Τα τρία «αλλά» του θείου ελέους

7 Απριλίου 2022

Είμεθα αμαρτωλοί. Ισχύει απόλυτα το τροπάριο της Ζ’ Ωδής του Μεγάλου Κανόνος «ημάρτομεν, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν ενώπιόν σου ουδέ συνετηρήσαμεν, ουδέ εποιήσαμεν καθώς ενετείλω ημίν». Είναι γεγονός ότι καθημερινώς αμαρτάνουμε με τις σκέψεις και τις πράξεις μας. Αιχμαλωτιζόμεθα εύκολα στα δίκτυα του χαιρεκάκου, του πονηρού. Όλοι γινόμεθα παραβάτες των εντολών του Θεού. Ο ένας σε τούτο το αμάρτημα και ο άλλος στο άλλο. Ο ένας σε περισσότερα, ο άλλος σε λιγότερα. Αυτός σε ελαφρότερα αμαρτήματα και εκείνος σε βαρύτερα. Ο ένας εξ αγνοίας, ο άλλος εκ συναρπαγής, ο τρίτος από κακή συνήθεια.

*

Ο λόγος του Θεού, εν προκειμένω, είναι σαφής. «Τις καυχήσεται αγνήν έχειν την καρδίαν; Ή τις παρρησιάσεται καθαρός είναι από αμαρτιών;» (Παροιμ. κ’, 9). Άμεμπτος και δίκαιος ήταν ο πολύαθλος Ιώβ. Και όμως, ο ίδιος θέτει το ερώτημα: «Τις καθαρός έσται από ρύπον; Αλλ’ ουδείς, εάν και μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης» (Ιωβ, ιδ’, 4). Αυτή είναι η πραγματικότητα. Πολλάκις γινόμαστε με την αφροσύνη των αμαρτιών μας και πάλιν σταυρωτές του Κυρίου. Και ζούμε μέσα στη φοβερή πλάνη και αυταπάτη για την έννοια της αμαρτίας, για την ανοχή των παρεκτροπών μας. Ισχύει, ωστόσο, ο λόγος του ευαγγελιστού: «Εάν είπωμεν, ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν» (Α’ Ιω. α’, 8).

Κλαύσαμε όμως για το πλήθος των αμαρτιών μας; Προβληματιστήκαμε μαζί με τον υμνωδό όταν λέγει: «Εσταυρώθης δι’ εμέ, ίνα εμοί πηγάσης την άφεσιν˙ εκεντήθης την πλευράν, ίνα κρουνούς ζωής αναβλύσης μοι». Πως παρουσιαζόμαστε ενώπιον του Κυρίου; Πως διακηρύττουμε ότι είμαστε χριστιανοί; Και αν μάλιστα είμεθα κληρικοί, πως τολμάμε και ιστάμεθα ενώπιον της Αγίας Τραπέζης και τελούμε τα ιερά και άχραντα θεία Μυστήρια και δη το κορυφαίο, την Θεία Λειτουργία;

*

Ωστόσο, η σοφία και η αγάπη του Θεού μας προσφέρει στις προσευχές μας πολλές φορές ένα σύνδεσμο της γραμματικής. Την λέξη «αλλά». Είναι η λέξη που μας συνδέει με το έλεος του Θεού. Είναι το «αλλά» αυτό, η δυναμική της συγχώρησης μας από το Θεό.

Νοιώθουμε ενίοτε ως απολωλότα πρόβατα, ως ο Δαυίδ έλεγε «επλανήθην ως πρόβατον απολωλός». Όμως αυτό το «αλλά», μας επαναφέρει στην αγία μάνδρα. Είναι αρχή της φωνής μετανοίας, εκζήτησης του θείου ελέους, η αρχή χάριτος του Θεού. Ποιος αμαρτωλός αλήθεια δεν θέλει αυτό το «αλλά» και μάλιστα όταν αναλογίζεται ότι ο Χριστός είναι ο καλός Ποιμήν; Ποιος κληρικός δεν θα προφέρει με ιερό δέος και κατάνυξη αυτό το «αλλά»;

*

Ας δώσουμε τρία παραδείγματα του ευεργετικού και σωτήριου αυτού συνδέσμου, του «αλλά», μέσα από την λατρεία της Εκκλησίας μας.

