Η διάθεση του πατέρα του Μητροπολίτη Αμφιλοχίου να μαρτυρήση και η χαρά που έγινε Μοναχός ο γιος του!

21 Δεκεμβρίου 2022

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Μαυροβουνίου και Παραθαλασίας (πρώην Βανάτου) κυρός Αμφιλόχιος Ράντοβιτς (1938-2020).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 Για την συντριβή της καρδίας
και άλλα πνευματικά θέματα – απαντήσεις
του Σεβασμιωτάτου Επισκόπου Βανάτου κ. Αμϕιλοχίου

 

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=360214

 

Σεβασμιώτατε έχομε ένα πρόβλημα, ιδίως το καλοκαίρι έρχεται πολύς κόσμος στο Μοναστήρι και είμαστε υποχρεωμένοι να αφιερώνωμε πολλές ώρες στη φιλοξενία. Φυσικά δεν μένει χρόνος για τη δική μας πνευματική εργασία και νήψι. Βέβαια δεν επιδιώκουμε να έρχεται κόσμος εδώ, αλλά εφ’ όσον έρχονται, λέμε ότι η Παναγία τους στέλνει, άρα δεν έχομε το δικαίωμα να τους διώξουμε, μάλιστα σε τέτοια εποχή που υπάρχει τόση πνευματική κρίσι. Εσείς τι μας συμβουλεύετε να κάνουμε;

Το ίδιο πρόβλημα έχω κι εγώ, ίσως και χειρότερα, στην Μητρόπολί μου. Δεν λύνεται το πρόβλημα με συνταγές. Πάντως δεν υπάρχει άλλη λύσι, αν δεν το πάρη κανείς ως τον σταυρό του. Πραγματικά, καμιά φορά κουράζομαι από τη πολλή εργασία, οπότε ακούω κάποιον να χτυπάει, ζητάει να τον δεχθώ. Λέω μέσα μου: «Τώρα μου ήρθες»;

Αλλά έπειτα λέω μέσα μου: «Τι όφελος έχεις να νευριάζεις; Κι εσύ βλάπτεσαι, σωματικά και πνευματικά, και θα βλάψης και αυτόν. Πάρε το απόφασι και κάνε μια προσευχούλα να τον δεχθής με χαρά και υπομονή». Κι όταν κάνω έτσι, να ξέρετε, φεύγει η κούραση. Δεν ξέρω αν έγινα αντιληπτός. Πραγματικά σας λέω· έτσι είναι, αλλιώς δεν γίνεται, τον έστειλε ο Κύριος. Κι έπειτα ξεχνάω τον νευριασμό κι όλα αυτά.

Βέβαια, σπανίως το κατορθώνω, αλλά δεν γίνεται αλλιώς, δεν μπορείς να τον διώξης. Πρέπει να τον οικονομήσης. Κι αφού πρέπει να το κάνης, τότε κάνε το με την καρδιά σου και με την αγάπη, όσο μπορείς!

Αυτό έχω καταλάβει από τον νεαρό που πήγε στον π. Π. [πιθανόν στον όσιο Παΐσιο] και τον άκουγε εννέα ώρες. Απλώς που τον άκουσε, άκουσε τον πόνο του και του έδειξε λίγη αγάπη και κατανόησι, αυτό ήταν το φάρμακο, Γιατί σήμερα, στον κόσμο που ζούμε, δεν έχουμε καιρό ο ένας για τον άλλο.

Όλοι νοιώθουμε την ανάγκη του άλλου, αλλά όλα τα θεωρούμε σπουδαιότερα από τον αδελφό μας· τα πράγματα και τα αυτοκίνητα και τις εργασίες μας. Σπάνιοι είναι οι άνθρωποι που μπορούν να καθίσουν να ακούσουν τον άλλον!

Και να σας πω αυτό που έμαθα από τον πατέρα μου, ένα απλό χωρικό. Όταν περνούσε κάποιος από εκεί που εργαζόταν στον κάμπο, στο αμπέλι, κλπ., έστω μικρό παιδί, αυτός άφηνε τη δουλειά του, όσο κι αν ήταν σπουδαία και επείγουσα, πήγαινε να τον χαιρετήση -αν ήταν μεγαλύτερος- να τον κεράση, να καθίση μαζί του.

