Η Ελευθερία του Χριστού ως εσωτερική πληρότητα

23 Απριλίου 2023

Ελευθερία

Οι πρώτοι που έθεσαν τα μεγάλα ερωτήματα για την ελευθερία του ανθρώπου, για το πόσο ελεύθερος μπορεί να είναι ο άνθρωπος μέσα στη φυσική αναγκαιότητα- υπήρξαν οι αρχαίοι ‘Ελληνες.

Κατά αυτούς ο κόσμος αποτελεί μία άριστα οργανωμένη ολότητα, υποταγμένη σε μία σοφή αναγκαιότητα, από την οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει, ούτε και ο   ίδιος ο Θεός. Γιατί και αυτός είναι υποταγμένος στη «φυσική» νομοτέλεια, αφού είναι υποχρεωμένος και αναγκασμένος να σέβεται τη λογική τάξη του κόσμου, τους φυσικούς και ηθικούς νόμους, τις αρχέτυπες ιδέες. Μέσα από μία τέτοια ολιστική αντίληψη, όπου τα πάντα (ο κόσμος, ο Θεός, ο άνθρωπος) είναι υποταγμένα σε ένα θείο ρυθμό, δεν υπάρχει χώρος για την ελευθερία, ούτε καμιά δυνατότητα για την έκπληξη και το απρόσμενο. Η ελευθερία δηλ. της ελληνικής φιλοσοφίας, παρά τις μεγαλειώδεις συλλήψεις, παραμένει βαθύτατα ανθρωποκεντρική, κλεισμένη στα «ὅρια» της κοσμολογίας. Έτσι, παρά το όποιό ηρωικό στοιχείο, δεν παρέχει στον άνθρωπο καμιά ελπίδα διαφυγής από την «ἔλλογη» τάξη του κόσμου. Αυτό το ίδιο αίσθημα αδιεξόδου διαπερνά και την αρχαία τραγωδία. Και εδώ ο άνθρωπος έχει το δριμύ αίσθημα ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με αναπότρεπτες δυνάμεις, όπως είναι η Μοίρα και η Ανάγκη. Καθώς αναμετριέται Με αυτές (μία τέτοια αναμέτρηση θεωρείται «ὕβρις») στο τέλος συντρίβεται. Αλλά μέσα απ’ αυτή τη συντριβή έχει μία «γεύση» ελευθερίας – το μόνο που του μένει. Σε αυτό λοιπόν τον κόσμο τον Ελληνορωμαϊκό, με αυτά τα πνευματικά ρεύματα, η Εκκλησία έφερνε το ευαγγέλιο της νέας «ἐν Χριστῷ» ελευθερίας. Τι όμως σήμαινε (και σημαίνει) αυτή η ελευθερία και που θεμελιώνεται.

Ο Θεός της Βίβλου, ο απόλυτα υπερβατικός. Ο Θεός της Π.Δ., έχει την αιτία της ύπαρξής Του μόνο στον Εαυτό Του. Είναι απόλυτα Άλλος σε σχέση με τα κτιστά δημιουργήματα, ελεύθερος από κάθε ανάγκη ή νομοτέλεια, ο Παντοδύναμος εξουσιαστής του κόσμου. Είναι αυτός που πραγματοποιεί το σχέδιό Του στους ορισμένους καιρούς , (ο κύριος και εξουσιαστής της ιστορίας), αλλά χωρίς να είναι ο Ίδιος δέσμιος του οπουδήποτε σχεδιασμού. Βρίσκεται πέρα από κάθε ανθρώπινη παράσταση, πέρα και πάνω από κάθε ανθρώπινη έννοια. Οι ενέργειες Του δεν μπαίνουν σε όρια ή περιορισμούς σαν αυτούς που θέτουν συχνά η ηθική, το δίκαιο, ή η λογική των ανθρώπων. Εκείνος ό,τι θέλει κάνει, χωρίς να δίνει λόγο σε κανένα. Ένας Θεός απρόβλεπτος και μερικές φορές προκλητικά αυθαίρετος. Ένας Θεός απρόβλεπτος και μερικές φορές προκλητικά αυθαίρετος. Ένας Θεός παντοδύναμος, πέρα από κάθε έννοια παντοδυναμίας.