Το πρώτο «αλλά», βρίσκεται στο μοναδικό και υπέροχο Ιδιόμελο του βιβλίου του Τριωδίου, όταν λέγει ο ιερός υμνογράφος: «Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα˙ ορθρίζει γαρ το πνεύμα μου, προς ναόν τον άγιόν σου, ναόν φέρον του σώματος, όλον εσπιλωμένον, αλλ’ ως οικτίρμων κάθαρον, ευσπλάχνω σου ελέει». Το τροπάριο αυτό είναι μία δέηση. Εξομολογούμεθα δηλαδή στον Ζωοδότη Κύριο, ότι ολάκερο το σώμα μας είναι «εσπιλωμένον», είναι η ύπαρξή μας γεμάτη από αμαρτίες. Και ενώ θρηνούμε γι’ αυτό, ικετεύουμε ως αμαρτωλοί, τον οικτίρμονα και πολυέλεο Κύριο να μας καθαρίσει και συγχωρήσει από τις αμαρτίες μας. Ναί, λέγουμε, είμεθα «εσπιλωμένοι», αλλά ο οικτίρμων Κύριος θέλουμε να μας λευκάνει και πάλιν. Το «αλλά» εδώ, είναι ο σύνδεσμος που έρχεται και μας ενώνει με την αγάπη και ευσπλαγχνία του Θεού. Πολύ δυνατή και χαρακτηριστική η όλη φράση: «Αλλ’ ως οικτίρμων κάθαρον, ευσπλάχνω σου ελέει».

*

Ένα άλλο ικετευτικό «αλλά» βρίσκεται στην ωραιοτάτη Ευχή του θεοφόρου πατρός της Εκκλησίας, του Μεγάλου Βασιλείου, η οποία αναγιγνώσκεται στην Ενάτη Ώρα και στο Απόδειπνο. Λέγει η Ευχή: «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ο μακροθυμήσας επί τοις ημών πλημμελήμασι, και άχρι της παρούσης ώρας αγαγών ημάς, εν η επί του ζωοποιού ξύλου κρεμάμενος, τω ευγνώμονι ληστή την εις τον Παράδεισον ωδοποίησας είσοδον, και θανάτω τον θάνατον ώλεσας, ιλάσθητι ημίν τοις ταπεινοίς, και αμαρτωλοίς και αναξίοις δούλοις σου. Ημάρτομεν γαρ και ηνομήσαμεν, και ουκ εσμέν άξιοι άραι τα όμματα ημών, και βλέψαι εις το ύψος του ουρανού, διότι κατελίπομεν την οδόν της δικαιοσύνης σου και επορεύθημεν εν τοις θελήμασι των καρδιών ημών». Και στο μέσον της ευχής έχει το σπουδαίο «αλλά». Ήτοι: «Αλλ’ ικετεύομεν την σην ανείκαστον αγαθότητα. Φείσαι ημών, Κύριε, κατά το πλήθος του ελέους σου και σώσον ημάς διά το όνομά σου το άγιον…». Αφού αναφέρει την αναξιότητα του ανθρώπου στη συνέχεια παραθέτει το «αλλά» με την ικεσία στο άπειρο θείο έλεος.

*

Και για τον λειτουργό, επίσης, της θείας Μυσταγωγίας, τον ιερουργούντα, έχει η κορυφαία ευχή του Χερουβικού Ύμνου, αυτό το «αλλά», που πραγματικά τον λυτρώνει και τον «ανακουφίζει». Του δίνει την δύναμη, να συνεχίσει την θεία Μυσταγωγία. Αρχίζει ο Ι. Χρυσόστομος την λειτουργική αυτή ευχή με τα συγκλονιστικά λόγια: «Ουδείς άξιος των συνδεδεμένων ταίς σαρκικαίς επιθυμίαις και ηδοναίς προσέρχεσθαι η προσεγγίζειν η λειτουργείν σοι, Βασιλεύ της δόξης. Το γαρ διακονείν σοι μέγα και φοβερόν και αυταίς ταίς επουρανίαις δυνάμεσιν». Και ακολουθεί το «αλλά» με μία ανεπανάληπτη δύναμη εκφοράς και αναζήτησης της ανέκφραστης και αμέτρητης φιλανθρωπίας του Θεού. Συνεχίζει το ιερό κείμενο: «Αλλ’ όμως, διά την άφατον και αμέτρητόν σου φιλανθρωπίαν, ατρέπτως και αναλλοιώτως γέγονας άνθρωπος και αρχιερεύς ημών εχρημάτισας και της λειτουργικής ταύτης και αναιμάκτου θυσίας την ιερουργίαν παρέδωκας ημίν, ως Δεσπότης των απάντων».

