Άγιοι Θεοφάνης και Θεόδωρος οι Γραπτοί, Πώς ο εικονομάχος αυτοκράτορας χάραξε στα πρόσωπά τους ιαμβικούς στίχους

27 Δεκεμβρίου 2023

Οι δύο αδελφοί Ομολογητές Άγιοι Θεοφάνης και Θεόδωρος οι Γραπτοί.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Επιστολή του αγίου Θεοδώρου του Γραπτού προς τον αρχιεπίσκοπο Κυζίκου Ιωάννη και τους λοιπούς Χριστιανούς στην οποία περιγράφει τις τιμωρίες που υπέστη μαζί με τον κατά σάρκα αδελφό του Θεοφάνη για τις αγίες εικόνες από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο. Οι δύο αδελφοί μεταφέρθηκαν από τον μικρό νησί της Προποντίδας Αφουσία το οποίο ήταν τόπος εξορίας στην Κωνσταντινούπολη.

 

«Εάν σιωπήσω τα βάσανα, τα οποία μας έκαμαν οι μισόχριστοι, ζημιούνται οι φιλόχριστοι. Λοιπόν ας τα είπω με βραχύτητα [εν συντομία] εις δόξαν Θεού και πολλών ωφέλειαν, μάλιστα διά να φαίνεται το σαθρόν και αραχνώδες [αβάσιμο, δόλιο και χωρίς έρεισμα] δόγμα των ασεβών. Όταν έφθασαν εις την Αφουσίαν οι υπηρέται του βασιλέως μάς ήρπασαν με βίαν πολλήν και ταχύτητα ερωτώμεν την αιτίαν τούτου [ρωτήσαμε γιατί μας το κάνουν αυτό].

Οι δε έλεγον, ότι δεν εγνώριζον, ειμή μόνον ότι τους προσέταξεν ο βασιλεύς να μας υπάγουν εις το Βυζάντιον [στην Κωνσταντινούπολη] τάχιστα [όσο γίνεται πιο σύντομα]· εις το οποίον εφθάσαμεν εις τας οκτώ του Ιουλίου, και μας εφυλάκισαν εις το πραιτώριον [εδώ η έδρα του επάρχου].

Μετά εξ ημέρας μας εξέβαλεν ο έπαρχος και μας ωδήγησεν εις τον βασιλέα, όστις ήτο πολλά θυμωμένος, πριν δε να ερωτήση ημάς τίποτε, προσέταξε να μας δείρουν εις τας όψεις, και ούτως εκτύπησαν εις το πρόσωπόν μας τόσα ραπίσματα, ώστε έπεσα εις το υποπόδιον του βασιλέως, μη δυνάμενος να ίσταμαι [να στέκομαι] όρθιος.

Τότε μας ηρώτησεν ο βασιλεύς λέγων·
«Διατί ήλθετε προς ημάς, αναιδέστατοι»;

Ταύτα λέγων μας παρετήρει με βλέμμα άγριον, έχων δε και εις τας χείρας χαρτίον, λέγει προς τον έπαρχον·
«Λάβε αυτούς και χάρατε [χάραξε] εις τα πρόσωπά των τους στίχους τούτους, έπειτα παράδωσε αυτούς εις δύο Σαρακηνούς, να τους υπάγουν εις την χώραν των», ταύτα δε ειπών ενεχείρισε και το χαρτίον εις τον έπαρχον.

Ήτο δε εκεί πλησίον εκείνος όστις συνέθεσε τους στίχους, Χριστόδουλος καλούμενος, όστις προσετάγη [τον διέταξαν] και τους ανέγνωσε να τους ακούσωμεν, ήσαν δε οι στίχοι ούτοι ιαμβικοί· έπειτα γινώσκων ότι είμεθα πεπαιδευμένοι [μορφωμένοι] εις τα ποιητικά, είπε προς ημάς ο τύραννος· «Μη στενοχωρείσθε, εάν δεν είναι τόσον καλοί οι στίχοι ούτοι».

Έτερος δε τις, διά να φανή ευγνώμων προς αυτόν, απεκρίθη· «Δεν είναι άξιοι διά στίχους καλλιτέρους, δέσποτα».

Είναι δε οι στίχοι, τους οποίους εχάραξαν εις τα μέτωπά μας, οι εξής:

«Πάντων ποθούντων προστρέχειν προς την πόλιν
Όπου πάναγνοι του Θεού Λόγου πόδες
Έστησαν εις σύστασιν της οικουμένης,
Ώφθησαν ούτοι τω σεβασμίω τόπω
Σκεύη πονηρά δεισιδαίμονος πλάνης,
Εκείσε πολλά λοιπόν εξ απιστίας
Πράξαντες δεινά αισχρά δυσσεβοφρόνως,
Εκείθεν ηλάθησαν ως αποστάται
Προς την πόλιν δε του κράτους πεφευγότες
Ουκ εξαφήκαν τας αθέσμους μωρίας.
Όθεν γραφέντες ως κακούργοι την θέαν
Κατακρίνονται και διώκονται πάλιν».

