Η Εικόνα της αγίας Βαρβάρας, Παρθενίου αγιογράφου (19ος αι.) με επιζωγράφηση Νεοφύτου Ν. Ζωγράφου (20ος αι.)

4 Δεκεμβρίου 2023

Στο θαυμαστό βίο της αγίας Βαρβάρας αναφέρεται ότι  ήταν ένα όμορφο κορίτσι που έζησε στην πόλη της Νικομήδειας στη Μικρά Ασία, επί Ρωμαίου Αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Ο Διόσκορος ο φανατικός (ειδωλολάτρης) πατέρας της, την είχε κλεισμένη σε ένα πύργο προκειμένου να τη διαφυλάξει από μνηστήρες. Ωστόσο μυστικά προσηλυτίστηκε στο Χριστιανισμό. Ο πατέρας της διέταξε να χτιστεί για αυτήν ένα λουτρό, ούτως ώστε να μην χρειάζεται να χρησιμοποιεί τα δημόσια λουτρά.

Εικ. 1. Αγία Βαρβάρα 19ος αι. , Παρθενίου ιερομονάχου με επιζωγράφηση Νεόφυτου Ν. Ζωγράφου, ναός απ. Λουκά Αραδίππου.

Ενώ το σχέδιο για το λουτρό προέβλεπε αρχικά δύο παράθυρα, η Βαρβάρα εγκατέστησε άλλο ένα για να τιμήσει την Αγία Τριάδα εκμυστηρευόμενη τον λόγο στον πατέρα της. Σ’ ένα τροπάριο της ακολουθίας της, στην Ε’ ωδή, χαρακτηριστικά αναφέρεται αυτό το γεγονός ως εξής: «θυρίσι τρισί, το λουτρόν φωτίζεσθαι κελεύσασα, μυστικώς διέγραψας, βάπτισμα Βαρβάρα της Τριάδος φωτί, των ψυχών σελασφόρον, υπάρχον καθαρτήριον». Δηλαδή, διατάζοντας να φωτίζεται το λουτρό με τρία παράθυρα, σχεδίασες με μυστικό τρόπο Βαρβάρα, το βάπτισμα, στο φως της Αγίας Τριάδος, που καθαρίζει και φέρνει λάμψη στις ψυχές.

Τότε ο πατέρας της, βλέποντας αυτή την αλλαγή, οργίστηκε και διέταξε να την παραδώσουν στον Ρωμαίο Έπαρχο κατά τους διωγμούς των Χριστιανών. Ο Έπαρχος θαυμάζοντας την ομορφιά της προσπάθησε στην αρχή να την μεταπείσει, βλέποντας όμως ότι εκείνη ήταν ανένδοτη την υπέβαλε σε μαρτύρια, περισσότερο για να την σώσει από την οργή του πατέρα της που ήθελε να φονευθεί. Τελικά ο Έπαρχος διέταξε τον αποκεφαλισμό της, και όρισε την ποινή να εκτελέσει ο ίδιος ο πατέρας της που ήταν και επιθυμία του. Σύμφωνα με τον βιογράφο αυτής Συμεών, ο ίδιος ο πατέρας της, την αποκεφάλισε ως «πατρικαίς χερσί τω πατρικώ ξίφει την τελείωσιν δέχεται». Την στιγμή όμως που είχε αποτελειώσει το έγκλημά του, έπεσε νεκρός χτυπημένος από κεραυνό κατά θεία δίκη.

Η εικόνα της αγίας Βαρβάρας (εικ.1) βρίσκεται σήμερα στο ιερό του ναού του απ. Λουκά στην Αραδίππου. Πρόκειται για μικρή εικόνα, στην οποία η αγία εικονίζεται μετωπική, με κιτρινωπό ένδυμα και μπλε χιτώνα. Την κεφαλή καλύπτει κίτρινο μαντήλι, αφήνοντας τα μαλλιά της να πέφτουν στους ώμους της. Ακόμα, στο κεφάλι φορεί κορώνα δηλώνοντας την αριστοκρατική της καταγωγή. Στο δεξί της χέρι κρατεί σταυρό ενώ με το δεξί ναόσχημο λουτρό με τρία παράθυρα στην κορυφή του οποίου υπάρχει σταυρός. Φέρει χρυσό φωτοστέφανο ενώ το βάθος της εικόνας καλύπτεται με μπλε λουλακί χρώμα.