Ο λειτουργός, εδώ, πραγματικά, παρά την ανθρώπινη αναξιότητά του, καταξιώνεται από τον Κύριο να διακονεί το ιερό Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας. Οποία δωρεά, χάρις και ευλογία!

*

Έτσι το «αλλά» είναι ένα προνόμιο. Είναι μία ωραία, ιερή στιγμή παρακλήσεως προς τον Κύριον να μας συγχωρήσει, να μας δεχθεί, να μας ευλογήσει. Μ’ αυτό το «αλλά» απλώνεται μία ουράνια γαλήνη στη προσευχόμενη ψυχή, έρχεται μία πνευματική ανάσα και ειλικρινά, μας περιβάλλει ευλογία που μας ενδυναμώνει να προχωρήσουμε στη προσευχή, στη τέλεση του ιερού Μυστηρίου, στην ευλάβεια, στην πνευματική οικοδομή μας. Αυτό το «αλλά» το νοιώθουμε τότε, ως μία τιμητική καταξίωση παρά την αμαρτωλότητά μας. Έτσι, παραμερίζεται η υποτονικότητα, η δυσαρέσκεια, η ραθυμία και η κακή διάθεση και εγκαθιδρύεται μεγαλύτερη αγάπη προς τον Κύριον, ουσιαστικό πνεύμα θυσίας και ήθος ευγνωμοσύνης και πολλής ευχαριστίας. Με το «αλλά» θερμαίνεται το είναι μας με την θεία αγάπη, παραδίδεται ο εαυτός μας στο θείο έλεος, υψώνεται η καρδία μας προς τον Ουρανό, το πικρό γίνεται γλυκύ, το σκότος φεύγει και το Φως της θείας Παρουσίας έρχεται και μας γαληνεύει και ηρεμεί και αγιάζει. Αυτό το «αλλά» είναι η θεία συγκατάβαση και η άπειρη αγάπη του Θεού για το πλάσμα Του. Είναι, τελικά, η ελπίδα, η δύναμη και η χαρά.

*

Υπάρχει, λοιπόν, ο σύνδεσμος αυτός, η λέξη αυτή, το «αλλά». Έτσι, μην απελπιζόμεθα. Μην ανεβαίνει στη ψυχή μας η απελπισία και η απογοήτευση. Ο Θεός δεν προσέχει ούτε το πλήθος, ούτε το βάρος των αμαρτιών. Προσέχει την μετάνοια. Όταν υπάρχει μετάνοια, τότε όλα τα συγχωρεί ο Μακρόθυμος και Πολυέλεος. Αν έστω ακόμη αμφιβάλλουμε, ας ακούσουμε τον Ιερό Χρυσόστομο που λέγει: «Ασεβής είσαι; Εννόησον τους μάγους. Άρπαξ είσαι; Εννόησον τον τελώνην. Ακάθαρτος είσαι; Εννόησον την πόρνην. Ανδροφόνος είσαι; Εννόησον τον ληστήν. Παράνομος είσαι; Εννόησον τον βλάσφημον Παύλον και μετά ταύτα Απόστολον˙ πρότερον διώκτην και μετά ταύτα Ευαγγελιστήν… Ήμαρτες; Μετανόησον. Μυριάκις ήμαρτες; Μυριάκις μετανόησον».

Οφείλουμε, βέβαια, να καταλάβουμε ότι είμεθα φταίχτες απέναντι του Θεού, ότι έχουμε ανάγκη πνευματικής θεραπείας και η συναίσθηση ότι είμεθα αμαρτωλοί πρέπει να μας διακατέχει στον μάταιο τούτο κόσμο. Έτσι, χρειαζόμεθα μία ειλικρινή αυτοκριτική γιατί πολλές φορές υψώνουμε τον εαυτό μας, νομίζοντας, ότι κάτι είμαστε. Δεν μας μένει, συνεπώς, τίποτα άλλο, παρά η αυτογνωσία, η οδός της ταπείνωσης, της περισυλλογής, της βαθύτερης γνωριμίας του εαυτού μας.

*

Γι’ αυτό ζητάμε στις ευχές και προσευχές μας με το «αλλά» την ευμένεια, την συγκατάβαση και την συγχώρηση. Μόνον όταν έλθουν οι «οικτιρμοί Κυρίου» τότε ζούμε με αυθεντική πνευματική ζωή εν Κυρίω. Το «αλλά», λοιπόν, είναι η παράκλησή μας, η δέησή μας να έλθει η θεία χάρη και η θεία ευλογία.