Προσβάσιμη σελίδα

Η προς τιμήν του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και των συν αυτώ μαρτυρησάντων ασματική ακολουθία

Η ιστορική πορεία του Ελληνισμού κατά τους δίσεχτους χρόνους της Οθωμανικής δουλείας, πολύ συχνά έγινε αντικείμενο της ιστορικής έρευνας, η οποία δημιούργησε νέες λαμπρές σελίδες για το γένος και ανέδειξε τα ιστορικά δεδομένα της εποχής.

Στο χώρο της Ορθόδοξης παράδοσης, όπου η πορεία αυτή του αίματος, έδωσε στο γένος πλήθος μαρτύρων και ομολογητών, εμπλούτισε όχι μόνο τις ιστορικές πηγές, αλλά και τα λειτουργικά μας κείμενα, με υμνολογικά τεχνουργήματα, αλλά και εικονιστικές αποτυπώσεις μορφών και γεγονότων.

“Ο προσδιορισμός του ιστορικού πλαισίου και ο καθορισμός των συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών, κάτω από τις οποίες συγγράφονται κείμενα ή συνθέτονται ύμνοι, αποτελούν βασικά κριτήρια για την προσέγγιση και ανάλυση των κειμένων της Εκκλησιαστικής γραμματείας.1

Τούτο σημαίνει, πως δεν μπορούμε, κατά την αξιολόγηση, να εκτραπούμε από την ιστορική πραγματικότητα, αλλά να προσεγγίσουμε αυτήν με αντικειμενικότητα και ασφαλή νηφαλιότητα. Ιδιαίτερα η διερεύνηση ιστορικών γεγονότων που έχουν να κάνουν με το γένος μας και την πίστη μας, η εμπλοκή προσώπων, γεγονότων, σχέσεων και ενεργειών που εκτυλίχθηκαν σε εποχές ιδιόμορφες και σκληρές για το λαό, θα πρέπει να αναλυθούν όχι στο πλαίσιο της πολεμικής μισαλλοδοξίας και του φανατισμού, αλλά στο σαφές και συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο εις τρόπον ώστε να λάμπει η αλήθεια και να γίνει μέρος της ιστορικής πραγματικότητας.2

Ακόμη δε όταν αντικείμενο της μελέτης μας είναι υμνολογικά κείμενα και συνθέσεις ποιητικές, που εκφράζουν τις πράξεις και την άθληση προσώπων που ξεχώρισαν για τα γνωρίσματα της Ελληνικής τους ψυχής και της πνευματικής τους σταθερότητας, πρέπει να επιδειχθεί η δέουσα αξιολόγηση ώστε να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον, όχι σε τυχόν ασαφή στοιχεία, μιας καλώς νοούμενης λαϊκής ευσέβειας, που πάντοτε εμφωλεύει στα κείμενα αυτά, αλλά να υπογραμμιστεί πάντοτε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η βεβαιωμένη εμπειρία της εκκλησιαστικής κοινότητος και η συνείδηση του λαού του Θεού.

Η προσευχή και η λατρεία κατέχουν μια από τις πιο κεντρικές θέσεις στη ζωή της ορθόδοξης κοινότητας. Αυτός άλλωστε είναι και ο πιο δυναμικός τρόπος που εκφράστηκε πάντοτε ο λαός του Θεού. Πηγή έμπνευσης και αφορμή λατρευτικών εκδηλώσεων, αλλά και ταμείο εκκλησιαστικής συνείδησης αποτελεί η δυναμικότητα της ορθόδοξης πίστης που εκδηλώθηκε με τη θυσία πλήθους νεομαρτύρων.3

Αυτή η αναζωπυρωτική δύναμη της λατρείας, που ουσιαστικά στηρίζεται στη μνήμη «πάντων των υπέρ ημών γεγενημένων…», διασώζει κατά τον καλύτερο τρόπο και ενδυναμώνει, και οικοδομεί, και διδάσκει και παιδαγωγεί και μορφώνει τη μαραμένη και γηραλέα πίστη των χριστιανών, με τον ίδιο τρόπο που η τροφή τρέφει τα αδυνατισμένα σώματα, λέγει ο Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης στο Νέο Μαρτυρολόγιο.4

Η ιστορική παράμετρος της Τουρκοκρατίας, με όλα τα στοιχεία που συνέθεσαν την δύσκολη καθημερινότητα, τις ανυπέρβλητες δυσκολίες, την εθνική και θρησκευτική καταπίεση του λαού και την τάση του πιστού ανθρώπου να προσφύγει στο Θεό για τη σωτηρία του, έδωσε τους μάρτυρες στην Εκκλησία και ώθησε τον λαό στην τιμή και ψαλμώδηση των κατορθωμάτων αυτών που σφαγιάστηκαν, απαγχονιστήκαν ή καρατομήθημαν. Ένα τέτοιο στοιχείο αυτής της τιμής των αγίων μαρτύρων της Κύπρου κατά το 1821, αποτελεί και η ακολουθία που συνέταξε ο Χατζηαδάμος Χριστοφόρου.

