Μάρτυρες Γουρίας, Σαμωνάς, Άβιβος, Το εξαίσιο τερατούργημά τους!

15 Νοεμβρίου 2022

Οι άγιοι Μάρτυρες Γουρίας, Σαμωνάς, Άβιβος.

(Διασκευή Στέλιος Κούκος)

 

Οι άγιοι Γουρίας και Σαμωνάς μαρτύρησαν στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας στις 15 Νοεμβρίου του 303, ενώ ο Άβιβος την ίδια ημέρα το 316.

Πιο κάτω μπορείτε να διαβάσετε το εξαίσιο τερατούργημά τους όταν οι τρεις αυτοί Μάρτυρες μπήκαν ως εγγυητές στο γάμο μιας ωραίας νέας, κατοίκου της Έδεσσας με έναν Ούννο στρατιωτικό.

Πολλά χρόνια μετά το μαρτύριο των Αγίων και ενώ ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε υπογράψει το διάταγμα της ανεξιθρησκείας οι Ούννοι είχαν φτάσει μέχρι την Έδεσσα και είχαν κυριεύσει τα περίχωρά της. Εναντίον τους εστάλη στρατός από τους Χριστιανούς πλέον αυτοκράτορες. Στην Έδεσσα, είναι γνωστό ότι βρισκόταν το Άγιο Μανδήλιο με την αχειροποίητο εικόνα του Χριστού.

Ο Αύγαρος με το Άγιο Μανδήλιο.

Σύμφωνα με την παράδοση το άγιο Μανδήλιον είχε σταλεί από τον Χριστό στον Αύγαρο με το μήνυμα πως αυτό θα φυλάσσει και την πόλη από κάθε εχθρό που επιχειρούσε να κυριεύσει την πόλη του.

Μεταξύ των Ρωμαίων στρατιωτών που στάλθηκαν από τους Χριστιανούς βασιλιάδες ήταν και ένας Γότθος ο οποίος, όπως αναφέρει ο συναξαριστής ήταν «εις την γνώμην βάρβαρος, κακότροπος, ολέθριος».

Αυτός έμενε στο σπίτι μιας ευλαβούς χήρας η οποία ονομαζόταν Σοφία και η οποία είχε ένα παιδί μόνο, μία ωραιότατη κόρη.

Όταν την είδε ο Γότθος την ερωτεύτηκε και μετά από αυτό άρχισε να προσποιείται πως ήταν πλούσιος και καλός άνθρωπος και με κολακείες και πανουργία άρχισε να παρακαλά την μητέρα της να την δώσει σ’ αυτόν για γυναίκα.

Η μητέρα, όμως, αρνιόταν να δώσει την κόρης και έτσι εκείνος άρχισε να την απειλεί και να την φοβερίζει ότι θα την κακοποιήσει.

Και αυτή του είπε:
– Μην ελπίζεις να σου δώσω την κόρη μου. Αυτό δεν θα το καταφέρεις ούτε με φοβερισμούς, ούτε με κολακείες ουδέποτε. Διότι θα ήταν ανοησία μου να παντρέψω την κόρη μου με βάρβαρο και άγνωστο άνθρωπο ο οποίος, όπως νομίζω είσαι και παντρεμένος, καθώς μου είπε κάποιος.

Ο ξενδιάντροπος αυτός ορκίστηκε στο όνομα του Χριστού ψευδώς, ότι ήταν ελεύθερος και ήθελε να κάνει την κόρη της κυρία σε όλο τον πλούτο του.

Η Σοφία ως γυναίκα ευκολόπιστος πίστεψε στους όρκους του Γότθου και αφού ύψωσε τα χέρια και τα μάτια της στον ουρανό έλεγε:
– Δέσποτα Κύριε, μη εγκαταλείψεις την ορφανή αυτή, την οποία παντρεύω με αυτόν τον άγνωστο στρατιώτη στον οποίο την εμπιστεύτηκα, έχουσα το θάρρος μου στην Χάριν σου. Να φυλάσσεις την ευλαβή δούλη σου αυτή, από κάθε συναπάντημα και προσβολή εναντίον της.

