Το Φως του Χριστού και η μεταμόρφωση του ανθρώπου

11 Αυγούστου 2023

Η εορτή της Μεταμορφώσεως έχει ιδιαίτερο λόγο για την εποχή μας, διότι μας αποκαλύπτει τη δόξα, για την οποία ο Θεός προόρισε τον άνθρωπο εξαρχής. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι στις ημέρες μας ο άνθρωπος, η εικόνα του Θεού, εξυβρίζεται συνεχώς από τα πρότυπα που του προβάλλονται. Οι περισσότεροι έχουν χάσει τον προσανατολισμό και την έμπνευσή τους και η σημερινή εορτή έρχεται να μας δώσει την έκβαση από αυτό το αδιέξοδο. 

Λίγο αφότου ο Πέτρος ομολόγησε τη Θεότητα του Κυρίου, Εκείνος είπε: «Εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει» [1]. Κάνοντας λόγο ο Χριστός για «την Βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει», αναϕερόταν στο γεγονός της Μεταμορφώσεως που θα ακολουθούσε. Ο άγιος Σωφρόνιος σχολιάζει ότι, η ομολογία του Πέτρου ήταν σημείο ότι η πίστη και η αγάπη των μαθητών προς τον Χριστό είχαν αυξηθεί, γεγονός που τους κατέστησε δεκτικούς της αποκαλύψεώς Του στο Θαβώρ[2].

Ο Γέροντας εξηγεί επίσης ότι η προσευχή του Χριστού πάνω στο Θαβώρ ήταν παρόμοια με την προσευχή Του στη Γεθσημανή[3], και ότι πάνω στη ζέση της προσευχής αυτής μετεμορφώθη ενώπιον των μαθητών. Επομένως, όχι μόνο η πίστη και η αγάπη των μαθητών, αλλά κυρίως η προσευχή του Χριστού άνοιξε τους οϕθαλμούς τους να δουν τη δόξα Του, ώστε όταν αργότερα θα Τον έβλεπαν προσηλωμένο πάνω στον Σταυρό, να μην πέσουν σε απόγνωση. Το Ευαγγέλιο αναφέρει ότι τους επισκίασε φωτεινή νεϕέλη και ο άγιος Σωφρόνιος εξηγεί ότι επρόκειτο για το Φως και η πνοή του Αγίου Πνεύματος. Ακολούθησε η κορύφωση της αποκαλύψεως, όταν ακούσθηκε η φωνή του Πατρός από τη νεϕέλη.

Η Μεταμόρφωση είναι, τρόπον τινα, εορτή προσευχής. Οι ησυχαστές αγαπούν πολύ την εορτή αυτή, η οποία εξυμνεί την προσευχή. Όσοι αφιερώνουν τη ζωή τους στην παράστασή τους ενώπιον του Θεού με το νου στην καρδιά, έρχονται σε κοινωνία με τη χάρη Του, την οποία συχνά βιώνουν ως Φως.

Ο Μωυσής και ο Ηλίας εμφανίσθηκαν στο Θαβώρ, επειδή ήταν παρών ο Χριστός, «το πλήρωμα του νόμου και των προφητών», τους οποίους εκπροσωπούσαν.

Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος. Εικόνα Θεοφάνη του Έλληνα, 14ος αι. λεπτομέρεια.

Αρχιμ. Ζαχαρίας: Σχολιάζοντας κάποτε ο άγιος Σωφρόνιος την εικόνα της Μεταμορφώσεως, επισήμανε ότι μας διδάσκει μεγάλο μάθημα. Στη μέση απεικονίζεται ο Χριστός, ενώ ο Μωυσής και ο Ηλίας, που εκπροσωπούν την Παλαιά Διαθήκη, στέκονται δίπλα Του σκυμμένοι ως δούλοι. Ο Χριστός βρίσκεται στο κέντρο ως ο Παντοκράτωρ Θεός, ως η μόνη Πηγή κάθε αποκαλύψεως, ως το κέντρο του μηνύματος όλης της ιεράς ιστορίας από την αρχή του κόσμου έως συντελείας των αιώνων. Στο Πρόσωπό Του η Παλαιά Διαθήκη είναι ενωμένη με την Καινή, διότι και στις δυο Διαθήκες Αυτός,  ως ο Λόγος του Θεού, είναι ο μόνος Αυτουργός κάθε αποκαλύψεως.