Ο Χριστοφόρου γεννήθηκε στην Άχνα το 1876 και ήταν υιός του πρώτου δασκάλου του χωριού, του επονομαζομένου Χατζηδασκάλου, ο οποίος υπήρξε μια ιδιόμορφη προσωπικότητα , καθώς διεκρίνετο για τον ζήλο του περί τα πνευματικά ζητήματα, μελετητής της Αποκαλύψεως και των προφητειών του Αγαθαγγέλου, λαϊκός ιεροκήρυκας που δρούσε στην περιοχή του και καλούσε τον λαό να τον ακολουθεί στα κηρύγματά του από χωρίου εις χωρίον. Ο υιός του και υμνογράφος μας, μεγαλώνει σε ένα τέτοιο θρησκευτικό περιβάλλον και μετά τα πρώτα γράμματα που πήρε από τον πατέρα του, συνέχισε με τη μέθοδο της αυτομόρφωσης να μελετά.

Δεν φοίτησε ποτέ σε ανώτερο σχολείο, κατάφερε όμως να μάθει την καθαρεύουσα, μελετώντας την εκκλησιαστική υμνογραφία και τα λειτουργικά κείμενα και έτσι απόκτησε πληθώρα γνώσεων. Για την εποχή του ήταν ένας δραστήριος και ενεργός πολίτης, αρκετά προβληματισμένος, εργαζόταν ως έμπορος σιτηρών, ήταν έγγαμος και είχε τρία παιδιά από τον πρώτο του γάμο, μετά δε τον θάνατο της συζύγου του Αντριανούς, νυμφεύθηκε την δασκάλα Ευτυχία και απέκτησε άλλα πέντε παιδιά.

Απεβίωσε την 8η Απριλίου του 1939 ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου σε ηλικία 63 ετών. Η συγγραφική του πένα κληροδότησε στην Κύπρο έργα ποιητικά και δραματικά, στην κυπριακή διάλεκτο, έμμετρα ποιήματα σε δεκαπεντασύλλαβο ιαμβικό στίχο και όντας γνώστης της τουρκικής γλώσσας , δεν δίστασε να την χρησιμοποιήσει κι όλας στα έργα του, όταν χρειάστηκε .Έγραψε επίσης και θεατρικά έργα.5

«Η ακολουθία των αγίων Μαρτύρων του 1821», συγγραφείσα και τακτοποιηθείσα υπό Χατζηαδάμου Χριστοφόρου, όπως σημειώνεται ,εκδόθηκε το 1936 από τον εκδοτικό οίκο Ο. Χειμωνίδη, στη Λάρνακα. Ο αρχιμανδρίτης Λεόντιος Χατζηκώστας σε δημοσίευμά του στο συμπόσιο λαογραφίας του περιοδικού «Λαογραφική Κύπρος» 6, με τίτλο «μια φυλλάδα των εθνομαρτύρων», κάνει μια πρώτη παρουσίαση και αποτίμηση της εν λόγω ακολουθίας. Ο ίδιος μάλιστα εκφράζει την έκπληξή του για την έκδοση της ακολουθίας και την τόλμη του λαϊκού υμνογράφου, ο οποίος σε μια εποχή που η ίδια η Εκκλησία, τιμούσε μεν τα θύματα της εκατόμβης της 9ης Ιουλίου ως Εθνομάρτυρες, χωρίς όμως να έχει προχωρήσει στην αγιοκατάταξή τους, και το πιο εντυπωσιακό είναι η τόλμη της δημοσίευσης σε μια εποχή μετά τα Οκτωβριανά, όπου οι λέξεις, όπως γράφει, «Ελλάδα» και «πατρίδα» σκανδάλιζαν μέχρι λύσσας τον ξένο κυρίαρχο.7

Στην εισαγωγή της φυλλάδας της ακολουθίας υπάρχει αντί εισαγωγής, ποίημα 16 στίχων με τίτλο: «Η Κύπρος εις τους νεομάρτυράς της», στο οποίο τονίζεται και ο σκοπός συγγραφής της ακολουθίας.