Την εικόνα αυτή, την εντοπίσαμε κατά την διάρκεια της έρευνάς μας για καταγραφή των έργων του αγιογράφου Νεόφυτου Ζωγράφου στην πρόσφατη έκδοση του βιβλίου[1] μας για τη ζωή και το έργο του. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι με την πρώτη ματιά η εικόνα αυτή δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όμως, με μια πιο προσεκτική παρατήρηση, μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι πίσω από την εικόνα αυτή κρύβεται ένα ακόμα άγνωστο και ανυπόγραφο έργο του αγιογράφου Παρθενίου[2], (1794-1848) ιερομονάχου της μονής Χρυσορρογιάτισσας στην Πάφο.

Ο Παρθένιος ήταν ένας αγιογράφος που έζησε τη δύσκολη εποχή της τουρκοκρατίας. Υπήρξε κατά τον αρχιμανδρίτη Συμεών «η γνησιώτερη έκφραση της λαϊκής εκκλησιαστικής τέχνης στην Κύπρο ανά τους αιώνες[3]».Η τέχνη του χαρακτηρίζεται από απλότητα, και παιδική αφέλεια στις κινήσεις και τις εκφράσεις των μορφών. Σπάνια υπογράφει τα έργα του, όμως έχει ένα μοναδικό προσωπικό χαρακτήρα που ο οποιοσδήποτε μπορεί να αναγνωρίσει πολύ εύκολα τις εικόνες του. Δεν χρησιμοποιεί φύλλα χρυσού και συχνά βάφει το φόντο με το χαρακτηριστικό μπλε χρώμα.

Στη διαπίστωσή μας αυτή, ότι η εικόνα ανήκει στον χρωστήρα του αγιογράφου Παρθένιου, συνηγορούν η γνωστή σχεδιαστική του γραμμή και τα χρώματα που αν και έχουν επηρεαστεί από την επιζωγράφηση δεν είναι ικανά να αποκρύψουν τηνπατρότητα του έργου. Ο Νεόφυτος ενώ φαίνεται ότι έκανε αρκετή παρέμβαση στο πρόσωπο[4]της αγίας που ίσως είχε καταστραφεί, αφήνει ανέπαφο το λουτρό, τα ενδύματα και τα χέρια τα οποία όπως επίσης χαρακτηριστικά αναφέρει ο αρχιμανδρίτης Συμεών «τα χέρια με τα ανοικτά δάκτυλα μοιάζουν με ξύλινα θερνάκια που ανέμιζαν τα σιτηρά οι γεωργοί[5]». Ο Ζωγράφος επιμελείται ιδιαίτερα το πρόσωπο της αγίας με ροδαλούς πυρωτισμούς, λεπτά καμαρωτά φρύδια και αμυγδαλωτά εκφραστικά μάτια. Επίσης, διατηρεί και την μορφή της ονομαστικής επιγραφής Η ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ όπως ο Παρθένιος ακολουθούσε.

Παρόμοια έργαοΝεόφυτος έχει ζωγραφίσει σε αρκετούς ναούς του νησιού όπως για παράδειγμα, στον ναό αγ. Μαρίνας Τερσεφάνου, στον ναό αγ. Ιωάννη του Θεολόγου στη Λάρνακα,στον ναό αγ. Γεωργίου Πάνω Δευτερά, στον ναό Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Φρέναροςκ.αΣε εικόνα της αγίαςστον ναό της Παναγίας στη Δερύνεια, (εικ.2) προσθέτει την επιγραφή στο λουτρό:ΤΡΙΑΔΑ ΣΕΒΩ ΤΗΝ ΜΙΑΝ ΘΕΟΤΗΤΑ, ενώ σε άλλες εικόνες η αγία κρατά κλαδί φοινικιάς και σταυρό ευλογίας.

Ηεπιζωγράφηση της εικόνας αυτής μας δίνει την ευκαιρία να κάνουμε κάποιες σκέψεις για τους δύο αυτούς λαϊκούς ζωγράφους. Η συνάντησήτους στο έργο αυτό με ένα μυστικό τρόπο μας αποκαλύπτειτρόπον τίνα και τις ομοιότητες τους.

Έζησαν σε δύσκολες εποχές για το νησί της Κύπρου, υπό κατοχή, καταπίεση και φτώχεια (Τουρκοκρατία-Αγγλοκρατία). Ο Παρθένιος έζησε τις σφαγές του 1821, ο Νεόφυτος έζησε στον πολυτάραχο 20ό αι, με δύο παγκόσμιους πολέμους και άλλα φρικτά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Εικ. 2. Αγία Βαρβάρα 20ός αι. Νεόφυτου Ν. Ζωγράφου, ναός Παναγίας Δερύνεια.

