O Γέρων Ιγνάτιος Καπνίσης (†): ασθένεια και κοίμηση

11 Δεκεμβρίου 2023

Ορισμένες ασθένειες ταλαιπώρησαν τα τελευταία χρόνια τον Γέροντα. Παρουσιάστηκε πρόβλημα με την καρδιά του, οι αρτηρίες βρέθηκαν «βουλωμένες», οπότε και έγινε μια σχετικά μικρή χειρουργική επέμβαση στον «Ευαγγελισμό», το μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας (η μεγάλη του ηλικία δεν επέτρεπε κάτι περισσότερο), ενώ είχε και υψηλό ποσοστό σακχάρου στο αίμα του. Άρχισε να δυσκολεύεται πια στο περπάτημα, και βαθμιαία καθηλώθηκε και σε καροτσάκι.

 Κάποια φορά, και μετά την επέμβαση αυτή, έπεσε στο δάπεδο ο Γέροντας. Όταν πέφτει, μου διηγούνταν κάποιο πνευματικό του παιδί, πολύ στενός συνεργάτης του (έπεφτε και πριν την επέμβαση αυτή ο Γέροντας καμιά φορά), ακούγεται ένας εκκωφαντικός κρότος, και οι συνεργάτες του φοβούνταν ότι σε αυτή την ηλικία (άνω των 85 ετών), θα είχε υποστεί κάποιο συντριπτικό κάταγμα. Σηκωνόταν όμως χωρίς να έχει πάθει το παραμικρό (πρόκειται, κατά  το συγκεκριμένο πνευματικό του τέκνο, αλλά και κατά τη δική μου ταπεινή γνώμη, για πειρασμική ενέργεια.

Μια μέρα, όπως πληροφορήθηκα, ο Γέροντας έλεγε: «με έπιασαν και με χτύπησαν, με έριξαν κάτω, ούτε που το κατάλαβα πώς, αλλά ούτε τα γυαλιά μου δεν σπάσανε, η Παναγία με βοήθησε».) Κάποια φορά συνέβη όμως να προκληθεί ένα μικροράγισμα, τόσο μικρό και αδιόρατο που ορισμένοι γιατροί είπαν ότι δεν είναι καν ράγισμα, αλλά κάποια μικρή κάκωση, στο δεξί του χέρι. Το αποτέλεσμα όμως, πρήστηκε το ένα του χέρι και δεν μπορούσε καθόλου να κουνήσει τα δάχτυλα. Ο ίδιος μου είπε από πολύ νωρίς ότι «οι γιατροί είπαν ότι θα χρειαστούν τρεις μήνες για να γίνω καλά»- και έδειξε να μην ανησυχεί περισσότερο. Πράγματι, τόσο περίπου χρειάστηκε, απότομα σχεδόν ήρθε αυτό το ράγισμα ή κάκωση και απότομα έφυγε, με τη βοήθεια κάποιων αλοιφών κ.λπ. Η ταλαιπωρία ωστόσο για έναν άνθρωπο 85 και άνω ετών, να μην μπορεί να κινήσει τη δεξιά του παλάμη καθόλου, επί τρείς μήνες, ήταν πολύ μεγάλη, την στιγμή μάλιστα που ο πατήρ επέμενε να εργάζεται κανονικά: έμενε πολλές ώρες στο γραφείο, ταχτοποιούσε τις διάφορες υποθέσεις, έκανε εξομολογήσεις με το χέρι σε νάρθηκα, ενώ ήταν παράλληλα καταβεβλημένος και από τα προβλήματα στην καρδιά του, δυσκολευόταν ταυτόχρονα να σηκωθεί κλπ.

Όταν τον ρωτούσα σχετικά, αν δυσανασχετούσε με όλα αυτά, μου απαντούσε συχνά λέγοντας το του Αποστόλου Παύλου: «τη υπερβολή των αποκαλύψεων μοι εδόθη σκόλοψ τη σαρκί ίνα μη υπεραίρωμαι…». Πιστεύω ότι αναφερόταν σε μερικά δικά του υψηλά βιώματα που δεν ήθελε να αποκαλύψει.  Όταν λοιπόν τον ρωτούσα, «ποιες είναι αυτές οι αποκαλύψεις;», έλεγε «εγώ είμαι ανάξιος για αποκαλύψεις». Έκρυβε τελείως τα δικά του πνευματικά βιώματα και για να μην με στενοχωρήσει, μου διηγούνταν θαύματα του π. Ιακώβου, που έτυχε να ζήσει και ο ίδιος.