Ο Μωυσής και ο Ηλίας εμφανίσθηκαν στο Θαβώρ για έναν επιπλέον λόγο: Και οι δυο έφθασαν στο σημείο ακόμη και να ερίζουν με τον Θεό, προκειμένου να κατανοήσουν τα κρίματά Του. Όταν ο Μωυσής στο Σινά ζήτησε από τον Θεό να του φανερωθεί, ο Θεός εκπλήρωσε την επιθυμία του και τον άφησε να δει μόνο τα «νώτα» Του[4] Γνόφος κάλυψε τότε το Σινά, ενώ το Θαβώρ κατά τη Μεταμόρφωση επισκιάσθηκε από νεφέλη φωτεινή, υποδεικνύοντας ότι, η Θεοφάνεια αυτή υπερέβαινε αμέτρως οποιαδήποτε αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Ηλίας πορευόταν επί σαράντα ημέρες προσευχόμενος προς το όρος Χωρήβ, όπου ο Θεός του φανερώθηκε σε «φωνή αύρας λεπτής»[5].

Οι δυο Προφήτες είχαν μυηθεί στη διαλογή με τον Θεό ήδη από αυτή τη ζωή, και η προσευχή τους συνόδευσε και στην αιωνιότητα. Γι’ αυτό στο Θαβώρ τους βλέπουμε να παρίστανται δίπλα στον Λόγο του Θεού, συνομιλώντας μαζί Του πρόσωπο με Πρόσωπο, όπως ο Αδάμ πριν την πτώση. Επομένως, η εορτή της Μεταμορφώσεως μας διδάσκει ότι, αυτό που προσδοκούμε στην αιωνιότητα, ξεκινά από αυτή τη ζωή· αν δεν αποκτήσουμε πείρα της προσευχητικής παραστάσεως στην παρουσία του Θεού και της διαλογής μαζί Του από αυτή τη ζωή, είναι αβέβαιο, αν θα έχουμε την εμπειρία αυτή στην αιωνιότητα. Ο άγιος Σωφρόνιος το εκφράζει σαφέστερα: «Αν δεν αλλάξω τον εαυτό μου ώστε να ομοιάσω με τον Θεό από αυτή τη ζωή, πως να αναμένω να είμαι μαζί Του για όλη την αιωνιότητα;».

Το μυστήριο της Μεταμορφώσεως ενεργεί πάντοτε στην Εκκλησία, καθώς ο Χριστός μεταμορφώνεται διαρκώς ενώπιόν μας. Έχουμε τρία βασικά μέσα για να εισέλθουμε στην παρουσία του Θεού: το Όνομά Του, τον λόγο Του και τη Θεία Λειτουργία.

Η συνεχής επίκληση του Ονόματος του Χριστού είναι επίπονο έργο, αλλά κατά καιρούς ο Χριστός ανοίγει τους οφθαλμούς της καρδιάς μας και αισθανόμαστε τη δύναμη της θείας ζωής που εμπεριέχεται στο Όνομά Του. Τότε παριστάμεθα στη θεία παρουσία Του, η οποία μας καθαρίζει, μας φωτίζει και μας αγιάζει. Ο άγιος Σιλουανός επικαλείτο το Όνομα του Χριστού μπροστά στην εικόνα Του και είδε στη θέση της τον Ζώντα Χριστό.

Διαβάζουμε συνεχώς τον λόγο της Γραφής, αλλά έρχεται στιγμή που ένας από τους λόγους αυτούς μεταμορφώνεται ενώπιόν μας, και, αποκαλύπτοντας αφενός όλο το μυστήριο του Θεού και αφετέρου όλη την πτώση μας, διανοίγει διεξόδους υδάτων από τους οφθαλμούς μας. Στην οδό προς Εμμαούς ο Χριστός άνοιξε τους οφθαλμούς του Λουκά και του Κλεόπα, ώστε, με την καρδιά τους «καιομένην εν αυτοίς», να εννοήσουν τις γραφές.