Ο Θεός των προσωπικών συναντήσεων. Αυτός ο υπερβατικός Θεός φέρνει στην ύπαρξη τον κτιστό κόσμο, επειδή το θέλει, «ἐν ἐλεύθερᾳ». Δημιουργέ τα λογικά όντα, τον άνθρωπο, με τη δυνατότητα της ανταπόκρισης. Να έχουν δηλ. το δικαίωμα να Του λένε «ναι» αλλά και ναΤον αρνούνται, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτή η άρνηση. Δίνει στο λαό Του το Νόμο, αλλά αφήνει ανοιχτά όλα τα περιθώρια της υπεύθυνης εκλογής. Καλεί τους ανθρώπους και συνομιλεί μαζί τους με μοναδική οικειότητα, σαν φίλος προς φίλους. Δείχνει την άφατη ανεκτικότητά του, την πέρα από κάθε όριο, προς τους κακοποιούς, περιμένοντας τη μετάνοια τους στο όνομα της ελευθερίας. Και γενικά, ενώ υπάρχει, δεν καθιστά την ύπαρξή Του ακαταμάχητη και συντριπτική για τους ανθρώπους. Έτσι προτιμά να «κρύβεται» ή να γίνεται μόλις αντιληπτός, για να αφήνει περισσότερο περιθώριο στην ανθρώπινη ελευθερία.

Θεός ο απελευθερωτής. Ο Ισραήλ έχει ζήσει την οδύνη της δουλείας στην Αίγυπτο και τις θαυμαστές ενέργειες του Θεού του απελευθερωτή. Του Θεού που λυτρώνει το λαό Του από την καταδυνάστευση των Φαραώ και τον οδηγεί στη γη των πατέρων, στη χώρα της ελευθερίας. Για αυτό προς τον ίδιο Θεό καταφεύγει, όταν βρίσκεται εκτοπισμένος και εξόριστος στην Βαβυλώνα, και απ’ Αυτόν ζητά την επάνοδο στην πατρίδα. Έτσι για τον ευσεβή Ισραηλίτη η ελευθερία ταυτίζεται με τη θεία ενέργεια και βιώνεται ως κατ’ εξοχήν εμπειρικό γεγονός. Τόσο που η ζωή κοντά στο Θεό, τον κύριο του κόσμου και της ιστορίας, να αποτελεί εγγύηση της ελευθερίας. Όπως και η απομάκρυνση από Αυτόν να καταλήγει στην υποδούλωση. Μέσα απ’ αυτή τη σχέση, η ελευθερία αποδεικνύεται κάτι πολύ περισσότερο από εθνική ανεξαρτησία. Αποκτά δηλ. περιεχόμενο εσωτερικό, ως απαλλαγή του ανθρώπου από την αμαρτία και την κακότητα, τη φθορά και το θάνατο. Αυτής της ελευθερίας κήρυκας καιφορέας υπήρξε ο Χριστός.

Χριστός ο Ελευθερωτής. Στην Κ.Δ. η ελευθερία δεν είναι μία φιλοσοφική ενατένιση, ούτε μία ανθρωποκεντρική προσπάθεια για την απαλλαγή από τους εξωτερικούς αναγκασμούς, όπως δίδασκαν οι αρχαίοι Έλληνες. Εδώ η ελευθερία είναι καρπός ενός ιστορικού γεγονότος. Και «πρωταίτιος» αυτού του γεγονότος είναι ο Χριστός, ο Κύριος και Ελευθερωτής. Αυτός δεν προσφέρει στους συμπατριώτες του πολιτική ελευθερία και ανεξαρτησία, όπως ορισμένοι τουλάχιστον προσδοκούσαν. Όμως προχωρεί βαθύτερα: Βλέπει τους ανθρώπους να ζουν κάτω από την παγκόσμια «τυραννία» της αμαρτίας να καταδυναστεύονται από το διάβολο και τα έργα του να στενάζουν κάτω από την ανυπόφορη «σκαιὰ» και τα δεσμά του θανάτου και έρχεται να τους χαρίσει τη δική Του ελευθερία να αναγγείλει «τὸ χαρμόσυνο μήνυμα στοὺς φτωχοὺς», να θεραπεύσει «τοὺς τσακισμένους ψυχικὰ» στους αιχμαλώτους να κηρύξει τη λευτεριά, κατά πώς έλεγε η παλαιά προφητεία του Ησαΐα.

Ειδικότερα στα Ευαγγέλια ο Χριστός μοιάζει να εισβάλλει στο άντρο του Δυνατού, στο κράτος του Σατανά και να διεκδικεί από αυτόν την ελευθερία του ανθρώπου.[1]Για αυτό κηρύττει την αλήθεια που ελευθερώνει. Αποκαλύπτει το Θεό Πατέρα και δίνει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να ξαναγίνουν παιδιά Του. Συγκρούεται με τις αντίθεες δυνάμεις και ιατρεύει όσους τυραννιούνται από το διάβολο.[2]Πεθαίνει πάνω στο Σταυρό και ανασταίνεται, για να νικήσει πάνω στην ίδια Του την ύπαρξη το θάνατο και να δώσει τη δυνατότητα σε όσους πιστέψουν σε Αυτόν να «περάσουν» στη νέα κατάσταση της ζωής.