[Μεταφορά στα νέα ελληνικά:
«Επειδή όλοι ποθούν να πάνε στην πόλη, όπου στάθηκαν τα πάναγνα πόδια του Θεού Λόγου
με σκοπό να συνενωθεί η οικουμένη, παρουσιάσθηκαν στον σεβάσμιο αυτόν τόπο και τα πονηρά αυτά δοχεία της δεισιδαίμονος πλάνης. Εκεί λοιπόν, αφού έπραξαν λόγω της απιστίας τους πολλά και φοβερά αίσχη με φρόνημα μισητό στον Θεό, εκδιώχθηκαν από εκεί σαν αποστάτες. Και όταν κατέφυγαν στην πόλη του κράτους, δεν εγκατέλειψαν τις παράνομες ανοησίες τους. Γι’ αυτό, αφού καταγράφηκαν σαν κακούργοι στα μέτωπά τους κατακρίνονται και διώχνονται πάλι»].
Μετάφραση από: https://iconandlight.wordpress.com/tag/%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%8E%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CF%82-bloom-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%83%CE%BF%CF%85%CF%81%CF%8C%CE%B6/

Αφού μας ανέγνωσαν τους στίχους, προσέταξεν ο βασιλεύς να μας βάλουν εις το πραιτώριον και λαβόντες ημάς εξέβαλον από το παλάτιον, και εις ολίγον διάστημα πάλιν μας επέστρεψαν εις τον βασιλέα, και μας λέγει·
«Εσείς θέλετε να καυχάσθε, όταν υπάγετε εις τον τόπον σας, ότι με περιεπαίξατε, διά τούτο πρέπει να σας εμπαίξω και εγώ πρότερον».

Ταύτα λέγων αυτός, μας εξέδυσαν, και έδειραν πρώτον εμέ εις την ράχιν και εις το στήθος ανηλεώς, διότι ο τύραννος τους ώρκιζε να με τύπτωσι [κτυπούν] δυνατά και άσπλαγχνα· εγώ δε ώραν πολλήν μαστιγούμενος, εφώναζα λέγων·
‘Δεν επταίσαμεν [φταίξαμε] εις την βασιλείαν σου’· και πάλιν· ‘Κύριε ελέησον’, και πάλιν· ‘Κύριε ελέησον, και Αγία Θεοτόκε, βοήθησον’.

Έπειτα έδερναν και τον αδελφόν μου Θεοφάνην, όστις ομοίως προσηύχετο επικαλούμενος την θείαν βοήθειαν.

Αφού λοιπόν μας έδειραν όσον ήθελον, μας έβαλον το εσπέρας εις το πραιτώριον· και μετά ημέρας τέσσαρας έφεραν ημάς εις τον έπαρχον, όστις ηπείλει να μας δώση φρικτά κολαστήρια, έπειτα να χαράξη τους δώδεκα (12) στίχους εις τας όψεις μας και να μας παραδώση εις τους Σαρακηνούς κατά το βασιλικόν πρόσταγμα.

Ημείς δε του αποκρινόμεθα [του απναντήσαμε] ότι ‘είμεθα έτοιμοι να υπομείνωμεν μυρίους θανάτους κάλλιον [καλύτερα], παρά να συγκοινωνήσωμεν [να συμφωνήσουμε] μετ’ αυτών εις την αίρεσιν, καν τους οφθαλμούς μας εξορύτωσι [ακόμη και αν μας βγάλουν τα μάτια], καν εις το πυρ μας καύσουν, καν εις άλλην δεινοτέραν μας παραδώσωσι βάσανον [ακόμη και σε χειρότερο βάσανο μας υποβάλουν]’.

Τότε λοιπόν ιδόντες το αμετάθετον της γνώμης ημών μας εσφράγισαν με το πεπυρωμένον [πυρακτωμένο] μέταλλον, εις το οποίον ήσαν τυπωμένοι οι άνωθεν ίαμβοι, και ελάβομεν οδύνην ανείκαστον [και νιώσαμε πόνους αφάνταστους] από το δεινόν [από το φοβερό] εκείνο μηχάνημα, διότι είμεθα πρησμένοι και πονεμένοι από τους προηγουμένους δαρμούς και τας μάστιγας.

Μας εβασάνιζον δε έως ου ενύκτωσε και έπαυσαν· τότε δε είπομεν προς τον έπαρχον·
‘Γίνωσκε βέβαια, ότι όταν υπάγωμεν εις τον Παράδεισον και μας ίδωσι τα Χερουβίμ, θέλουν ευλαβηθή τας όψεις μας, και θα μας κάμουν τόπον να εισέλθωμεν ευφραινόμενοι [ευχαριστημένοι], επειδή άλλος τις ποτέ δεν ηξιώθη ως ημείς να χαράξουν διά τον Δεσπότην Χριστόν την όψιν του’.

Ημείς μεν εδηλώσαμεν μόνον τα αναγκαιότερα [εμείς, λοιπόν, σας αναφέραμε τα βασικότερα απ’ όσα υποφέραμε], τα δε λοιπά, όσα συνέβησαν, άλλοι ας τα διηγούνται σαφέστερα, επειδή δεν μας επόμπευσαν [διαπόμπευσαν] εις τόπον απόκρυφον [κρυφό], αλλά φανερά εις το θέατρον, και μας έβλεπον άπαντες, οι οποίοι ας μαρτυρήσουν τα επίλοιπα [τα υπόλοιπα]».

Η μνήμη του αγίου Θεοδώρου του Γραπτού τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου.

 

Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Δεκέμβριος, τόμος 12ος.