Η ψυχή μου ένα ελάφι που ποθεί καθάριο νερό

16 Ιουλίου 2023

(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=376537)

Ψαλμὸς ΜΑ΄ (41) 

εις τέλος εις σύνεσιν τοις υιοίς Κορέ

Εισαγωγικά

          Ο ψαλμός αυτός, όπως και ο επόμενος, φαίνεται ότι γράφτηκε από ένα μέλος της οικογενείας Κορέ, ο οποίος βέβαια έπεσε σε δυσμένεια λόγω της ασέβειάς του προς τον Θεό, η οικογένειά του όμως εξακολούθησε να παίζει σημαντικό ρόλο, διότι από αυτήν την οικογένεια προήλθαν πυλωροί και ψάλτες για μεγάλο χρονικό διάστημα.

          Οι δύο αυτοί ψαλμοί αποτελούν ένα ενιαίο ψαλμό, ο οποίος όμως κατατμήθηκε για λειτουργικούς λόγους. Το «εις σύνεσιν» σημαίνει ή ότι ο ψαλμός αυτός είναι διδακτικός ή ότι πρέπει να εκτελεστεί με ιδιαίτερη επιμέλεια. Ο συντάκτης του ψαλμού πρέπει να ήταν συνεξόριστος του Δαυίδ κατά την καταδίωξή τους από τον γιο του Δαυίδ τον Αβεσσαλώμ, ο οποίος επαναστάτησε κατά του πατέρα του. Ο ψαλμός εκφράζει τον διακαή πόθο του συντάκτη να ξαναβρεθεί στο ναό της Ιερουσαλήμ και να συμμετάσχει στις εκδηλώσεις λατρείας που γίνονταν εκεί. Παράλληλα εκφράζει στον Θεό το παράπονό του για τον άδικο κατατρεγμό αλλά συγχρόνως και την ελπίδα του ότι θα τον βοηθήσει.

Ερμηνεία ψαλμού

Ὃν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων,

οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρὸς σέ, ὁ Θεός.

Ερμηνεία

          Το ελάφι είναι συχνά διψασμένο για δύο λόγους. Είτε διότι τρέχει πολύ και διψάει, είτε διότι τα φίδια που ξετρυπώνει από τις φωλιές τους, τα τρώει και αυτά του ανάβουν την δίψα για νερό. Η λύση για να ξεδιψάσει είναι να τρέξει σε κάποια πηγή και κορέσει την δίψα του. Έτσι λέει ο ψαλμωδός δίψασε και η ψυχή του για τον Θεό, προφανώς για να έρθει στον ναό του θεού και να τον λατρέψει. Επαναλαμβάνει μάλιστα το ίδιο το ρήμα ποθώ, που δηλώνει έντονη επιθυμία και μάλιστα με επίταση όπως δηλώνει και η πρόθεση επί. Η δίψα είναι μια οργανική ανάγκη και με τέτοια ανάγκη την παρομοιάζει ο ψαλμωδός. Όταν η δίψα για τον Θεό της δικαιοσύνης είναι έντονη, τότε σίγουρα θα οδηγήσει κοντά στο Θεό. Εξάλλου αυτό το νίζει και ο ίδιος ο Χριστός στην Επί του Όρους ομιλία, όταν τονίζει: «μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνη, ότι αυτοί χορτασθήσονται». Μόνο μια τέτοια πείνα και μια τέτοια δίψα οδηγεί στον Θεό.

          Μεταφορικά τώρα ελάφι είναι η διψασμένη ψυχή, που έχει διακαή πόθο να βρεθεί στον άγιο ναό του Θεού και να συνομιλήσει μαζί του. Πηγές υδάτων συνεπώς είναι όλες οι εκκλησιές που είναι διάσπαρτες σε όλη τη γη και εκατομμύρια άνθρωποι πάνε να ξεδιψάσουν από τα νάματα των θείων διδαγμάτων. Έτσι θα  καταλάβει και θα νιώσει τον Θεό κοντά του και έτσι θα ησυχάσει. Εξάλλου ο ίδιος ο Χριστός αποκάλυψε στην Σαμαρείτισσα ότι ο  ίδιος είναι «το Ύδωρ το ζων, το αλώμενον προς ζωήν την αιώνιον» Με αυτό ξεδιψάνε οι άγιοι και δεν ξαναδιψάνε, διότι ο Κλυριος γεμίζει όλη την ύπαρξή τους με το θείο ύδωρ της παρουσίας του.

Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα·

πότε ἥξω, καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;

Ερμηνεία

          Υπάρχει πάντα η κυριολεκτική ερμηνεία των στίχων και η μεταφορική. Κατά κυριολεξία ο αιχμάλωτος Εβραίος στη γη της Βαβυλώνας με του νεκρούς και ψεύτικους θεούς είναι φυσικό να νοσταλγεί την πατρίδα του και ιδίως οι ευσεβείς που νοσταλγούν τις ακολουθίες και τις λατρείες που γίνονταν στο ναό της Ιερουσαλήμ. Μεταφορικά ο κάθε πιστός νοσταλγεί την Νέα Ιερουσαλήμ, τον οίκο του Θεού, για να ξεδιψάσει με την ζωντανή παρουσία του Χριστού μέσα σε αυτήν και ιδίως με την μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».

