Αμβρόσιος Μεδιολάνων: ο λαοφιλής επίσκοπος και ο ισχυρός εκκλησιαστικός ηγέτης
7 Δεκεμβρίου 2023Ο Αυρήλιος Αμβρόσιος (Aurelius Ambrosius) κατάγονταν από τη ρωμαϊκή συγκλητική οικογένεια των Αυρηλίων Συμμάχων. Ο πατέρας του υπηρετούσε ως έπαρχος στα Τρέβηρα της Γαλατίας. Το όνομα της μητέρας του δεν το γνωρίζουμε. Ο Αμβρόσιος είχε δύο αδέρφια την Μαρκελλίνα και τον Σάτυρο. Γεννήθηκε στα Τρέβηρα το έτος 339 ή 340. Μένει ορφανός σε μικρή ηλικία. Λάτρης των γραμμάτων σπουδάζει γραμματική, ρητορική, διαλεκτική, αριθμητική, γεωμετρία, μουσική και αστρονομία.
Γίνεται ιδιαίτερα αγαπητός στον λαό σε μία περίοδο όπου υπάρχουν εντάσεις ανάμεσα στους Ημιαρειανούς Ομοίους και τους Ορθόδοξους. Μετά τον θάνατο του Ημιαρειανού Αυξέντιου ξεσπούν έντονες ταραχές στην πόλη για την διαδοχή του. Ο Αμβρόσιος φτάνει στην πόλη με σκοπό να ηρεμήσει τα πνεύματα και τότε ακούγεται μία φωνή: «Ambrosium episcopum». Η παράδοση θέλει τον επίσκοπο Βερκέλλης Limenius να τον βαπτίζει στις 30 Νοεμβρίου και να τον χειροτονεί στις 7 Δεκεμβρίου του 374.
Έδειξε σύνεση και γνώση των διοικητικών πραγμάτων, με αποτέλεσμα να γίνει σεβαστός από τον πληθυσμό, δηλαδή από εθνικούς, αρειανόφρονες, που κυριαρχούσαν με τον επίσκοπο Μιλάνου Αυξέντιο και από τους παραγκωνισμένους ορθόδοξους.
Συνετέλεσε στη σύγκληση συνόδων (Σίρμιο 380, Ακυληία 381, Ρώμη 382).
Χτίζει πολλούς ναούς, αναπτύσσει πλούσιο φιλανθρωπικό έργο και φροντίζει για την παιδεία των κληρικών. Συνέβαλε δημιουργικά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, μόρφωσε τον κλήρο και ήταν ένθερμος υποστηρικτής της εκλαϊκευμένης Θεολογίας και του μοναχισμού . Έσφαλε όμως στις εκτιμήσεις για το θέμα του αντιοχειανού σχίσματος και αντιτέθηκε, με τους περισσότερους δυτικούς, στην απόφαση της Β’ Οικουμενικής Συνόδου (381) να χειροτονήσει τον Νεκτάριο Επίσκοπο στην Κωνσταντινούπολη και να δεχτεί τον Φλαβιανό (380-409) ως κανονικό επίσκοπο Αντιοχείας.
Ο Αμβρόσιος αναλαμβάνει τα επισκοπικά του καθήκοντα χωρίς να έχει κάποια θεολογική γνώση. Την κατάρτισή του στη θεολογία αναλαμβάνει ο πρωτοπρεσβύτερος και μετέπειτα επίσκοπος Μεδιολάνων Σιμπλικιανός (c.+400). Λαμβάνει τα πρώτα ερεθίσματα στη φιλοσοφία και τη θεολογία και στρέφει το ενδιαφέρον του προς την μελέτη της θύραθεν ελληνικής γραμματείας αλλά και των ανατολικών πατέρων και θεολόγων.
Οι γνωριμίες και η εμπειρία που είχε καταφέρει να αποκτήσει κατά την διάρκεια της πολιτικής του θητείας, σε συνδυασμό με τον χαρακτήρα του αλλά και την πνευματική του συγκρότηση, ήταν αρκετά για να τον βοηθήσουν ώστε να συνδεθεί με τρεις σύγχρονους του αυτοκράτορες: Γρατιανό (375-383), Βαλεντιανό Β’ (383-392) και Θεοδόσιο Α’ (379-395).
Ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα είναι η δημόσια συγνώμη από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’ στα Μεδιόλανα και η ειλικρινής μετάνοια του, ύστερα από τη φοβερή σφαγή χιλιάδων αθώων Θεσσαλονικέων την Άνοιξη ή το Καλοκαίρι του 390. Η απόφαση του Μ. Θεοδοσίου οφείλεται στις διακριτικές και ταυτόχρονα αυστηρές προτροπές του Αμβροσίου όπου έχουν διατυπωθεί στην 51η Επιστολή. Την Επιστολή συνέταξε ο ίδιος ο Αμβρόσιος κάτω από άκρα μυστικότητα, στην οποία καλούσε τον αυτοκράτορα να μετανοήσει, διαφορετικά θα τον έθετε εκτός Εκκλησίας. Ο Επίσκοπος των Μεδιολάνων σε όλη τη διάρκεια της ποιμαντικής του διακονίας ήταν μαχητικός υπερασπιστής της ορθόδοξης πίστης. Υπήρξε ταπεινός και συμπαραστάτης των αναγκών που είχε το ποίμνιό του.
Ο Αμβρόσιος ήταν ένας άριστος νομικός και γραφειοκράτης.
Καθοριστική σημασία για την πορεία του δυτικού χριστιανισμού είναι το γεγονός ότι ο άγιος ανταποκρίθηκε σε όλες τις απαιτήσεις με επιτυχία, χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη θεολογική προπαιδεία και χωρίς μεγάλα ορθόδοξα πρότυπα στην περιοχή. Και όλα αυτά σε μια εποχή φοβερών πολιτικών, κοινωνικών και θρησκευτικών ανακατατάξεων.
Ο Ρώμης Αγάθων (678-682), τον ονόμασε ορθά «μέγαν διδάσκαλον». Στην δυτική Εκκλησία ο Αμβρόσιος, μαζί με τους Αυγουστίνο, Ιερώνυμο και Γρηγόριο τον Μέγα, φέρει τον κατ’ εξοχήν τιμητικό τίτλο doctor Ecclesiae .
Ο άγιος Αμβρόσιος κοιμήθηκε στις 4 Απριλίου του έτους 397. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στις 7 Δεκεμβρίου.
Το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφής του Αμβροσίου αποτελείται από επεξεργασμένα κηρύγματα. Διακρίνονται για τον οικοδομικό τους χαρακτήρα, τη σαφήνεια και το ρητορικό τους ύφος. Στα κείμενα του κυριαρχεί ο βιβλικός λόγος ο οποίος συνήθως ερμηνεύεται αλληγορικά από επίδραση του Φίλωνα Αλεξανδρέα και του Ωριγένη.
Ο Αμβρόσιος ήταν άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας κάτι που του έδινε την ευχέρεια να προσεγγίζει το πρωτότυπο κείμενο της Κ.Δ., την ελληνική μετάφραση των παλαιοδιαθηκικών βιβλίων από τους Ο’, αλλά και τις συγγραφές του Φίλωνα, του Ωριγένη, του Κυρίλλου Ιεροσολύμων, του Διδύμου Αλεξανδρέα, του Μ. Αθανασίου, του Μ. Βασιλείου, του Γρηγορίου Θεολόγου και πιθανόν του Ιωάννη Χρυσοστόμου, οι οποίοι επιδρούν στην σκέψη του. Επιδράσεις δέχεται και από τον Κυπριανό Καρχηδόνος και τον Ιλάριο Πικτάβων.
Ιδιαίτερη αγάπη τρέφει για τον Όμηρο, τον Ξενοφώντα, του τραγικούς ποιητές, τον Αριστοτέλη, τους Επικούρειους, τον Πλάτωνα και τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, ενώ από τους Λατίνους εντυπωσιάζεται από τον Βιργίλιο, τον Κικέρωνα, τον Σαλλούστιο και τον Σενέκα.
Ο Αμβρόσιος συνέταξε ερμηνευτικά, κατηχητικά, δογματικά – αντιαιρετικά, ηθικά και ασκητικά έργα, ύμνους τους οποίους και μελοποίησε, Λόγους και Επιστολές. Η χρονολόγηση πολλών έργων του είναι πολύ δύσκολη.