Αφού την πάντρεψε, γράφοντας και τα απαραίτητα συνοικέσια, έμεινε μαζί με τον σύζυγο της για κάποιο καιρό εκεί, γιατί η πολιορκία της Έδεσσας συνεχιζόταν. Εν τω μεταξύ η νύμφη έμεινε έγκυος και πριν γεννήσει οι Ρωμαίοι στρατιώτες είχαν νικήσει, έχοντας εκδιώξει τους Ούννους από την περιοχή τους. Για τον λόγο αυτό όλοι οι στρατιώτες ετοιμάζονταν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους.

Πριν φύγει το ζευγάρι από την πόλη, και ενώ η μητέρα ήταν ιδιαίτερα στεναχωρημένη, πήγαν και οι τρεις τους στον Ναό των τοπικών αγίων Γουρία, Σαμωνά και Αβίβου και απευθυνόμενη η Σοφία στον γαμπρό της, του είπε:
– Άγγιξε το χέρι σου στο μνημείο των Αγίων και υποσχέσου ότι δεν θα διαπράξεις καμία απανθρωπιά εναντίον της κόρης μου και ότι θα την αγαπάς ως γυναίκα σου πάντα. Έτσι μπορείς να την πάρεις μαζί σου.

Και ο ίδιος αναφερόμενος προς τους Μάρτυρες είπε:
– Από τα χέρια σας, Μάρτυρες, παίρνω σήμερα την κόρη και δίνω εγγυητές την αγιοσύνη σας στην μητέρα της να μην την λυπήσω ποτέ.

Τότε, αφού αγκαλιάστηκαν η μάνα και η κόρη, καταφιλώντας η μία την άλλη αποχωρίστηκαν και ξεκίνησαν το ταξείδι για την πατρίδα του συζύγου.

Όταν το ζευγάρι πλησίαζε στο σπίτι του, αφού της αφαίρεσε όλα τα πλούσια φορέματα και τα κοσμήματα που φορούσε, την έντυσε με παλιά ρούχα σαν αιχμάλωτη, λέγοντάς της:
– Να ξέρεις ότι έχω γυναίκα και παιδιά και κοίταξε να μην πεις σε κανένα την υπόθεσή μας. Τώρα πια θα υπηρετείς την γυναίκα μου σαν δούλα, για να μην κινδυνεύσει η ζωή σου.

Η έγκυος κόρη όταν άκουσε τα λόγια αυτά έμεινε εμβρόντητη και σαν πέτρα από την στενοχώριά της, αφού ο άνθρωπος αυτός τους εξαπάτησε. Οι άγιοι, όμως, τους οποίους η μητέρα της έβαλε εγγυητές της την βοήθησαν και υπέμεινε την λύπη της με μεγαλοψυχία.

Στον άντρα της στον οποίο δεν έκρυψε την δυσφορία της του παραπονέθηκε και για την αθέτηση όλων των υποσχέσεων της προς την μητέρα της και τους Αγίους, ενώ του εξέφρασε και την απορία της, για το πώς και δεν την σκότωσε.

Μετά προσευχήθηκε λέγοντας: «Κύριε ο Θεός των πατέρων μου, κοίτα την θλίψη μου της ταλαίπωρης και λύτρωσε την ψυχή μου από τα δεινά διά των πρεσβειών των αγίων Μαρτύρων σου, γιατί ακολούθησα αυτόν τον άγνωστο με την βοήθεια και την Χάριν σου και έχοντας σ’ αυτούς το θάρρος μου».

Όταν έφτασαν στο σπίτι του και είδε η γυναίκα του την ωραία αυτή κοπέλα ζήλεψε και ρώτησε τον άντρα της ποια ήταν. Και αυτός την παρουσίασε ως αιχμάλωτη την οποία την έφερε στο σπίτι ως δούλα για να την βοηθά.

Η έγκυος γυναίκα δεν είπε τίποτα και σαν δούλα εκτελούσε όλα όσα της έλεγαν να κάνει. Μόνον προσευχόταν στους Αγίους λέγοντάς τους: «Άγιοι Μάρτυρες, μη δεχθείτε αυτήν την αδικία και μην την αφήσετε χωρίς τιμωρία, αλλά βοηθήστε γρήγορα την δούλη σας».

