Η συμβολή της ελληνικής Διασποράς στην πολιτική νομιμοποίηση της Ελληνικής Επανάστασης
28 Μαρτίου 2023Κατά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, ένα από τα πρώτα σχέδια των Ελλήνων ήταν η ενημέρωση και πληροφόρηση ως προς τον «δίκαιο» αγώνα τους[1]. Δημιουργείται λοιπόν έξω από τα όρια της οθωμανικής αυτοκρατορίας μία έντονη κινητοποίηση των ομογενών, με σκοπό να ενημερωθεί η διεθνής κοινότητα για τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, να αντικρούσει τις αρνητικές θέσεις των κυβερνήσεων και του φιλικού τους τύπου, να υποκινήσει τα φιλελληνικά αισθήματα και να πείσει τους λαούς να συστρατευτούν στον κοινό αγώνα κατά των Οθωμανών.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στοχεύει από την αρχή στον επηρεασμό της κοινής γνώμης. Από το στρατόπεδο του ξεκίνησε ως ειδικός απεσταλμένος ένα σημαντικότατο πρόσωπο αν και εν πολλοίς άγνωστο στους πολλούς, ο Πέτρος Ηπίτης, προσωπικός γιατρός του Υψηλάντη, εφοδιασμένος με συστατικά γράμματα και προκηρύξεις του Δημητρίου Υψηλάντη «Προς τους φιλέλληνας Γερμανούς και Γάλλους» και «Προς τους φίλους ομογενείς, του εις την φωτισμένην Ευρώπην διατρίβοντας», με την εντολή να καλλιεργήσει την ηθική συμπαράσταση και να προκαλέσει την υλική ενίσχυση του Αγώνα[2].
Ήταν πολύγλωσσος και επιτήδειος, σπουδαγμένος στο Βουκουρέστι και στην Βιέννη φιλοσοφία και ιατρική, συντάκτης επιστημονικών κειμένων για παιδιατρικά θέματα, άνθρωπος που έχαιρε εκτιμήσεως εκ μέρους φημισμένων ακαδημαϊκών δασκάλων και εκπροσώπων της μεγαλοαστικής και επιχειρηματικής τάξης της Βιέννης[3]. Σε αυτόν οφείλεται εν πολλοίς η προώθηση του δίκαιου του ελληνικού αγώνα στα γερμανικά πανεπιστήμια. Παράλληλα, οργάνωσε την συγγραφή και κυκλοφορία ξενόγλωσσων φυλλαδίων με τις ελληνικές θέσεις. Σε αυτή του την προσπάθεια βρήκε την αμέριστη συμπαράσταση των ομογενών στο Λονδίνο και το Παρίσι, οι οποίοι, με ανώνυμα κείμενα, υποστήριξαν τη νομιμότητα του αγώνα, δικαιολόγησαν τις ελληνικές ωμότητες στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, οι οποίες είχαν δημιουργήσει άσχημες εντυπώσεις στους ξένους και προέβαλαν τα έμπορο- οικονομικά συμφέροντα της Δύσης που θα προέκυπταν από τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Φυσικά, από τα κείμενα δεν έλειπαν και οι εκτεταμένες αναφορές στο ένδοξο παρελθόν των Ελλήνων και στο όραμα να ελευθερωθεί το Γένος των απογόνων του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που απετέλεσε την μήτρα του ευρωπαϊκού.
Στην προσπάθεια αυτή, ο Ηπίτης βρήκε τη συμπαράσταση σπουδαίων Ελλήνων της Διασποράς, όπως ο Κωνσταντίνος Πολυχρονιάδης, ο Παναγιώτης Κοδρικάς και οι αδελφοί Μιχαήλ και Δημήτριος Σχινά που φρόντισαν και για τη μετάφραση και έκδοση του «Προσωρινού πολιτεύματος της Ελλάδος» στην αγγλική γλώσσα (1823) όπως και ο ίδιος ο Κοραής το είχε μεταφράσει στα Γαλλικά το (1822)[4].
Πρέπει να σημειωθεί πως με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, δημιουργήθηκαν οι πρώτες εστίες πατριωτικής δραστηριοποίησης σε ελληνικές εμπορικές κοινότητες του εξωτερικού. Εξέχουσες επιχειρηματικές και πνευματικές προσωπικότητες, αν και είχαν θεωρήσει πρόωρο και άκυρο το εγχείρημα της πολιτικής συγκρότησης του έθνους, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, δεν δίστασαν να το στηρίξουν με κάθε τρόπο.
