Οι Αγιορείτες Πατέρες κατοίκησαν τον ιερόν Άθω ελπίζοντες μετά Θεόν στην προστασία και σκέπη της Κυρίας του Όρους!

19 Ιουνίου 2023

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Λόγος Εγκωμιαστικός,
Περί πάντων των Οσίων και Αγίων Πατέρων των εν τω Αγίω Όρει του Άθω λαμψάντων

Τη Β’ Κυριακή Ματθαίου ψάλλομεν την Ακολουθίαν των Αγιορειτών Πατέρων

Μέρος Α’

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=375420

 

Και μ’ όλον ότι δεν γνωρίζομεν διά ποίας αφορμάς παρωράθη [δεν καθιέρωσαν τον κοινόν εορτασμό των Αγιορειτών Πατέρων] από τους προ ημών, ημείς όμως, φιλοπάτορες υιοί όντες, αναπληρούμεν το εκείνων υστέρημα, και την κοινήν ταύτην εορτήν εκτελούμεν διά τρία αίτια· πρώτον, ίνα, όσοι Πατέρες του Όρους, είτε από τους ονομαστούς, είτε από τους, ανωνύμους, έμειναν έως τώρα ανεγκωμίαστοι, διότι δεν έχουσιν ιδίαν ασματικήν Ακολουθίαν, διά της κοινής ταύτης ακολουθίας και εορτής και αυτοί τιμώνται και εορτάζωνται.

Δεύτερον, ίνα μη ως αχάριστα τέκνα φανώμεν, μη τιμήσαντες κοινώς τους πνευματικούς ημών Πατέρας τούτους και διδασκάλους και ευεργέτας και οδηγούς, των οποίων και τα Μοναστήρια κατοικούμεν, και τας διδασκαλίας εντρυφώμεν, και τον άρτον αυτών τρώγομεν, και ακολούθως ίνα μη ευρεθώμεν παραβάται κατά τούτο των ιερών Αποστόλων, οίτινες ούτω παραγγέλλουσιν ημίν εις τας Διαταγάς των· «Τον λαλούντά σοι τον λόγον του Θεού δοξάσεις· μνησθήσεις δε αυτού ημέρας και νυκτός· τιμήσεις δε αυτόν, ουχ ως γεννήσεως αίτιον, αλλ’ ως του ευ είναί σοι πρόξενον γενόμενον» (βιβλ. ζ’ κεφαλ. ι’).

Και τρίτον, ίνα η κοινή αύτη των Αγίων Πατέρων εορτή γένηται παρακίνησις προς μίμησιν της αρετής, και του ζήλου αυτών εις ημάς τους Μοναχούς του νυν καιρού, ότε ημελήθη μεν και ωλιγόστευσεν η αρετή και η άσκησις, επερίσσευσε δε η κακία, και η της μοναδικής πολιτείας χλιαρότης και αμέλεια.

Και λοιπόν, Πατέρες και Αδελφοί, όσοι σήμερον συνήχθητε [μαζευτήκατε] εις την εορτήν ταύτην, προσέξατε με φιληκοΐαν [αγάπη ακοής θείων λόγων] και ευλάβειαν, διά να μάθητε εκ του παρόντος λόγου τα περί των Οσίων Πατέρων τούτων, και ακολούθως, διά να μιμηθήτε, διά των έργων αυτούς, ίνα και παρά του των Αγίων Θεού λάβητε τον άξιον μισθόν της φιληκοΐας σας και μιμήσεως.

Ούτοι οι αοίδιμοι Όσιοι και Θεοφόροι Πατέρες ημών, οι τη αληθεία άνθρωποι του Θεού και του Πατρός των φώτων υιοί, πατρίδας και γένη [ήταν διαφόρων εθνικοτήτων] είχον, άλλοι μεν άλλας, και άλλοι άλλας· πολλών δε εξ αυτών ουδέ τας επιγείους πατρίδας γνωρίζομεν ουδόλως, οποίαι εστάθησαν.

Ότι δε όλοι κοινήν είχον πατρίδα το Άγιον Όρος τούτο, και τον ιερόν Άθω, και ότι ταύτην την πατρίδα επροτίμησαν περισσότερον από τας επιγείους αυτών πατρίδας, τούτο είναι ομολογούμενον παρά πάσι και αναντίρρητον.

Επειδή, κατά τον ειπόντα σοφόν, πατρίς του καθ’ ενός είναι εκείνη, εις την οποίαν ευτυχεί· «Πατρίς εκάστω καθ’ ην αν τις ευτυχή»· με κάθε δίκαιον τρόπον πρέπει να ονομάζηται πατρίς και των Αγίων τούτων το Άγιον Όρος. Διότι εις τούτο κατοικήσαντες και ζήσαντες, άλλος τεσσαράκοντα χρόνους, άλλος εξήκοντα και έτεροι περισσότερα ή ολιγώτερα έτη, εκ τούτου ηυτύχησαν αληθώς την πνευματικήν και ανωτάτην ευτυχίαν και ευδαιμονίαν, ευαρεστήσαντες μεν τω Θεώ, πλουτισθέντες δε από τα υπερφυσικά και ουράνια της αγιότητος χαρίσματα.

Διά τούτο και συνειθίζεται να επονομάζωνται κοινώς από όλους όχι εκ του ονόματος των επιγείων αυτών πατρίδων, Βυζάντιοι επί παραδείγματι ή Τραπεζούντιοι, ή Πελοποννήσιοι, αλλά εκ του ονόματος του Άθωνος και του Αγίου Όρους· όπως, Πέτρος ο Αθωνίτης· Αθανάσιος ο εν τω Άθω· Πατέρες οι Αγιορείται· Όσιοι οι Αθωνίται. Η αιτία δε από την οποίαν παρεκινήθησαν άνωθεν και εξ αρχής οι Πατέρες ούτοι και Όσιοι να αφήσωσι τας πατρίδας των και να έλθωσιν εις το Όρος να ησυχάσωσιν, είναι η εξής.