Όσον αφορά τη Θεια Λειτουργία, ο παπα-Χαράλαμπος από το Άγιον Όρος έλεγε ότι, κάθε φορά που την τελούσε, αντιλαμβανόταν και μια διαφορετική πτυχή της. Όντως, το μυστήριο του Χριστού είναι άπειρο και ουδέποτε μπορούμε να το αντιληφθούμε καθ’ ολοκληρίαν.

Στο Θαβώρ, ο Χριστός έλαμψε κατ’ αρχάς ως ο ήλιος· ακόμη, όμως, οι μαθητές Τον έβλεπαν ως άνθρωπο που φέρει σάρκα. Ωστόσο, όταν στη συνέχεια τους επισκίασε η νεφέλη, Τον είδαν ως πνεύμα: μετέβησαν από το φυσικό και ανθρώπινο επίπεδο στο πνευματικό και θείο. Ομοίως, δεν φθάνει να διακηρύσσουμε ότι πιστεύουμε. Προκειμένου να προσεγγίσουμε το μυστήριο του Χριστού, χρειάζεται επίσης να βιώσουμε ήδη από αυτή τη ζωή το πέρασμα από τη σάρκα στο πνεύμα, από το ανθρώπινο επίπεδο στο θείο. Και αν σε αυτή τη ζωή δίδεται η δυνατότητα να μας επιχορηγηθεί «πλουσία είσοδος εις την Βασιλείαν»[6], γιατί να μην αγωνισθούμε να την αποκτήσουμε;

Δεν πρέπει εξαιτίας νόθου ταπεινώσεως να έχουμε υποστολή, σκεπτόμενοι ότι είμαστε ανάξιοι, εφόσον το τροπάριο της εορτής λέει: «Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς το φως Σου το αΐδιον». Η αληθινή ταπείνωση και η γνήσια μετάνοια γεννώνται μέσα μας, άπαξ και αντιληφθούμε τις πραγματικές διαστάσεις της κλήσεώς μας και συνειδοποιήσουμε πόσο έχουμε εκπέσει από αυτήν. Ο Θεός φύτευσε στην ψυχή μας τον πόθο να Τον εκζητούμε. Ως εκ τούτου, είναι φυσικό για τον άνθρωπο να αναζητά κάτι «έτερο», κάτι πέρα από τη σφαίρα των ορατών με τα φυσικά μάτια. Η πείρα της «ετερότητας» δίδεται κατά την κοινωνία της χάριτος. Η χάρη ενδύει τον άνθρωπο με την ευπρέπεια της δόξας του Θεού[7],  που είναι το Φως του Θαβώρ.

Κατά την επί γης επιδημία του Χριστού, πολλοί Τον έβλεπαν με τα μάτια τους. Λίγοι, όμως, όπως πρωτίστως η Παναγία, διέκριναν τη δόξα που έφερε μέσα Του. Όταν ο Τίμιος Πρόδρομος βάπτιζε τον λαό στον Ιορδάνη, ήταν ο μόνος που μπόρεσε να δει τη δόξα του Χριστού και είπε: «Ίδε ο Αμνός του Θεού»[8]. Κατανόησε στη δόξα αυτή το κρίμα του Θεού, δηλαδή ότι ο Χριστός είχε έλθει για να άρει την αμαρτία του κόσμου.

Ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης αξιώθηκαν και αυτοί να δουν τη δόξα του Κυρίου πάνω στο Θαβώρ. Και μέχρι σήμερα ελάχιστοι ανά γενεά βλέπουν τη δόξα της Μεταμορφώσεως όπως οι μαθητές, και ίσως ακόμη λιγότεροι ακούν και τη φωνή του Θεού. Εντούτοις, αυτοί οι λίγοι με την προσευχή τους αποβαίνουν το προζύμι, που «όλον το φύραμα», όλον τον κόσμο, «ζυμοί»[9].

Στο Φως του Θαβώρ, ο άνθρωπος γίνεται μεσίτης μεταξύ του Θεού και του πλησίον του, «βασίλειον ιεράτευμα», που ιερουργεί τη δική του συμφιλίωση με τον Θεό, αλλά και τη σωτηρία όλου του κόσμου. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, υπάρχει μια αδιάσπαστη αλυσίδα Παραδόσεως αγίων Πατέρων, οι οποίοι έλαβαν πείρα της θεωρίας του ακτίστου Φωτός.