«Σεις οι αγωνισάμενοι με περισσήν ανδρείαν
για της πατρίδος την τιμή και διά την θρησκείαν,
πού θά’ βρω λόγια αρκειά να σαι ευχαριστήσω.
Μου φαίνεται αδύνατον, όσο κι αν προσπαθήσω
ένα και μόνον ημπορώ εις όλους να σαλπίσω
την μνήμην σας την ιεράν να αγιοποιήσω.»8

Ο π. Λεόντιος Χατζηκώστας σημειώνει πως η σπουδαιότητα αυτής της φυλλάδας δεν έγκειται της υμνολογική της αξία, αλλά στη πρωτοβουλία και τη λαχτάρα ενός ανθρώπου του λαού, να αποδώσει την πρέπουσα τιμή, σε πρόσωπα της ιστορίας του, που κατά την κρίση του, δεν εκτιμήθηκε ανάλογα η προσφορά τους.

Για τον υμνογράφο ο Κυπριανός και οι άλλοι Ιεράρχες, δεν υπήρξαν απλοί εθνομάρτυρες, αλλά Ιερομάρτυρες, γιατί σαν καλοί ποιμένες θυσιάστηκαν εθελούσια στο βωμό των ταυτόσημων ιδανικών του έθνους και της πίστης. Θεωρεί λοιπόν ο Χατζιαδάμος Χριστοφόρου πως η Εκκλησία δεν εκπλήρωσε το χρέος της απέναντι στους μάρτυρές της.9
Είναι αλήθεια ότι στην ιστορία του γένους μας, τα όρια μεταξύ Εθνομάρτυρα και Ιερομάρτυρα συχνά μένουν αδιευκρίνιστα ή είναι πολύ δυσδιάκριτα.

Συνηθίσαμε να λέμε πως όποιος μαρτυρά για την πατρίδα είναι Εθνομάρτυρας, και όποιος μαρτυρά για την πίστη του Άγιος. Όμως ποιος Έλληνας προ του μαρτυρίου ξεχώρισε πίστη και πατρίδα;

Σίγουρα το πρόβλημα απασχόλησε επανειλημμένα τους αρμόδιους εκκλησιαστικούς φορείς και είναι σαφές ότι στους νεομάρτυρες το βάρος της μαρτυρίας πέφτει στην πίστη, ενώ στη συνείδηση των Εθνομαρτύρων βαρύνει η απελευθέρωση της πατρίδας, «Εξ’ ίσου όμως διαπιστώνεται ότι η αλληλοπεριχώρηση μέχρι ταυτίσεως, των δύο αυτών αξιών, τουλάχιστον εώς την επανάσταση του 1821, δεν επιτρέπει σαφείς διαφοροποιήσεις» σημειώνει ο π, Γεώργιος Μεταλληνός.10

Η πίστη συνιστούσε την εθνική συνείδηση του λαού. Κατά την άποψη κορυφαίων ιστορικών «οι μάρτυρες στην πραγματικότητα, ήταν και Εθνομάρτυρες»11, μένει λοιπόν να εξεταστεί με προσοχή, πόσοι από τους Εθνομάρτυρες ήταν και νεομάρτυρες ή ιερομάρτυρες. Το πρόβλημα νομίζουμε που απασχόλησε την Εκκλησία και τον Πατριάρχη Πολύευκτο(956-970), όταν ο Νικηφόρος Φωκάς ζήτησε να αναγνωρίζονται ως άγιοι οι φονευμένοι στους πολέμους στρατιώτες, δεν έχει αντιστοιχία στην περίπτωσή μας, διότι οι μάρτυρες της Κύπρου δεν ενεπλάκησαν στο πτωτικό γεγονός ενός πολέμου ή μιας μάχης και γι’ αυτό φονεύθηκαν, αλλά θυσιάστηκαν σε καιρό δουλείας «δια να φυλάξουν την ελευθερίαν και ευγένειαν της χριστιανικής ημών πίστεως»,12 όπως λέγει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Εφάρμοσαν το της Γραφής «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» (Ιω15,13).

Από τις ιστορικές αφηγήσεις γνωρίζουμε πως και ο Κυπριανός και οι τρεις Μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος και Κυρηνείας Λαυρέντιος, είχαν τουλάχιστον την ευκαιρία να φυγαδευτούν για να γλιτώσουν το μαρτύριο και να μπορούν να συνεχίσουν το σπουδαίο έργο τους ανάμεσα στον καθημαγμένο λαό. Όμως αυτή η εθελούσια θυσία τους, η πιστότητα στην αγάπη του ποιμνίου της, η απόφασή τους να πεθάνουν ή να ζήσουν όλοι μαζί, είναι που διαφοροποιεί την θυσία τους.

