Χρόνος, αχρονία και αιωνιότητα

22 Σεπτεμβρίου 2023

          Ο χρόνος είναι μια διάσταση, ένα μέγεθος αυτού του κόσμου και επομένως είναι μετρήσιμος με βάση κάποια μονάδα μετρήσεως. Αυτή η μονάδα μετρήσεως είναι η ημέρα, δηλαδή η πλήρης περιστροφή της γης γύρω από τον εαυτό της, και το έτος, η πλήρης περιστροφή του ήλιου γύρω από τον εαυτό του (ηλιακό έτος), όπως και   της σελήνης (σεληνιακό έτος). Τελικά με το συνέδριο που έγινε το 1961 κατά την 11η Γενική Διάσκεψη Μέτρων και Σταθμών, υιοθετήθηκε το διεθνές σύστημα μονάδων (SI) το οποίο εισήγαγε ως μονάδα μέτρησης του χρόνου το 1 δευτερόλεπτο (1second). 

Η περιγραφή του χρόνου ως παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι σχηματική, διότι εκείνο που υπάρχει είναι το παρόν, ενώ το παρελθόν πέρασε και το μέλλον δεν ήρθε ακόμη. Επίσης ο χρόνος μπορεί να είναι αντικειμενικός σύμφωνα με τα όργανα μέτρησης, ή υποκειμενικός σύμφωνα με την ψυχολογική διάθεση του ανθρώπου.

          Για τον χρόνο έγιναν πολλές συζητήσεις από την αρχαιότητα μεταξύ των φιλοσόφων και των φυσικών επιστημόνων, όπως και μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση.

Ο χρόνος από φιλοσοφική άποψη

 Η προσέγγιση του χρόνου στη φιλοσοφία ποικίλλει κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ακόμη ενιαία θεωρία ή σκέψη παρά τις επιστημονικές εξελίξεις.  Η αντίληψη του χρόνου φαίνεται να είναι προϊόν της ψυχολογίας και της αντιληπτικής μας δομής. Ο χρόνος δεν είναι κάτι που είναι απόλυτο. Αντίθετα, μπορεί να μεταβάλλεται  κάτω από ορισμένες συνθήκες.

Η πλατωνική φιλοσοφική προοπτική του χρόνου

Ο Πλάτωνας  υποστήριξε ότι ο χρόνος είναι μια κινούμενη εικόνα της αιωνιότητας. Λέγοντας ότι ο χρόνος είναι εικόνα, ο Πλάτωνας εννοεί ότι ο χρόνος είναι απομίμηση της ακίνητης αιωνιότητας του κόσμου των ιδεών. Επομένως, η αληθινή φύση των πραγμάτων είναι να παραμένουν στατικά και αιώνια. Η σκιά αυτής της ακινησίας είναι ο χρόνος. Η μεταμόρφωση, η κίνηση και το γίγνεσθαι αποτελούν  χαρακτηριστικά του κόσμου των αισθήσεων. Επομένως ο χρόνος δεν είναι ιδέα, αλλά η εικόνα μιας ιδέας, της αιωνιότητας.

Η αριστοτελική προοπτική

Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι   δεν υπάρχει χρόνος χωρίς κίνηση.   Έτσι υποθέτει ότι ο χρόνος είναι το μέτρο της κίνησης σύμφωνα με ένα πριν και ένα μετά. Επομένως, το πριν και το μετά είναι σημεία που καθορίζουν ένα χωρικό μέγεθος. Ο χρόνος είναι η αρχή και το τέλος μιας κίνησης και επομένως είναι μετρήσιμος.

 Ο χρόνος στη μεσαιωνική φιλοσοφία

Για τον Άγιο Αυγουστίνο, ο χρόνος έχει την προέλευσή του στην ανθρώπινη ψυχή. Σύμφωνα με αυτόν, το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον ταυτίζονται με τη μνήμη, την προσοχή και την αναμονή, αντίστοιχα. Το παρελθόν είναι αυτό που θυμόμαστε, το παρόν είναι αυτό που προσέχουμε και το μέλλον είναι αυτό που περιμένουμε. Πρόκειται επομένως για οντότητες που δεν διαθέτουν δική τους εξωτερική πραγματικότητα   αλλά αποτελούν προέκταση της ανθρώπινης ψυχής.