Και έλεγε η μητέρα μου: «Ευλογημένε, τίποτα δεν θα κάνης έτσι· τι πράγματα είναι αυτά»; Αυτός όμως κατόρθωνε να τελειώνη όλες τις δουλειές και ταυτοχρόνως να τον αγαπούν όλοι. Τον αγαπούσαν και παιδιά από οικογένειες κομμουνιστικές. Δεν πήγαιναν αλλού, έρχονταν στον πατέρα μου, γιατί καταλάβαιναν ότι αυτός τα δέχεται με αγάπη, ότι δεν τα αισθάνεται ως βάρος.

Είχε καιρό να αφιερώση για τους άλλους. Του άρεσε να συζητάη για τον Ντοστογιέβσκυ. Πήγε στο Γυμνάσιο προπολεμικά. Έπειτα παντρεύτηκε. Ήταν μοναχοπαίδι. Ο πατέρας του τον παρεκάλεσε να μείνη στο χωριό. Διάβαζε πολλά, πάντοτε όμως την Αγία Γραφή.

Και είχε να πη παρά πολλά πράγματα. Μου είχε κάνει εντύπωσι αυτό!

Όταν γύρισα από το εξωτερικό στο χωριό μου, πήγα να επισκεφθώ έναν γείτονα. Τον βρήκα, μάζευε σανό και τον έβαζε σε μια καμάρα. Δεν τον είχα ιδεί δεκαπέντε χρόνια. Είχα μεγαλώσει εκεί, μαζί με τα παιδιά του. Τον χαιρέτησα.

– Α! ήλθες, εδώ είσαι; μου είπε. Μόνον αυτό.

Δεν έδειξε ενδιαφέρον, ούτε κουνήθηκε από τη θέσι του. Και μου κακοφάνηκε αυτό. Τότε κατάλαβα γιατί τα παιδιά του έχουν τόσο εγωισμό πάνω τους. Διότι πήραν από τον πατέρα τους. Ήταν πολύ εργατικός αυτός, αλλά το «εν, ου εστί χρεία» δεν το είχε μέσα του. Δεν με νοιάζει εμένα προσωπικά, αλλά μου κακοφάνηκε αυτή η στάσις έναντι των ανθρώπων.

Ήταν πιο σπουδαίο το έργο του από το πρόσωπο του γείτονος, του παιδιού του που πέρασε από εκεί. Θυμήθηκα ότι ο πατέρας μου, όπου να ήταν, θα κατέβαινε να χαιρετήση

 

Ο πατέρας σας ήταν της Εκκλησίας άνθρωπος;
Ναι, ήταν της Εκκλησίας άνθρωπος. Και μάλιστα σε μια εποχή πολύ δύσκολη. Μεταπολεμικά ζήτησαν απ’ αυτόν να γίνη δάσκαλος, επειδή είχε σχεδόν τελειώσει Λύκειο. Έκαναν σεμινάρια δύο μήνες και γίνονταν δάσκαλοι. Και απ’ αυτούς ήταν πιο διαβασμένος.

Αλλά αυτός δεν ήθελε να γίνη, λέγοντας: «Ξέρετε, δεν θέλω να αναλάβω, γιατί θα αναγκασθώ να διδάσκω αθεΐα, και δεν μπορώ». Του ζήτησαν να εργασθή και στο Δημαρχείο. Δεν είχαν γραμματέα. Αρνήθηκε: «Όχι, είπε, έχω τα κτήματά μου, τα παιδιά μου, δεν θέλω».

Ένας από τους κομμουνιστάς, όταν πέθανε ο πατέρας μου, έλεγε: «Δεν μπορούσα να καταλάβω τον Τσίρο -έτσι έλεγαν τον πατέρα μου-. Αυτός ήταν πιο διαβασμένος και πιο ικανός από όλους μας. Εμείς πήγαμε εκεί πέρα και αυτός αρνήθηκε να έρθη. Καλός άνθρωπος μού ήταν. Αλλά αυτό το πράγμα δεν μπορούσα να το καταλάβω».

Εγώ έλεγα: «Εσείς είχατε άλλα σχέδια».

Τότε που δεν τολμούσε κανείς να πάη στην Εκκλησία (στο μοναστήρι Μόρατσα είναι ο ναός) ο πατέρας μας μου έπαιρνε εμάς τα παιδιά την α΄ εβδομάδα της Σαράκοστης για να κοινωνήσουμε. Το έκαμνε τακτικά αυτό.