Καθοριστική υπήρξε και η συμβολή του Ιωάννη Καποδίστρια καθώς και του Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνατίου[5], που μέσα από τη σταδιοδρομία τους στο ρωσικό περιβάλλον, είχαν αναπτύξει διεθνείς διασυνδέσεις στο πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο. Ο Καποδίστριας τοποθετείται τον Οκτώβριο του 1811 διπλωματικός ακόλουθος της πρεσβείας της Ρωσίας στη Βιέννη και αμέσως υποβάλλει διπλωματικό υπόμνημα «Για την καλυτέρευση της μοίρας των σκλαβωμένων Ελλήνων», προσπαθώντας να στρέψει το ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και να ανοίξει «ελληνικό ζήτημα». Στην προσπάθειά του αυτή αντιμετώπισε την σθεναρή αντίσταση της αυστριακής διπλωματίας υπό τον καγκελάριο και υπουργό των εξωτερικών Μέτερνιχ. Τα πρακτικά των διπλωματικών διαπραγματεύσεων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας είναι ενδεικτικά της καθοριστικής συμβολής του Καποδίστρια στην Ελληνική υπόθεση[6].
Θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε ακόμη περισσότερο τη συμβολή του Καποδίστρια ως ενός από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της Ελληνικής διασποράς, στο ζήτημα της πολιτικής νομιμοποιήσεως της Ελληνικής Επανάστασης, αν λάβουμε υπόψη πως η έναρξη της συνέπεσε με διαδοχικά συνέδρια των Μεγάλων Δυνάμεων που επιζητούσαν να αποκαταστήσουν την ηρεμία της Ευρώπης. Ήταν περίοδος που πολλοί πολιτικοί έσπευσαν να ταυτίσουν τον ελληνικό αγώνα με τα συνωμοτικά κοινωνικά κινήματα της εποχής, κάτι που είναι εμφανές σε όλο τον ευρωπαϊκό Τύπο της εποχής[7]. Κατά γενική ομολογία, στο συνέδριο του Laibach (Δεκέμβριος 1821), η παρουσία του Καποδίστρια ουσιαστικά σώζει την Eπανάσταση αν και ο κατοπινός Έλληνας κυβερνήτης αναγκάστηκε να αποκηρύξει τον Υψηλάντη μπροστά στον κίνδυνο επεμβάσεως πανευρωπαϊκό δύναμη κατά των επαναστατών.
Οι στρατευμένοι Έλληνες της Διασποράς και πολλοί Φιλέλληνες, ζώντας από κοντά τις αντιδράσεις των κυβερνήσεων και τις ανησυχίες των οικονομικών κύκλων της Ευρώπης, αντιλήφθηκαν αμέσως ότι χρειάζεται μία συστηματική επιχειρηματολογία ως προς την πολιτική νομιμοποίηση του ελληνικού αγώνα, πολύ πέρα από απλές και μεμονωμένες διακηρύξεις. Καταρχάς, προσπάθησαν να διασκεδάσουν τη συνωμοτική εικόνα που είχε δημιουργήσει η μυστική εταιρεία που προετοίμασέ τον αγώνα, η Φιλική Εταιρεία. Κατόπιν, προσπάθησαν να αποφύγουν την πλήρη ταύτιση του πόθου των Ελλήνων για Ελευθερία, – το «Ελευθερία ή θάνατος»- με αντίστοιχα συνθήματα των γάλλων επαναστατών. Σταδιακά, οι Έλληνες της Διασποράς συγκρότησαν την πρότασή τους, η οποία στηριζόταν, πέρα από την υπεράσπιση της χριστιανικής θρησκείας και την διατήρηση του ελληνικού λαού, τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου έθνους, ευνομούμενου, με πολιτική οντότητα, ενταγμένο στα ελεύθερα έθνη της Ευρώπης. Κύριο επιχείρημα τους ήταν αυτή καθεαυτή τακτική του Σουλτάνου και η δομή του οθωμανικού κράτους. Δηλαδή:
- Οι Έλληνες δεν είχαν επαναστατήσει εναντίον ενός ευρωπαϊκού καθεστώτος που διατηρούσε νόμιμα δικαιώματα εξουσίας.
- Οι Τούρκοι δεν συμπεριλήφθηκαν ποτέ στο δημόσιο δίκαιο της Ευρώπης και δεν επιζήτησαν τη νομιμότητα που αποδέχονταν οι Ευρωπαίοι.
- Οι Σουλτάνοι δεν διατηρούσαν τη νόμιμη διαδικασία διαδοχής σύμφωνα με τα αποδεκτά θέσμια στη Δύση και, συνεπώς, οι Έλληνες δεν όφειλαν υποταγή σε μη νόμιμο ηγεμόνα.
- Η οθωμανική κυριαρχία δεν εγγυάτο την ύπαρξη ενός ευνομούμενου κράτους δυτικού τύπου. Επρόκειτο περί βάρβαρης κατάκτησης περιστασιακών επιδρομέων, «στρατοπεδευμένων στην Ευρώπη, στρατιωτών χωρίς πατρίδα» όπως τους χαρακτήριζε ο Γάλλος Φιλέλληνας, συγγραφέας και πολιτικός[8].
