Πνευματικότητα του Αγίου Όρους: Ησυχασμός και νοερά προσευχή
13 Απριλίου 2022Με την ευτυχή συγκυρία των δύο γεγονότων που προαναφέρθηκαν (ηγούμενοι με ισχυρή προσωπικότητα και μετεγκαταστάσεις αδελφοτήτων), αλλά και χάρη στους εναπομείναντες φωτισμένους μοναχούς των προηγουμένων ετών (αρχές του 20ου αιώνα), συντελέστηκε η αναγέννηση της σύγχρονης πνευματικότητας του αγιορείτικου μοναχισμού, η οποία αποτελεί πόλο έλξης για τους προσκυνητές που ζητούν να βρουν την πνευματική ζωή εφαρμοσμένη και βιωμένη στην πράξη. Η πνευματικότητα αυτή, εκφρασμένη από σύγχρονες αγιορείτικες μορφές, αποτελεί ίσως την ουσιαστικότερη ποιμαντική προσφορά του Αγίου Όρους καθώς οι προσκυνητές, και όχι μόνον, επιζητούν να αντιγράψουν αλλά και να εφαρμόσουν (κατά το μέτρο του δυνατού) αυτήν την πνευματικότητα, με τελικό σκοπό τη σωτηρία της ψυχής τους.
Τα στοιχεία αυτής της πνευματικότητας και οι κύριοι σύγχρονοι εκφραστές της καταγράφονται στα υποκεφάλαια που ακολουθούν.
Ησυχασμός και νοερά προσευχή
Η νοερά προσευχή έχει τις ρίζες στις αρχές του μοναχισμού. Κατά τους Πατέρες του Ρωσικού Οδοιπορικού θεωρείται ότι αποτελεί σύνοψη όλου του Ευαγγελίου[1]. Όπως προαναφέραμε ο Ορθόδοξος Μοναχισμός εξ’ ορισμού έχει το στοιχείο του ησυχασμού. Υπήρξαν όμως πολλοί μοναχοί που επέλεξαν να ασκήσουν αυτή τη μοναστική αρετή, αλλά και τη νοερά προσευχή[2] στον υπέρτατο βαθμό και να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για άλλους μοναχούς αλλά και για κοσμικούς. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κυριότερο μήνυμα του Αγίου Όρους, το οποίο εμπεριέχει και την ποιμαντική του μέριμνα προς τον ευσεβή λαό του Θεού είναι: «Όσο μπορείτε λέγετε την ευχή»[3], καθώς η ευχή δεν προορίζεται μόνο για τους μοναχούς, μιας και η ρίζα της ανάγεται στον Απόστολο Παύλο σε μια εποχή που ακόμη δεν είχε εμφανιστεί ο μοναχισμός[4].
Κατά τον Γέροντα Αιμιλιανό τον Σιμωνοπετρίτη, αυτός ο τόσο απλός τρόπος προσευχής, είναι το καταστάλαγμα της παλαμικής θεολογίας, δηλαδή της δυνατότητας του ανθρώπου ανά πάσα στιγμή να μιλάει με τον Θεό και να ξέρει ότι εισήλθε μέσα του η άκτιστος ενέργειά Του και ταυτόχρονα να βρίσκεται (ο άνθρωπος) εντός της Αγίας Τριάδος[5]. Πολλοί αγιορείτες προτρέπουν τους λαϊκούς να ασκούνται στη νοερά προσευχή μέσα στον κόσμο όπως ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης και Ηγούμενος της Ι.Μ. Γρηγορίου Γεώργιος Καψάνης, ο οποίος προέτρεπε να λέγεται η ευχή σε κάθε τόπο και χρόνο και σε κάθε πρόβλημα ιδιαιτέρως αυτών που προκύπτουν μέσα στην οικογένεια ώστε να επέρχεται η ειρήνη και η γαλήνη[6]. Επίσης, κατά τον Γέροντα Χαράλαμπο Διονυσιάτη (Πνευματικό τέκνο του αναγεννητή της νοεράς προσευχής Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή), η «κατοχή» της νοεράς προσευχής σημαίνει «να αποκτήσεις τον Θεόν μέσα σου. Τον ζεις, τον αισθάνεσαι, ανοίγουν τα μάτια της ψυχής. Βλέπεις μ’ αυτά τα μάτια σου μέσα σου τον Χριστόν. Αισθάνεσαι μέσα σου, την ευδαιμονία της βασιλείας Του»[7].
