Όσιος Θεοδόσιος, Η συμπεριφορά του σε νεαρό φτωχό αμαξά!

22 Αυγούστου 2022

Όσιος Θεοδόσιος Καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων Κιέβου.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Ακόμη και τα ρούχα που φορούσε ως ηγούμενος [ο όσιος Θεοδόσιος Καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων στο Κίεβο], ήταν ταπεινά και φτωχικά. Φορούσε κατάσαρκα μια φανέλα, που ήταν φτιαγμένη από σκληρό μαλλί και τον αγκύλωνε. Όμοιος ήταν και ο σκούφος του. Ήταν μάλιστα πολύ στενός και μακρύς, ώστε να του σκεπάζει πολύ το κεφάλι και να μη διακρίνει κανείς ούτε τρίχα.

Μια φορά ο όσιος πήγε για κάποια υπόθεση στον ηγεμόνα, που τότε έμενε μακριά από την πόλη και καθυστέρησε μέχρι που βράδιασε. Ο Ιζιασλάβος [ο ηγεμόνας], του διέθεσε μιαν αμαξά, ώστε να κάνη αναπαυτικά το νυχτερινό ταξίδι.

Στο δρόμο, ο μικρός που οδηγούσε την αμαξά, βλέποντάς τον μ’ εκείνα τα φτωχικά ενδύματα, δεν φαντάστηκε πως ήταν ηγούμενος.

Του λέει λοιπόν:
– Καλόγερε, εσύ όλη την ημέρα τεμπελιάζεις. Εγώ όμως πάντοτε κοπιάζω και θέλω τώρα να κοιμηθώ. Σαν ξεκούραστος που είσαι, έλα να καθίσεις στο άλογο.

Ο όσιος με πολλή ταπείνωση σηκώθηκε, βοήθησε το μικρό ν’ ανέβει και να ξαπλώσει στην άμαξα κι έπειτα ανέβηκε ο ίδιος στο άλογο. Καθώς προχωρούσε καθισμένος στο ζώο, ζαλιζόταν από τη νύστα. Γι’ αυτό κατέβαινε κάθε τόσο και βάδιζε πεζός. Όταν κουραζόταν, ανέβαινε πάλι.

Κατά τα ξημερώματα συναντούσαν στο δρόμο τους αξιωματούχους, που κατευθύνονταν προς τον ηγεμόνα. Μόλις από μακριά αναγνώριζαν τον όσιο, κατέβαιναν από τ’ αλόγα τους για να του κάνουν υπόκλιση.

Τότε ο όσιος είπε στο μικρό:
– Να, παιδί μου, ξημέρωσε πια. Έλα να καθίσεις εσύ στο άλογο.

Ο μικρός, καθώς έβλεπε τους βογιάρους να υποκλίνονται στον όσιο, κυριεύτηκε από μεγάλο φόβο και κάθισε στο άλογο τρέμοντας. Προχωρώντας συναντούσαν όλο και πιο πολλούς μεγιστάνες που υποκλίνονταν. Και ο φόβος του μικρού αμαξά όλο και μεγάλωνε.

Σαν έφτασαν στο μοναστήρι και ξεπέζεψαν, οι αδελφοί έβαλαν μετάνοια, πράγμα που τάραξε ακόμα πιο πολύ το μικρό.

«Ποιος να είναι αυτός που όλοι υποκλίνονται μπροστά του;» συλλογίστηκε.

Ο όσιος τότε τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στην τράπεζα.

Εκεί είπε να του δώσουν φαγητό και στη συνέχεια, αφού του πρόσφερε κάποιο χρηματικό φιλοδώρημα, τον άφησε να επιστρέψει.

Όλα αυτά τα πληροφορηθήκαμε από τον ίδιο το μικρό, που τα εξομολογήθηκε στους αδελφούς, γιατί ο μακάριος Θεοδόσιος δεν φανέρωσε το παραμικρό.

\

Απόσπασμα από το βιβλίο «Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου», έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου.