Το νομικό καθεστώς των λεγόμενων «κοινοτικών» μονών του Πηλίου επί τουρκοκρατίας και η σχέση με το καθεστώς των αγιορειτικών μετοχίων

28 Αυγούστου 2023

Ένα από τα προβλήματα που απασχολούν την τοπική Εκκλησία και κοινωνία του Πηλίου είναι το πρόβλημα των λεγόμενων «κοινοτικών μονών» του Πηλίου. Πρόκειται για τις μονές στην περιουσία των οποίων αξιώνουν κυριότητα οι τοπικές κοινότητες ή οι σημερινές αυτοδιοικητικές ενότητες της περιοχής. Παρότι το πρόβλημα φαίνεται φαινομενικά δυσεπίλυτο, στην πραγματικότητα από νομικής πλευράς είναι μάλλον ξεκάθαρο. Και τούτο επειδή ο Οθωμανικός Νόμος περί Γαιών είχε φροντίσει να λύσει τέτοιου είδους προβλήματα, κατηγοριοποιώντας στην αρχή του τις γαίες της αυτοκρατορίας σε διάφορες κατηγορίες, με σαφή συνήθως χαρακτηριστικά.

Εν προκειμένω οι πιθανότητες που υπάρχουν για τις συγκεκριμένες γαίες είναι δύο:

α) να πρόκειται για γαίες αφημένες στην κοινή χρήση των κατοίκων ενός χωριού, δηλαδή κοινοτικές γαίες, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του ΟθΝπΓαιών. Για τις γαίες αυτές ο ΟθπΓαιών χρησιμοποιεί τον όρο metruke, που προέρχεται από την αραβική ρίζα taraka «αφήνω», δηλαδή «αφημένες». Η ένοια του όρου «μετρουκέ» δεν είναι «εγκαταλελειμμένες», όπως συναντάται ενίοτε στην νομική βιβλιογραφία, δηλαδή παρατημένες γαίες, για τις οποίες ο ΟθΝπΓαιών χρησιμοποιεί τον όρο «μεβάτ» (νεκρές), αλλά κοινής χρήσεως. Οι γαίες αυτές ήταν επί παραδείγματι τα βοσκοτόπια, στα οποία κάποιος μισθωτός βοσκός έβοσκε τα κοπάδια του χωριού (αγελάδες, αιγοπρόβατα κ.λπ.).

β) οι μοναστηριακές γαίες, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 122 του ΟθΝπΓαιών, αλλά και κατά περίπτωση τα άρθρα 2 περί ιδιοκτησιών πλήρους κυριότητος και 4 περί αφιερωμένων γαιών.

Για να κατανοήσουμε την έννοια του όρου «μετρουκέ» θα αναφερθούμε σε δύο παραδείγματα, ένα από την πρώιμη τουρκοκρατία και ένα από την τελευταία περίοδο πριν την απελευθέρωση του Αγίου Όρους.

Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για μία πράξη πώλησης κοινοτικών γαιών από το χωριό Άγιος Νικόλαος στην Μονή Σίμωνος Πέτρας στο χωριό Βουρβουρού, που λαμβάνει χώρα το 1615. Στο τουρκικό έγγραφο -πιστοποίησης (vesika) που εκδόθηκε μεταξύ 31 Μαρτίου – 9 Απριλίου 1615, αναφέρονται τα ονόματα 21 κατοίκων που εκτελούν την δικαιοπραξία πώλησης, ενώ προστίθεται η λέξη «και άλλοι» (ve sayırları), που εξασφαλίζει τον ανοικτό αριθμό των δικαιοπρακτούντων. Ο όρος «και άλλοι» προστίθεται και στην απαρίθμηση των ονομάτων των μοναχών για να δειχθεί ότι δεσμεύονται όλοι οι Σιμωνοπετρίτες. Στην περίπτωση του χωριού έχουμε την έκφραση zimmiler ve sayırları ενώ της μονής rahibler ve sayırları. Κυρίως όμως ο κοινοτικός και όχι δημόσιος χαρακτήρας των συγκεκριμένων γαιών φαίνεται καθαρά από το ότι το αντίτιμο της πώλησης, 48.000 άσπρα, δεν λαμβάνει ο «κύριος της γης» (sahib-i arz), δηλαδή ο εκπρόσωπος του Τουρκικού Δημοσίου που εκδίδει τον τίτλο ιδιοκτησίας, αλλά οι κάτοικοι: «(οι μοναχοί) πλήρωσαν [4]8.000 άσπρα στους μη μουσουλμάνους φόρου υποτελείς του προαναφερθέντος χωριού για το δικαίωμα αποκτήσεως δυνάμει γειτονικής κατοικίας και την διηνεκή εξουσίαση» (mezbur kariye re’ayası[na] [kırk] sekiz bin akçe hakk-i karara tasarrufda virüb). Ο «κύριος της γης» παρέχει μόνο την συγκατάθεση (canib-i arz ma’rifetile) και λαμβάνει το τέλος έκδοσης ταπίου (resm-i tapu). Μετά την πώληση, οι γαίες δεν χαρακτηρίζονται δημόσιες, αλλά «πλήρους κυριότητας», με τον όρο «malikâne», ένα αραβικό επίρρημα που προέρχεται από την αραβική ρίζα mülk που δηλώνει «πλήρη κυριότητα, καθαρή ιδιοκτησία, dominium».