Η κυρία της την πρόσταζε συνέχεια, λόγω του φθόνου της, να κάνει βαριές δουλειές για να πεθάνει από την ταλαιπωρία τόσο η ίδια όσο και το παιδί.

Όταν γεννήθηκε το παιδί ήταν «φτυστό» στον πατέρα του και όταν το είδε η πρώτη σύζυγος ζηλοτύπησε και μελετούσε πώς να το σκοτώσει.

Έτσι, μια μέρα που η μητέρα του παιδιού έλειπε, του έδωσε δηλητήριο και πέθανε. Όταν η μητέρα είδε τους αφρούς στο στόμα του παιδιού της, κατάλαβε τι ακριβώς συνέβη, αλλά δεν έδειξε τον πόνο και την θλίψη της. Μόνο σκούπισε τους αφρούς σε ένα κομμάτι μάλλινο δέρμα και περίμενε να βρει την ευκαιρία να το δοκιμάσει σ’ αυτήν που κατάλαβε ότι σκότωσε το παιδί της.

Κάποτε, λοιπόν, που ο άντρας της κάλεσε συγγενείς και φίλους για δείπνο στο σπίτι του ξέπλυνε το δέρμα σε ένα ποτήρι και το έδωσε να το πιει η οικοδέσποινα η οποία βρήκε φρικτό θάνατο.

Αφού την έθαψαν, η υποψία τους στράφηκε στην αιχμάλωτο, και ενώ ήθελαν να την σκοτώσουν δεν το επιχείρησαν, αφού δεν είχαν τέτοιο δικαίωμα. Την έβαλαν και αυτήν μέσα στον κτιστό τάφο ζωντανή. Απ’ έξω, μάλιστα, έβαλαν και σκοπούς.

Η αιχμάλωτη έγκλειστη μέσα στον τάφο είχε διπλό μαρτύριο. Αφ’ ενός την δυσωδία της σήψης και αφ’ ετέρου το σκοτάδι του τάφου. Και γι’ αυτό ήταν απαρηγόρητη και καλούσε συνέχεια με την προσευχή της τον Κύριο και τους αγίους Μάρτυρες και Ομολογητές οι οποίοι είχαν μπει εγγυητές προς την μητέρα της, ζητώντας τους να την βγάλουν έξω από τον σκοτεινό εκείνο λάκκο.

Ενώ, τα έλεγε αυτά είδε τρεις λαμπρούς άντρες οι οποίοι μόλις εμφανίστηκαν μετέβαλαν την δυσωδία σε θαυμάσια ευωδία και της είπαν:
– Μην φοβάσαι, γιατί εμείς δεν αθετούμε την εγγύηση και ήλθαμε να σε πάμε αβλαβή στην μητέρα σου.

Όταν είπαν τα λόγια αυτά, η αιχμάλωτη αποκοιμήθηκε και έπεσε σε έκσταση και βρέθηκε όπως ο Αββακούμ ή ο Απόστολος Φίλιππος στην πατρίδα της και μάλιστα μέσα στον Ναό των Αγίων.

Όταν ξύπνησε είδε ξανά μπροστά της τους Αγίους οι οποίοι την ρώτησαν αν ξέρει πού βρίσκεται. Και παρατηρώντας καλά κατάλαβε πως ήταν μέσα στον ναό των Αγίων στην πατρίδα της την Έδεσσα. Και τότε έπεσε στα πόδια των Αγίων εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη της για την παράδοξη διάσωσή της.

Οι Άγιοι είπαν σ’ αυτήν:
– Ιδού εκπληρώσαμε την εγγύηση! Πήγαινε εν ειρήνη στην μητέρα σου, δοξάζουσα τον Θεό!

Οι άγιοι Μάρτυρες με τα λόγια αυτά εξαφανίστηκαν και έμεινε ελεύθερη πια η κοπέλα να ευχαριστεί μεγαλοφώνως τον Θεό με χαρά, κλαίγοντας με δάκρυα στα μάτια!