Όταν η Κυρία ημών Θεοτόκος εφάνη εις τον Όσιον Πέτρον τον Αθωνίτην, τον πρώτον του Αγίου Όρους ησυχαστήν, του έδωκε μεγάλας και χαροποιούς υποσχέσεις περί του Όρους τούτου, λέγουσα προς αυτόν επί λέξεως ταύτα τα λόγια, καθώς τα αναφέρει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, εν τω υπ’ αυτού συγγραφέντι βίω Πέτρου του Αθωνίτου· τα οποία ημείς γράφομεν εδώ ελληνιστί [στην αρχαία ελληνική] διά το αξιοπιστότερον.

«Έστιν όρος επ’ Ευρώπης κάλλιστον ομού και μέγιστον, προς Λιβύην τετραμμένον επί πολύ της θαλάσσης είσω προϊόν· τούτο της γης απάσης αποδεξαμένη, τω μοναχικώ πρέπον καταγώγιον, προσκληρώσαι διέγνων έγωγε. … Και άγιον τουντεύθεν κεκλήσεται και των επ’ αυτού δε τον προς τον κοινόν ανθρώποις πολέμιον αγώνα επαναιρουμένων, προπολεμήσω διά βίου παντός· και πάντως έσομαι τούτοις άμαχος σύμμαχος, των πρακτέων υφηγητής, των μη πρακτέων ερμηνευτής, κηδεμών, ιατρός, τροφεύς, ην άρα βούλει τροφήν τε και ιατρείαν, όση τε προς το σώμα τείνει, και τούτο συνιστά τε και λυσιτελεί· και όση το πνεύμα διανιστά τε και ρώννυσι, και μη του καλού διαπεσείν συγχωρεί· συστήσω δ’ άρα τω Υιώ και Θεώ μου, οις αν γένηται καλώς καταλύσαι τήδε τον βίον αυτοίς ημαρτημένων τελείαν εξαιτησαμένη παρ’ αυτού την άφεσιν».

Ήτοι είναι εν όρος εις την Ελλάδα, ωραιότατον εν ταυτώ και μεγαλώτατον, κλίνον προς το νότιον μέρος, το οποίον εκτείνεται πολύ μέσα εις την θάλασσαν τούτο το Όρος το εδιάλεξα εγώ από όλα τα μέρη της γης, και απεφάσισα να το αφιερώσω εις το να γένη αρμόδιον κατοικητήριον των Μοναχών· και από τώρα και ύστερον έχει να ονομασθή Άγιον· και όσοι κατοικήσουσιν εις αυτό, και θελήσουν να πολεμήσωσι τον κοινόν εχθρόν των ανθρώπων διάβολον, θέλω συμπολεμήσει πρώτη τούτον και εγώ εις όλην αυτών την ζωήν· και θέλω γίνει εις αυτούς ακαταμάχητος βοηθός. Θέλω τους διδάσκει εκείνα τα οποία πρέπει να κάμνωσι· και θέλω τους ερμηνεύει πάλιν εκείνα, τα οποία δεν πρέπει να κάμνωσι.

Θέλω είσθαι εις αυτούς προνοητής, ιατρός, και τροφεύς, φροντίζουσα, τόσον διά την τροφήν και ιατρείαν, ήτις δυναμώνει την ψυχήν, και δεν την αφήνει να εκπέση από το καλόν και την αρετήν. Και ταύτα μεν θέλω κάμει εν τη ζωή αυτών· μετά θάνατον δε (το λέγω, και από την χαράν σκιρτά έσωθεν η καρδία μου), θέλω συστήσει εις τον Υιόν και Θεόν μου εκείνους, οίτινες θεοφιλώς και εν μετανοία τελειώσωσι την ζωήν αυτών εις τούτο το Όρος και θέλω ζητήσει από τον Υιόν μου τελείαν την συγχώρησιν των αμαρτιών των.

 

Ταύτην λοιπόν την φήμην των μεγάλων υποσχέσεων τας οποίας κάμνει, όχι άλλος τις, αλλά μία Μήτηρ Θεού, και μία Βασίλισσα του Ουρανού και της γης, το να έχη δηλαδή το Όρος τούτο ως ιδικόν της, και να υπερασπίζηται, όχι μόνον ζώντας, αλλά και μετά θάνατον, πάντας τους κατοικούντας εν αυτώ.

Τούτο λέγω, ακούσαντες και οι θείοι ούτοι Πατέρες και Όσιοι, αφήκαν τον Κόσμον και τα εν Κόσμω πάντα, γονείς, συγγενείς, οικίας, υπάρχοντα, πλούτον, δόξαν, και ηδονάς, και ήλθον από κάθε μέρος της οικουμένης, και εκατοίκησαν τον ιερόν τούτον Άθω, τον νοητόν και περικαλλέστατον της Θεοτόκου Παράδεισον, θαρρούντες όλως διόλου και ελπίζοντες μετά Θεόν εις την προστασίαν και σκέπην της Κυρίας του Όρους.

Αφ’ ου δε ήλθον και εκατοίκησαν εδώ, γνωρίζοντες, ότι δύο είναι αι καθολικαί και μεγάλαι εντολαί. Πρώτη το «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου» (Δευτ. ϛ’. 5).

 

Από τον «Μέγα Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», τόμος ιδ’, Πεντηκοσταρίου.