          Ο Εβραίος δεν είχε άλλον ναό παρά μόνο τον ναό της Ιερουσαλήμ και σε αυτόν συνέρρεαν όλοι οι Εβραίοι για να λατρέψουν τον Θεό.  Εμείς οι χριστιανοί έχουμε παντού εκκλησιές και εκκλησάκια και μπορούμε να καταφεύγουμε συχνά σε αυτά και να αναπαυόμαστε ψυχικά. Εκεί θα μας φανερώσει ο Θεός το πρόσωπό του, το πρόσωπο της ειρήνης, της αγάπης και της αγαθότητας.

Ἐγενήθη τὰ δάκρυά μου ἐμοὶ ἄρτος, ἡμέρας καὶ νυκτός,

ἐν τῷ λέγεσθαί μοι καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν, Ποῦ ἐστιν ὁ Θεός σου;

Ερμηνεία

          Στην περίοδο της Βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας οι Εβραίοι και κυρίως οι ευσεβείς και μέσα σε αυτούς ο Δαυίδ ντρέπονταν όταν οι εχθροί τους τον κορόιδευαν και τους έλεγαν που είναι ο Θεός σας, γιατί δεν σας βοηθάει, άρα ο Θεός σας είναι ψεύτικος και όχι αληθινός. Αυτά άκουγε και ο Δαυίδ και τον έπιαναν τα κλάματα και τα δάκρυά του έτρεχαν μέρα και νύχτα. Και η κοροϊδία ήταν συνεχής και κάθε μέρα. Και όπως το καθημερινό ψωμί δεν μου έλειπαν καμία μέρα, έτσι και τα δάκρυά μου δεν μου έλειψαν  ούτε στιγμή. Και όχι μόνο την ημέρα, δηλαδή στις  χαρούμενες στιγμές της ζωής του αλλά και την νύχτα στις δύσκολες στιγμές της ζωής του. Έγιναν μόνιμος σύντροφος, γιατί μόνιμη ήταν και η αιτία των δακρύων του, ο ξερριζωμός από την πατρίδα τους. Πολύ ωραία εκφράζει αυτήν την νοσταλγία και σε άλλο ψαλμό ο Δαυίδ: «επί τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών. 2 ἐπὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν· 3 ὅτι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους ᾠδῶν καὶ οἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς ὕμνον· ᾄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών. 4 πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας; 5 ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, ῾Ιερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου· 6 κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν ῾Ιερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου(Ψαλμ.36, 1-6)

Ταῦτα ἐμνήσθην, καὶ ἐξέχεα ἐπ᾽ ἐμὲ τὴν ψυχήν μου.

Ὅτι διελεύσομαι ἐν τόπῳ σκηνῆς θαυμαστῆς, ἕως τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ,

 ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως καὶ ἐξομολογήσεως ἤχου ἑορτάζοντος.

Ερμηνεία

          Το ταύτα εννοεί είτε τα προηγούμενα, όπως είναι σωστό, είτε τα επόμενα αντί του τάδε και τα μεν προηγούμενα ήταν στενόχωρα και λυπηρά, ενώ τα επόμενα ευχάριστα και αισιόδοξα. Με την πρώτη εκδοχή αυτές οι δυσάρεστες αναμνήσεις τον έκαναν να λιώσει και να ξεσπάσει σε δάκρυα ασταμάτητα. Με  την δεύτερη εκδοχή  αυτά είχαν μεγάλη απήχηση στην ψυχή του και τον έκαναν να χαλαρώσει κάπως και να παρηγορηθεί. Στη συνέχεια περιγράφει κυριολεκτικά την χαρούμενη πορεία μέχρις ότου φτάσει στον οίκο του Θεού, τον ναό της Ιερουσαλήμ, όπου όλοι θα γιορτάσουν και θα πανηγυρίσουν την επιστροφή τους από την ξενιτιά. Όμως οι πατέρες της εκκλησίας δίνουν άλλο νόημα στην φράση. Γι’ αυτούς σκηνή θαυμαστή είναι η ανθρώπινη φύση του Χριστού, την οποία προσέλαβε με θαυμαστό τρόπο και οίκος Θεού είναι η Πανάγια ψυχή του Χριστού, που εισχώρησε στην ανθρώπινη υπόσταση και ενώθηκε με την ανθρώπινη σάρκα. Τόπος πάλι είναι ο ίδιος Θεός Λόγος, που τοποθέτησε μέσα του την ανθρώπινη φύση, την στερέωσε και την αγίασε. Συμβολικά μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτήν την πορεία ως διέλευση από το θνητό σώμα προς τις αυλές του Κυρίου, οι οποίες υπάρχουν στον οίκο του Θεού. ‘Όταν η ψυχή φτάσει στον προορισμό της, θα ακούσει «τον ήχο των εορταζόντων» και θα πλημμυρίσει από αγαλλίαση και χαρά, την οποία θα διαλαλώ και θ την εξομολογούμε προς πάντας.

 

(Συνεχίζεται)