Τον ησυχασμό και τη νοερά προσευχή εφάρμοσε με ιδιαίτερο ζήλο στις αρχές του 20ου αιώνα ο μοναχός Καλλίνικος ο Ησυχαστής (†1959), ο οποίος διάνυσε τα σαράντα πέντε[8] από τα πενήντα πέντε χρόνια της μοναχικής του ζωής ως έγκλειστος, υποβάλλοντας τον εαυτό του σε ακραίες ασκητικές δοκιμασίες (νηστεία έως σημείου ασιτείας, ολονύκτιες αγρυπνίες, πολύωρη προσευχή, ορθοστασία κλπ)[9]. Παράλληλα αναγνωρίσθηκε ως αυθεντία στα θέματα περί ησυχίας και νοεράς προσευχής και όσοι ήθελαν να επιδοθούν σε αυτήν προσέτρεχαν κοντά του για να λάβουν τη συγκατάθεσή του. Η διδασκαλία της νοεράς προσευχής από την πλευρά του δεν ήταν απροϋπόθετη. Κατά τον Γέροντα Καλλίνικο ο μοναχός θα έπρεπε να έχει κάνει τέλεια υπακοή, να έχει νεκρώσει το ίδιο θέλημά του και να έχει ξεριζώσει τα πάθη του. Επίσης, προϋπόθεση θεωρούσε την απόλυτη ησυχία και αμεριμνία και την ύπαρξη έμπειρου πνευματικού οδηγού που να προστατεύει τον ασκούμενο από την πλάνη[10].
Λίγα χρόνια αργότερα θα ακολουθήσει ο άνθρωπος που αναγέννησε τον ορθόδοξο μοναχισμό και τη σύγχρονη ιστορία του Αγίου Όρους αποτελώντας τον κύριο εκφραστή του ησυχασμού και της άσκησης της νοεράς προσευχής, ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής.
Όπως προαναφέρθηκε, συντέλεσε στην αναβίωση του αγιορείτικου μοναχισμού, της φιλοκαλίας των νηπτικών Πατέρων αλλά και της ησυχαστικής παράδοσης κατά τη διδασκαλία του Γρηγορίου Παλαμά, με τον οποίο ο Γέροντας Ιωσήφ είχε πολλά κοινά στοιχεία, όπως την άσκηση της ησυχίας μέσω της υπακοής, την έντονη άσκηση που περιλάμβανε τη σιωπή, την αγρυπνία καθ’ όλο το έτος, τη μελέτη, και κυρίως τη νοερά προσευχή μέσω της οποίας βίωσαν την έσχατη Χάρη, δηλαδή τη θεωρία του ακτίστου φωτός[11].
Ο Γέροντας Ιωσήφ άσκησε την απόλυτη ησυχία με πλήρη εγκλεισμό και σιωπή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίοδο της μεγάλης Σαρακοστής όπου από Δευτέρα έως Παρασκευή συνήθιζε να μην ομιλεί με κανέναν, σε συνδυασμό με την αυστηρή νηστεία και την αγρυπνία[12]. Παράλληλα, προσπάθησε να εφαρμόσει τέλεια την Παύλειο εντολή «αδιαλείπτως προσεύχεσθε»[13], εντολή την οποία σε μεγάλο βαθμό επέτυχε καθώς κάθε βράδυ είχε ως τυπικό να επιδίδεται στη μονολόγιστη ευχή επί έξι συνεχείς ώρες.
