Ομολογώ ότι ουδέποτε θα πίστευα στον Χριστό, εάν δεν είχε αναστηθεί και δεν είχε νικήσει τον θάνατο!

14 Ιουνίου 2022

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς (1894-1979).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Συνέχεια εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=333556

 

Το ότι ο άνθρωπος πιστεύει αληθώς εις τον Αναστάντα Κύριον το αποδεικνύει με το να αγωνίζεται κατά της αμαρτίας και των παθών· και εάν μεν αγωνίζεται, πρέπει να γνωρίζη ότι αγωνίζεται διά την αθανασίαν και την αιωνίαν ζωήν.

Εάν όμως δεν αγωνίζεται, τότε είναι ματαία η πίστις του!

Διότι, εάν η πίστις του ανθρώπου δεν είναι αγών διά την αθανασίαν και την αιωνιότητα, τότε τι είναι;

Εάν με την εις Χριστόν πίστιν δεν φθάνη κανείς εις την αθανασίαν και την επί του θανάτου νίκην, τότε προς τι η πίστις ημών;

Εάν ο Χριστός δεν ανέστη, τούτο σημαίνει ότι η αμαρτία και ο θάνατος δεν έχουν νικηθή.

Εάν δε δεν έχουν αυτά τα δύο νικηθή, τότε διά τι να πιστεύη κανείς εις τον Χριστόν;

Εκείνος όμως ο οποίος διά της πίστεως εις τον Αναστάντα Χριστόν αγωνίζεται εναντίον κάθε αμαρτίας του, αυτός ενισχύει βαθμιαίως εν εαυτώ την αίσθησιν ότι ο Κύριος όντως ανέστη, όντως ήμβλυνε το κέντρον του θανάτου, όντως ενίκησε τον θάνατον εις όλα τα μέτωπα μάχης.

Η αμαρτία βαθμιαίως σμικρύνει την ψυχήν του ανθρώπου, την πλησιάζει προς τον θάνατον, την μεταβάλλει από αθανάτου εις θνητήν, από αφθάρτου και απεράντου εις φθαρτήν και εις πεπερασμένην.

Όσον περισσοτέρας αμαρτίας έχει ο άνθρωπος, τόσον περισσότερον είναι θνητός.

Και εάν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται τον εαυτόν του αθάνατον, είναι φανερόν ότι ευρίσκεται όλος βυθισμένος εις τας αμαρτίας, εις σκέψεις μυωπικάς, εις αισθήματα νεκρωμένα.

Ο Χριστιανισμός είναι μία κλήσις εις τον μέχρις εσχάτης αναπνοής αγώνα εναντίον του θανάτου, μέχρι δηλαδή της τελικής νίκης επ᾽ αυτού.

Κάθε αμαρτία αποτελεί μίαν υποχώρησιν, κάθε πάθος μίαν προδοσίαν, κάθε κακία μίαν ήτταν.

Δεν πρέπει να διερωτάται κανείς διατί και οι χριστιανοί αποθνήσκουν τον σωματικόν θάνατον. Τούτο γίνεται, διότι ο θάνατος του σώματος είναι μία σπορά. Σπείρεται σώμα θνητόν, λέγει ο Απόστολος Παύλος (πρβλ. 1 Εορ. 15, 42 εξ.), και βλαστάνει, αυξάνει και γίνεται αθάνατον.

Όπως ο σπειρόμενος σπόρος, ούτω και το σώμα διαλύεται, διά να το ζωοποιήση και τελειοποίηση το Άγιον Πνεύμα.

Εάν ο Κύριος Ιησούς δεν είχεν αναστήσει το σώμα, τι όφελος θα είχε τούτο από Αυτόν;

Ούτος δεν θα είχε σώσει ολόκληρον τον άνθρωπον.

Εάν δεν ανέστησε το σώμα, τότε διά τι εσαρκώθη, διά τι ανέλαβε το σώμα, αφού δεν του έδωσε τίποτε από την Θεότητά Του*;

Εάν ο Χριστός δεν ανέστη, διά τι τότε να πιστεύη κανείς εις Αυτόν;

Ομολογώ ειλικρινώς ότι εγώ ουδέποτε θα επίστευον εις τον Χριστόν, εάν δεν είχεν αναστή και δεν είχε νικήσει τον θάνατον, τον μεγαλύτερον εχθρόν μας.

Αλλ’ ο Χριστός ανέστη και εδώρησεν εις ημάς την αθανασίαν.