Ενδέχεται πολλοί από εμάς να μην αντικρίσουμε ποτέ το θειο Φως, διότι ο Θεός, γνωρίζοντας ότι είμαστε πτωχοί και προδότες, δεν δίδει τη χάρη Του αδιακρίτως. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ακολουθία της Μεταμορφώσεως ψάλλουμε τις καταβασίες του Σταυρού, εφόσον διά Σταυρού το θαβώριο Φως καθίσταται η αιώνια κληρονομία μας.. Ο Θεός Πατέρας είπε: «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα· Αυτού ακούετε»[10]· δηλαδή, «να είστε υπάκουοι σε Αυτόν». Όπου όμως υπάρχει υπακοή σε θεια εντολή, εκεί ενεργεί και το μυστήριο του Σταυρού. Έτσι, καλούμαστε να Τον ακούμε, δηλαδή να Τον ακολουθήσουμε στην πορεία Του από το Θαβώρ στον Γολγοθά. Όντως, η πείρα του Φωτός του Θαβώρ συνιστά τέλεια σταύρωση.

Ερώτηση: «Η φωτεινή νεφέλη» είναι αποφατική περιγραφή της φανερώσεως της δόξας του Θεού;

Αρχιμανδρίτης Πέτρος:  Ναι, είναι αποφατική, αλλά φέρει καταφατικό περιεχόμενο. Ο απόστολος Παύλος άκουσε «άρρητα ρήματα». Ωστόσο, τα άκουσε. Συχνά διαβάζουμε στους Πατέρες ότι είδαν Φως «υπέρφωτο». Το ονομάζουν έτσι, διότι δεν υπάρχει ανθρώπινος όρος, ικανός να περιγράψει την άκτιστη ενέργεια του Θεού.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναφέρει ότι ο άνθρωπος βιώνει τον σαββατισμό, όταν εισέρχεται στην παρουσία του Θεού. Υπάρχει, όμως, και «το Σάββατο των  Σαββάτων». Παρομοίως, ο αββάς Αμμωνάς περιγράφει την ανάβαση του προφήτη Ηλία στον ουρανό, λέγοντας ότι, σε σύγκριση με το φως του ουρανού στον οποίο ανέβαινε, ο Προφήτης αισθανόταν το φως του προηγούμενου ουρανού ως σκότος. Αυτό το φαινόμενο εκφράζεται και στον τρόπο με τον οποίο κτίζουμε τις  εκκλησίες μας. Το ότι πρώτα εισερχόμαστε στον νάρθηκα και από εκεί περνούμε στον κυρίως ναό και έπειτα στο ιερό, δηλώνει την κλιμάκωση της αποκαλύψεως.

Ερώτηση: Όταν ο Κύριος και οι μαθητές Του κατέβηκαν από το όρος, Τον περίμεναν τα πλήθη. Αίσθάνθηκαν, άραγε, ότι κάποιο σπουδαίο γεγονός είχε λάβει χώρα;

Αρχιμανδρίτης Πέτρος:  Άκουσα κάποιον να σχολιάζει ότι ακόμη και οι μαθητές έπρεπε να κατέβουν από το όρος, για να συνειδητοποιήσουν ότι το Θαβώρ δεν ήταν το τέλος, αν και ο Πέτρος θα έμενε εκεί για πάντα αν μπορούσε. Ένας λόγος για τον οποίο βλέπουμε στο Ευαγγέλιο τα πλήθη να τρέχουν προς τον Χριστό, είναι ότι Εκείνος τα έλκει μυστικώς στον Εαυτό Του. Αφού ο Κύριος στο Θαβώρ αποκάλυψε στους μαθητές Του την προαιώνια δόξα Του, θέλησε ίσως στη συνέχεια να στρέψει την προσοχή τους προς τα πλήθη, τα οποία αργότερα θα διακονούσαν.