Μια φορά όμως αναγκάστηκε να αποκαλύψει κάτι ο π. Ιγνάτιος. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, γιατί, λόγω των πολλών προβλημάτων του Γηροκομείου, οι συνεργάτες του ήθελαν να κλείσει το ίδρυμα και να φύγουν. Τότε αναγκάστηκε να τους πει το εξής: «όχι πρέπει να μείνουμε εδώ, γιατί πάνω που ήμουν και εγώ στενοχωρημένος, ήρθε ο Χριστός να με στηρίξει. Δεν Τον είδα αλλά άκουσα τη φωνή Του, που μου είπε τα εξής ‘‘Γιατί, Ιγνάτιε, στενοχωριέσαι; Σε έχω εγώ εγκαταλείψει ποτέ; Εγώ σε τιμώ, και αυτούς που σε πολέμησαν, τους τιμώρησα πολύ αυστηρά, μολονότι εσύ δεν ήθελες». Τότε, οι άλλοι υποχώρησαν, και είπαν να παραμείνουν στο ίδρυμα. Δεν πέρασαν λίγες μέρες και έφτασαν ακριβώς τα χρήματα –ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα, απ’ όσα χρειαζόταν, πάντως αρκετά, οπότε και πληρώθηκαν όλα τα χρεωστούμενα ποσά.

Ο πατήρ Ιγνάτιος, ακόμη και κατά τη διάρκεια της ασθενείας του, διατηρούσε το χιούμορ του. Όταν τον ρωτούσα «τι κάνετε;», άλλοτε έλεγε «τον παπά», άλλες φορές γελώντας «τα γίδια και τα γίδια» και άλλα πολλά παρόμοια χαριτωμένα λόγια. Έφτιαχνε ακόμη καμιά φορά και κάποιες παραφράσεις μερικών γνωστών τραγουδιών, για να διδάξει τον επισκέπτη του και να ιλαρύνει την ατμόσφαιρα.

Ως τα τελευταία του φρόντιζε το καθετί, γιατί του το επέβαλε η λεπτή του συνείδηση. Και είχε πράγματι πολύ λεπτή συνείδηση. Στο σημείο αυτό θα κάνω μία παρένθεση για να φανεί τι εννοώ: μια μέρα κάποια κυρία, που δούλευε χρόνια στο Γηροκομείο και πήρε κανονικά τη σύνταξή της, παραπονιόταν ότι μια άλλη κυρία, που δούλευε και αυτή εκεί, πήρε και το λεγόμενο  «εφάπαξ», ενώ αυτή δεν εισέπραξε αυτό το ποσό (ο π. Ιγνάτιος δεν το ήξερε αυτό, καθώς δεν διαχειριζόταν ο ίδιος τα οικονομικά του ιδρύματος, έχοντας μόνο ως αρχή του το «όπου μπορείς, να βοηθάς». Παρόλο που ήταν Διευθυντής του Ιδρύματος, ακολουθούσε το αποστολικό ρητό, «ουκ αρεστόν εστίν ημάς, καταλείψαντας τον λόγον του Θεού, διακονείν τραπέζαις». Αν ασχολούνταν και με τα οικονομικά, αυτό θα σήμαινε παύση της πνευματικής του  δραστηριότητας). Ένας συνεργάτης του πάντως το πληροφορήθηκε, το είπε στον π. Ιγνάτιο, και αυτός πρόσταξε αμέσως να δοθούν από τους δικούς του λογαριασμούς τα χρήματα (επρόκειτο, όπως ήδη έχουμε επισημάνει, για χρήματα που περιήλθαν σε αυτόν μετά τον θάνατο των γονέων του, από το μερίδιο της πατρικής του περιουσίας, και που προορίζονταν κυρίως για ανέγερση ιδρυμάτων) . Επειδή αυτή η κυρία ήταν μάλιστα χήρα, ο Γέροντας είπε στον συνεργάτη του: «πάνω από το σπίτι της χήρας και του ορφανού είναι ένας άγγελος με ένα δρεπάνι 50 μέτρων και παίρνει κεφάλια (όσων τους αδικούν). Πρόσεξε να μην τους αδικήσεις ποτέ στη ζωή σου».

Κάποιοι άλλοι πήγαιναν στον πατέρα Ιγνάτιο και του έλεγαν με παράπονο, ειδικά όταν ήταν ασθενής, «γιατί αυτός που έχει βοηθηθεί τόσο πολύ από σας, δεν έρχεται τώρα εδώ, να βοηθήσει, να κάνει το ένα, να κάνει το άλλο κ.λπ.». Ο Γέροντας πάντα δικαιολογούσε τα πνευματικά του παιδιά: «έχουν δουλειές», απαντούσε. Δεν γόγγυσε ποτέ ούτε στον Θεό για την ασθένειά του (μου έλεγε «υπάρχουν και χειρότερα») ούτε για κάποιον άνθρωπο. Δεν εξέφρασε ποτέ το παραμικρό παράπονο. Παρεμφερώς, κάποιοι άλλοι συνεργάτες του, γκρίνιαζαν στον πατέρα Ιγνάτιο ότι οι κάτοικοι της περιοχής δεν είναι καλοί, γενικά δεν βοηθούν κ.λπ., και τους κατηγορούσαν. «Είμαστε αχρείοι», έλεγαν, βάζοντας και τον εαυτό τους μέσα, αφού κατάγονταν από την περιοχή. Ο π. Ιγνάτιος  φαινόταν σαν να  παραξενευόταν όταν τα άκουγε όλα αυτά, και έλεγε μέχρι το τέλος, «είναι καλοί άνθρωποι». Γενικά, αγαπούσε πάρα πολύ από ό,τι κατάλαβα την περιοχή που του ανέθεσε ο Θεός να διακονήσει και ανέπτυξε με τον κόσμο πλήρως τη σχέση πατρός και ποιμνίου.