Το άλλο παράδειγμα είναι η περίπτωση μίας δίκης που συγκροτήθηκε μεταξύ των κατοίκων του χωριού Παρθενώνος και της αγιορειτικής Μονής του Κωνσταμονίτου, η οποία διεξήχθη μεταξύ των ετών 1890-1892 και αφορούσε γαίες του μετοχίου της «Τριπόταμος» στην Σιθωνία Χαλκιδικής. Κατά την διάρκειά της εκδόθηκαν δύο αποφάσεις α´ βαθμού από το Πρωτοδικείο Κασσάνδρας και μία απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία επικυρώθηκε και από το Ακυρωτικό της Κωνσταντινούπολης. Στην απόφαση του Εφετείου αναφέρεται ότι οι ενάγοντες κάτοικοι του χωρίου κατηγορούσαν τον «Οικονόμο» του μετοχίου της Μονής ότι «επεμβαίνει εις τας γαίας και σύνορα, ανήκοντα εις την ολομέλειαν των κατοίκων αυτού και ότι ως εκ τούτου εξαιτούνται την παρακώλυσιν της επεμβάσεως ταύτης».

Θα αναφερθώ στην συνέχεια σε δύο παραδείγματα από λεγόμενες «κοινοτικές» μονές του Πηλίου για να μπορούμε να κάνουμε την σύγκριση. Πρώτα στο καθεστώς των γαιών της Μονής Μέγα Σωτήρα/Μεταμορφώσεως που βρίσκεται στην περιοχή του χωριού Άγιος Γεώργιος Νηλείας. Το καθεστώς των γαιών της προκύπτει από ένα οθωμανικό έγγραφο, που φυλάσσεται σήμερα στο αρχείο της Κοινότητας Αγίου Γεωργίου, και έχει δημοσιευτεί σε μετάφραση από τον Κώστα Λιάπη, στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο. Πρόκειται για ένα αφιερωτήριο-βακουφναμέ / ιεροδικαστική απόφαση (χοτζέτι), που εκδόθηκε στις 18 Τζεμαζί-ουλ-εβέλ 1168 (2 Μαρτίου 1755), από το Ιεροδικείο Λιβαδιάς. Η Λιβαδιά ήταν η έδρα του Ιεροδίκη (Καδή), στον οποίο υπαγόταν ο ναχιγιές (τουρκ. nahiye) της Αργαλαστής, όπου ανήκε η Μονή. Από το περιεχόμενό του προκύπτει ότι ο Ευθύμιος Χατζη-Ευαγγελινός, Ηγούμενος της Μονής Μέγα Σωτήρα, με αφορμή την ανακαίνιση της μονής, προέβη στην αφιέρωση αυτής και των κτημάτων της. Η ιδιότητα του Ηγουμένου για τον Ευθύμιο Χατζη-Ευαγγελινό δηλώνεται με την ελληνική λέξη ğumenos: «Meğa Sotira Manastırı Ğumenosı Aci-Vangelino Eftimio veled Yamandi», δηλαδή «ο Ηγούμενος της Μονής Μέγα Σωτήρα Χατζη-Ευαγγελινός Ευθύμιος, γιος Διαμαντή».

Εν όψει του γεγονότος ότι στο ισλαμικό δίκαιο ήταν άγνωστος ο θεσμός των νομικών προσώπων, με την μορφή που έχει σήμερα, έπρεπε η αφιέρωση της Μονής και των κτημάτων της να γίνει από κάποιο φυσικό πρόσωπο – εκπρόσωπό της, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ταυτίζεται με τον Ηγούμενό της Ευθύμιο. Αυτός στέλνει ως πληρεξούσιό του (vekil) τον Γιοργαντζή (παπλωματά) Αναγνώστη υιό Νικολού (Yorğancı Anağnoştı veled Nikolo nam kimesne), ο οποίος εμφανίστηκε στο ιεροδικείο της Λιβαδιάς, και προχώρησε σε δήλωση σύστασης μοναστηριακού βακουφίου, μετατρέποντας σε αφιερώματα υπέρ «των μοναχών, των επισκεπτών και προσκυνητών της Μονής, και των πενήτων» «άπαντα τα κτήματά-του μεθ’ όλων των εν τη μονή οικοδομών και των εν αυτή ειρημένων κινητών», δηλαδή τις περιγραφόμενες στο αφιερωτήριο έγγραφο έγγειες και μη έγγειες κτήσεις της Μονής Μέγα Σωτήρα. Eδώ παρατηρούμε την ομοιότητα με τους βακουφναμέδες των αγιορειτικών μονών, όπου και εκεί γίνεται αναφορά ότι τα έσοδα θα διατίθενται «στους πτωχούς της μονής και στους άπορους επισκέπτες της» (manāstır mezbūruñ fuḳarāsına ṣarf olunub ve āyende ve revendeniñ fuḳarāsına ṣarf oluna). Αυτό αναφέρεται στον βακουφναμέ της Μονής Σίμωνος Πέτρας (τέλη Ραμαζάν 976 = 9-18 Μαρτίου 1569). Ορίστηκε ως Επίτροπος/Έφορος (Μουτεβελής) ο Μανώλης, υιός παπα-Γιάννη, στον οποίο παραδόθηκαν τα ανωτέρω κτήματα, σύμφωνα με τους τύπους της αφιέρωσης που προέβλεπε το ισλαμικό δίκαιο. Η αφιέρωση πραγματοποιήθηκε από τον πληρεξούσιο (vekil) Αναγνώστη ενώπιον του Ιεροδίκη Λιβαδιάς και του Επιτρόπου του Βακουφίου Μανώλη. Όπως ρητά αναφέρεται στο έγγραφο, «άπαντα τα ανωτέρω κτήματά-του μεθ’ όλων των εν τη μονή οικοδομών, και των εν αυτή ειρημένων κινητών, αφιέρωσεν ο ειρημένος εντολεύς-μου Χατζή Ευαγγελινός, εις την ειρημένην μονήν του Μέγα Σωτήρος, όπως το εισόδημα αυτών λαμβάνεται και χρησιμεύει προς διατροφήν των εν αυτή μοναχών, των επισκεπτών και προσκυνητών αυτής, και των πενήτων, και υπό τους όρους αυτούς παρέδωκεν άπαντα τα ανωτέρω εις τον επίτροπον της εν λόγω μονής Μανώλη Παπά Γιάννη, όστις και παρέλαβεν άπαντα τα ανωτέρω ως επίτροπος (μουτεβελής) αυτής, ώστε ο ειρημένος εντολεύς-μου απεξενώθη παντός δικαιώματος, επί πάντων των ανωτέρω κτημάτων και κινητών, και ουδεμίαν έχει επ’ αυτών απαίτησιν ή αξίωσιν, κατέστησαν δε ταύτα κτήματα και ιδιοκτησία της ειρημένης μονής». Αυτό σημαίνει ότι, μετά την αφιέρωση, η κυριότητα των παραπάνω κτημάτων έχει μεταστεί πλέον «εσαεί» στην Μονή Μέγα Σωτήρα και σε κανένα άλλο φυσικό πρόσωπο ή μη φυσικό (π.χ. Οθωμ. Δημόσιο, κοινότητα κ.λπ.) δεν αναγνωριζόταν από το οθωμανικό δίκαιο δικαιώματα κυριότητας.

Στην αφιέρωση κεντρικό ρόλο διαδραματίζουν τρία πρόσωπα: α) ο αφιερωτής και Ηγούμενος της Μονής Χατζη-Ευαγγελινός Ευθύμιος, ο οποίος ήταν και ο ιδιοκτήτης των κτημάτων πριν την αφιέρωση, β) ο πληρεξούσιός του (vekil) Αναγνώστης Νικολού, ο οποίος μεταβαίνει στο Ιεροδικείο για να κάνει την αφιέρωση εκ μέρους του αφιερωτή και γ) ο επίτροπος του βακουφίου (mütevelli), Μανώλης, γιος του ιερέα Παπα-Γιάννη, ο οποίος ορίζεται ως διαχειριστής του βακουφίου. Στην περίπτωση του αφιερωτηρίου της Μονής Σίμωνος Πέτρας, αφιερωτής και πληρεξούσιος είναι ο ίδιος, ο μοναχός Γεννάδιος, υιός Δήμου, ενώ Επίτροπος ο μοναχός Μακάριος, υιός Γιάννη. Η διαφορά υφίσταται επειδή ο ηγούμενος Ευθύμιος της Μονής Μέγα Σωτήρα δεν μπορούσε να μεταβεί στο ιεροδικείο και όρισε πληρεξούσιο για την αφιέρωση.