Το πολυάριθμο έργο τους είναι διασπαρμένο σ’ όλη σχεδόν την έκταση του νησιού που μας κάνει να απορούμε και να θαυμάζουμε πώς και με ποια μέσα κινούνται αστραπιαία από την Πάφο στην Καρπασία, από την Κερύνεια στην Λάρνακα.

Χρησιμοποιούν και οι δύο ως κύριο εκφραστικό μέσο της τέχνης τους την εικόνα και όχι την τοιχογραφία και προτιμούν τις φορητές εικόνες μικρού μεγέθους, τις οποίες και πωλούν σε πολύ χαμηλές τιμές. Αποτέλεσμα οι πολλές παραγγελίες και η αποδοχή τους από τα λαϊκά στρώματα της κυπριακής υπαίθρου. Υπάρχει τόση απλότητα και παιδικότητα στα έργα τους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σήμερα ως άριστοι ζωγράφοι παιδικών παραμυθιών. Προτιμούν να μην υπογράφουν τα πλείστα έργα τους μιμούμενοι τη συνήθεια των παλιών αγιογράφων.

Οι συνθέσεις τους έχουν πρωτοτυπία, εφευρετικότητα και αφαιρετικότητα, με αποτέλεσμα οι όποιες ατέλειες να περιορίζονται. Σε κάποιες περιπτώσεις, παρουσιάζουν αγίους με πανομοιότυπη μορφή αλλάζοντας απλά το όνομά τους στην επιγραφή[6]. Αρέσκονται στα ζωηρά χρώματα γεμάτα αίσθημα. Τα έργα τους αναπαριστούν και την κυπριακή φύση με τα χαμηλά και ξηρά βουνά, τα ορθόκλωνα κυπαρίσσια και τις κεραμοσκέπαστες εκκλησίες. Τέλος, και οι δύο, γνήσιοι και χωρίς ακαδημαϊκή μόρφωση ζωγράφοι, αντιστέκονται στα νεωτερικά ρεύματα και παραμένουν πιστοί στις λαϊκές και εκκλησιαστικές τους παραδόσεις.

Είναι καιρός λοιπόν, οι δύο αυτοί αγιογράφοι, να μελετηθούν περισσότερο και να προβληθούν στον κόσμο ως γνήσιοι εκφραστές του αδούλωτου φρονήματος και του εκκλησιαστικού-λειτουργικού ήθους του κυπριακού λαού.«Το να γνωρίσουμε και να καταλαβαίνουμε τις εικόνες του τόπου μας είναι σαν να γνωρίζουμε τον ίδιο τον εαυτό μας και τις ρίζες μας[7]».

 

 Παραπομπές:

[1]Β. Βασιλείου, Νικόλαος Παπαστεφάνου & Νεόφυτος Ν. Ζωγράφου, Ο βίος και το έργο δύο άγνωστων αγιογράφων του 19ου-20ού-  αιώνα στην Κύπρο, Τερσεφάνου 2021.

[2]Χριστίνα Σπ. (επιμ) Η κατά Κίτιον αγιογραφική Τέχνη, σελ.117-119.

[3]Συμεών Αρχιμανδρίτη,  Οι ταπεινοί αγιογράφοι της Κύπρου κατά την Τουρκοκρατία (17ος -19ος αι.) Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου, 1988, σελ. 10.

[4] Ίσως, κάλεσαν τον Ζωγράφο Νεόφυτο να «βελτιώσει» το πρόσωπο, αν λάβουμε υπόψη άλλα έργα του Παρθένιου στα οποία οι άγιοι έχουν μεγάλα και εκστατικά μάτια, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις οι μορφές είναι τρομακτικές.

[5] Στο ίδιο, σελ. 11.

[6]Στον ναό του  Αγίου Γεωργίου, (Εκκλησιαστικό μουσείο, Σωτήρα Αμμοχώστου), δεν διστάζει να σβήσει το όνομα της αγίας Βαρβάρας; και του δωρητή και να γράψει στη θέση τους το όνομα της αγίας Μαρίνας αφού έχουν παρόμοιο εικονογραφικό τύπο. Βλέπε, Β. Βασιλείου, Νικόλαος Παπαστεφάνου & Νεόφυτος Ν. Ζωγράφου, Ο βίος και το έργο δύο άγνωστων αγιογράφων του 19ου-20ού-  αιώνα, σελ.  153.

[7]Συμεών Αρχιμανδρίτη,  Οι ταπεινοί αγιογράφοι της Κύπρου κατά την Τουρκοκρατία (17ος -19ος αι.) Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου, 1988, σελ. 2.