Άγιος Αυξέντιος, Πώς έληξε η φιλονικία για την διεκδίκηση του λειψάνου του

28 Σεπτεμβρίου 2022

Όσιος Αυξέντιος ο εν τω όρει Ιούτιον ή Γιούτι της Καρπασίας Κύπρου.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Αφού ο Όσιος [όσιος Αυξέντιος] διέτριψεν [έζησε] αρκετούς χρόνους, κατά το συναξάριόν του, εις το προλεχθέν σπήλαιον [στο όρος Ιούτιον ή Γιούτι της Καρπασίας της Κύπρου], ανεπαύθη τελικά εν ειρήνη και μεταστάθηκε προς τον ποθούμενον Χριστόν για ν’ απολαύση τα ουράνια βραβεία της νίκης του εναντίον των παθών και των δαιμόνων, απ’ Αυτόν τον Αγωνοθέτην Χριστόν, σύμφωνα με τους κόπους του και να συναγάλλεται αιωνίως μετά των Αγγέλων.

Μετά από πολλούς χρόνους κάτοικοι των δύο γειτονικών χωριών Κώμης Κκεπίρ και Εφτακώμης (της παλαιότερα λεγομένης Ναυτοκώμης), ίσως ψαράδες, ανακάλυψαν το σπήλαιον με το άγιον Λείψανον του Όσιου.

Εκεί υπήρχαν πέτρες και φυτά τα λεγάμενα βρύα επάνω από το στόμιον του σπηλαίου. Όθεν πολλές φορές που περνούσαν οι προειρημένοι ψαράδες κοντά από το σπήλαιον οσφραίνονταν οσμήν θαυμασίας ευωδιάς, και έτσι αφού έφυγαν τις πέτρες, ανακάλυψαν το τίμιον Λείψανον.

Αφού πήγαν στην τότε αρχιεπισκοπήν Κύπρου για να δηλώσουν την εύρεσιν του τιμίου Λειψάνου στους εκκλησιαστικούς αρμοδίους και να ζητήσουν εξηγήσεις σε ποιον άγιον ανήκει το Λείψανον, πήραν την απάντησιν ότι στα βορειοδυτικά του όρους Ιούτιον της Εφτακώμης ασκήτευσεν κάποιος μοναχός ονόματι Αυξέντιος.

Σε φιλονικείαν όμως κατέληξεν η εύρεσις του τιμίου Λειψάνου, διότι, οι περισσότεροι που το βρήκαν ήσαν από την Κώμην Κκεπίρ και έλεγαν ότι σ’ αυτούς ανήκει διότι αυτοί το βρήκαν, οι δε Εφτακωμίτες έλεγαν ότι δικό τους είναι, διότι στα όρια του χωριού τους βρέθηκε.

Έτσι φιλονικούντες και διεκδικούντες το ιερόν Λείψανον, βρέθηκε κάποιος τελικά και τους πρότεινε μίαν σοφή λύση. Οι κάτοικοι του ενός χωριού να βάλουν το ένα βόδι και οι κάτοικοι του άλλου το άλλο βόδι και έτσι αφού τα ζεύξουν σε άμαξαν και βάλουν πάνω το άγιον Λείψανο να τ’ αφήσουν στην διοίκηση της Θείας Προνοίας και του θελήματος του Αγίου, και σ’ όποιον τόπον σταματήσουν μόνα τους, εκεί θέλει ο Άγιος να κτισθή ο ναός του.

Έτσι κι’ έγινε, ο λόγος του σοφού εκείνου αντρός έγινε πράξις. Τα βόδια ξεκίνησαν με το ιερόν Λείψανον εις την άραξαν και οι πιστοί ακολουθούσαν και φθάσαντες εις την Εφτακώμην, δεν εσταμάτησαν αλλά διασχίσαντες αυτήν επροχώρησαν προς την Κώμην, προς πλήρη απογοήτευσιν των κατοίκων της.

Όταν έφθασαν εις την Κώμην, άκουσαν οι λαοί αόρατην φωνήν που έλεγεν «Κώμη! Κώμη»! Η άμαξα τελικά εσταμάτησεν εκεί που βρίσκεται ως σήμερα ο μεγαλοπρεπής ναός του Αγίου. Τότε όλοι οι παρευρισκόμενοι Κωμίτες έψαλλαν επί αρκετήν ώραν το «Κύριε ελέησον».

Αφού παρέλαβαν το σεβάσμιον Λείψανον του Αγίου οι κάτοικοι της Κώμης Κκεπίρ το τοποθέτησαν προσωρινά στην εκκλησίαν του Αγίου Γεωργίου, μέχρι που κτίστηκεν ο νεόδμητος ναός επ’ όνόματι του Αγίου στην τοποθεσίαν που σταμάτησαν τα βόδια, στην ανατολικήν άκραν του χωριού.

Δυστυχώς στο πέρασμα των αιώνων δεν ελήφθη η δέουσα φροντίς διά την διαφύλαξιν του λειψάνου του Όσιου και μέχρι το 1974 υπήρχαν εκεί, μόνον δύο τεμάχια του κρανίου του Αγίου που διετηρούντο εις μίαν αργύραν θήκην.

 

Από το βιβλίο του Μοναχού Βλασίου Σταυροβουνιώτη, «Πατερικόν της νήσου Κύπρου, (Άγιοι Ασκητές και Σπήλαια της Κύπρου)», γ’ έκδοση, Θεσσαλονίκη.