Εικονογραφικοί τύποι της Υπεραγίας Θεοτόκου στη δημόσια και ιδιωτική ζωή των χριστιανών

15 Αυγούστου 2022

Το πρόσωπο της Παναγίας μας κατέχει κεντρική θέση στη ζωή της Εκκλησίας αλλά και στην καρδιά κάθε πιστού. Οι λόγοι είναι θεολογικοί αλλά και ψυχολογικοί. Όσον αφορά τους πρώτους, τους θεολογικούς, η ύπαρξη της Θεοτόκου αποτελεί την πύλη εισόδου της απολύτου υπερβατικής θεότητος στην ανθρώπινη ιστορία. Συγχρόνως, αποτελεί τον χώρο, μέσα στον οποίον ενώθηκε η θεία και η ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του ενσαρκωμένου Λόγου και Υιού της, Ιησού Χριστού.

Όσον αφορά τους δεύτερους λόγους, τους ψυχολογικούς, η Παναγία μας καθίσταται πρότυπο μητρικής προστασίας, η οποία εκδηλώθηκε καταρχάς προς τον Υιόν της και κατόπιν επεκτάθηκε προς όλο το ανθρώπινο γένος. Η μητρική αυτή αγάπη, καθώς συνοδεύτηκε από τον άρρητο μητρικό πόνο κάτω από τον Σταύρο, απετέλεσε διαχρονική δεξαμενή ατελεύτητης παρηγοριάς για όλες τις οδύνες του ανθρώπινου γένους με προεξάρχουσα την γονεϊκή οδύνη μπροστά στο νεκρό παιδί.

Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ψυχοσωματική και συνεπώς η ανάγκη επικοινωνίας και επαφής, όχι μόνο με το πρόσωπο της Παναγίας αλλά και με τα πρόσωπα των Αγίων και ιδιαίτερα με του Ιησού Χριστού δεν αφορά μόνον τις νοητικές και ψυχικές δυνάμεις αλλά και τις σωματικές αισθήσεις. Με άλλα λόγια, τα αισθητήρια αναζητούν να επιβεβαιώσουν αυτά που η πίστη υπαγορεύει αλλά και συχνά έρχονται να ενισχύσουν αυτά που ο νους αμφισβητεί όταν η πίστη εξασθενεί.

Σε αυτές ακριβώς τις μικτές ανάγκες έρχονται να απαντήσουν τα ιερά αντικείμενα όπως τα άγια λείψανα και οι ιερές εικόνες. Ιδιαίτερα σε αυτές τις τελευταίες, εξέχουσα θέση κατέχει η εικόνα της Παναγίας με τις πολλές παραλλαγές και τις εκατοντάδες των ονομάτων της.

Γεγονός είναι πως η βαθύτατη πνευματική και ψυχολογική ανάγκη επαφής με το πρόσωπο της Παναγίας δεν ενισχύθηκε από την ύπαρξη ενός υλικού αντικειμένου όπως θα ήταν το άγιο λείψανο της. Ως γνωστόν, η Παναγία μας μετέστη και σωματικώς στους ουρανούς, διανοίγοντας μεν οδόν ψυχοσωματικής αναστάσεως για όλους τους ανθρώπους, αφήνοντας δε «ορφάνή» την ανθρωπότητα από μία ενίσχυση πίστεως μέσω των σωματικών αισθήσεων.

Την «ορφάνια» αυτή ανέλαβαν να αναπληρώσουν οι εικόνες της Παναγίας. Όπως θα δούμε, οι εικόνες αυτές, από τους πρώτους κιόλας αιώνες της εμφανίσεως τους, κατέστησαν αντικείμενα λατρείας, συμπυκνωμένης θεολογικής διδαχής, προστασίας προσώπων, οικογενειών και ολόκληρων πόλεων και βεβαίως, αντικείμενα μεγάλης θαυματουργίας.

Κορυφαία θέση μεταξύ των τύπων απεικόνισης της Παναγίας μας κατέχει η Παναγία η Οδηγήτρια.

Πρόκειται για τον πρώτον, χρονικά, τύπο απεικονίσεως της Θεοτόκου, ιστοριθείσα κατά την παραδοση από τον ευαγγελιστή Λουκά. Μεσολάβησαν αρκετοί αιώνες μέχρι να αποκρυσταλλωθούν και οι άλλοι τύποι απεικονίσεως, αλλά και συνταρακτικά γεγονότα με κορυφαία εκείνα που συνδέονται με την Εικονομαχία. Είναι η περίοδος αυτή κατά την οποία ανιχνεύονται οι πρώτες ιστορίες για αχειροποίητες και θαυματουργές εικόνες της Παναγίας ως απάντηση στις κατηγορίες των εικονομάχων που χαρακτήριζαν τις εικόνες κατάλοιπα της ειδωλολατρίας. Μέχρι την περίοδο αυτή, η θέση των εικόνων, γενικά στη ζωή της Εκκλησίας, είναι ασαφής και τα στοιχεία ελάχιστα. Ακόμη όμως και οι λίγες εικόνες των πρώτων χριστιανικών αιώνων μας προσφέρουν αρκετές ενδείξεις για την σημασία της εικόνας του προσώπου της Παναγίας. Σημαντικότατο τεκμήριο της σημασίας αυτής αποτελεί η εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας με αρχαγγέλους και αγίους (τέλη 6ου-αρχές 7ου αιώνα) πού βρίσκεται στη Μονή της αγίας Αικατερίνης του όρους Σινά.

Η Παναγία κάθεται σε θρόνο, στην πραγματικότητα όμως εκείνη αποτελεί θρόνο του Υιού της που ως βρέφος κάθεται στα γόνατά της. Αν και η ματιά του Βρέφους μαγνητίζει τη μάτια του θεατή, η μορφή της Παναγίας δεσπόζει στην εικόνα καθώς μάλιστα γίνεται αποδέκτης της ουράνιας ευλογιάς η οποία πηγάζει από το Πατρικό χέρι στην κορυφή της εικόνας και το οποίον κοιτάζουν με εκστατική έκπληξη οι δύο άγγελοι. Πέραν του ότι η συγκεκριμένη εικόνα αναδεικνύει με σαφή τρόπο την Παναγία ως Βασίλισσα των αγγέλων, η παρουσία των δύο στρατιωτικών αγίων Γεωργίου και Θεοδώρου του Στρατηλάτη μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως ήδη από τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες, η παρουσία της Παναγίας συνδέεται με την στρατιωτική νίκη. Είναι βέβαιον πως από πολύ νωρίς, η Παναγία θεωρήθηκε τείχος και κραταιό κόμμα της ρωμαϊκής χριστιανικής αυτοκρατορίας εναντίον των βαρβάρων, κάτι που επιβεβαιώθηκε περίτρανα στην αντιμετώπιση των Αβάρων στις αρχές του 7ου αιώνα, γεγονός που κατέστησε και επισήμως την Κωνσταντινούπολη «θεοφρούρητο», μέσω συνεχών αναφορών στο πρόσωπο της Παναγίας που περιελάμβανε ίδρυση πλήθους ναών αφιερωμένων στη χάρη της, παρακλήσεις, αγρυπνίες και πανηγύρεις προς τιμήν της με αποκορύφωμα τη σύνθεση του μεγαλειώδους » Τη Υπερμάχω…». Σε αυτήν αποδόθηκε η σωτηρία και από επόμενες πολιορκίες, όπως από τους Άραβες το 674-678 και από τους Ρώσους το 860.

Ειδικά σε αυτήν την πολιορκία, ο Πατριάρχης Φώτιος αφηγείται ότι ο ίδιος περιέφερε το μαφόριο της Θεοτόκου στα τείχη της Πόλης. Το μαφόριο της Θεοτόκου αποτελούσε το ιερότερο θεομητορικό λείψανο, το οποίο βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και την μοναδική απτή παρουσία της στην Κωνσταντινούπολη. Το ένδυμα είχε βρεθεί στην Παλαιστίνη από δύο αυλικούς αξιωματικούς, οι οποίοι τον μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη, όπου με ανάλογη τιμή και ταπεινοφροσύνη το υποδέχθηκε ο αυτοκράτορας Λέων ο Α’. Το κειμήλιο τοποθετήθηκε σε ειδική, πολύτιμη λειψανοθήκη, την  «αγία σορό», η οποία με τη σειρά της αποτέθηκε σε ειδικό παρεκκλήσιο στις Βλαχέρνες.

Μία δεύτερη εκκλησία της Θεοτόκου, πού ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Βερίνα στις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα, μοιράστηκε με τις Βλαχέρνες την τιμή να στεγάζει ένα λείψανο της Θεοτόκου. Πρόκειται για τα «Χαλκοπρατεία», που βρίσκονταν στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης και αποτελούσαν συνήθη σταθμό στις διαδρομές του αυτοκράτορα μέσα στην πόλη. Στην εκκλησία αυτή,  παραδόσεις που χρονολογούνται μετά τον 8ο αιώνα τοποθετούν την «αγία σορό» που περιείχε τη ζώνη της Θεοτόκου, ένα κειμήλιο, για την προέλευση του οποίου τίποτε δεν είναι γνωστό. Μετά τον 9ο αιώνα, στον ίδιο ναό στεγαζόταν και ένα δεύτερο κειμήλιο, η εικόνα της Θεοτόκου που επέστρεψε από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη με θαυματουργό τρόπο, μετά την λήξη της Εικονομαχίας.