Η χάρη πάντοτε οδηγεί στην διακονία των άλλων. Όταν ο άγιος Σιλουανός είδε τη δόξα του Χριστού, αμέσως η καρδιά του εναγκαλίσθηκε όλο τον κόσμο και άρχισε να προσεύχεται: « Σε παρακαλώ, Ελεήμον Κύριε, να Σε γνωρίσουν διά Πνεύματος Αγίου όλοι οι λαοί της γης [όχι μόνο οι Χριστιανοί]». «Τα πλήθη» είναι το περιεχόμενο του νου του Θεού, και όταν Εκείνος δίδει χάρη στους εκλεκτούς Του, αναπόφευκτα, τους αναθέτει την αποστολή διακονίας των ασθενέστερων μελών. Αυτή είναι η ανεστραμμένη πυραμίδα στην Εκκλησία μας, όπου τα ισχυρότερα μέλη διακονούν τα αδύνατα, κατά το υπόδειγμα του Χριστού, ο Οποίος «ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι»[11].

Ερώτηση: Πως μπορώ να εργαστώ πάνω στον εαυτό μου στο παρόν, προκειμένου να γίνω κατάλληλο δοχείο για το άκτιστο Φως;

Αρχιμανδρίτης Πέτρος:  Στην πνευματικη ζωή δεν πορευόμαστε με τέτοιο σκοπό. Ο κύριος στόχος μας είναι να συμφιλιωθούμε με τον Θεό και να εξαλείψουμε από ολόκληρη την ύπαρξή μας κάθε πρόσκομμα, που δεν μας αφήνει να ανήκουμε σε Αυτόν. Ο άγιος Σωφρόνιος δεν λέει ότι ο άνθρωπος φθάνει στη θέωση, όταν ατενίζει το Φως του Θεού, αλλά όταν η εντολή του Χριστού γίνει ο μοναδικός νόμος της υπάρξεώς του. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο οποίος είχε μεγάλη και σπάνια εμπειρία του ακτίστου Φωτός, αναφέρει ότι, ο Θεός δεν μας δίδει αυτό το χάρισμα, επειδή προετοιμαζόμαστε ή επειδή νηστεύουμε· το δίδει σε όσους έχουν πνεύμα ταπεινό. Ακόμη και όταν το Φως τυλίγει τους αληθινά ταπεινούς, εκείνοι δεν στρέφουν την προσοχή τους σε αυτό, διότι φέρουν στην καρδιά τους βαθύτατη πληγή αγάπης για τον Δωρεοδότη. Σε ένα υπέροχο άρθρο του για τη Μεταμόρφωση του Χριστού, ο π. Ζαχαρίας χρησιμοποιεί το παράδειγμα του αγίου Σιλουανού για να δείξει ότι, όταν το Φως του Θεού φανερώνεται στον άνθρωπο, αυτός από αγάπη για τον Θεό γίνεται σαν παράφρων. Δεν μπορεί πλέον να στρέψει τον νου του σε τίποτε του κόσμου τούτου, αλλά ακατάπαυστα καταπονείται από δίψα Θεού, διότι η αγάπη είναι το τέλος του νόμου[12].

Ερώτηση: Ποια στιγμή της επιδημίας Του στον κόσμο συνειδητοποίησε ο Χριστός ότι ήταν ο Υιός του Θεού;

Αρχιμανδρίτης Πέτρος:  Όταν η Παναγία επισκέφθηκε την Ελισάβετ, ο Πρόδρομος «εσκίρτησεν εν αγαλλιάσει εν τη κοιλία» της μητέρας του, αναγνωρίζοντας τον Μεσσία στα σπλάγχνα της Παρθένου[13]. Συνεπώς, είναι αδύνατον να υπήρξε καιρός, κατά τον οποίο ο Χριστός δεν είχε επίγνωση της Θεότητάς Του.

Ο Δαβίδ λέει ότι ο Κύριος ήλθε σε αυτόν τον κόσμο με έναν πόθο: «Ιδού ήκω του ποιήσαι το θέλημά Σου, ο Θεός μου»[14]. Ο Ησαΐας, επίσης, προείδε με το καθαρό και προφητικό του μάτι ότι, από τη στιγμή που ο Κύριος θα γεννιόταν, πριν να είναι ακόμη σε θέση να διακρίνει το αγαθό από το κακό, θα εξέλεγε το αγαθό με τέλειο και απόλυτο τρόπο[15].