Σε σχέση με την κατηγορία των παραπάνω ακινήτων του χριστιανικού καθιδρύματος / βακουφίου της Μονής Μέγα Σωτήρα, αυτά υπάγονταν στην έννοια του αληθούς αφιερώματος, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 4§1 περί των γνησίων (sahih) μουσουλμανικών βακουφίων του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών, που ίσχυε στην Θεσσαλία από το 1858 μέχρι το 1881. Κατά την σύσταση της αφιέρωσης ενώπιον του Ιεροδικείου, εφαρμόζονται πλήρως οι διατάξεις του Ιερού Δικαίου, το αφιέρωμα διέπεται από τους όρους που θέτει ο αφιερωτής, χωρίς να είναι νόμω δυνατή η οποιαδήποτε επέμβαση της οθωμανικής πολιτικής νομοθεσίας, αλλ’ ούτε και η με οποιονδήποτε τρόπο ανάκληση της αφιέρωσης. Αυτό σημαίνει ότι οι γαίες της Μονής Σωτήρα ανήκαν κατά πλήρη κυριότητα στην «αυτοτελή μονάδα» του μοναστηριού, που αναγνωριζόταν de facto ως φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά και στον σκοπό που αυτή υπηρετούσε. Το ίδιο το μοναστήρι εξάλλου θεωρείται εξαρχής ως «ευαγής και αιώνιος θρησκευτικός σκοπός», δηλαδή βακούφι, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν είναι μουσουλμανικό.

Στην συνέχεια θα αναφερθούμε σε μία άλλη περίπτωση «κοινοτικής μονής», αυτής της Μονής Ταξιαρχών Νηλείας. Το νομικό καθεστώς της Μονής Ταξιαρχών μπορούμε να το εξακριβώσουμε από μία πράξη αγοραπωλησίας που συνήψε με την Κοινότητα Λαύκου του νοτιοανατολικού Πηλίου, για την πώληση του μετοχίου του Αγίου Αθανασίου στην θέση Κωτίκι του ίδιου χωριού. Τα κτήματα της Μονής Αγίου Αθανασίου, τα οποία μέχρι το έτος 1777 ανήκαν στην Μονή Ταξιαρχών ως κτήματα τελείας κυριότητας, αναγκάστηκε η τελευταία να πωλήσει στην Κοινότητα του χωριού, επειδή βρίσκονταν σε απόσταση 10 ωρών από αυτήν και οι μοναχοί της δυσκολεύονταν να τα καλλιεργούν. Για την συγκεκριμένη πράξη εκδόθηκαν, κατά την συνήθεια της τουρκοκρατίας, δύο οθωμανικά έγγραφα: μία ιεροδικαστική απόφαση (χοτζέτι) του Ιεροδίκη Αργαλαστής Μουσταφά, στις 20 Τζεμαζί-ουλ-αχίρ 1191 (26 Ιουνίου 1777) και και ένα ταπί του Βοεβόδα Αργαλαστής Οσμάν, ο οποίος «ως υπάλληλος των γαιών» εκδίδει τον τίτλο κυριότητας, με τον οποίο πιστοποιεί την μεταβίβαση των ακινήτων πλήρους κυριότητας από την Μονή Ταξιαρχών προς την Κοινότητα Λαύκου, εισπράττοντας το τέλος μεταβίβασης.

Από τα δύο έγγραφα προκύπτει ότι η περιουσία της Μονής Ταξιαρχών, μέρος της οποίας ήταν και η περιουσία του μετοχίου Κωτίκι, ανήκε στην κατηγορία των ακινήτων που αναγνωρίζονταν από τους Οθωμανούς ως τελείας κυριότητας ιδιοκτησίες της (mülk). Ο όρος mülk χρησιμοποιείται και στα δύο έγγραφα. Αυτά τα ακίνητα αποτελούν το αντικείμενο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 122 του ΟθΝπΓαιών, σύμφωνα με την οποία «Αι ανέκαθεν εις μοναστήριόν τι προσηρτημέναι και ως τοιαύται εις τον Δεφτερχανέν καταγεγραμμέναι γαίαι δεν εξουσιάζονται διά ταπίου, ούτε πωλούνται και αγοράζονται». Η διατύπωση του δευτέρου εγγράφου είναι σαφής. Το μετόχι «Κωτίκι» ονομάζεται «ιδιοκτησία της Μονής Ταξιαρχών» (όχι κάποιου φυσικού προσώπου ούτε της Κοινότητας του χωριού, στην περιοχή του οποίου βρισκόταν) και πωλείται από τον εκπρόσωπό της, που είναι πρωτίστως «ο Νεόφυτoς, ηγούμενος της Μονής Ταξιαρχών», δηλαδή ένα φυσικό πρόσωπο.

