Ανεξιχνίαστες οι βουλές του Θεού

12 Ιουλίου 2022

Ποτέ δεν πρέπει να κρίνουμε τις βουλές του Θεού σε ό,τι αφορά τη ζωή μας, τη ζωή των άλλων, αλλά και οποιοδήποτε θέμα.Ο νους μας είναι πεπερασμένος. Όσο και να θέλει δεν μπορεί το θνητό δημιούργημα να κρίνει τις βουλές του δημιουργού του. Πρέπει να πιστεύει ότι ο δημιουργός του ενεργεί πάντα σοφά ως πάνσοφος και για το καλό του ως παναγάπη που είναι. Μερικές φορές φαίνονται κάποια πράγματα στα ανθρώπινα μάτια, σκληρά και αδικαιολόγητα. Η σύνεση και η αυτογνωσία όμως πρέπει να μαζεύει τον νου που επαναστατεί, για να μην καταλήξει σε αυθάδεια κατά του Θεού και άρνηση. Η πατερική εμπειρία που μας υποδεικνύει την ασφαλή οδό, πολλές φορές δεν διδάσκει μόνο με την απλή διδασκαλία, αλλά και με ιστορίες και παραβολές όπως ο Κύριος, για να δώσει στον απλό και αγράμματο άνθρωπο τα απαραίτητα διδάγματα για την προσωπική του οικοδομή. Μια τέτοια διδακτική ιστορία που ανήκει στη ρουμάνικη ορθόδοξη λαϊκή παράδοση, μας μιλά ακριβώς για ενέργειες του Θεού ανεξιχνίαστες, μέσα όμως από τις οποίες παρουσιάζεται ο προνοητής Θεός:

«Μια φορά ο Θεός έστειλε τον αρχάγγελο Γαβριήλ σε μια πολιτεία για να πάρει την ψυχή μιάς χήρας. Όταν ο αρχάγγελος έφτασε στο σπίτι της, βρήκε τη χήρα να ψυχορραγεί και να κρατά στην αγκαλιά της δύο δίδυμα μικρά παιδιά. Ο αρχάγγελος τα λυπήθηκε που θα έμεναν ορφανά και γύρισε στον Θεό χωρίς να φέρει την ψυχή της χήρας. Όταν ο Θεός τον ρώτησε γιατί δεν εκπλήρωσε την εντολή Του, εκείνος του είπε·

  • Άφησα τη μητέρα να ζήσει από συμπόνοια για τα δύο μικρά παιδιά της.

Μετά από αυτό ο Θεός τον έστειλε να βγάλει ένα λιθάρι από τα βάθη της θάλασσας και να το ανεβάσει στον ουρανό. Ο αρχάγγελος ανέβασε το λιθάρι και ο Θεός τον διέταξε να το σπάσει. Το έκανε και βρήκε μέσα στο λιθάρι δύο σκουλήκια ζωντανά. Τότε ο Θεός τον ρώτησε·

  • Ποιος τρέφει αυτά τα σκουλήκια που βρίσκονται μέσα στην πέτρα στα βάθη της θάλασσας;
  • Εσύ, Κύριε.
  • Αφού, λοιπόν, φροντίζω γι’ αυτά τα ταπεινά σκουλήκια, πώς μπορώ να αδιαφορώ για τον άνθρωπο που τον εξαγόρασα από την αμαρτία με το αίμα του Υιού μου;

Μετά από αυτό, ο Θεός έστειλε τον αρχάγγελο Μιχαήλ και πήρε την ψυχή της χήρας. Τον Γαβριήλ τον καταδίκασε για την ανυπακοή του να υπηρετεί τριάντα χρόνια έναν ασκητή και να τον φυλάει από κάθε κίνδυνο. Όταν θα περνούσαν τα τριάντα χρόνια, έπρεπε να πάρει την ψυχή του ασκητή και να την ανεβάσει στον ουρανό. Ο Γαβριήλ μεταμορφώθηκε σε μοναχό και εκτελούσε όλες τις προσταγές του ασκητή,ο οποίος τον θαύμαζε για την υπακοή του. Όλο αυτό το διάστημα δεν είχε γελάσει ούτε μια φορά!