Επιπλέον, όσο ο Χριστός ζούσε πάνω στη γη, ήταν τέλειος σε κάθε ηλικία. Δεν ήταν ένα τερατώδες ον, που ως Μεσσίας και Υιός του Θεού εκδήλωνε τη σοφία ενός ενήλικα σε βρεφική ηλικία. Ήταν τέλειο Βρέφος σε ηλικία ενός έτους, τέλειος ως δωδεκαετής, όταν Τον βλέπουμε να διδάσκει στη Συναγωγή[16], και τέλειος Ανήρ σε ηλικία τριάντα ετών, όταν άρχισε τη δημόσια διακονία Του. Ο Κύριος ήταν τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος σε κάθε στάδιο της επίγειας ζωής Του, έχοντας, όμως, μόνο μια Υπόσταση, τη θεια.

Ερώτηση: Πως να αποκτήσουμε το ήθος του Θεού;

Αρχιμανδρίτης Πέτρος:  Για να αποκτήσουμε το ήθος του Θεού χρειαζόμαστε κοινωνία με τη χάρη Του. Εγκαρτερώντας οι ησυχαστές σε καθαρά προσευχή, λαμβάνουν το πλατυσμό της καρδιάς. Τους μεταδίδονται οι ιδιότητες του Θεού: η ταπείνωση, η αγάπη, η πραότητα. Το θέλημα του Θεού, η σωτηρία πάντων, γίνεται και δικό τους θέλημα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποκτούν το ήθος του Χριστού και αρχίζουν να μεσιτεύουν για τη σωτηρία όλου του κόσμου.

Το πιο τέλειο παράδειγμα είναι ο απόστολος Πέτρος. Ποια ήταν η πρώτη του κίνηση, όταν έλαβε την πύρινη γλώσσα του Παράκλητου; Στράφηκε προς τα πλήθη και είπε: «Αδελφοί, υμίν εστιν η επαγγελία»[17]. Δεν αισθάνθηκε αυτάρκης, αλλά αμέσως στράφηκε προς τους άλλους. Αυτό είναι το θειο ήθος. Αν όντως δεχόμαστε χάρη από τον Θεό, αυτό θα φανεί στην επαφή με τους συνανθρώπους μας∙ η δεύτερη εντολή φανερώνει, αν τηρούμε την πρώτη.

Ερώτηση: Τι γίνεται, αν φοβόμαστε ότι θα χάσουμε τη χάρη που λάβαμε; Ποιος είναι ο ρόλος του φόβου αυτού;

Αρχιμανδρίτης Πέτρος:  Ο φόβος του Θεού είναι χάρισμα προστατευτικό. Γνωρίζοντας ότι είμαστε αδύναμοι και πεπτωκότες, φοβόμαστε μην τυχόν Τον προσβάλλουμε με την αθλιότητα και την αχρειωσύνη μας, μην τυχόν θλίψουμε το Πνεύμα Του με τη ζωή, τους  λογισμούς, τη συμπεριφορά, τα λόγια μας. Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και ο Μέγας Αντώνιος ήταν σε θέση να πουν: «Δεν φοβάμαι πλέον τον Θεό, επειδή Τον αγαπώ»· «η αγάπη έξω βάλλει τον φόβο»[18]. Ωστόσο, η οδός προς τη θεια αγάπη περνάει από τον φόβο του Θεού.

Ο φόβος μήπως χάσουμε τη χάρη υποδεικνύει όντως την ατέλειά μας, διότι σημαίνει ότι δεν έχουμε γνωρίσει τον Θεό ως Πατέρα μας. Οι τρεις Παίδες αντιμετώπιζαν την απειλή να ριχθούν στην κάμινο της Βαβυλώνας, αλλά είπαν στον βασιλιά Ναβουχοδονόσορα: «Ο Θεός μας, τον Οποίο λατρεύουμε, είναι ικανός να μας λυτρώσει και θα το κάνει. Αλλά ακόμη και αν δεν μας υπερασπισθεί, δεν θα λατρεύσουμε τους θεούς σου, ούτε θα προσκυνήσουμε τη χρυσή εικόνα που έστησες»[19]. Αυτή είναι η αγάπη που έξω βάλλει τον φόβο: Είτε ζούμε, είτε πεθαίνουμε, η καρδιά μας ανήκει σε Εκείνον και Τον αγαπά μέχρι θανάτου. Όταν ο άνθρωπος γνωρίσει τον Θεό ως Πατέρα του, παραδίδει τη ζωή του σε Αυτόν ολοκληρωτικά.

