Μνήμη Αλ. Παπαδιαμάντη, Ο διακεκριμένος φερέοικος του τόπου και του τρόπου μας!
3 Ιανουαρίου 2023Ο ευαίσθητος και «αισθηματίας» Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης παρ’ όλο που γνώριζε ότι ερχόταν το τέλος της επίγειάς του ζωής και το έλεγε, εντούτοις προσπαθούσε να παρηγορήσει τις αδελφές του.
Τις τελευταίες ημέρες της επίγειας ζωής του έμοιαζε να προετοιμάζεται για την αναχώρηση αυτή, αφού περνούσε ολόκληρες μέρες σε σιωπή μέσα στο δωμάτιο του! «Πώς βαστά να μην μιλά τόσες ώρες»; αναρωτιόντουσαν οι αδελφές του.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μετά την μεγάλη εντρύφηση και το ζύμωμά του με την ελληνική γλώσσα, αλλά και ξένες γλώσσες που έμαθε μόνος του, άρχισε να προετοιμάζεται και πάλιν μόνος του για την εντρύφηση στην γλώσσα του μέλλοντος αιώνος. Την σιωπή! Την γλώσσα των γλωσσών!
Δεν πιστεύω στην καθημερινή του ζωή να ήταν φλύαρος, κάθε άλλο, αλλά πλέον έπρεπε να ετοιμαστεί για την κοίμησή του, αφού εν τω μεταξύ ομολογούσε στις αδελφές του ότι τώρα θα πεθάνω. Και όταν αυτές τον άκουγαν να λέει «Ε! θα πεθάνω» και έβαζαν τα κλάματα τους απαντούσε αμέσως «Ε! δεν πεθαίνω»!
Το ίδιο επανελήφθη και 24 ώρες πριν το φοβερό βράδυ της 2ας προς 3η Ιανουαρίου, όπου πραγματικά εκοιμήθη. Είχε μάθει ήδη, ή τουλάχιστον προγευτεί την γλώσσα του προορισμού του. «Ε, τώρα θα πεθάνω πλέον»! είπε στις αδελφές του, όταν δεν κατάφερε να διαβάσει σελίδες από βιβλίο του Σαίξπηρ. Και όταν οι αδελφές του άρχισαν και πάλιν να κλαίνε τους είπε «Μη κλαίτε, δεν αποθνήσκω».
Ίσως τα τελευταία του λόγια να ήταν ο ύμνος των Φώτων «Την χείρα σου την αψαμένην» που έψαλλε όπως μπόρεσε. Και έτσι ο ποιητής των Χριστουγέννων, του Άι Βασίλη και των Φώτων τέλεσε με συνοπτικές διαδικασίες, λόγω έκτακτης αναχώρησης, και τα Θεοφάνια αλλά και τον Άι Γιάννη τον Πρόδρομο και πλέον παραδόθηκε εις ανάστασιν νεκρών! Δηλαδή ζωή αιώνιο!
Ο σεμνός Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης κοιμήθηκε διακριτικά, όπως έζησε, και ετάφη με τον ίδιο τρόπο στην πατρίδα του. Και αν μας επισκεπτόταν σήμερα ο ίδιος έστω και για λίγες ώρες αυτό θα γινόταν πάλιν διακριτικά, και… στις μύτες των ποδιών του, ακροποδητί θα λέγαμε, και θα προτιμούσε να μην φαίνεται καθόλου, να είναι εντελώς αόρατος!
Όπως πίστευε πάντα ότι ήταν, ή ήθελε να είναι, και κρυβόταν μέσα στο παλιό παλτό του. Έτσι δεν τον έπιανε κανενός το μάτι για το ποιος ήταν! Ποιος μπορεί να ήταν!
Ένα παλαιό παλτό που έκανε σταθερές πορείες και στάσεις μέσα στην Αθηνά! Την πόλη της «πλουτοκρατίας», όπου ο σημαντικός δημοσιογράφος, συγγραφέας και αργότερα νομάρχης Σταμάτης Σταματίου (Σταμ. Σταμ.) τον εξέλαβε ως άπορο ο οποίος πήγε στην εφημερίδα για πάρει το βοήθημα που έδιναν στους φτωχούς, ενώ ο εθνικός ευεργέτης Ανδρέας Συγγρός τον πέρασε για επαίτη!
Πράγματι, όμως, ήταν επαίτης! Και όχι τόσο γιατί κατά καιρούς ζητούσε και παρακαλούσε για να λάβει τα δεδουλευμένα του, πράγμα που αναφέρει και ο ίδιος, αλλά γιατί κυρίως επαιτούσε στην γλώσσα την αναγκαία συνδρομή για να αποδώσει τα θέματά του, τους καημούς και τις αγωνίες του κόσμου, την ομορφιά που έβλεπε τριγύρω του…
Αυτή είναι η φτώχεια, ο πλούτος και η επαιτεία των ποιητών, τα δικά τους δάνεια που συνήθως αδυνατούν να αποπληρώσουν και πάντα νιώθουν ότι χρωστάνε! Και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πρέπει να ζήτησε και να έλαβε πολλά δάνεια για να εκθέσει και να αναπτύξει τον κόσμο του και τον κόσμο μας, τον πλήρη ελληνικό κόσμο και λόγο, (ένα και το αυτό), ως λόγο και κόσμο οικουμενικό και πανανθρώπινο.