Από τα δύο έγγραφα προκύπτει ότι, παρότι ο θεσμός του «νομικού προσώπου» δεν ήταν, βέβαια, θεσπισμένος στο οθωμανικό δίκαιο μέχρι το 1913, που εκδόθηκε ο νόμος περί νομικής προσωπικότητος των αγαθοεργών καθιδρυμάτων, γνωστός ως «Γάιρι Μενκουλέ», το Οθωμανικό Δημόσιο αναγνώριζε στην Μονή Ταξιαρχών ένα είδος νομικής προσωπικότητας, με νόμιμο εκπρόσωπο τον Ηγούμενό της, όπως συμβαίναι και στην περίπτωση των αγιορειτικών μονών, όπου βέβαια ο εκπρόσωπος ποικίλλει: μπορεί να είναι ο ηγούμενος, για τον οποίο χρησιμοποιείται συχνά ο ελληνικός όρος ğumenos, ο οικονόμος ενός μετοχίου για τον οποίο χρησιμοποιείται επίσης ο ελληνικός όρος konomos, ή ακόμη και ένας ή περισσότεροι απλοί μοναχοί. Η διατύπωση του παραπάνω εγγράφου «άπαντα τα εντός των ορίων τούτων κτήματα τελείας κυριότητος, κτίρια, ξυλεύσιμοι τόποι και δάση μεθ’ όλων των παραρτημάτων των, δoυλειών και δικαιωμάτων, επωλήσαμε, καθ’ ό συμφερωτέρας ούσης της πωλήσεως αυτών δια την Μονή ημών» αποδεικνύει ότι η κυριότητα των κτημάτων δεν ανήκε στην Κοινότητα του χωριού Άγιος Γεώργιος, αλλά στην ίδια την Μονή, η οποία αναγνωριζόταν de facto ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και ως φορέας δικαιοκτητικής ικανότητας, που εκτελούσε πράξεις αγοραπωλησίας, εκμίσθωσης κ.λπ. Οι κάτοικοι του χωριού θα μπορούσαν πιθανόν, ελλείψει συγκροτημένης μοναστικής Αδελφότητας, να συμμετέχουν είτε επικουρικά είτε ως απλοί μάρτυρες των διαχειριστικών πράξεων στην διαχείριση της συγκεκριμένης μοναστηριακής περιουσίας, η κυριότητα όμως επί της περιουσίας δεν ήταν δυνατόν να μεταβληθεί από την Μονή προς την Κοινότητα του χωριού, ούτε ποτέ άλλαξε η κατηγορία των γαιών στις οποίες ανήκε, από μοναστηριακές σε κοινοτικές γαίες. «Κοινοτικές γαίες» γίνονται εν προκειμένω οι γαίες που αγοράζει από την Μονή Ταξιαρχών η κοινότητα του χωριού Λαύκος. Αυτό αποδεικνύεται από την διατύπωση του εγγράφου «επωλήσαμε, εις το σύνολον των κατοίκων του Χωρίου Λαύκου», που σημαίνει ότι δεν περνάνε στην εξουσίαση ενός ή κάποιων φυσικών προσώπων, αλλά στο σύνολο, στην ολομέλεια των κατοίκων. Το καθεστώς αυτό επιβεβαιώνει και η παλαιά σημείωση στο verso: «πωλητήριον Μετοχίου υπό της Μονής Αγίου Ταξιάρχου εις τους κατοίκους του Λαύκου».

Ποια ήταν όμως η ακριβής σχέση της Κοινότητας Αγίου Γεωργίου με την Μονή Ταξιαρχών ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς της περιουσίας της; Κατ᾽ αρχήν θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε όλα τα σωζόμενα μέχρι σήμερα έγγραφα στο αρχείο της Κοινότητας Αγίου Γεωργίου σε σχέση με την Μονή Ταξιαρχών, δεν υπάρχει κανένας οθωμανικός ή ελληνικός τίτλος ιδιοκτησίας επί τουρκοκρατίας, από τον οποίο να προκύπτει ότι η Μονή και η περιουσία της μεταβιβάστηκαν με οποιονδήποτε τρόπο στην Κοινότητα, ότι δηλαδή έχουμε μεταβολή σε γαίες μετρουκέ. Ο ερευνητής της ιστορίας της περιοχής και της Μονής Ταξιαρχών Κ. Λιάπης ισχυρίζεται ότι το 1912 «με νόμο του Βενιζέλου, έγιναν οριστικά παραχωρητήρια στα βακούφια που είχαν περιέλθει παλιότερα στις κοινότητες και στους Δήμους λόγω χρησικτησίας». Ο «νόμος του Βενιζέλου» είναι ο ν. ΔΝΖ΄/14.2.1912 (άρθρο 12).