Ερώτηση: Πως είναι δυνατόν μια μικρή ψυχή να λάβει πείρα του ακτίστου Φωτός και πως μπορεί να συνεχίσει να ζει μια «φυσική» ζωή μετά από αυτό το γεγονός; Δεν θα έχει ανάγκη από περισσότερη καθοδήγηση;

Αρχιμανδρίτης Πέτρος:  Ο Θεός είπε: «Οράτε μη καταφρονήσητε ενός των μικρών τούτων»[20], διότι έτσι είναι ο Ίδιος. Δεν περιφρονεί κανένα, ιδιαίτερα τους ελαχίστους. Ο άγιος Σωφρόνιος επανελάμβανε συχνά τον στίχο: «Ούτος ο πτωχός εκέκραξε και ο Κύριος εισήκουσεν αυτού»[21], αναφερόμενος στον εαυτό του, τον οποίο ο Θεός δεν εξουδένωσε.

Ο Θεός χαρίζει τη θεωρία του ακτίστου Φωτός σε όσους προβλέπει ότι θα δεχθούν τη δωρεά και θα ανταποκριθούν επαξίως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το χάρισμα θα συντελέσει στον δικό τους αγιασμό και τη σωτηρία των άλλων. Ασφαλώς, ο άνθρωπος, έχοντας λάβει τέτοιο χάρισμα, πρέπει να αναζητήσει καθοδήγηση. Χωρίς πνευματική καθοδήγηση από κάποιον που κατέχει γνώση της εμπειρίας αυτής, η οδός του ανθρώπου γίνεται δύσβατη. Ο άγιος Σιλουανός δεν είχε κάποιον Γέροντα, από τον οποίο να μπορεί να λάβει επιβεβαίωση της εμπειρίας του. Ωστόσο, έφθασε τελικά σε λιμένα, διδασκόμενος απ’ ευθείας από τον Κύριο. Όπως όμως αναφέρει ο γέροντας Σωφρόνιος, πολλοί σε παρόμοιες περιπτώσεις απέτυχαν και μερικοί έφθασαν να παραφρονήσουν.

Όσοι λάβουν τη χάρη των τελείων από την αρχή, αλλά μετά στερούνται την καθοδήγηση πνευματικού, δεν γνωρίζουν πως να πορευθούν, εφόσον αγνοούν τις  οδούς της σωτηρίας του Κυρίου. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέει ότι, βεβαίως, η προσευχή είναι η οδός προς τη θεωρία του Φωτός της Μεταμορφώσεως. Αλλά δεν φθάνει μόνο η προσευχή. Ο άνθρωπος πρέπει επίσης να βρει έναν πνευματικό οδηγό και να υποταχθεί σε αυτόν με υπακοή, διότι ακόμη και αν ο πνευματικός είναι ανάξιος, είναι πάντα καλύτερα να είσαι μαθητής, παρά αυτοδίδαχτος.

[1]. Μάρκ. 9,1.

[2]. Βλ. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, σ. 246.

[3]. Βλ. Το μυστήριο της χριστιανικής ζωής, σ. 267.

[4]. Εξ. 33,12-23.

[5]. Βλ. Α’ Βασ. 19,12.

[6]. Βλ. Β’ Πέτρ. 1,11.

[7]. Βλ. Ψαλμ. 92,1.

[8]. Ιωάν. 1,29.

[9]. Α’ Κορ. 5,6.

[10]. Ματθ. 17,5.

[11]. Βλ. Ματθ. 20.28.

[12]. Βλ. Ρωμ. 10,4.

[13]. Λουκ. 1,41 και 44.

[14]. Ψαλμ. 39,7-8.

[15]. Ησ. 7,15.

[16]. Βλ. Λουκ. 2,42-47.

[17]. Πράξ. 1,39.

[18]. Α’Ιωάν. 4,18.

[19]. Δαν. 3,13-18.

[20]. Ματθ. 18,10.

[21]. Ψαλμ. 33,7.