Άντε τώρα, όλος αυτό ο γλαφυρός και αποκαλυπτικός γλωσσικός (μόνον;) φόρτος και πλήρωμα του Παπαδιαμάντη να μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες. Πάντως, όποτε μεταφράστηκε, όπως για παράδειγμα η «Φόνισσα» στα γαλλικά και στα ρωσικά δεν πέρασε καθόλου απαρατήρητη η γραφίδα του!
Ναι, η γραφίδα του, η πέννα του -εκτός από το παλτό του που τον φόραγε μέσα του και τον έκρυβε- ήταν το άλλο… αξεσουάρ, εξάρτημα με το οποίο ήταν ταυτισμένος. Και αυτό, σε σύγκριση με το παλτό που τον έκρυβε, είχε αναλάβει να τον φανερώνει, να τον αποκαλύπτει, να μας τον προδίνει! Αυτό το προκεχωρημένο… φυλάκιο, θεματοφύλακα της ελληνικής γλώσσας και ποιητικής ευαισθησίας!
Ήταν ένας κατ’ εξοχήν «αυτόνομος» πυρήνας έκφρασης και δημιουργίας, μια Ατλαντίδα και φανέρωμα ενός ολοκλήρου κόσμου. Κόσμοι ολόκληροι και κόμποι διασύνδεσης. Μια ενότητα σε συναρθροίσματα, σπαράγματα λόγου και παθών τα έργα του, τα οποία φανερώνουν διάφανα τα σώψυχά του μεγάλου συγγραφέα και του κόσμου που τον έθρεψε, διαπαιδαγώγησε, μόρφωσε, εκλέπτυνε και συγχρόνως τον ελάπρυνε.
Ο Παπαδιαμάντης δεν ήταν της βιτρίνας, αλλά του βάθους και του ύψους του ανθρώπου. Γνώριζε για ποιον προορισμό ήταν πλασμένος ο άνθρωπος και δεν έμενε στον εξευτελισμό του και πολύ περισσότερο δεν αποθέωνε τον εξευτελισμό του, ή οποιαδήποτε οδυνηρή του κατάσταση. Είχε εμπιστοσύνη στον άνθρωπο ακόμη και όταν τον παρουσίαζε γυμνό, ευτράπελο, κινδυνώδη, αγωνιώδη…
Ο φερέοικος, που κουβαλούσε το σπίτι του -(το παλτό του που τον περιείχε)- όπως ο ξεπεσμένος του δερβίσης, υμνούσε την ζωή και τους κόπους της ως νάι ο ίδιος, με την εκλεπτυσμένη χρήση της ελληνικής λαλιάς! Και έγραφε! Ναι έγραψε!
Και αν ακόμη έγραφε το δελτίο καιρού στις εφημερίδες της εποχής του που εργαζόταν ως μεταφραστής θα πρόσφερε πάντα καλοκαιρία και άνοιξη εν μέσω… θεομηνιών! Τα λόγια του θα άμβλυναν τις κοσμοχαλασιές, θα όξυναν τις ποιητικές ευαισθησίες των αναγνωστών και ένα ουράνιο τόξο θα στόλιζε τις πιο νεφελώδεις, βροχερές και μπουρινιασμένες ημέρες! Χαρά Θεού!
Και βέβαια όταν οι καιρικές συνθήκες προμηνούσαν χιόνι τότε οι ψυχές των αναγνωστών του θα αναπαύονταν σε ένα πέλαγος λευκής σινδόνας: «Χειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Επάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον». «− Άσπρο σινδόνι… να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού… ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας… να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας».
Ο αόρατος, λόγω σεμνότητας, άνθρωπος που με την ευαισθησία του έμπαινε μέσα στη ζωή και τα πράγματα, στις ζωές των ανθρώπων και στους καημούς της εποχής του, έκανε όλα αυτά τα κόπους και κόμπους λόγου, αρθρώνοντας ποίηση, λόγο ζωής, χάριτος και ευλογίας.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με το ήσυχο, ελαφροπάτητο, διακριτικό πέρασμά του από την ζωή άφησε πίσω του μία εκκωφαντική συμφωνία αρμονίας, μοναδική όσο και ο ίδιος, την οποία οι ακροατές της την ενστερνίζονται ή ακόμη «μαγεύονται» από αυτήν δίκην Σειρήνων και αφήνονται με εμπιστοσύνη να τους παρασύρει σε ρόδινα ακρογιάλια, όπου βασιλεύει και αποθεώνονται η γλώσσα, το αίσθημα, ο ελληνικός κόσμος και η γιορτή!
Έφυγε εν μέσω των γιορτών που τραγουδούσε στα διηγήματα-ύμνους, ενίοτε και θρήνους, που έγραψε, και έγινε και ο ίδιος ήρωας του πιο ωραίου μυθιστορήματος που έγραψε, κρυμμένος πάντα μέσα στο καβούκι και καύκαλο του, ο διακεκριμένος φερέοικος του τόπου και του τρόπου μας!
Έκτοτε μέσα στο καβούκι αυτό κουβαλά και όλους εμάς!
Πρόκειται για μια κιβωτό!
Και η μνήμη του αιώνια!