Έκαμαν αυτό που έκανε κάθε ποιμένας, κάθε πατέρας, κάθε κληρικός που ακολουθούσε τα ίχνη της σταυρικής πορείας του Κυρίου. Έμειναν όρθιοι, στήριξαν το ποίμνιο και θυσιάστηκαν μαζί μ’ αυτό.

Στην δύσκολη δε αυτή εποχή(1936) που εκδίδεται η φυλλάδα, λειτουργεί σαν ένα εγερτήριο σάλπισμα στην διωκομένη Εκκλησία της Κύπρου και μάλιστα ο διωγμός και η εξορία των Επισκόπων της, που κατά καιρούς επισυνέβη, ήταν ένας ακόμη λόγος να εκδοθεί τούτη η ακολουθία για να ενδυναμώσει Ιεράρχες και λαό. Δεν ήταν μόνο η ανάγκη να προβληθούν οι μάρτυρες, Επίσκοποι και κληρικοί αλλά να τονιστεί και το ανδρείο φρόνημα των λαϊκών που έπεσαν θύματα της θηριωδίας. Είχε ανάγκη ο τόπος της προβολής της θυσίας των νεομαρτύρων, αλλά ήταν ανάγκη να υπογραμμισθεί και ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Εκκλησίας της Κύπρου στον αγώνα για την ελευθερία στο παρελθόν, αλλά και για τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν.

Στην φυλλάδα έχουμε μια πλήρη ακολουθία με Εσπερινό και Όρθρο. Στον εσπερινό έχουμε 6 στιχηρά, τα 4 σε ήχο α΄ προσόμοια το «των ουρανίων ταγμάτων» και 3 σε ήχο δ’ κατά το «Ως γενναίον εν μάρτυσιν», με δοξαστικό σε ήχο α’ και θεοτοκίο στον αυτό ήχο. Ακολουθούν τα τροπάρια της Λιτής σε α΄ ήχο πέντε τον αριθμό και δόξα και νυν στον αυτό ήχο. Στην συνέχεια τα απόστιχα προσόμια σε ήχο β’ κατά το οίκος του Έφραθά, με δοξαστικό και Θεοτοκίο και τέλος το απολυτίκιο σε ήχο δ΄.

Έχουμε δηλαδή έναν πλήρη Εσπερινό, ο οποίος κινείται σε γνωστά υμνογραφικά μοτίβα, χρησιμοποιώντας μάλιστα και φράσεις αυτούσιες από παλαιότερες ακολουθίες όπως για παράδειγμα «των ουρανίων ταγμάτων το αγαλιάμα», «των φιλεόρτων αι τάξεις δεύτε τιμήσωμεν», «αλουργίδα την ένδοξον…», «Θεοτόκε Παρθένε η τεκούσα τον Σωτήρα…».Με την πρώτη μελέτη διαπιστώνει κανείς ότι ουσιαστικά η ακολουθία προσπαθεί να εξάρει την μνήμη των τεσσάρων Αρχιερέων της Κύπρου, μη κάνοντας εκτενή λόγο για τους συν αυτοίς μάρτυρες, κληρικούς και λαϊκούς, παρά μόνο σε κάποια τροπάρια όπου αναφέρεται: «του Χριστού γαρ τοις ίχνεσι, ποιμένες άγιοι, και το ποίμνιον αυτόν, ευθαρσώς ηυτομόλησαν θεία χάριτι…» ή άλλού «ιεραρχών και μαρτύρων ταις λιταίς…», ενώ πολύ συχνά βλέπουμε να αναφέρονται τα ονόματα των τεσσάρων Επισκόπων ή φράσεις όπως: «ποιμένες άγιοι», «ιερά τετράδα Ιεραρχών», «τετράς η θεοφόρος», στα δε απολυτίκια της εορτής αναφέρεται «…των Αποστόλων διάδοχοι και της εκκλησίας της Κύπρου ιθύνοντες..» και «θείοι μάρτυρες και Ιεράρχαι οι αθλήσαντες γενναιοφρόνως.13

Στην ακολουθία του όρθρου από τα πρώτα ακόμη τροπάρια του α΄ καθίσματος αντιλαμβάνεται κανείς τους τιμωμένους μάρτυρες: «Ιεραρχών τας καλλονάς και των μαρτύρων την πληθύν. Η Εκκλησία του Χριστού υμνολογούσα νοερώς, πανηγυρίζει ευλαβώς και ανακράζει τοις πιστοίς. Συγχάρητέ μοι επί τοις άθλοις των θείων τέκνων μου…», ενώ στο δεύτερο τροπάριο τονίζεται η χαρά της Κύπρου για τους μάρτυρές της: «Η Κύπρος αληθώς, εν συμπνοία γεραίρει, την μνήμην των σεπτών και αγίων της παίδων. Ημείς δε θαυμάζοντες την της πίστεως δύναμιν, ανακράζομεν προς τον των μαρτύρων όγκον, Χριστόν συνδοξάσωμεν».