Στόχος του Γέροντα ήταν να μεταδώσει αυτή την αγαθή συνήθεια στη συνοδεία του. Έτσι, είχε ως τυπικό να μην αναγιγνώσκουν ακολουθίες ως είθισται στις Μονές, αλλά να ασχολούνται αποκλειστικά με την ευχή, με τελικό ζητούμενο την εξ ολοκλήρου κατεύθυνση του νου προς τον Θεό και την αποφυγή του μετεωρισμού. Ο ζήλος του για τη νοερά προσευχή τον έκανε να θεωρείται ως ο «τέλειος καθηγητής και διδάσκαλος» της νοεράς προσευχής με αποτέλεσμα να προστρέχουν προς αυτόν αγιορείτες μοναχοί που ζητούσαν τις συμβουλές του για το συγκεκριμένο θέμα, αλλά και λαϊκοί από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο. Κατά τον Γέροντα Αιμιλιανό τον Σιμωνοπετρίτη, ο Γέροντας Ιωσήφ είναι αυτός ο οποίος ξαναέφερε την προσευχή (με την έννοια ότι τη ζωντάνεψε) και την κατέστησε ως το χαρακτηριστικό του Αγίου Όρους[14], ενώ κατά τον Ηγούμενο Εφραίμ της Μονής Βατοπεδίου, ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής είναι η αιτία που η νοερά προσευχή έχει μεταδοθεί σε όλο τον κόσμο και πλέον κρατούν κομποσκοίνια (ακόμη) και τα μικρά παιδάκια[15].
Κατά την πρακτική και τη διδασκαλία του Γέροντα, η νοερά προσευχή πρέπει να συνοδεύεται με πνευματική μελέτη και ταπείνωση. Μόνο τότε επέρχεται η Χάρη η οποία γεμίζει τον άνθρωπο και τον ενώνει με τον Θεό. Κατά τη διάρκεια της νοεράς προσευχής ο άνθρωπος γίνεται σαν το πυρωμένο σίδερο το οποίο ενώνεται με τη φωτιά και επανέρχεται στη φύση του όταν εξέλθει της φωτιάς. Ο αγώνας αυτός δεν γίνεται ανεμπόδιστα από τις δυνάμεις που θέλουν αν αποσπάσουν τον άνθρωπο από τη μακάρια αυτή συνήθεια. Για αυτόν τον λόγο ο Γέροντας θέλοντας να τονίσει την ένταση που πρέπει να επιδείξει κάποιος στην ευχή έλεγε ότι «…θα πρέπει να τρέχει αίμα από την υπερκόποσιν της ευχής. Να πέφτεις εβδομάδες εξαντλημένος ως βαριά ασθενής. Και να μην παραιτείσαι της μάχης, έως να νικηθούν και να υποχωρήσουν οι δαίμονες»[16]. Εκτός από τον πόλεμο που δέχεται ο προσευχόμενος, η τελευταία φράση μαρτυρά επίσης ότι η πορεία της σωτηρίας δια της ευχής του Ιησού είναι σταυρική και όχι αναπαυτική[17], όπως δηλαδή θα επιζητούσε ο σύγχρονος άνθρωπος, δηλαδή αποτέλεσμα χωρίς κόπο.
Σε συνάφεια με τα παραπάνω έχει αναφερθεί και ο Γέροντας Αιμιλιανός ο Σιμωνοπετρίτης ο οποίος επισήμανε τα προβλήματα που παρεμποδίζουν τον άνθρωπο από τη νοερά προσευχή (την οποία χαρακτηρίζει ως το «βαρύ πυροβολικό» ενάντια στις δυνάμεις του εχθρού). Έτσι, οι δυσχέρειες κατά τον Γέροντα Αιμιλιανό (τις οποίες χαρακτηρίζει αναμενόμενες) που προκύπτουν κατά την άσκηση της προσευχής είναι η υπνηλία, η κούραση, η ανία, η σκληρότητα της καρδίας, η ακηδία αλλά και οι πειρασμοί του Σατανά που επιφέρει στους ασκούμενους. Οι δοκιμασίες και τα εμπόδια αυτά είναι εντονότερα στα πρώτα χρόνια όπου δοκιμάζεται η αγάπη προς τον Θεό. Όμως η επιμονή, η υπομονή, η πίστη και η ηρεμία θα βοηθήσουν στο να ξεπεραστούν τα προβλήματα και να φθάσουμε στο ποθητό αποτέλεσμα της ένωσης με τον Θεό[18], καθώς η ευχή διδάσκει τον άνθρωπο τα πάντα και του αποκαλύπτει τα πάντα κάνοντας να φαίνεται σαν αυτοκτονία το να μην ασκείται στην ευχή[19].
