Το «άφυλο» του Θεού της αγγλικανικής θεολογίας και η σύγχυση της αποφατικής με την αρνητική οδό (via negationis) γνωσιολογίας. Μια ορθόδοξη κριτική.
26 Δεκεμβρίου 2023Προ ολίγων ετών, αγγλικανοί θεολόγοι και κληρικοί άνοιξαν μια συζήτηση στους εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους σχετικά τόσο με το «άφυλο» του Θεού όσο και με τη δυνατότητα να μην απευθύνονται στον Θεό μόνο στο αρσενικό γένος[1]. Μάλιστα, ο αιδεσιμότατος Τζάστιν Ουέλμπυ, πνευματικός ηγέτης των Αγγλικανών και από το 2013 αρχιεπίσκοπος Καντέρμπερυ, είπε: »Οι πιστοί να μην αναφέρονται στον Θεό ως άνδρα, ούτε ως γυναίκα. Να μην τον αποκαλείτε “Κύριο”. Ο πατέρας μας Θεός δεν έχει φύλο»[2]. Υποστηρίζουν επίσης ότι «η χρήση αρσενικών αντωνυμιών για τον Θεό δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως υπονοούμενο ότι ο Θεός έχει αρσενικό φύλο. Ο Θεός δεν έχει φύλο, σε αντίθεση με την ανθρωπότητα. Εφόσον ο Θεός δεν έχει φύλο, γιατί λοιπόν να περιοριζόμαστε με γλωσσικούς προσδιορισμούς;».[3]
Οι παραπάνω θέσεις των Αγγλικανών ίσως προκαλούν μια εύλογη αμηχανία αλλά δεν πρέπει να μας ξενίζουν διότι είναι απόλυτα σύμφωνες με τη μεθοδολογία και τις προϋποθέσεις της σχολαστικής θεολογίας από την οποία αναδύθηκε και η αγγλικανική θεολογία. Γι’ αυτό άλλωστε, είναι βέβαιο ότι παρόμοιες θέσεις θα εκφραστούν και στο μέλλον από τον κύριο κορμό της σχολαστικής θεολογίας, την ρωμαιοκαθολική θεολογία, μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης περί «Gender» ιδεολογίας η οποία τείνει να κυριαρχήσει παντού[4]. Είναι ορθή η παραπάνω προβληματική της αγγλικανικής θεολογίας; Είναι τελικά «άφυλος» ή «έμφυλος» ο Θεός;
Το λάθος της σχολαστικής θεολογίας έγκειται στις θεολογικές της προϋποθέσεις. Σε αντίθεση με την Ορθόδοξη Θεολογία η οποία κάνει ριζική και οντολογική διάκριση μεταξύ κτιστού και Ακτίστου, η σχολαστική θεολογία και κατ’ επέκτασιν η αγγλικανική, επιμένει στην διάκριση υλικού και πνευματικού[5]. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την διάκριση η συμπαντική πραγματικότητα θεωρείται ως ένα ενιαίο σύστημα, μια ιεραρχία, που στην κορυφή είναι ο Θεός[6]. Ο Θεός, για τους Σχολαστικούς, αν και είναι ένα ανώτερο πνευματικό ‘Ον δεν παύει όμως να βρίσκεται, στην κορυφή μεν, αλλά στην ίδια κλίμακα στην οποία τοποθετούνται και τα κτιστά όντα. Έτσι, σύμφωνα με αυτό το κοσμοείδωλο, εφόσον ο Θεός είναι το απόλυτα πνευματικό Όν αυτής της ενοποιημένης ιεραρχίας, δεν έχει σωματικότητα και υλικότητα και κατά συνέπεια δεν έχει και φύλο, όπως επεσήμανε ο αιδεσιμότατος Ιαν Πολ, μέλος της Συνόδου και του Αρχιεπισκοπικού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Αγγλίας: «ο Θεός δεν έχει φύλο, σε αντίθεση με την ανθρωπότητα»[7].
Αντίθετα, η Ορθόδοξη Θεολογία επιμένει στη διάκριση κτιστού και Ακτίστου[8]. Οι συνέπειες είναι τεράστιες. Ο Θεός δεν είναι απλά το απόλυτα πνευματικό Όν της ενοποιημένης ιεραρχίας όντων, όπως διατείνεται η σχολαστική θεολογία, αλλά εντοπίζεται σε διαφορετική οντολογική διάσταση. Γι’ αυτό το λόγο, οι ορθόδοξοι θεολόγοι επιστρατεύουν την αποφατική οδό γνωσιολογίας για την προσέγγιση του μυστηρίου του Θεού.
Βέβαια, ορισμένοι ημέτεροι θεολόγοι οι οποίοι δεν έχουν κατανοήσει επακριβώς τη σημασία και την έννοια του αποφατισμού της Ορθόδοξης Θεολογίας, υποστηρίζουν ότι ο όρος «άφυλος» αποτελεί όρο της αποφατικής θεολογίας και ως εκ τούτου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει την ασώματη διάσταση του Θεού και να Του αποδοθεί ως ιδιότητα[9]. Η άποψη αυτή είναι εξάπαντος λανθασμένη και είναι αποτέλεσμα της σύγχυσης μεταξύ αποφατικής θεολογίας που υιοθετεί η Ορθόδοξη Θεολογία και της αρνητικής οδού, της λεγομένης via negationis, που χρησιμοποιεί η σχολαστική θεολογία, ως μέθοδο γνωσιολογίας.