Πάνω σε αυτό το έργο του Ελευθερωτή Χριστού θεμελίωσε η πρώτη Εκκλησία, και ιδιαίτερα ο Απ. Παύλος, το ευαγγέλιο της ελευθερίας. Κατά τον μεγάλο Απόστολο, αλλά και συνολικά την Κ. Δ., ο άνθρωπος δεν μπορεί από μόνος του να ελευθερωθεί. Και αυτό γιατί δεν είναι όν αυτοδύναμο και αυτόνομο. Αντίθετα βρίσκεται πάντα σε σχέση προς Κάποιόν που είναι η αιτία της ύπαρξής του, και αυτός είναι ο Θεός. Με την αμαρτία των πρωτοπλάστων ο θεοειδής προσανατολισμός χάνεται, ο άνθρωπος στρέφεται προς τον εαυτό του και τα πράγματα, με αποτέλεσμα να περάσει μέσα του σαν ασθένεια η αμαρτία και «μέσω της αμαρτίας ο θάνατος». Έτσι ο ειδωλολατρικός κόσμος, παρά τη σοφία του, δεν έχει καμιά ελπίδα, γιατί λατρεύει τα κτίσματα «αντί για τον Κτίστη» και παραδίνεται στη φθορά.[3] Αλλά και ο Ιουδαΐκός κόσμος, παρόλο που έχει το Νόμο, ως ελπίδα και καταφυγή, γεμίζει από αθεράπευτες ενοχές και πολλά αδιέξοδα. Σε αυτή την περίπτωση ο Νόμος, παρά τις πνευματικές του ρίζες, λειτουργεί περισσότερο σαν φυλακή και τυραννία, κάτι σαν «κατάρα», παρά σαν πηγή ελευθερίας. Τότε και σύμφωνα με τον «ἀπέραντο πλοῦτο»  της θείας Σοφίας, έρχεται ο Υιός στον κόσμο. Παίρνει «σάρκα ὅμοια μὲ τὴ δική μας» για να καταδικάσει την αμαρτία- στη ρίζα της ως ο απόλυτα Άγιος και καθαρός. Ταπεινώνεται θεληματικά, «ὑπακούονται» μέχρι θάνατο, και «μάλιστα θάνατο σταυρικὸ», για να καταργήσει «αὐτὸν ποὺ ἐξούσιαζετὸ θάνατο δηλαδὴ τὸ διάβολο».

Έτσι ανατέλλει για τον κόσμο η νέα εποχή του Πνεύματος, της οποίας εγγυητής είναι ο ίδιος ο Χριστός. Γιατί Αυτός μας οδήγησε στο χώρο όπου κυριαρχεί το ζωοποιό Πνεύμα, πέρα από την τυραννία του Νόμου, και μας ελευθέρωσε από την κυριαρχία της αμαρτίας, και του θανάτου. Και είναι ο Ίδιος που μας χάρισε το υπέρτατο δώρο της «υιοθεσίας», μέσω Αυτού να γίνουμε παιδιά του Θεού, κοινωνοί της θείας ελευθερίας.

Η «ἐν Πνεύματι» νέα κατάσταση της ελευθερίας. Η ελευθερία είναι δωρεά του Θεού προς τον κόσμο. Μία δωρεά που εγκαινιάζεται με το Χριστό, και διαχέεται με τη χάρη του ζωοποιού Πνεύματος στο Σώμα της Εκκλησίας. Πρόκειται για μία κατάσταση «κυριαρχίας» του Πνεύματος. Μίας «κυριαρχίας» η οποία δεν έχει καμία σχέση με τον «κατεξουσιασμό» του ανθρώπου από την αμαρτία, το θάνατο και το διάβολο, αλλά αποτελεί «πέρασμα» σε έναν άλλο τρόπο ζωής. Που σημαίνει ότι οι άνθρωποι τώρα δεν έχουν μόνο τη δυνατότητα της ελεύθερης εκλογής, ούτε τη δυνατότητα να ελευθερωθούν «από κάτι». Αλλά να μπορούν να υπερβούν την ατομική τους φύση και να πορευτούν «προς κάτι» που τους ολοκληρώνει. Έτσι αποκτούν νέο νόημα στη ζωή τους, και πορεύονται κατά πώς θέλει ο Θεός, υπηρετώντας «τὸ καλὸ καὶ τὸ δίκαιο» με ένα αίσθημα ελεύθερης και χαρούμενης αποδοχής. Από αυτή την άποψη, η «ἐν Χριστῷ»  ελευθερία δεν είναι αυτοσκοπός («ἡ ἐλευθερία γιὰ τὴν ἐλευθερία»), ούτε πολύ περισσότερο «αφορμή» και πρόφαση για υποταγή στα πάθη και στις ορέξεις. Απεναντίας είναι πορεία προς την αγάπη. Και επειδή η αγάπη δεν είναι μία άσαρκη ιδέα αλλά ένα Πρόσωπο, η ελευθερία είναι συνάντηση και σχέση με αυτό το Πρόσωπο, που είναι ο Χριστός. Γιατί μόνο Αυτός μπορεί να ελευθερώσει πραγματικά. Επομένως ο κόσμος είναι προϊόν ελευθερίας και όχι αναγκαιότητας.