Μία φορά καθόμασταν. Είχαν μαζευτεί όλα τα αδέλφια μου, εκτός από τον μικρότερο. Είχαμε εργασθή όλη την ημέρα και το βραδάκι καθόμασταν και συζητούσαμε.

Είχε γίνει λόγος περί της πίστεως, της ομολογίας· αν πρέπει να αποφύγωμε την ομολογία, για να μην εκθέσωμε τον εαυτόν μας. Ο μακαρίτης ο αδελφός μου, ο μεγαλύτερος , έλεγε ότι δεν πρέπει βέβαια να εξωτερικεύωμε την πίστι μας. Μπορεί να την κρατάη κανείς μέσα του.

Εγώ έλεγα το αντίθετο, ότι πρέπει αυτό που πιστεύεις, να το ομολογής. Ήμουν τότε στο 4ο έτος της Ιερατικής Σχολής. Και οι άλλοι αδελφοί μου είπαν τη γνώμη τους.

Ο πατέρας μου άκουγε τη συζήτησι, και σε μια στιγμή λέει:
«Ακούστε παιδιά! Έχω εσάς, επτά γιούς· και είμαι έτοιμος να χύσω την τελευταία σταγόνα του αίματος μου για σας. Όμως να θυμάστε αυτό που σας λέω: Εάν ερχόταν κάποιος να μου ειπή: «Διάλεξε, ή θα σου σκοτώσουμε τους επτά γιούς ή θα αρνηθής τον Χριστό», εγώ θα έλεγα -και έκλαιγε ο καημένος-: «Ο Θεός τα έδωσε, ο Θεός τα πήρε… Δεν είναι δικά μου, του Θεού είναι. Σκοτώστε τα παιδιά. Τον Χριστό δεν τον αρνούμαι».

Έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Μου έχει μείνει αυτό το πράγμα. Με τέτοια ζέσι! Και το απέδειξε. Ήταν καμάρι του που είχα γίνει ιερεύς.

Μια άλλη φορά, όταν τελείωνα την Ιερατική Σχολή, συζητούσαμε.
«Τι θα γίνης μου έλεγε».
Είπα: «Ξέρω κι εγώ τι θα γίνω και πώς θα γίνω; Δύσκολα εδώ στο Μαυροβούνι [Μαυροβούνιο].
Λέει: «Γιατί δεν γίνεσαι μοναχός»;
Λέω: «Εσύ έχεις ένα σωρό παιδιά γύρω σου, κι εμένα βρήκες»;
– Α! ναι, λέει. Αν χρειάζεται, αν πρέπει να θυσιάσης τον εαυτό σου για τον Χριστό, δεν γίνεται αλλιώς.

Εγώ, όσο ήμουν στο εξωτερικό, δεν του είχα γράψει. Και όταν έγινα μοναχός, εφάρμοσα το καλογερικό· να μην έχω σχέσεις με τους συγγενείς. Λεν υπολόγιζα τον καημένο τον πατέρα μου, ο οποίος είχε άλλη νοοτροπία.

Όταν γύρισα, κατάλαβα πόση χαρά είχε που έγινα μοναχός! Κάποιος του είχε στείλει, εν αγνοία μου, φωτογραφίες από την χειροτονία. Είχε πάρει τη φωτογραφία.

Μου έλεγαν, τη φιλούσε, και έκλαιγε. Τόση χαρά έκανε!

Περνούσαμε από ένα λιβάδι μαζί και μου έλεγε: «Έλα, απ᾽ εδώ πάμε. Πού ξέρεις από πότε έχει να περάση πόδι ιερέως; Να τα ευλογήσης».

Με πολλή σοβαρότητα το έλεγε αυτό και με καμάρι. Με αγαπούσε περισσότερο απ’ όλα τα άλλα παιδιά. Ήθελε και οι άλλοι αδελφοί μου να πάνε στην Ιερατική Σχολή, αυτοί όμως δεν τον υπήκουσαν.

Συνεχίζεται

 

Απόσπασμα από την ετήσια έκδοση της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου «Όσιος Γρηγόριος», περίοδος β’, έτος 1988, τεύχος 13.