Αν και η ασθένεια προχωρούσε, και ο Γέροντας καθημερινά γινόταν και χειρότερα, δεν εννοούσε με τίποτε να φύγει για την Χαλκίδα, που ήταν πιο κοντά οι γιατροί, να ξεκουραστεί λίγο κλπ. Μου διηγήθηκε λοιπόν ότι μια μέρα, ευρισκόμενος στο Άγιον Όρος, συναντήθηκε με τον πατέρα Παϊσιο,  και του μίλησε και για το Γηροκομείο. Ο Άγιος τότε του είπε το εξής: «Πάτερ Ιγνάτιε, μην φύγεις από την Ιστιαία, γιατί σύντομα θα χαλάσει αυτό που έφτιαξες». Και έτσι αναγκάστηκε να μείνει, δέθηκε με το έργο αυτό ισοβίως. Μόνο λίγο πριν τον θάνατό του, ζήτησε από τον Δεσπότη να τον απαλλάξει από όλα τα καθήκοντά του και οι νέοι Πατέρες, που διακονούν τώρα εκεί, εργάζονται με ζήλο και προθυμία αόκνως για να συνεχιστεί το έργο του Πατρός. Είναι άξιοι διάδοχοί του.

Όπως είπα, καθόλο το διάστημα της ασθενείας του (εκτός από την περίοδο που έμεινε κατάκοιτος), ο πάτερ συνέχισε κανονικά να εκτελεί τα καθήκοντά του. Συνέχισε να δέχεται τους ανθρώπους, και να τους ακούει με υπομονή. Ποτέ, σημειωτέον, δεν διέκοπτε τον άλλον όταν μιλούσε, ή ακόμη και όταν περιεργαζόταν κάτι. Όταν τον ρωτούσαν, απαντούσε. Θεωρούσε προσβολή του άλλου να τον διακόπτει, να μην τον αφήνει να ολοκληρώσει αυτό που ήθελε να πει κλπ. Έτσι φερόταν ακόμη και όταν ήταν κατάκοιτος. Δεν άλλαξε αυτή την περίοδο ο ψυχισμός του. Έμενε ήρεμος και γαλήνιος. Δεν είχε νεύρα, δεν φώναζε όταν πονούσε (αυτό συνήθως το απέκρυπτε), αλλά έμενε καρτερικά ήσυχος. Η ταλαιπωρία του εκείνο τον καιρό ήταν μεγάλη, όπως για κάθε κατάκοιτο άνθρωπο. Όταν χρειαζόταν μετακίνηση στο κρεβάτι του, πονούσε υπερβολικά πολύ, και τότε τον άκουγα να λέγει «Χριστέ μου, Παναγιά μου». Κάποια στιγμή, προσλήφθηκε ένας αποκλειστικός νοσοκόμος, που ερχόταν αρκετές ώρες στο ίδρυμα. Η γενική του πια εικόνα ήταν πολύ κακή, και ο οργανισμός του σε κατάσταση μεγάλης κακουχίας. Το υψηλό σάκχαρο, η άρρωστη καρδιά του κ.λπ., όλα αυτά είχαν εξασθενήσει τον οργανισμό του τελείως. Φαινόταν πια ότι ο Γέροντας έσβηνε, όσο και αν εμείς, τα πνευματικά του παιδιά, δεν θέλαμε να το πιστέψουμε. Τελικά, ημιθανής ων, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Λαμίας, όπου και κοιμήθηκε ησύχως. Ήταν τέλη Νοεμβρίου 2019.

                                           *******************

Η περιοχή της Ιστιαίας, θα μπορούσαμε να πούμε, μετά την κοίμηση του Γέροντα ορφάνεψε. Ευτυχώς, φρόντισε να αφήσει πνευματικούς διαδόχους, κληρικούς μαθητές του, που συνεχίζουν επάξια το έργο του Γέροντα. Στο σημείο αυτό θα ζητούσα από κάθε αναγνώστη να προσευχηθεί για την ψυχή του κοιμηθέντος Γέροντά μας, αλλά επιπρόσθετα, ακολουθώντας την αυθόρμητη κλίση της καρδιάς μου τελειώνω με την προσευχή στον Γέροντα να εύχεται για όλη της Πατρίδα μας, να έχει πνευματική προκοπή και να κρατά τις παραδόσεις της αγίας Εκκλησίας μας.

 

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