Συμπερασματικά, πρέπει να έχει κανείς πλήρη εικόνα των διεθνών συνθηκών της εποχής εκείνης για να εκτιμήσει την προσφορά των Ελλήνων της διασποράς και ιδιαίτερα των πολιτικών, πνευματικών και οικονομικών ηγετών της. Το βέβαιον είναι πως το όραμα της ελευθερίας συνένωσε όλες τις δυνάμεις της διασποράς και το αποτέλεσμα που προέκυψε αποτελεί διαχρονικό ιστορικό μάθημα για τον ελληνισμό μέχρι σήμερα αναδεικνύοντας ευεργετικά αποτελέσματα τις ενότητες και της σύμπνοιας που πάντα τα έχει και για πάντα θα τα έχει ανάγκη το γένος των Ελλήνων στην ιστορική του διαδρομή προς το μέλλον.
Η συμβολή των Φαναριωτών
Οι Φαναριώτες ήταν μία από τις κοινωνικές ομάδες του ελληνικού έθνους που κατάφερε να αναδειχθεί στο διοικητικό μηχανισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αντικατέστησαν την βυζαντινή αριστοκρατία, μέλη της οποίας, είτε έφυγαν στη Δύση, είτε έχασαν τη ζωή τους τη νύχτα της Άλωσης. Η νέα τάξη Ελλήνων που έμεινε στην Κωνσταντινούπολη άρχισε σταδιακά να προκόβει στη μόρφωση αλλά και στα επιστημονικά επαγγέλματα και να δημιουργεί μεγάλη περιουσία. Οι Φαναριώτες εγκαταστάθηκαν γύρω από το Πατριαρχείο στη νέα του έδρα στη συνοικία του Φαναρίου και από τα μέσα του 17ου αιώνα και μετά άρχισαν να καταλαμβάνουν αξιώματα της οθωμανικής διοίκησης, με κορυφαίο εκείνο του Δραγουμάνου, δηλαδή του Διερμηνέα της Υψηλής Πύλης. Πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της οθωμανικής διπλωματίας, ενώ παράλληλα προσπαθούσαν να διατηρήσουν και να αυξήσουν προνόμια διαφόρων ελληνικών πληθυσμών στην ηπειρωτική και στη νησιωτική Ελλάδα[9].
Χωρίς αμφιβολία, η ανάληψη όλων αυτών των αξιωμάτων από τους Φαναριώτες αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του Ελληνισμού στην Τουρκοκρατία. Αύξησαν τη δύναμη επιρροής του Γένους στην Πύλη, μεσολάβησαν συχνά για να αποφευχθούν ποινές και βαρύτατοι φόροι, είτε σε μεμονωμένα πρόσωπα είτε σε ολόκληρες κοινότητες και πρωτοστάτησαν στην έκδοση φιρμανιών που αλάφραιναν τη ζωή των ελληνικών πληθυσμών. Παράλληλα, διέθεταν μεγάλη χρηματικά πόσα από την προσωπική τους περιουσία για την Πατριαρχική Ακαδημία και άλλες ελληνικές σχολές, με σκοπό να αυξήσουν το επίπεδο των νέων και να εξασφαλίσουν τη μόνιμη στελέχωση των υψηλών θέσεων της τουρκικής διοίκησης από Έλληνες.
Εν κατακλείδι
Η προσφορά των Ελλήνων της Διασποράς αποτελεί αδιάσειστο τεκμήριο της συνολικής προσπάθειας του ελληνικού λαού για ελευθερία. Η συνένωση των κοινωνικών τάξεων, των επαγγελματιών, τον καραβοκύρηδων, των λογίων, των εμπόρων, του κλήρου και γενικώς όλων των Ελλήνων στο όνομα της ελευθερίας, αναδεικνύει την Επανάσταση του 21 ως γεγονός πρωτίστως εθνικοαπελευθερωτικό.
Η παρουσία των Ελλήνων στα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα ανέδειξε την Ελλάδα πολιτιστική δύναμη, ως συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού πολύ πριν την ανάδειξή της ως πολιτικής δυνάμεως. Στους Έλληνες της Διασποράς οφείλεται η εδραίωση της πεποίθησης πως η Ελλάδα έχει θέση ανάμεσα στα ευρωπαϊκά έθνη και πως ο αγώνας της, όχι μόνον δεν αποτελεί κίνδυνο διάλυσης της Ευρωπαϊκής τάξης, αλλά υπενθύμιση των κοινών ευρωπαϊκών καταβολών και την ανάγκη συνένωσης εναντίον κοινών εχθρών.
Ο νέος άνεμος εκδημοκρατισμού της Ευρώπης βρήκε αμέσως ανταπόκριση στον επαναστατημένο ελληνικό λαό, χωρίς όμως να προκαλέσει εντάσεις ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Ήταν βεβαίως η σκλαβιά που δεν άφηνε περιθώρια τέτοιων συγκρούσεων. Ήταν όμως και το διαφορετικό πολιτικό μοντέλο που ερχόταν από την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ένα μοντέλο που βασιζόταν στη συμπόρευση πνευματικής και πολιτικής εξουσίας με διακριτούς ρόλους, αλλά κοινές αξίες, κάτι που φάνηκε και στα επαναστατικά Συντάγματα.