Ο αιμοβόρος ληστής που συγκινήθηκε από το πιστό αντρόγυνο και το ευεργέτησε!

18 Οκτωβρίου 2022

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

1. Στην Ασκάλωνα επισκεφτήκαμε τον ξενώνα των Πατέρων και ο αββάς Ευσέβιος ο πρεσβύτερος μάς αφηγήθηκε μια ιστορία:
Κάποιος πραματευτής από την πόλη μας ταξιδεύοντας στη θάλασσα έχασε όλο του το βιος, αλλά και των ξένων. Μόνο αυτός σώθηκε. Όταν επέστρεψε τον συνέλαβαν οι δανειστές του, τον έριξαν στη φυλακή και άδειασαν το σπίτι του. Τίποτα δεν του απόμεινε έξω από τα ρούχα που φορούσε αυτός και η γυναίκα του. Εκείνη από τις πολλές στεναχώριες και την Ανάγκη, το θεώρησε καθήκον της να του πάει ένα κομμάτι ψωμί.

 

2. Μια μέρα που καθόταν στη φυλακή και έτρωγε με τον άντρα της, μπήκε κάποιο σπουδαίο πρόσωπο για να δώσει ελεημοσύνη στους φυλακισμένους εκεί, είδε τη γυναίκα που καθόταν με τον άντρα της, του άρεσε, ήταν βέβαια και πάρα πολύ όμορφη, και της έστειλε μαντάτο με έναν φύλακα.

Με χαρά πήγε αυτή προσδοκώντας να πάρει ελεημοσύνη. Παίρνοντάς την κατά μέρος τη ρωτάει:
– Τι σου συμβαίνει; Γιατί βρίσκεσαι εδώ;

Αυτή του είπε την ιστορία της.

Της λέει τότε:
– Αν πληρώσω το χρέος σου θα κοιμηθείς μαζί μου απόψε;

Η γυναίκα, πραγματικά όμορφη και συνετή, του ανταποκρίνεται:
– Έχω ακουστά, κύριε, ότι ο Απόστολος είπε:
– Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το σώμα της, αλλά ο άντρας της. Άφησε, αφέντη μου, να ρωτήσω τον άντρα μου κι ότι προστάζει θα το κάνω.

Πήγε και τα είπε όλα στον άντρα της. Γεμάτος αυτός σύνεση και στοργή για τη γυναίκα του, δεν ξεσηκώθηκε από τη σκέψη να λευτερωθεί από τη φυλακή. Μοναχά στέναξε και δακρυσμένος της λέει:
– Πήγαινε και διώξε, αδελφή, τον άνθρωπο και ελπίζουμε στον Θεό, ότι τελικά δεν θα μας εγκαταλείψει.

Σηκώθηκε και τον έδιωξε λέγοντάς του:
– Το είπα στον άντρα μου και δεν συμφώνησε.

 

3. Εκείνες τις μέρες ήταν φυλακισμένος στην απομόνωση και ένας ληστής, που λήστευε τους ταξιδιώτες, και έστηνε αυτί στη συζήτηση του ζευγαριού.

Αναστέναξε μονολογώντας· “Κοίτα σε ποια κατάσταση βρίσκονται και δεν πρόδωσαν την ελευθερία τους, για να πάρουν χρήματα και να λευτερωθούν. Έβαλαν την τιμιότητά τους πάνω από κάθε πλούτο και περιφρόνησαν τα πάντα σ’ αυτήν τη ζωή. Τι να κάνω εγώ ο άθλιος, που ποτέ δεν συλλογίστηκα ότι υπάρχει Θεός και έτσι έκανα ένα σωρό φονικά”.

Τους φώναξε κοντά του από το παραθυράκι του κελιού, που ήταν φυλακισμένος, και
τους λέει:
– Ήμουν ληστής και πολλές ατιμίες και φονικά έκανα και ξέρω ότι την ώρα που θα ’ρθει ο άρχοντας και θα πάω να δικαστώ. Θα θανατωθώ σαν φονιάς. Βλέποντας την τιμιότητά σας συγκινήθηκα. Πηγαίνετε στο τάδε μέρος του τείχους της πόλης, σκάψτε και πάρτε τα χρήματα που θα βρείτε εκεί. Κρατήστε τα για να πληρώσετε τα χρέη σας και ό,τι άλλο χρειαστείτε. Προσευχηθείτε και για μένα να βρω έλεος.

 

4. Λίγες μέρες μετά έφτασε στην πόλη ο άρχοντας και πρόσταζε να πάρουν και να αποκεφαλίσουν τον ληστή.

Μια μέρα μετά λέει η γυναίκα στον άντρα της:
– Μου επιτρέπεις, αφέντη μου, να πάω εκεί που μας είπε ο ληστής και να δω αν έλεγε Αλήθεια;
– Κάνε όπως νομίζεις”, της απαντάει.

Το βράδυ η γυναίκα πήρε ένα τσαπί, βρήκε τον τόπο, έσκαψε και ανακάλυψε ένα δοχείο σκεπασμένο γεμάτο χρυσάφι.

Φέρθηκε έξυπνα και σιγά- σιγά πλήρωνε σαν τάχα να δανειζόταν Από τον ένα και από τον άλλο, ώσπου ξεχρέωσε απ’ όλους. Μετά ελευθέρωσε και τον άνδρα της.

Μας έλεγε ο αββάς Ευσέβιος:
– Να, όπως φύλαξαν αυτοί την εντολή του Θεού, έτσι ο Κύριος ο θεός μας τους έδειξε πλούσια το έλεός του.

Πρώτη δημοσίευση Ιωάννου Μόσχου, «Λειμών» («Λειμωνάριο»).

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημητρίου Τσάμη, «Μητερικόν», τόμος β’, έκδοση Αδελφότητας «Αγία Μακρίνα».