας. Με τον φόβο των πειρατών, που σε μια νύχτα θα αφήσουν πίσω τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής, αποκαΐδια. Με την αγωνία ενός σεισμού, που θα γκρεμίσει τον μικρόκοσμό μας. Με την προσμονή του γιου και του άντρα, που πολεμούν. Αλλά και με την απόγνωση της προδοσίας, που πάντα κατάφερνε πιο πολλά και από τα πιο άγρια στίφη. Τίποτε δε μας χαρίστηκε. Ό, τι έμεινε στα σεντούκια μας, πληρώθηκε με αίμα. Αίμα κορμιού, αίμα ψυχής, πόνο απύθμενο και πληγές από λόγχες, κανόνια και λογισμούς πειρασμικούς, να πιάνουν την ψυχή σου και να την κοπανάνε αλύπητα στην πέτρα του συμβιβασμού και της συνθηκολόγησης.

Μάθαμε να ζούμε, αναζητώντας την απαντοχή και την ελπίδα πέρα από τα προφανή, πέρα από τα στοιχειωδώς λογικά, στα αδύνατα, στα απρόβλεπτα, στα θαύματα. Πάντα σε σύγκρουση με τη λογική των κατακτητών, πάντα καταδικασμένοι από τα πολιτικά και οικονομικά σενάρια των διπλωματών. Πάντα ένα αιωνόβιο δέντρο στα έγκατα της ιστορίας, περιτριγυρισμένο από καλικαντζάρους, να πριονάνε, να πριονάνε, μέχρι να θέλει μια τσεκουριά να γκρεμιστεί, και πάντα, πάντα κάτι, κάποιος, Κάποιος να το σώζει.

Δεν αρκεστήκαμε στη ροή των περιστάσεων. Μπορεί και να κουραστήκαμε από τα σκαμπανεβάσματα της μοίρας, γι΄ αυτό και να αναζητήσαμε το μεδούλι της αλήθειας. Θαυμάσαμε σα μικρά παιδιά.  Παρατηρήσαμε, μελετήσαμε, στοχαστήκαμε, ανάψαμε μια φλόγα που διαπερνά τα φαινόμενα και τη μοιράσαμε στην οικουμένη, να κάψει τα ξόανα. Και δε διστάσαμε, όταν πιο πέρα το μυαλό δεν μπόρεσε να φτάσει, να κάνουμε βωμό σε άγνωστο Θεό και να τον καρτεράμε.

Κι όταν αυτός ο υπέρτατος Θεός εφάνη, τον αγκαλιάσαμε και τον ζυμώσαμε με τις ελπίδες και τα πάθη μας. Κυρίως εμείς είχαμε το δικαίωμα να μιλήσουμε για πίστη. Γιατί τη λογική την εξαντλήσαμε μέχρι σταγόνα κι άλλος λαός δεν θα μπορούσε να μας πει πως την περιφρονήσαμε. Ήρθε ο αληθινός Θεός και αγαπήσαμε επάνω Του τα πάντα: Τον δωρικό Του λόγο, την αγάπη Του για όλα τα πλάσματά Του με τον άνθρωπο πρώτο, το παράδειγμα, τη θυσία Του, μα πάνω απ όλα αγαπήσαμε το Πάσχα Του. Γιατί «Πάσχα» σημαίνει «πέρασμα» και μείς πάντα ζούσαμε περνώντας ανάμεσα. Κάναμε το Πάσχα Του Πάσχα μας, γιατί μόνο εμείς μαθαίναμε για αιώνες, εκεί που όλα δείχνανε χαμένα και νεκρά, να αντικρίζουμε μια φλόγα, μια φωνή, να σκίζει την καταχνιά του Άδη μας και να συναντάει τον ανοιχτό ουρανό.

Αλλάξαν οι καιροί. Κι όταν μας δέχτηκαν στο συμπόσιο των χορτασμένων, νομίσαμε πως βρέθηκε χαρά που δεν χρειάζεται να περάσει απ΄ το σκοτάδι και τον πόνο του Άδη. Μπορεί και να κουραστήκαμε να πονάμε κι αναρωτηθήκαμε:

«Μπας κι υπάρχει νόημα ζωής φτηνό, ανώδυνο, γρήγορο; Μπας κι υπάρχει Ανάσταση χωρίς Γολγοθά;»

Κι οι χορτασμένοι μας διαβεβαίωσαν πως, όσο έχεις ν΄ αγοράζεις, μη φοβάσαι τίποτα. Αγοράσαμε λοιπόν πράγματα, πολλά πράγματα που μας κολάκευαν. Και πειστήκαμε πως η χαρά είναι φτηνή. Μυστικά όμως πληρώναμε πολύ περισσότερο από παλιά. Γιατί, για να γλυτώσουμε τον πόνο, χτίσαμε τείχος, που νομίζαμε για κάστρο κι ήταν φυλακή. Για να γλυτώσουμε τον κόπο, εμπιστευτήκαμε τα φθαρτά να μας γεμίσουν μόνιμη ευτυχία. Για να μην μας συντρίψει η αδυναμία και η προσωρινότητά μας, είπαμε να τις ξεχάσουμε, αποθηκεύοντας προμήθειες για κάθε ενδεχόμενο, καταδικασμένες αργά ή γρήγορα να σαπίσουν και να κλαπούν.

Ο φιμωμένος εαυτός μας έκανε τα ψέματα φίλους του και κάθε ψέμα που κατανάλωνε τον έκανε πιο ψεύτικο από πριν. Πήγαμε να γλυτώσουμε τον Άδη τού πόνου και φτιάξαμε ένα δικό μας χειρότερο, γεμάτο σκιές να κυκλοφορούν γύρω μας κι εμείς ανίκανοι να δούμε τα πρόσωπά τους, σκιές κι εμείς χωρίς υπόσταση, χωρίς κάτι να περιμένουμε, χωρίς ικανότητα ούτε να πονάμε. Γλυτώσαμε τον πόνο με τίμημα τη ζωή.

 Τότε έχασαν κάθε νόημα τα όσια και τα ιερά που κληρονομήσαμε. Η ευγενέστερη κληρονομιά μας έγινε είδος προς κατανάλωση, δεκανίκι στην θλιβερή μοναξιά μας, άλλοθι και παρηγοριά πως κάτι πιο…ανεβασμένο έχουμε στο εικονοστάσι μας, αν όλα τ΄ άλλα ξοφλήσουν. Σαν κάτι αληθινό σε εφεδρεία, αν όλα τα άλλα αποδειχθούν ψέματα. Μόνο που αυτά δεν φτιαχτήκανε για εφεδρείες αλλά για πρωταγωνιστές και μπροστάρηδες σε μάχες καθημερινές με την απάτη και το ψέμα.

Και αφού, αν και πάμφτωχος, φαντάστηκες πως τα έχεις εξασφαλίσει όλα, αφού νόμισες πως ξέρεις πώς σκέφτονται και πώς κινούνται τα επίγεια και τα επουράνια, αφού είχες ακόμη καταρτίσει και το πρόγραμμα του Θεού να βρίσκεται συγκεκριμένες ώρες στον συγκεκριμένο ναό που θα πήγαινες, Αυτός, φέτος, επέτρεψε να εκπλαγείς, να ταραχτείς, να δεις το σπίτι σου φυλακή και την εκκλησιά σου άβατη, μήπως κι ακούσεις επιτέλους αυτό που βροντοφωνάζει, από τότε που φανερώθηκε στους ανθρώπους:

«Αλλ’ ως απέχει ο ουρανός απο της γης, ούτως απέχει η οδός μου απο των οδών υμών και τα διανοήματα υμών από της διανοίας μου» 

(Όλ΄  αυτά στη σκέψη μου πυκνά. Μέσα σε στιγμές. Γραμμένα, θα φαίνονται πολλά. Το μυαλό όμως ξέρει να συμπυκνώνει. Ακόμη είσαι στο ακουστικό. Η πίκρα σου περνάει στο κινητό μου. Θέλω να σε στηρίξω, να στηριχτώ κι εγώ. Σου λέω:)

Στυλώσου και κοίτα: Αλώθηκε και το τελευταίο καταφύγιο, αλώθηκε το Ιερό, όπως τη μέρα εκείνη, αλώθηκε η έσχατη ελπίδα, όταν η Αγιά Σοφιά  πλημμύρισε από στίφη και τα πτώματα έφτασαν τρία μέτρα. Όπως τότε, έτσι και φέτος, κάθε σχήμα, κάθε τόπος, κάθε μορφή παρηγοριάς καταργήθηκαν μ΄ ένα άρθρο κι ένα νόμο. Θύμωσες, αγανάκτησες, πανικοβλήθηκες, ως και το αντάρτικο σκέφτηκες, μέχρι που διπλασιάστηκαν τα πρόστιμα. Κι είπες:

«Πιάσαμε Άδη!»

Πέστο ακόμη μια φορά, δυνατά! Να τ΄ ακούσεις:

«Πιάσαμε Άδη!»