Εκτός από την πνευματική μελέτη και την ταπείνωση, απαραίτητο επίσης στοιχείο της νοεράς προσευχής είναι η μετάνοια η οποία κατά τον Γέροντα Ιωσήφ είναι «αφαίρεσις αίματος, εισροή πνεύματος» καθώς χωρίς μετάνοια η ευχή παύεται και ο ευχόμενος πλανάται[20]. Επίσης, όπως ήδη επισημάνθηκε, πολύ σημαντική προϋπόθεση επιτυχίας της νοεράς προσευχής είναι η ύπαρξη έμπειρου πνευματικού πατέρα ο οποίος θα είναι γνώστης και κάτοχος αυτής της πνευματικής κατάστασης[21] ώστε να προστατεύσει τον ευχόμενο από λάθη και κυρίως πλάνες.
Η προσευχή αυτή ή οποία είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος κατά τον Γέροντα Ιωσήφ[22], θα πρέπει να λέγεται ανεξάρτητα από τον τρόπο ζωής του καθενός και τον τόπο όπου βρίσκεται. Ο κάθε άνθρωπος θα πρέπει να βιάζει τον εαυτό του λέγοντας συνεχώς την ευχή μέχρι του σημείου εκείνου που όταν φτάσει να αργεί η γλώσσα να λέγει την ευχή ο νους και κατόπιν ο νους να την κατεβάζει στην καρδιά και να επέρχεται η κάθαρση. Όταν χρονίσει η ενέργεια της προσευχής εντός του ανθρώπου θα βιωθεί ο Παράδεισος μέσα του, με αποτέλεσμα να απελευθερωθεί από τα πάθη του και να επιτύχει την ποθητή απάθεια και την ειρήνη του Χριστού (την οποία περιγράψαμε στην ενότητα «Ο χαρακτήρας του μοναχισμού») η οποία ως αύρα λεπτή πλημμυρίζει όλο το σώμα και φωτίζει τον νου[23]. Έτσι, όταν ο άνθρωπος φτάσει σε αυτό το υψηλό επίπεδο, η προσευχή λειτουργεί στην καρδιά του ακόμη και κατά την διάρκεια του ύπνου του κατά το αγιογραφικό «Εγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ[24]».
Τέλος, σε συνάφεια με τη νοερά προσευχή αναφέρουμε ένα γεγονός το οποίο παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα και μας έχει προκαλέσει εντύπωση και ενθουσιασμό. Σε κάποιες στάσεις λεωφορείων στη Θεσσαλονίκη, την πόλη όπου αρχιεράτευσε ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, έχουν κολληθεί μικρές εικόνες (βλ. Φωτογραφίες 7-12 του παραρτήματος), οι οποίες καλλιγραφικώς αναγράφουν τη μονολόγιστη ευχή, υπενθυμίζοντας στον σύγχρονο άνθρωπο, πως κάθε στιγμή υπάρχει η δυνατότητα της ανάπαυσης της ψυχής μέσω της νοεράς προσευχής, η οποία αναβίωθηκε από τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, κατ’ εφαρμογή της διδασκαλίας του Γρηγορίου του Παλαμά, κάνοντας ακόμη και με αυτό τον τρόπο παρούσα την ποιμαντική του Αγίου Όρους σε κάθε στιγμή της καθημερινότητας, και τον σπόρο του Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή να ανθεί ακόμη και μέσα στα πολύβουα αστικά κέντρα.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