Τρίτος μεγάλος ναός για την Θεοτόκο είναι εκείνος της Θεοτόκου των Οδηγών, η ίδρυση του οποίου ανάγεται στον 8ο ή τον 9ο αιώνα και σχετίζεται με την λειτουργία ιαματικού αγιάσματος. Ο ναός δεν στεγάζει κανένα ιερό λείψανο της Θεοτόκου, λαμπρύνεται όμως από τη μεγαλύτερη και βαρύτερη εικόνα της, την επονομαζόμενη Οδηγήτρια, που κάθε Τρίτη περιέρχονταν τη Βασιλεύουσα, στηριγμένοι στους ώμους των θεραπόντων της. Με αυτήν την εικόνα, στις 15 Αυγούστου του 1261, ο Μιχαήλ Η’ ο Παλαιολόγος εισήλθε θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη, δύο εβδομάδες μετά την ανακατάληψη της πόλης από τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο και την απελευθέρωση της από την κυριαρχία των Λατίνων. Ο αυτοκράτορας ακολούθησε την διαδρομή του θριάμβου όλων των προκατόχων του αυτοκρατόρων, επιθυμώντας να συνδέσει ευθέως το παρόν και το μέλλον της Κωνσταντινούπολης με το ένδοξο παρελθόν της και να θέσει εκ νέου την Βασιλεύουσα υπό την προστασία της Θεοτόκου.

Συμπύκνωση αυτής της πνευματικής αλλά και πολιτικής στάσης ταύτισης της κρατικής ιδεολογίες με το πρόσωπό της Παναγίας αποτελεί το ψηφιδωτό που συναντά ο επισκέπτης της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο βρίσκεται στο ημικυκλικό τύμπανο της νοτιοδυτικής εισόδου.

Το ψηφιδωτό απεικονίζει την Παναγιά Βρεφοκρατούσα να δέχεται ως δώρα την πόλη και την εκκλησία από τους δύο ευσεβείς Ρωμαίους αυτοκράτορες, των οποίων οι βασιλείες μνημονεύονται πώς οι σημαντικότερες όσον αφορά την ίδρυση της χριστιανικής αυτοκρατορικής πρωτεύουσας: του μεγάλου Κωνσταντίνου και του Ιουστινιανού αντίστοιχα.

Μετά την Εικονομαχία,  η ταύτισή του προσώπου της Παναγίας με την κρατική οντότητα της βυζαντινής αυτοκρατορίας είναι αναμφισβήτητη. Για πρώτη φορά το πρόσωπό της εμφανίζεται σε βυζαντινά νομίσματα στα τέλη του 9ου αιώνα και για έναν σχεδόν αιώνα. Ο τύπος της Παναγίας που απεικονίζεται στα νομίσματα ονομάζεται «Νικοποιός»και οι ερευνητές ταυτίζουν τη μορφή αυτή με ανάλογη μορφή που εμφανίστηκε τον 6ο αιώνα στις σφραγίδες των αυτοκρατόρων.

Η παρουσία της όμως σταδιακά κυριάρχησε και στην καθημερινότητα των απλών πιστών. μαζί με τους επίσημους τύπους απεικονίσεων της Παναγίας εμφανίζονται παραλλαγές όχι μόνον στον βυζαντινό αλλά και σε ολόκληρο τον ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο. Η απεικόνιση της πλέον συνδέεται με κατά τόπους θαύματα, οι κινήσεις της εκφράζουν περισσότερο μητρικό και προστατευτικό χαρακτήρα, ενώ εμφανίζεται η τάση να αναδειχθούν τα πιο ανθρώπινα και τα πιο τρυφερά στοιχεία της προσωπικότητάς της. Ανάλογα διαμορφώθηκε και η πλειάδα των προσωνυμίων της.

 

Και μόνον η μελέτη αυτών των προσωνυμίων θα ήταν αρκετή για να καταδείξει την κυρίαρχη θέση του προσώπου της γλυκιάς Μητέρας του Ιησού στις καρδιές των χριστιανών και την διαρκή θαυματουργική παρουσία της όταν οι ανθρώπινες δυνάμεις κείτονται πλέον εξαντλημένες ενώπιον των φοβερών κινδύνων και του αμείλικτου φόβου που χαρακτηρίζουν τα ανθρώπινα. Αυτή η συναίσθηση της ανθρώπινης αδυναμίας και ανεπάρκειας θα οδηγεί πάντοτε τους χριστιανούς να επιζητούν την επαφή και τη σχέση με το πρόσωπο της Παναγίας, καθιστώντας τις ιερές της εικόνες τείχος και προπύργιο εναντίον κάθε είδους κινδύνων καί πειρασμών._