Ε, λοιπόν! Αυτή σου η κραυγή σπάει τα τείχη των αυτονόητων και των δεδομένων κι ανοίγει πάλι δρόμο για συνάντηση. Αυτός που φέτος σου έλειψε δεν παρευρέθηκε ποτέ στων κάθε λογής συστημάτων, πολιτικών και μεταφυσικών, τις συνεδριάσεις. Αυτόν που φέτος δίψασες, κατέκριναν, χλεύασαν και κρέμασαν στο Σταυρό επειδή αρνήθηκε να περιοριστεί στα πατροπαράδοτα και τα θεσμοθετημένα. Θυμήσου: Δεν είπε πως είναι ψέματα. Είπε πως δεν Τον χωράνε. Για σαράντα μέρες θα μας δείχνει πως δεν υπάρχει γωνιά που να μην την κατακλύζει, δεν υπάρχει πόρτα κλειστή  να Τον εμποδίσει, δεν υπάρχει νόμος να Τον αποκλείσει, δεν υπάρχει φόβος να Τον εκτοπίσει απ΄ την ψυχή, ούτε ακόμη και ο Άδης, ο μεγάλος και του καθενός μας, δεν μπορεί να Τον κρατήσει. Ίσα ίσα:  Αυτός που ψάχνεις, Αυτός που φοβήθηκες πως  Τον έχασες, Αυτός που αναρωτήθηκες αν Τον πούλησες επειδή δεν τόλμησες να βγεις τη νύχτα της Ανάστασης, Αυτός που νόμιζες πως ευαρεστείται όταν τα βάζεις με αντίχριστους και συνωμότες, συχνάζει στον Άδη και κρατά τον πολύτιμο μαργαρίτη της ουσίας. Συχνάζει στον Άδη, γιατί  μόνον εκεί, στη απόλυτη εγκατάλειψη, στην απόλυτη συντριβή, στην απόλυτη απελπισία, στην απόλυτη στέρηση κάθε μορφής και κάθε κοσμικού σχήματος, κάθε ιερού κτιρίου και κάθε μηχανικής τελετουργίας, υπάρχουν ψυχές που περιμένουν μόνο το χέρι Του. Κι όταν φτάσεις κι εσύ, τίποτε άλλο να μην περιμένεις, θα σε αρπάξει με ορμή και θα δεις πως τίποτε άλλο δεν χρειαζόσουν. Εκεί κάτω, το χέρι Του αυτό συλλέγει τους πολίτες ενός  νέου κόσμου. Τα σχήματα του παλαιού δεν αντέχουν, το νέο κρασί χρειάζεται νέα δοχεία.  Κάτω εκεί, όλα κινούνται και όλα είναι έτοιμα να εκτοξευτούν. Κάτω εκεί, δεν έχει άλλα ψέματα.

Το Πάσχα είναι η αλήθεια, γιατί στη ζωή αυτή, το πέρασμα απ΄ τη χαρά στο πόνο κι απ΄ τον πόνο στη χαρά είναι η μόνη αλήθεια. Και το Πάσχα το αληθινό είναι πάλι εδώ. Μην παρασύρεσαι! Κι όλους τους …αντίχριστους να σταυρώσεις στο Σύνταγμα, την ψυχή σου πίσω δεν θα την πάρεις, εκτός αν δεις τον εαυτό σου σταυρωμένο στα δεξιά Του. Μιμήσου του ληστή την συντριβή, μιμήσου την παραίτηση από κάθε δικαιολογία.

Μόνον η συντριβή θα σου δώσει παρρησία να  Του ζητήσεις να σε θυμηθεί στη Βασιλεία. Δεν θα μπορέσει να αντισταθεί στο δακρυσμένο σου «Μνησθητί μου Κύριε». Στον δρόμο Του για μια πατρίδα άλλη, πατρίδα αλήθειας, θέλει συνοδοιπόρους. Θέλει φωνές να Του φωνάξουν «Ανάστα!!!», φωνές εξαγνισμένες από την αλαζονεία και την ψευτοεξασφάλιση των πραγμάτων και των ειδών ευλαβείας. Τότε θα σ΄ ακούσει! Και θα σ΄ αρπάξει! Κι όλα θα γίνουν πια όπως πρέπει να είναι!

Αν μείνεις μόνο να θρηνείς τα χαμένα κι αφήσεις να περνάει ο χρόνος χτυπώντας με την οργή τού εξαπατημένου τα ερείπια, θα Του λείψεις. Μην Του λείψεις. Γιατί κι εσύ θα λείψεις από τη γονατισμένη σου πατρίδα. Και σε χρειάζεται όσο ποτέ πατρίδα δε χρειάστηκε τα παιδιά της._