Το τρίτο τροπάριο του πρώτου καθίσματος, αναφέρει ονομαστικά πλέον τους νεομάρτυρες: «Κυπριανού του ενδόξου συν Μελετίω πιστώς, Χρυσάνθω Λαυρεντίω, και μαρτύρων τω νέφει. Των θεοπνεύστων αγίων την εορτήν, εορτάζοντες σήμερον, ψαλμωδικώς μελωδούμεν πάντων ομού τα μεγάλα κατορθώματα».

Σ αυτόν το ρυθμό και σ αυτή τη γνωστή και πεπατημένη υμνογραφική οδό, βαδίζει σε όλη την ακολουθία του όρθρου ο Χατζηαδάμος Χριστοφόρου. Αντιλαμβάνετε το δύσκολο εχγείρημά του, δανείζεται φράσεις και φόρμες ποιητικές από τον πλούτο της υμνογραφικής μας παράδοσης. Μπορεί σε μερικά τροπάρια να ξεφεύγει το μέτρο και οι συλλαβές, όμως όλοι γνωρίζουμε τη δυσκολία της στιχοπλοκίας ενός ύμνου και ιδιαίτερα όταν ο υμνογράφος δεν έχει τις θεολογικές ή ποιητικές προϋποθέσεις των γνωστών και μεγάλων υμνογράφων της Εκκλησίας μας. Εδώ η κινητήρια δύναμις που κινεί τον κάλαμον του Χατζηαδάμου Χριστοφόρου δεν είναι η υμνογραφική του γνώση και υπεροχή, αλλά η δύναμη της καρδιάς και η αγάπη προς τους συμπατριώτες του μάρτυρες, που με τη μελέτη και την αφήγηση του μαρτυρίου τους μεγάλωναν τότε όλες οι γενιές των Κυπρίων.

Κυρίως προσπαθεί μέσα από τον ποιητικό του λόγο να διδάξει το μαρτύριό τους και να καταγράψει την ιστορία τους : « Τις ημάς χωρήσει της αγάπης σου Κύριε οι Ιεράρχαι έκραζον. Και των βαρβάρων η πληθύς φρυάττουσα και μαινομένη, τας αικίας εδιπλασίαζε», και παρακάτω : «των 450 μαρτύρων σου , τας δεήσεις μη παρίδης Κύριε, καταπέμπων τοις δούλοις σου, πλούσια τα ελέη σου και το φως σου το ανέσπερον », ενώ παρουσιάζει τον Κυπριανό τον πρώτον της εκκλησίας της Κύπρου να λέγει : « μη τις ημών δειλιάση των τυράννων τας απειλάς ή ταις βασάνοις αποκάμη. Συμπορευόμεθα γαρ προς την δόξαν την άφθιτον».14 Εικόνες και λόγια γνωστά στην ιστορία της πίστης μας, ξαναζωντανεύουν στη στιχοποιΐα του υμνογράφου μας. « Ο θεόπνευστος Χρύσανθος θαρρυνόμενος τη πίστει, τοις συγκρατουμένοις έλεγε. Τον τυράννων τον εσμόν καταφρονήσωμεν , και τον Χριστόν συνοδοιπόρον έχοντες προς τον άναρχον Πατέρα βαδιούμεν », ενώ παρακάτω προσπαθεί να δημιουργήσει μια ποιητική παρήχηση με το όνομα του Μελετίου: « μελετήσας της προσκαίρου ζωής την αστάθειαν…έφασκεν ο Θείος Μελέτιος».15

Είναι χαρακτηριστική η αγωνία του Χατζηαδάμου Χριστοφόρου για το έργο που έχει αναλάβει με τη σύνταξη αυτής της ακολουθίας, ώστε αναγκάζεται στη στ΄ωδή να προσφύγει σε ικεσία για την ολοκλήρωση του έργου του : «έμπνευσόν με φωτοδότα, όπως τας μνήμας των αγίων σου εξυμνύσω δεόντως ο δούλος σου. Συ γαρ σοφοίς τοις ασόφοις και εκ στόματος νηπίων τον αίνον δέχεσαι,ίνα δείξεις το μεγαλείον της σης αγιότητος », στο Θεοτοκίο της ίδιας ωδής γράφει: « πολλά γαρ ισχύει δέησις μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου. Διό καμοί τω αναξίω τον λογισμόν στήριξον, προς την σην δόξαν και αίνεσιν».16