Όταν ήλθε ο Ιερέας του Ναού την ρώτησε τι έχει και γιατί έχει τόση χαρά και θλίψη μαζί. Αλλά όταν αυτή του διηγήθηκε την αναπάντεχη διάσωσή της από τους Αγίους δεν την πίστεψε, ότι δηλαδή, συνέβη πράγματι ένα τέτοιο «εξαίσιο τερατούργημα», και ειδοποίησε την μητέρα της να έλθει στην Εκκλησία. Όταν έφτασε η μητέρα της και είδε την κόρη της εκεί αγκαλιάστηκαν και από τα κλάματα δεν μπορούσαν να μιλήσουν.

Μετά από πολλή ώρα η μητέρα ρώτησε την κόρη της γιατί είναι ντυμένη μ’ αυτά τα ρούχα που ταιριάζουν μόνο σε δούλους και η κόρη της της διηγήθηκε τι ακριβώς συνέβη.

Αφού πέρασαν όλη την μέρα τους στον Ναό δοξάζοντας Χριστό και ευχαριστώντας τους αγίους Μάρτυρες πήγαν το στο σπίτι τους.

Μετά από κάποια χρόνια συνέβη να πολιορκηθεί ξανά η Έδεσσα από τους Ούννους, και ανάμεσα στα ρωμαϊκά στρατεύματα που εστάλησαν και πάλιν για την υπεράσπισή της, να βρίσκεται και ο γαμπρός της Σοφίας. Αυτός δεν είχε μάθει πως διασώθηκε η δεύτερη γυναίκα του και ότι πλέον βρισκόταν στην πατρίδα της.

Έτσι, πήγε στην πεθερά του η οποία, αφού έκρυψε την κόρη σε άλλο δωμάτιο τον υποδέχθηκε καλοπροαίρετα· και μάλιστα τον ρώτησε να της πει τι κάνει η κόρη της. Και αυτός άρχισε να διηγείται γι’ αυτήν ότι γέννησε αγόρι και ήταν καλά με την θεία βοήθεια και άλλα αυτοσχέδια ψέματα και λόγια.

Η Σοφία, φυσικά, δεν άντεξε, και άρχισε να του λέει όσα έπραξε στην κόρης της και μάλιστα, ενώ ο ίδιος είχε βάλει εγγυητές τους Αγίους. Και όπως του είπε στο τέλος:
– Αλλά σε έφερε ο Θεός και πάλιν εδώ για να λάβεις δικαίως ταυτοπάθεια!

Για να πάθει, δηλαδή, όσα έπραξε. Και αμέσως κάλεσε την κόρη της ενώπιον του και τον ρώτησε αν την γνωρίζει!

Αυτός έμεινε άφωνος και δεν τόλμησε να πει λέξη για να δικαιολογηθεί. Και τότε άνθρωποί τους από την Έδεσσαν τους οποίους είχαν ενημερώσει τον έπιασαν και τον έδεσαν.

Έτσι, παρουσίασαν αρχικά την υπόθεση στον Επίσκοπο του τόπου και στη συνέχεια τον παρέδωσαν στον στρατηλάτη ο οποίος τον ανέκρινε μπροστά στην παθούσα. Αυτός αποδέχθηκε τις κατηγορίες και ο στρατηλάτης διέταξε την θανάτωσή του και το κάψιμο της σορού του.

Παρενέβη, όμως, ο Επίσκοπος και ζήτησε να μην τον θανατώσουν για να μην απολεσθεί η ψυχή του· κάτι που δεν αποδέχθηκε ο στρατηλάτης, γιατί όπως είπε φοβόταν τους αγίους Μάρτυρες τους οποίους έβαλε εγγυητές του, και για να μην τολμήσει άλλος να πράξει παρόμοια πράγματα.

Λόγω, όμως, της πολλής ικεσίας του Επισκόπου δέχτηκε μόνον να μην καεί η σορός του μετά τον αποκεφαλισμό του.

Διασκευή από τον «Μέγα Συναξαριστή της Εκκλησίας», Μήνας Νοέμβριος, τόμος 11ος.