Κατ᾽ αρχάς πρέπει να σημειωθεί ότι επί τουρκοκρατίας, η οποία στην Θεσσαλία διήρκησε μέχρι το 1881, ήταν αδύνατον να αποκτηθεί κυριότητα με χρησικτησία, αφού το Οθωμανικό Δίκαιο που ίσχυε στην περιοχή αγνοούσε παντελώς τον θεσμό της χρησικτησίας ως τρόπο κτήσεως κυριότητας σε οποιαδήποτε κατηγορία γαιών του, όπως προκύπτει και από τις διατάξεις των άρθρων 1248 και 1674 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα. Το άρθρο 1674 ρητά ορίζει: «Η παρέλευσις του χρόνου δεν αποσβεννύει το δικαίωμα». Δηλαδή ακόμη και εάν οι κοινότητες χωριών είχαν για κάποια περίοδο την χρήση και την διαχείριση μοναστηριακών γαιών, ήταν αδύνατο να αποκτήσουν κυριότητα σε μοναστηριακές γαίες. Φυσικά το ίδιο ίσχυε και μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, το 1881, γιατί για την απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία σε μοναστηριακό ακίνητο έπρεπε να έχει συμπληρωθεί χρόνος νομής 40 ετών μέχρι τις 12.9.1915, δηλαδή τουλάχιστον από 11.9.1875. Κάτι τέτοιο στην περιοχή του Πηλίου δεν ήταν δυνατόν να συμβεί, διότι η απελευθέρωσή της πραγματοποιήθηκε το 1881 και μέχρι το 1915 έχουν περάσει 34 έτη (βλ. απόφαση Αρείου Πάγου 1338/2010, για ακίνητο της Ι. Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Άρτας, που απελευθερώθηκε επίσης κατά το έτος 1881).

Την σχέση της Κοινότητας Αγίου Γεωργίου με την Μονή Ταξιαρχών και την περιουσία της επί τουρκοκρατίας μπορούμε να διερευνήσουμε μέσα από ένα έγγραφο που σώζεται στο αρχείο της Κοινότητας και περιλαμβάνει την συμφωνία που συνήφθη στις 18.10.1864 για την παραχώρηση της Μονής Ταξιαρχών, με όλα τα ανήκοντα σε αυτήν κτήματα, έναντι ετήσιου χρηματικού ποσού, στον ηγούμενο Γαβριήλ, για τον οποίο θα μιλήσει αύριο ο π. Χαρίλαος Παπαγεωργίου. Συγκεκριμένα η 7η παράγραφος αναφέρει τα εξής ως προς την τύχη της Μονής και της περιουσίας της, μετά την αποβίωση των μοναχών: «Μετά δέ τήν ἀποβίωσιν ἁπάντων τῶν εἰρημένων πατέρων τῶν ὑποφαινομένων ὀνοματωδῶς ἡ κατατεθεῖσα παρ’ αὐτῶν χρηματική περιουσία νά μένῃ ἐν τῷ ρηθέντι μονηδρίῳ τῶν Ταξιαρχῶν ἄνευ τινός ἀπαιτήσεως τῶν κληρονόμων ὁποιωνδήποτε, ἐπί λόγῳ κληρονομικοῦ δικαιώματος ἤ μετανοίας ἐπι τῆς χρηματικῆς αὐτῶν καταθέσεως. Ἡ δέ μονή καί τά κτήματα αὐτῆς νά μένη πάλιν ὑπό τήν καλήν διαχείρισιν τῆς κοινότητος τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ὡς τό ἐξ ἀρχῆς.».

Από την διατύπωση προκύπτει ότι η ίδια η Μονή αναγνωριζόταν από την Κοινότητα ως ιδιοκτήτρια και κυρία, ενώ η Κοινότητα θεωρούσε τον εαυτό της ως διαχειρίστρια. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι, μετά τον θάνατο των μοναχών, η χρηματική περιουσία τους μένει στην ιδιοκτησία της Μονής, δηλαδή, χρησιμοποιώντας την σύγχρονη ορολογία, στο «νομικό της πρόσωπο», και όχι στην ιδιοκτησία της Κοινότητος, διότι, εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, το συμφωνητικό θα ανέφερε ρητά ότι η χρηματική περιουσία θα ανήκει στην Κοινότητα. Όσον αφορά το μοναστηριακό συγκρότημα και τα κτήματα, αυτά μένουν, μετά την αποβίωση των μοναχών, στην «διαχείριση» της Κοινότητας, όρος που αντιδιαστέλλεται από την έννοια της «πλήρους ιδιοκτησίας». Στο ίδιο συμφωνητικό αναφέρεται ότι η Μονή παραχωρείται στους μοναχούς «μεθ’ ὅλων τῶν κινητῶν τῶν ἐν αὐτῇ ἐμπεριεχομένων πραγμάτων, ὡς καί ἅπαντα τά σχολιακά καί τῆς αὐτῆς μονῆς κτήματα ὅσα ὑπό τήν κατοχήν τῆς αὐτῆς μονῆς ὡς ἐν τῷ ὑπογεγραμμένῳ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν καταστίχῳ εἰσί καταγεγραμμένα ἕν πρός ἕν…», διατύπωση που αποδεικνύει την κυριότητά της επί των κτημάτων της. Από την ίδια διατύπωση προκύπτει ότι τα κτήματα της Μονής διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες: α) σε όσα διατίθενταν για τις ανάγκες των Σχολών και β) σε όσα διατίθενταν για τις ανάγκες της ίδιας της Μονής.

