Η σκληρή χάρη που ζήτησε ένας ασκητής από συνασκητή του…

28 Δεκεμβρίου 2023

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Δυο συνασκηταί ζούσαν στην ίδια έρημο, σε μικρή απόστασι ο ένας από τον άλλο. κι οι δύο αγωνίζονταν για τη σωτηρία τους. Ο ένας όμως μελετούσε διαρκώς το θάνατο κι αυτό του έφερνε κατάνυξι στην καρδιά και το δάκρυ δεν έλειπε ποτέ από τα μάτια του.

Ο άλλος είχε ένα μικρό κήπο και τον φρόντιζε με μεγάλη επιμέλεια.

Μια μέρα ο κηπουρός έπρεπε να κατεβή στην πόλι. Πήγε στο συνασκητή του και τον παρακάλεσε να προσέχη τον κήπο του, ώσπου να γυρίση. Εκείνος υποσχέθηκε κι ο κηπουρός έφυγε ήσυχος.

Τότε ο Αδελφός είπε στον εαυτό του:
– Όσο έχεις καιρό, ταπεινέ, φρόντιζε τον κήπο.

Λέγοντας αυτά παραδόθηκε σε κατανυκτική προσευχή κι έχυσε πολλά δάκρυα για την ψυχή του τη νύκτα εκείνη κι ολόκληρη την άλλη μέρα, χωρίς διακοπή.

Το άλλο βράδυ γύρισε από την πόλι ο κηπουρός και βρήκε τον κήπο του κατεστραμμένο από σκαντζόχοιρους.

Στενοχωρημένος πήγε να βρη το γείτονά του:
– Ο Θεός να σε συγχωρέση, για την αμέλειά σου, του είπε πειραγμένος. Έτσι φρόντισες τον κήπο μου;
– Ο Κύριος γνωρίζει. Αδελφέ μου, του αποκρίθηκε ήρεμα εκείνος, πως έκανα, ό,τι μπορούσα να τον περιποιηθώ κι ελπίζω με τη χάρι Του ότι θα μας δώση καρπούς.

Έλεγε αυτά κι ο νους του ήταν στην πνευματική καλλιέργεια.

Ο άλλος, όμως, που δεν καταλάβαινε, του είπε θυμωμένα:
– Τώρα, που καταστράφηκε όλος, περιμένεις καρπούς;

Όταν ήταν ανομβρία, ο κηπουρός, που δεν έπαυε ν’ ανησυχή για τον κήπο του, έλεγε στον συνασκητή του:
– Αν δε μας λυπηθή ο θεός να βρέξη, είμαστε χαμένοι.

Κι’ εκείνος, που μόνο τα δάκρυα είχε στο νου του, με τα όποια ποτίζεται η καρδιά για να καρποφορήση αρετές, του απαντούσε:
– Αλλοίμονο, Αδελφέ μου, αν ξεραθούν οι πηγές, δε θα βρούμε σωτηρία.

Ο Χριστός κάλεσε γρήγορα κοντά Του τον επίγειο άγγελο. Όταν κατάλαβε πως έφτασε πια το τέλος του. φώναξε το συνασκητή του και τον ώρισε να του κάνη τη χάρι που θα του
ζητούσε.
– Όταν θα έχω πια ξεψυχίσει, του είπε, θέλω να σύρης το σώμα μου μακριά και να τ’ αφήσης να φαγωθή από τα όρνια, γιατί έχει αμαρτήσει και δεν είναι άξιο να ταφή.

Εκείνος ταράχτηκε.

– Αδύνατο να κάνω τέτοιο πράγμα, Αδελφέ. Δεν το στέργει η ψυχή μου.
– Αν μου υπακούσης, αποκρίθηκε ο ετοιμοθάνατος, και μου κάνης αυτή τη χάρι, σου υπόσχομαι να σε βοηθήσω από κει που πηγαίνω.

Με πολύ πόνο στην ψυχή ο Αδελφός ξεπλήρωσε την υπόσχεσί του. Έσυρε γυμνό το σώμα του νεκρού και το έριξε σε μια βαθειά χαράδρα.

Την τρίτη μέρα παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο νεκρός και του είπε:
– Ο Θεός να σ’ έλεήση, Αδελφέ, όπως εσύ ελέησες εμένα. Μεγάλη χάρι βρήκε η ψυχή μου, γιατί καταφρονέθηκε το σώμα μου. Παρακάλεσα πολύ για σένα που τόσο μ’ ευεργέτησες. Άφησε πια τη φροντίδα του κήπου και μερίμνησε για την ψυχή σου. Το τέλος σου πλησιάζει. Πένθησε και κλάψε. Τα κατανυκτικά δάκρυα έχουν τη δύναμι να σβύσουν τη φλόγα της κολάσεως.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο της Μοναχής †Θεοδώρας Χαμπάκη, «Γεροντικόν, Σταλαγματιές από την πατερική σοφία», έκδοση Ορθοδόξου Χριστιανικής Αδελφότητας «Λυδία» Θεσσαλονίκη.