Λίγο παρακάτω στην η΄ ωδή θα επανέλθει ο υμνογράφος σε προσωπική ικεσία: « ως άλλος Ιωνάς εκ του βυθού ανάγαγε ως αγαθός και φιλάνθρωπος », και στο Θεοτοκίο συνεχίζει : « η μόνη εν γυναιξί θεοκυήτορ υπάρχουσα, στήριξον Δέσποινα την καρδίαν μου και των μαρτύρων ταις δεήσεσι την ψυχήν μου καθαγίασον». 17

Στο δεύτερο κάθισμα και πάλι εξαίρεται το μαρτύριο των Ιεραρχών « Την τετράδα την θείαν θεοπρεπώς ,τους σεπτούς Ιεράρχας αρμονικώς, τους εν λόγοις και έργοις πασιφανώς, εκκλησίας τους λύκους σπαράξαντες,ορθοδόξων τα πλήθη τιμητικώς, ευφημήσωμεν λέγοντες. Χαίρετε μαρτύρων το καύχημα και της ευσεβείας οι πρόμαχοι…». Ο αγώνας των μαρτύρων εστιάζεται όχι απλώς στην αντίσταση εναντίον των κατακτητών, αλλά εναντίον «τυράννων ασεβών», «βαρβάρων απειλάς», «τυράννων το θράσος», «βαρβαρικών κακώσεων», « ζυγού δουλείας», «παραλόγους αξιώσεις αγαρηνών», «απαισίων δημίων»18 , ενώ στο θεοτοκίο των αίνων σημειώνει εμφαντικά : «πάλιν τα τέκνα της Άγαρ αθεμίτω συμπαιγνία τους πιστούς ανθρώπους εν τη ειρκτή περικλείουσιν. Πάλιν τα θηριώδη ένστικτα τούτων εις μιαιφωνίαν κεντρίζονται. Αλλ΄ω Δέσποινα η τεκούσα τον λυτρωτήν του παντός , ειρήνην ημίν δώρησαι και το μέγα έλεος». 19

Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι στο συναξάριο της ακολουθίας δίδονται κάποιες πληροφορίες για τον Κυπριανό και λιγότερες για τους τρεις άλλους Μητροπολίτες,όμως δεν παρατίθενται καθόλου στοιχεία για τους άλλους ηγουμένους, κληρικούς η μοναχούς και λαϊκούς που μαρτύρησαν μαζί τους. Σημειώνει δε ο Χριστοφόρου πως «δια τους λοιπούς μάρτυρας μη γνωρίζοντες και μεγάλα πράγματα, σιωπούμεν δια να μη υποπέσωμεν εις ανακριβείας ». Και είναι αυτονόητο πως δεν είναι εύκολο έργο , η συλλογή στοιχείων και πληροφοριών για 450 πρόσωπα. Όμως παρ΄όλα αυτά ο ποιητής μας ,μιλάει για «νέφος μαρτύρων» που οι άγγελοι υποδέχτηκαν στον ουρανό, ενώ στην ζ΄ ωδή γράφει: « Αβραμιαίοι παίδες ποτέ, της καμίνου την φλόγαν κατεπάτησαν . Και νυν των ποιμένων η τετράς , συν τω ποιμνίω τας παραλόγους αξιώσεις των Αγαρηνών εξεμυκτήρισαν» 20, και στην ίδια ωδή διαβάζουμε: « χλευάζοντες των απίστων τας υποσχέσεις , οι νεομάρτυρές σου Κύριε, ευθαρσώς τον δρόμον του μαρτυρίου διήνησαν κράζοντες, ευλογητός ο Θεός , ο των πατέρων ημών». 21

Στους αίνους σε δύο τροπάρια ο υμνογράφος δεν παραλείπει να μνημονεύσει την Κύπρο που την αποκαλεί « μυροβόλο» και « μυρόεσσα » , η οποία «τας εκατόμβας τω Θεώ προσφέρουσα Ιεραρχών και μαρτύρων ευσεβών, πανηγυρίζει την μνήμην.

Η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικε, τοις πιστοίς ανακράζει…». Μήνυμα εγερτήριο θα λέγαμε , για κάθε ραγιά που νοιώθει τον της δουλείας ζυγόν στον τράχηλόν του βαρύ.

Η ακολουθία κατακλείεται με την μεγάλη δοξολογία και για τη θεία λειτουργία έχει ως απόστολο , ευαγγέλιο και κοινωνικό τα αντίστοιχα της 6ης Δεκεμβρίου, δηλαδή κείμενα σε μνήμες Ιεραρχών.