Κατά συνέπεια, η «ιδιοκτησία» (κατοχή) ανήκε στην Μονή και στην Κοινότητα η «διαχείριση». Η μόνιμη μέριμνα της Κοινότητας ήταν η περιουσία να μένει στην ίδια την Μονή, για να διατίθεται προς όφελος της μονής και των κοινοτικών Σχολών. Δηλαδή, τα κτήματα της Μονής δεν διατίθενταν προς όφελος της Κοινότητας ή των κατοίκων της, αλλά είτε για τον σκοπό της λειτουργίας της είτε για την εκπαίδευση, που την εποχή της τουρκοκρατίας συνδεόταν στενά με την Εκκλησία και τις Μονές της. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ με το παραπάνω συμφωνητικό παραχωρείται στον Ηγούμενο της Μονής Γαβριήλ και στην συνοδεία του πλήρως η περιουσία της Μονής, ακόμη και τα λεγόμενα σχολιακά κτήματά της, η μόνη ουσιαστικά οικονομική υποχρέωση που αναλαμβάνουν οι μοναχοί απέναντι στην Κοινότητα είναι (άρθρο Α) να πληρώνουν κατ’ έτος 16.000 γρόσια για τους μισθούς «τοῦ τε ἑλληνικοῦ διδασκάλου καὶ τοῦ ἀλληλοδιδάκτου καὶ τῆς διδασκαλίσσης τῶν κορασίων». Όλες οι υπόλοιπες υποχρεώσεις των μοναχών που αναφέρονται στο Συμφωνητικό (πρόσκληση του αρχιερέα μία φορά κατ’ έτος, τέλεση πανηγύρεως Αρχαγγέλων, πληρωμή φόρων, επισκευές και οικοδομές, καλλιέργεια των κτημάτων, δαπάνες διατροφής μοναχών, εργατών και επισκεπτών κ.λπ.), αφορούν αποκλειστικά και μόνο την κανονική λειτουργία της, και όχι άλλη δραστηριότητα εκτός αυτής.

Στο 8ο άρθρο του Συμφωνητικού τονίζεται χαρακτηριστικά ότι το χωριό «Άγιος Γεώργιος» δεν έχει δικαίωμα να διεκδικήσει τίποτε απολύτως («οὐδέ ὀβολόν»), εκτός από την πληρωμή των μισθών των διδασκάλων. Η Κοινότητα δεν έχει δικαίωμα να διαθέτει το ετήσιο «μίσθωμα» για οποιεσδήποτε ανάγκες της, αλλά αποκλειστικά και μόνο για την μισθοδοσία των διδασκάλων. Συνεπώς, επί τουρκοκρατίας τα κτήματα της Μονής Ταξιαρχών δεν βρίσκονταν στην κοινή χρήση των κατοίκων και της κοινότητας του Αγίου Γεωργίου. Οι κάτοικοι είχαν συνείδηση ότι η περιουσία της Μονής ήταν ιερή και απαραβίαστη και δεν ταυτιζόταν, αλλά ήταν κάτι ξεχωριστό από την κοινοτική περιουσία. Τούτο αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι στο αρχείο της Κοινότητας του χωριού Άγιος Γεώργιος υπάρχει ξεχωριστός κώδικας του έτους 1864, όπου καταγράφεται η κινητή και ακίνητη περιουσία της Μονής.