Άνευ αυτής της αληθείας, ο κόσμος μας είναι μόνον μία χαώδης έκθεσις απεχθών ανοησιών.

Μόνον με την ένδοξον ανάστασίν Του ο θαυμαστός Κύριος και Θεός μας, μας ηλευθέρωσεν από το παράλογον και την απελπισίαν.

Διότι χωρίς την ανάστασιν δεν υπάρχει ούτε εις τον ουρανόν ούτε υπό τον ουρανόν τίποτε πιο παράλογον από τον κόσμον αυτόν· ούτε μεγαλυτέρα απελπισία από την ζωήν αυτήν, δίχως αθανασίαν.

Δι’ αυτό εις όλους τους κόσμους δεν υπάρχει περισσότερον δυστυχισμένη ύπαρξις από τον άνθρωπον που δεν πιστεύει εις την ανάστασιν του Χρίστού και την ανάστασιν των νεκρών (πρβλ. 1 Κορ. 15, 19). «Καλόν ην αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος» (Ματθ. 26, 24).

Εις τον ανθρώπινον κόσμον μας ο θάνατος είναι το μεγαλύτερον βάσανον και η πιο φρικιαστικη απανθρωπία.

Η απελευθέρωσις από αυτό το βάσανον και από αυτήν την απανθρωπίαν είναι ακριβώς η σωτηρία.

Τοιαύτην σωτηρίαν εδώρησεν εις το ανθρώπινον γένος μόνον ο Νικητής του θανάτου, ο Αναστάς Θεάνθρωπος.

Διά της αναστάσεώς Του Αυτός μας απεκάλυψεν όλον το μυστήριον της σωτηρίας μας.

Σωτηρία σημαίνει το να εξασφαλισθή διά το σώμα και την ψυχήν αθανασία και αιωνία
ζωή.

Πώς δε κατορθώνεται τούτο;

Μόνον διά της θεανθρωπίνης ζωής, της νέας ζωής της εν τω Αναστάντι και διά τον Αναστάντα Χριστόν!

Δι’ ημάς τους χριστιανούς η ζωή αυτή επί της γης είναι σχολείον εις το οποίον μανθάνομεν πώς να εξασφαλίσωμεν την αθανασίαν και την αιωνίαν ζωήν.

Διότι τι όφελος έχομεν από αυτήν την ζωήν, εάν με αυτήν δεν ημπορούμεν να αποκτήσωμεν την αιωνίαν;

Αλλά, διά να αναστηθή μετά του Χρίστού ο άνθρωπος, πρέπει πρώτον να συναποθάνη μετ’ Αυτού και να ζήση την ζωήν του Χριστού ως ιδικήν του.

Εάν κάμη τούτο, τότε την ημέραν της Αναστάσεως θα ημπορέση μετά του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου να ειπή: «Χθές συνεσταυρούμην Χριστώ, σήμερον συνδοξάζομαι· χθες συνενεκρούμην, συζωοποιούμαι σήμερον· χθες συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι».

Εις τέσσαρας μόνον λέξεις συγκεφαλαιούνται και τα τέσσερα Ευαγγέλια του Χριστού: Χριστός ανέστη! – Αληθώς ανέστη!…

Εις εκάστην εξ αυτών ευρίσκεται από ένα Ευαγγέλιον, και εις τα τέσσερα Ευαγγέλια ευρίσκεται όλον το νόημα όλων των κόσμων του Θεού, των ορατών και αοράτων.

Και όταν όλα τα αισθήματα του ανθρώπου και όλαι αι σκέψεις του συγκεντρωθούν εις την βροντήν του πασχαλινού αυτού χαιρετισμού: «Χριστός ανέστη!», τότε η χαρά της αθανασίας σείει όλα τα όντα, και αυτά εν αγαλλιάσει απαντούν επιβεβαιούται το
πασχάλιον θαύμα: «Αληθώς ανέστη»!

* Πρβλ. Ι. Χρυσοστόμου, εις 1 Κορ. ομ. 39,2. PG 61, 334: «Ει δε ουκ εγείρονται (τα σώματα), διά τι ηγέρθη ο Χριστός; διά τι ήλθε; διά τι σάρκα ανέλαβεν, ει μη έμελλεν αναστήσειν σάρκα; ου γαρ εδείτο αυτός, αλλά δι᾽ ημάς».

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς, «Φιλοσοφικοί κρημνοί» και το κεφάλαιο «’Καταδικασμένοι’ να είναι αθάνατοι» των εκδόσεων της Μονής Χιλανδαρίου.