Ο χρόνος  στη σύγχρονη και μοντέρνα φιλοσοφία

 Ο Ισαάκ Νεύτωνας περιγράφει την ύπαρξη δύο διαφορετικών χρόνων: ο ένας απόλυτος και ο άλλος σχετικός, ο πρώτος είναι αληθινός και μαθηματικός από τη φύση του, ρέει χωρίς σχέση με οτιδήποτε εξωτερικό και ονομάζεται διάρκεια. Αντίθετα ο σχετικός χρόνος αναφέρεται στην μέτρηση της διάρκειας, που γίνεται μέσω της κίνησης.

 Για τον Κάντ ο χρόνος είναι μια έμφυτη διαίσθηση που αποτελεί μέρος της δομής του αντιλαμβανόμενου υποκειμένου. Είναι αυτό που του επιτρέπει να ταξινομεί τα φαινόμενα του κόσμου σύμφωνα με τη διαδοχή και την ταυτόχρονη ύπαρξη.

Ο Μπεργκσόν αναφέρεται στον χρόνο από μια βιωματική προοπτική, βασισμένη στην οργανική ενότητα, στον ζωτικό χρόνο, στους ρυθμούς των οργανικών διεργασιών,  ενώ ο Χάιντεγκερ κάνει διάκριση μεταξύ του ίδιου του χρόνου, ο οποίος νοείται ως υπαρξιακή συστατική λειτουργία του ανθρώπου και του χρόνου του κόσμου ως μέτρου.

Η έννοια του χρόνου

          Συνήθως διακρίνουμε τον χρόνο σε τρία μέρη: στο παρελθόν, το πα­ρόν και το μέλλον. Η τριμερής όμως αυτή διάκριση δεν φαίνεται να έχει κάποια αντικειμενική υπόσταση. Πράγματι, αν θελήσουμε να προσ­διορίσουμε αντικειμενικώς το παρόν, θα διαπιστώσουμε ότι δεν απο­τε­λεί τίποτε περισσότερο από μια διαχωριστική τομή ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Έτσι η τριμερής διάκριση του χρόνου γί­νε­ται αυτομάτως διμερής. Γι’ αυτό και ο Αριστοτέλης μιλάει για δύο μόνο διαστάσεις του χρό­νου, το παρελθόν και το μέλλον. Κι όμως δεν εί­ναι δυνατό να υπάρξει πραγματικός χρόνος χωρίς  το παρόν. Το παρόν πάλι δεν μπορεί να εκληφθεί ως χρονική διάρ­κει­­α, όπως το παρελθόν και το μέλλον, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει ανα­πόφευκτα να έχει και πα­ρελ­­θόν και μέλλον.  Το παρόν επομένως δεν είναι χρόνος αλλά στιγμή,   εκείνη η στιγμή, με την οποία διαχωρίζεται το παρελθόν από το μέλλον. Και η στιγμή αυτή του παρόντος, ενώ στην πρα­γμα­τικότητα είναι η μόνη υπαρκτή, γίνε­ται ασύλ­λη­πτη, γιατί αυτόματα μεταβάλλεται σε παρελθόν.

Και ενώ το παρόν αποτελεί μία ασύλληπτη και φευ­γαλέα στιγ­μή, ούτε το παρελθόν ούτε το μέλλον ανήκουν στον άνθ­ρωπο. Το πα­ρελθόν είναι περασμένο, ενώ το μέλλον δεν ήρθε ακόμη.  Ο άνθρωπος όμως δεν ζει τον χρόνο ως μεμονωμένες στιγμές αλλά ως μια ευρύτερη διάρκεια,  που περιλαμβάνει και το παρελθόν και το μέλλον. Με τη μνή­μη του παρελθόντος  και την προσδοκία του μέλλοντος υπερβαίνει την κάθε στιγμή και ζει το πα­ρόν ως σύνθεση και υπέρβαση του παρελθόντος και του μέλ­λοντος. Έτσι το παρόν της ανθρώπινης ζω­ής παρουσιάζεται ως υπέρ­βαση του χρόνου και πα­ρα­πέμπει στην αιωνιότητα.

Καθετί που υπάρχει μέσα στον κόσμο είναι σχετικό.   Ακόμα και η διάκριση μεταξύ παρελ­θόντος, παρόντος και μέλλοντος είναι κατά τον Αϊνστάιν μια  ψευδαίσθηση, γιατί όσο πιο γρήγορα μετακινείται κανείς, τόσο πιο αργά περνάει ο χρόνος: πέντε χρόνια μέσα σε ένα δια­στη­μό­πλοιο που ταξιδεύει με το 90% της ταχύτητας του φωτός (300 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο) αντι­στοι­χούν σε τριανταέξι χρόνια στη γη. Η αντίληψη της έννοιας του χρόνου ως ένα μέγεθος απόλυτο που η ροή του δεν επηρεάζεται από τίποτα, ανετράπη το 1905 από τον Albert Einstein με τη δημοσίευση της θεωρίας της ειδικής σχετικότητας. Ο Einstein με την εν λόγω θεωρία απέδειξε ότι ο χρόνος δεν είναι απόλυτος, αλλά εξαρτάται από την κινητική κατάσταση του παρατηρητή, ενώ στη συνέχεια το 1922 με τη θεωρία της γενικής σχετικότητας απέδειξε ότι εξαρτάται και από την περιοχή του χώρου, στην οποία βρισκόμαστε.

Ο χρόνος σχετίζεται με τη ζωή αλλά την οδηγεί και προς τον θά­νατο. Όπως οι επιβάτες του πλοίου ο­δη­γούνται στο λιμάνι, έστω και αν κοι­μούν­ται και δεν αντιλαμβάνονται τίποτε, έτσι και οι άνθρωποι με το πέρασμα του χρόνου οδηγούνται φυσιολογικά στο τέ­λος της ζωής τους.  Η ηλικία του καθενός δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο χρόνος της ζωής του που πέρασε και χάθηκε. Λησμονούμε όμως ότι ο χρόνος που ζούμε αφαιρείται από το συνολικό χρόνο της ζωής μας.  Από την ημέρα της γέννησής μας ξετυλίγεται το κουβάρι της ζωής μας, κάποτε όμως θα ξετυλιχτεί εντελώς και θα πάψει να υπάρχει ζωή για εμάς. Ο άνθρωπος συνήθως δεν  σκέπτεται την αδιάλειπτη πα­ρουσία του χρόνου και θεωρεί ότι ο χρόνος που περνάει δεν αφορά τον ίδιο αλλά τους άλλους.

           Ο χρόνος στην ουσία δεν απο­τε­­λεί για τον άνθρωπο  μια αδιάφορη εξωτερική πραγματικότητα αλλά μια υπαρ­ξιακή πραγματικότητα. Ο χρόνος δεν αφορά μόνο τα αντικείμενα αλλά και την προσωπική μας ύπαρξη.   Και η ορθή τοποθέτηση μέ­σα στον χρόνο αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ορθή αντιμετώπιση της ζω­ής και τη σωστή δράση μέσα στον κόσμο.

Άλλη βασική πλάνη είναι το  ότι αναζητεί  συνήθως το νόημα της ζωής του όχι μέσα στο τωρινό παρόν  αλλά στο προσ­δο­κώ­μενο μέλλον.   Με τον τρόπο αυτόν ο άνθρωπος δρα και κινείται μέσα στον κόσμο σαν να πρόκειται να ζήσει το μέλλον και όχι το παρόν. Όλη του η ζωή είναι μια προετοιμασία και μια αναμονή για το μέλλον κι έτσι δεν ζει το παρόν.  Και ε­πειδή εκεί­νο που ζει ο άνθρωπος δεν είναι το μέλλον αλλά το παρόν, συμ­βαίνει να κινείται διαρ­κώς επάνω σε μια γέφυρα, χωρίς ποτέ να φτά­νει στον σκοπό του.

(Συνεχίζεται)