Το νομικό αυτό καθεστώς, όπως προκύπτει μέσα από το Συμφωνητικό και τα λοιπά έγγραφα της Μονής, στην ουσία εφαρμόζει το οθωμανικό ισλαμικό δίκαιο της εποχής περί βακουφίων, όπως και το Εκκλησιαστικό Δίκαιο, το οποίο εφαρμοζόταν αδιάλειπτα μέσα στην Εκκλησία, ακόμη και μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η περιουσία που αφιερώνεται σε μοναστήρι για την ίδρυση ή την συντήρησή του δεν ανήκει στον δωρητή, έστω και εάν αυτός εγκαταβιώνει στην Μονή, αλλά στον Θεό και για αυτό είναι αδύνατη η μεταβολή της. Τα μέλη της Αδελφότητας, ως ένωση προσώπων, είναι από κοινού διαχειριστές και επικαρπωτές, ενώ ο τοπικός Επίσκοπος έχει σε ανώτατη βαθμίδα την επίβλεψη της διαχειρίσεως. Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να αντιμετωπιστεί και η σχέση της Μονής Ταξιαρχών και της περιουσίας της με την τοπική Κοινότητα Αγίου Γεωργίου. Όσο στην Μονή Ταξιαρχών υπήρχε μοναχική Αδελφότητα, αυτή ήταν η απόλυτη διαχειρίστρια της περιουσίας της. Όταν όμως δεν υπήρχε Αδελφότητα, ο τοπικός Μητροπολίτης παραχωρούσε την διαχείριση στην τοπική Κοινότητα, παραμένοντας ο ανώτατος επόπτης της, αυτός που επικύρωνε κάθε σοβαρή πράξη σε σχέση με αυτήν. Κατά συνέπεια, ακόμη και στις χρονικές περιόδους που την διαχείριση της Μονής και της περιουσίας της, λόγω λειψανδρίας, αναλάμβανε, με άδεια του Μητροπολίτη, η Κοινότητα του χωριού «Άγιος Γεώργιος», η Μονή παρέμενε και αναγνωριζόταν από τους κατοίκους ως μοναδικός φορέας της «ιδιοκτησίας» της περιουσίας της, μέσω του θρησκευτικού σκοπού τον οποίο εξυπηρετούσε και τα ακίνητά της ανήκαν σε αυτά της τελείας κυριότητος (mülk).

Το παραπάνω καθεστώς της περιουσίας της Μονής σε σχέση με την Κοινότητα Αγίου Γεωργίου ήταν ευθυγραμμισμένο με το άρθρο 1 των Κανονισμών περί Μοναστηρίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1860, σύμφωνα με ο οποίο ο επιτόπιος αρχιερέας έχει την πλήρη εποπτεία ολων των μονών της επαρχίας του, και το άρθρο 5 περί των «εγκαταλελειμμένων προ πολλών ετών και κατερημωμένων» μονών, οι πρόσοδοι των οποίων μπορούν να διατίθενται «επ’ ωφελεία των πλησιεστέρων χριστιανών». Από την τελευταία διάταξη προκύπτει ότι οι πρόσοδοι μιας μονής μπορούσαν να διατίθενται από τον Μητροπολίτη για την εξυπηρέτηση «εθνικών αναγκών και συντήρηση δημοσίων καταστημάτων», στην συγκεκριμένη περίπτωση της Μονής Ταξιαρχών, σχολείων. Ο Κανονισμός δεν προβλέπει μεταβίβαση κυριότητας της μοναστηριακής περιουσίας σε κοινότητες χριστιανών, ενώ ανώτατος επόπτης παραμένει πάντοτε ο επιτόπιος Μητροπολίτης, ο οποίος και επέβλεπε και επικύρωνε οποιαδήποτε πράξη.

Συμπερασματικά, το περιεχόμενο του όρου «Κοινοτική» περί της Ιεράς Μονής Ταξιαρχών στην περίοδο της τουρκοκρατίας αφορούσε αποκλειστικά και μόνο στην κατά καιρούς διαχείριση της περιουσίας της από την Κοινότητα Αγίου Γεωργίου, ενώ η κυριότητα δεν έπαυσε ποτέ να ανήκει, βάσει του Οθωμανικού και του Εκκλησιαστικού Δικαίου, αποκλειστικώς και μόνο στην ίδια την Μονή, δηλαδή στο εκκλησιαστικό «βακούφι» της. Η διεκδίκηση της περιουσίας των Μονών αυτών από Κοινότητες για να διατεθεί ελεύθερα για τις ανάγκες τους είναι ένα φαινόμενο που εμφανίζεται ουσιαστικά μετά την απελευθέρωση κυρίως τον 20ό αιώνα, δεν έχει καμία σχέση με την νομική πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί επί τουρκοκρατίας, αλλά και τους κανόνες δικαίου που ίσχυσαν μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και αποδεικνύει πώς η μοναδική λύση του προβλήματος είναι η αναγνώριση όλης της μοναστηριακής περιουσίας των λεγόμενων κοινοτικών μονών, συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των κειμηλίων τους, ως καθαρά μοναστηριακής στο νομικό πρόσωπο των μονών, καθώς η σημερινή εξέλιξη δείχνει ότι ο θεσμός δεν λειτούργησε: από απλή διαχείριση μιας περιουσίας που διετίθετο αποκλειστικά και μόνο για την ίδια την Μονή ή το πολύ για την εκπαίδευση, οι Κοινότητες φτάνουν σήμερα να διεκδικούν πλήρη κυριότητα σε απαραβίαστη περιουσία, την οποία θεωρούν ότι επιτρέπεται να διαθέτουν ελεύθερα για οποιασδήποτε ανάγκες τους.