Ως προς την ακολουθία θα μείνουμε στην κριτική παρουσίαση που έκαμε ο λόγιος και ποιητής ,αρχιμανδρίτης Λεόντιος Χατζηκώστας, ο οποίος προσεγγίζει με τον δικό του τρόπο το κείμενο λέγοντας πως «ακολουθεί την εκκλησιαστική-λειτουργική γλώσσα, με αναπόφευκτους που και που νεολογισμούς. Προσπαθεί να μιμηθεί τους δόκιμους στο είδος βυζαντινούς, χωρίς όμως να προσεγγίζει την άρτια μετρική τους, τον λυρισμό και το μεστό περιεχόμενό τους.η Προσπάθεια σαν σύνολο χαρακτηρίζεται ως μέτρια αλλά και στέκει ψηλότερα από τους κοινούς στιχοπλόκους ποιητάρηδες., με εμφανή κάποια εμπειρία περί τα ψαλτικά και το εκκλησιαστικό τυπικό». 22 Δεν έχουμε πληροφορίες αν η ακολουθία ψάλλεται η εψάλλετο την ημέρα της μνήμης των μαρτύρων. Ίσως τότε στην πράξη βλέπαμε και τα στιχοποιητικά και μετρικά προβλήματα της ακολουθίας.

Αναμφίβολα είναι ουσιαστικός ο επηρεασμός που δέχεται ο υμνογράφος μας από τοΝέο Μαρτυρολόγιο του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, είναι επίσης εμφανής κυρίως σε εκφράσεις που αναφέρονται στους κατακτητές όπως « την ποίμνη σου φύλαττε εκ λύκων λυμαινομένων αυτήν», « πλήθη αγαρηνών βαρβάρων», « των βαρβάρων τα πλήθη ωρυόμενα », «των τυράννων το θράσος », «των ασεβών τυράννων», «τα διαβούλια των δυσσεβών», «την επηρμένην οφρύν », «το αποφώλειον τέρας της Άγαρ», « τα θηριώδη ένστικτα των τέκνων της Άγαρ». Είναι λίγες μόνο εκφράσεις που δείχνουν την εξάρτηση.Παρόμοιες εκφράσεις απαντώνται και στο Νέο Μαρτυρολόγιο (βλ. ενδεικτ. σ.265,266,267,228,229 κλπ.).

Όμως πρέπει να ξανατονιστεί όχι το ζήτημα της ποιητικής αξίας ή όχι της ακολουθίας του Χατζηαδάμου Χριστοφόρου, αλλά της εθνικής αξίας της, ως ένα λαϊκό κείμενο που επέχει θέση εγερτηρίου σαλπίσματος, σε εποχές δύσκολες για το γένος και την ιστορία της Κύπρου .Σάλπισμα προς δύο κατευθύνσεις, μία προς τους Κυπρίους Ιεράρχες που υφίσταντο τις εξορίες των νέων κατακτητών, που δεν υστερούσαν σε βαρβαρότητα των πρώτων, αλλά και προς τον λαό που έπρεπε να ξαναβρεί το νόημα του αγώνα , που ήταν διπλό, αγώνας για πίστη και πατρίδα.

Στο κοντάκιο της ακολουθίας ο Χριστοφόρου γράφει: «ου φοβηθησόμεθα από των αποκτεινόντων το σώμα ,την δε ψυχήν μη δυναμένων βλάψαι, οι Ιεράρχαι του Χριστού έκραζον. Αγχόνη και μαχαίρα και μυρίοις αικισμοίς και βασάνοις εαυτούς παραδώσομεν, ίνα την θείαν χάριν υποδεξώμεθα» 23. Είκοσι χρόνια αργότερα αυτή η κραυγή των Ιεραρχών ξανακούστηκε από ένα άλλο μάρτυρα της Κύπρου, τον Ιάκωβο Πατάτσο, που έγραφε τα ίδια ακριβώς λόγια σε γράμμα προ τη μητέρα του: «Δώσε χαιρετίσματα σε όλους τους αγαπητούς φίλους.Κλείω την επιστολήν μου με ένα ρητόν ΄΄μη φοβηθείτε από των αποκτεινόντων το σώμα , την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι.Φοβήθειτε μάλλον των δυναμένων την ψυχήν και σώμα απολέσαι εν γεέννη».24 Να ήταν άραγε η ίδια κραυγή ή ο αντίλαλός της μέσα στους αιώνες της ιστορίας μας.

Αυτή κι αν είναι ιερή παρακαταθήκη για το γένος μας, που έχει τη δυνατότητα να συντηρεί μνήμη και ιστορία και να διδάσκει γενεές γενεών.