Όταν κόντευαν να τελειώσουν τα τριάντα χρόνια της τιμωρίας, ο ασκητής τον έστειλε στην πόλη να αγοράσει ένα ζευγάρι υποδήματα που να κρατούσαν πάνω από χρόνο. Ο αρχάγγελος μόλις άκουσε τα λόγια αυτά, γέλασε. Ο ασκητής που αγνοούσε ότι ο υποτακτικός του ήταν άγγελος, παραξενεύτηκε όταν τον είδε να γελάει για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια. Γι’ αυτό έστειλε μαζί του ένα μικρό καλογέρι για να παρακολουθεί τις κινήσεις του. Έτσι ξεκίνησαν μαζί οι δυο καλόγεροι, ώσπου συνάντησαν στον δρόμο ένα ζητιάνο που ζητούσε ελεημοσύνη. Ο Γαβριήλ μόλις τον είδε γέλασε πάλι. Συνέχισαν τον δρόμο τους ώσπου συνάντησαν πιο κάτω έναν επίσκοπο και έναν έπαρχο που διάβαιναν περήφανοι μέσα στην άμαξά τους με μεγάλη συνοδεία λαού από πίσω. Τότε πάλι γέλασε γυρίζοντας το πρόσωπό του από την άλλη μεριά. Όταν έφτασαν στην πόλη, είδαν ένα κλέφτη που είχε κλέψει ένα πήλινο αγγείο και πάλι ξαναγέλασε. Μετά αγόρασαν τα υποδήματα και γύρισαν στον ασκητή.

Το καλογέρι διηγήθηκε στον ασκητή όλα όσα είχε δεί και πως ο καλόγερος γέλασε τρεις φορές. Ξαφνιασμένος ο ασκητής, ρώτησε τον μοναχό άγγελο·

  • Πές μου τί σου συμβαίνει; Τριάντα χρόνια με υπηρετείς και δεν σε είδα ποτέ να γελάσεις, ενώ σήμερα γέλασες τέσσερις φορές.
  • Μάθε πως είμαι ο αρχάγγελος Γαβριήλ. Ο Θεός με έστειλε να πάρω κάποτε την ψυχή μιας χήρας που κρατούσε στην αγκαλιά της δύο μικρά παιδιά. Εγώ όμως τα λυπήθηκα και άφησα τη χήρα ζωντανή. Γι’ αυτό με τιμώρησε να σε υπηρετώ τριάντα χρόνια. Τώρα που συμπληρώθηκαν, έχω εντολή να πάρω την ψυχή σου στον ουρανό.

Θέλεις τώρα να μάθεις γιατί γελούσα; Ακούσε·με έστειλες να σου πάρω υποδήματα για ένα χρόνο, ενώ εσύ θα πεθάνεις μέσα σε τρεις μέρες. Όταν άκουσα τον ζητιάνο να ζητάει ελεημοσύνη γέλασα, διότι στο μέρος που ζητιάνευε ήταν κρυμμένος θησαυρός τον οποίο αγνοούσε. Όταν είδα τον επίσκοπο και τον έπαρχο γέλασα, διότι θυμήθηκα πως ήταν τα δύο μικρά παιδιά της χήρας για τα οποία τιμωρήθηκα να σε υπηρετώ. Τέλος, ο κλέφτης με το πήλινο αγγείο μου προκάλεσε το γέλιο, διότι δεν μπορούσα να καταλάβω πώς η λάσπη κλέβει τη λάσπη…

Τώρα ετοιμάσου, γιατί κοντεύει η ώρα να φύγουμε. Μετά από τρεις ημέρες ο ασκητής πέθανε, και η ψυχή του μεταφέρθηκε στον Θεό για να κριθεί».

 

Πηγή: Αρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδάκη, Επί το Άροτρον, Αθήνα 2021.