Όντας ο Θεός αυτός που είναι, ως Προσωπικός και Τριαδικός, δημιουργεί τον άνθρωπο ελεύθερο, στολίζοντάς τον με τη χάρη του αυτεξούσιου. Του δίνει δηλαδή τη δυνατότητα να υπάρχει και αυτός (ο άνθρωπος) ως πρόσωπο αγάπης και ελευθερίας. Γιατί χωρίς την ελευθερία δεν θα μπορούσε να αναδειχτεί σε παιδί του Θεού, ούτε να έρθει σε σχέση κοινωνίας με το Θεό. Έτσι φυτεύει μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη τη θαυμαστή δύναμη της «προαιρέσεως». Ένα βαθύ εσωτερικό προσανατολισμό, με την δυνατότητα ελεύθερης απόφασης και εκλογής. Να δέχεται δηλαδή ο άνθρωπος το καλό, αλλά και να το αρνείται. Να αποδέχεται το Θεό, αλλά και να Τον απορρίπτει. Να λέει «ναι» αλλά και «όχι» στη θεία ενέργεια και αγάπη.

Αυτή η τολμηρή και αποφασιστική δυνατότητα, αποτελεί «αγαθό πρώτο» και αναπαλλοτρίωτο για τον άνθρωπο. Γιατί η ελευθερία καθορίζει το «κατ’ εἰκόνα», την ουσία της γνήσιας ταυτότητας, και καθιστά τον άνθρωπο μοναδικό και πολύτιμο. Αυτή αποδεικνύει την άφατη ομοιότητα προς τον προσωπικό και ελεύθερο Θεό. Για αυτό και ο άνθρωπος διαφέρει απέραντα από τα άλλα ζώα. Γιατί ενώ έχει την βούληση και την ορμή, όπως εκείνα, μόνο αυτός έχει την εξουσία να αρνείται, ό,τι του έχει επιβληθεί ως φυσική ή θεία αναγκαιότητα. Να δίνει στις πράξεις του ηθικό περιεχόμενο. Να νικά την ατομικότητά του πορευόμενος ακόμα και στο θάνατο από αγάπη. Να αμφισβητεί τα «πλαίσια» της κοινωνικής συμβατικότητας και της ανθρώπινης ηθικής, προς χάρη μίας προσωπικής και αληθινής ζωής. Να ξεπερνά τα όρια της δικαιοσύνης αυτού του κόσμου, για την κατάκτηση της ελευθερίας εκείνης που δεν αναγνωρίζει όρια. Να υπερβαίνει τη δεδομένη φυσική πραγματικότητα για να φτιάξει ένα δικό του κόσμο.

Αυτή την «εξουσία» του ανθρώπου τη σέβεται ο Θεός. Γιατί δεν θέλει να αναγκάζει τον άνθρωπο, ούτε να τον σύρει προς το αγαθό, χωρίς τη δική του ελεύθερη συγκατάθεση. Άλλωστε ό,τι γίνεται από καταναγκασμό, παύει να είναι αρετή και μεταβάλλεται σε κακό, αφού δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το καλό χωρίς ελευθερία. Έτσι δίνει εντολή στον άνθρωπο να γίνει Θεός, αλλά δεν τον εξουσιάζει. Θέτει σε κρίση την ανθρώπινη ελευθερία, αλλά δεν την εκβιάζει. Αποτρέπει από το κακό, αλλά δεν επεμβαίνει. Προτιμά να αφήνει τον άνθρωπο στην ασέβειά του, αφού δεν θέλει να σωθεί, παρά να τον κάνει με τη βία να τον λατρέψει. Γιατί μία τέτοια «λατρεία» αποτελεί προσβολή κατά της ελευθερίας.

 

Παραπομπές:

[1]Λουκ. 11, 20.

[2]Ένθ’ ανωτ. , 13, 16.

[3]Ρωμ. 1,24 εξ.