Στην ακολουθία και στο συναξάρι , μπορεί να μη γίνεται μνεία θαυμάτων των Ιερομαρτύρων της Κύπρου, όμως ένα είναι βέβαιο, ότι η μελέτη της θυσίας τους αποτελεί βάλσαμο για τις ψυχές μας και φάρμακο σωτήριο για την εθνική και εκκλησιαστική μας συνείδηση. Το μαρτύριό τους εγείρει συνειδήσεις παραλυμένες από την λήθη και την άγνοια, ανασταίνει συναισθήματα νεκρά από την αφασία των καιρών μας και γεμίζει με ελπίδα και αγάπη την καρδιά μας για το Θεό και τον άνθρωπο.

Ταις των μαρτύρων σου ικεσίαις , ο Θεός ελέησον ημάς.

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Κωστάκη Κ., Ανέκδοτος Παρακλητικός κανόνας, «εις Θεόν υπέρ απαλλαγής των χριστιανών εκ της Οθωμανικής δουλείας», θεσσαλονίκη 2009, σ13
2. βλ.Μπέγζου Μ., Η κοινωνιολογία της Θρησκείας, Αθήνα 2003 σ 17-19
3. Παπαδόπουλου Στ.,Οι νεομάρτυρες και το δούλον γένος, εν Αθήναις,1975 σ.85, πρ.βλ. Γλαβίνα Α.,Οι νεομάρτυρες της τουρκοκρατίας, εισαγωγή-βιβλιογραφία-ασματικές ακολουθίες, Κατερίνη 1997,σ.20-30
4. αγ.Νικοδήμου Αγιορείτου βλ. Κείμενο στο Νέο Μαρτυρολόγιο, Αθήνα 1961 σ.10,11
5. Κωνσταντινίδου Δ., Α.Χ. Γαλανός: Πίσω από ένα ψευδώνυμο, στο ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ, πολιτική και οικονομική επιθεώρηση, 7/1/2010 www.romios …
6. Χατζηκώστα Λ., (αρχιμ.), Μια φυλλάδα των εθνομαρτύρων , βλ. Στο ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ του περιοδικού «ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΚΥΠΡΟΣ», ΛΕΥΚΩΣΙΑ-ΚΥΠΡΟΣ 1972 σ.52-51.
7. όπ.π. σ 52
8. Χριστοφόρου Χατζηαδάμου, Ηακολουθία των αγίων μαρτύρων του 1821.
Τύποις Χειμωνίδη, Λάρνακα 1936, σ.56
9. Χατζηκώστα Λ., όπ.π. σ 52
10. Μεταλληνού Γ., Οι νεομάρτυρες και η εθνικοθρησκευτική σημασία τους, στον τομ. Ο νεομάρτυς Θεόδωρος ο Βυζάντιος, πολιούχος Μυτιλήνης, Μυτιλήνη 2000, σ.80
11. Βακαλόπουλου Απ., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ.Α, Θεσσαλονίκη 1974,σ.173

12. αγ.Νικοδήμου, Ν.Μαρτυρολόγιον,σ.9
13. Χατζηαδάμου Χρ., όπ.π.σ 58-59
14. όπ.π. σ.60
15. όπ.π σ.61
16. όπ.π.
17. όπ.π
18. όπ.π.σ 57-58
19. όπ.π.
20. όπ.π.
21. όπ.π.σ.64
22. Χατζηκώστα Λ., όπ.π. σ΄51-52
23. Χατζηαδάμου Χρ., όπ.π.σ.62
24. Σπανού Γ., ΕΟΚΑ, Έτσι πολεμούν οι Έλληνες, Λευκωσία 1996,σ.382

Πρόσφατες
δημοσιεύσεις
«Μέγα καί παράδοξον θαῦμα» Γ. Ραιδεστηνού, Ιδιόμελο Όρθρου Λαζάρου (Χορός Ψαλτών Αλεξανδρούπολης)
Κάλαντα Λαζάρου Άμπλιανης (Σχολή Βυζαντινής Μουσικής Ι.Μ. Καρπενησίου)
Χερουβικόν ήχος πλ.α΄ | Κωνσταντίνου Πρίγγου
Λόγος και Μέλος: Αρχιμανδρίτη Ζαχαρία (Ζαχάρου) Έσσεξ: Ομιλήματα Τεσσαρακοστής (B')
Λόγος και Μέλος: Αρχιμανδρίτη Ζαχαρία (Ζαχάρου) Έσσεξ: Ομιλήματα Τεσσαρακοστής (Α')