Η via negationis των Σχολαστικών χρησιμοποιεί αρνητικούς επιθετικούς προσδιορισμού (π.χ. άχρονος), για να δηλωθεί η τελειότητα του Θεού έναντι των δημιουργημάτων. Αυτή όμως η οδός γνώσεως, όπως επισημαίνει ο αείμνηστος καθηγητής Ν. Ματσούκας, δεν ταυτίζεται με την αποφατική θεολογία[10] η οποία προσπαθεί να διασώσει όχι την πνευματική υπεροχή αλλά την οντολογική υπεροχή του Ακτίστου Θεού έναντι των κτισμάτων. Οι περιγραφές της σχολαστικής θεολογίας για τον Θεό, αν και αρνήσεις, δεν διασώζουν την οντολογική υπεροχή του Ακτίστου Θεού διότι και οι αρνήσεις αποτελούν ουσιαστικά παραδοχή καταφάσεων που δηλώνουν απλώς στέρηση ή έλλειψη (π.χ. λογικός-άλογος). Ως εκ τούτου, ο όρος «άφυλος» δεν είναι αποφατικός όρος αλλά αρνητικός όρος με τον οποίο επισημαίνεται η πνευματική διάσταση του Θεού έναντι της υλικότητας και σωματικότητας των άλλων όντων.
Όμως ο Θεός δεν είναι απλά το υπέρτατο πνευματικό Όν, αλλά Άκτιστος και γι’ αυτό το λόγο ο άγιος Διονύσιος ο αρεοπαγίτης, βαδίζοντας το μονοπάτι τoυ αποφατισμού διδάσκει ότι ο άνθρωπος εισερχόμενος στο γνόφο της θεογνωσίας κατανοεί ότι στον Θεό δεν ισχύουν ούτε θέσεις και αφαιρέσεις, ούτε καταφατικές, ούτε αρνητικές ιδιότητες, ώστε η Θεότητα τελικά «οὐδέ τι τῶν οὐκ ὄντων, οὐδέ τι τῶν ὄντων ἐστίν, οὔτε τὰ ὄντα αὐτὴν γινώσκει, ᾗ αὐτή ἐστιν, οὔτε αὐτὴ γινώσκει τὰ ὄντα, ᾗ ὄντα ἐστίν· οὔτε λόγος αὐτῆς ἐστιν οὔτε ὄνομα οὔτε γνῶσις· οὔτε σκότος ἐστὶν οὔτε φῶς, οὔτε πλάνη οὔτε ἀλήθεια· οὔτε ἐστὶν αὐτῆς καθόλου θέσις οὔτε ἀφαίρεσις»[11], δηλαδή, η Θεότητα «ούτε ανήκει στα μη όντα αλλά ούτε και στα όντα και ούτε τα όντα γνωρίζουν τί είναι (αυτή)· ούτε Αυτή γνωρίζει με τη γνώση τι είναι τα όντα, ούτε λόγος υπάρχει γι’ Αυτήν, ούτε όνομα, ούτε γνώση· ούτε είναι σκοτάδι, ούτε είναι φως, ούτε πλάνη, ούτε αλήθεια∙ ούτε μπορεί καθόλου να οριστεί με την κατάφαση ή την αφαίρεση», και εν προκειμένω κατά αντιστοιχία ο Θεός, ούτε έμφυλος είναι, ούτε άφυλος, διότι και ο όρος «άφυλος» δεν είναι αποφατικός όρος, αλλά καταφατική ιδιότητα που δείχνει έλλειψη και στέρηση, διότι και πάλι σύμφωνα με τον άγιο Διονύσιο, «ὑπὲρ πᾶσαν θέσιν ἐστὶν ἡ παντελὴς καὶ ἑνιαία τῶν πάντων Αἰτία καὶ ὑπὲρ πᾶσαν ἀφαίρεσιν ἡ ὑπεροχὴ τοῦ πάντων ἁπλῶς ἀπολελυμένου καὶ ἐπέκεινα τῶν ὅλων»[12], δηλαδή «η τέλεια και ενιαία Αιτία των πάντων ξεπερνά κάθε ορισμό και η υπεροχή Εκείνου που τα πάντα υπερβαίνει ξεπερνά κάθε αφαίρεση και αρνητικό προσδιορισμό».
Η Θεότητα είναι επέκεινα νου και ουσίας, επέκεινα πάσης περιγραφής, πέρα και πάνω από τα κατηγορήματα, είτε θετικά, είτε αρνητικά, όπως είναι και ο όρος «άφυλος». Η Θεότητα βρίσκεται πέρα και πάνω από τις περιγραφές, είτε θετικές είτε αρνητικές, των κτιστών όντων[13]. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει το Γραφείο αιρέσεων της Ι.Μ. Πειραιώς: «η Ορθόδοξη Εκκλησία μας ποτέ δεν προβληματίστηκε με τέτοιου είδους διλήμματα, έχοντας υπ’ όψη της τον λόγο του Κυρίου μας: “Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν”,(Ιω. 4,24). Το φύλο είναι χαρακτηριστικό ιδίωμα των κτισμάτων και όχι του Θεού, ο οποίος ως άπειρο και ακατάληπτο Πνεύμα, δεν μπορεί να έχει καμία απολύτως σχέση με το φύλο, που χαρακτηρίζει τα κτίσματα»[14].
Τα παραπάνω αγνοεί η αγγλικανική θεολογία η οποία θέλοντας να προσαρμοστεί στις λεγόμενες Gender ιδεολογίες, οι οποίες όπως έχει αποδειχθεί στερούνται οιασδήποτε επιστημονικής τεκμηρίωσης[15], υποστηρίζει ότι και εμείς δεχόμαστε την αφυλία του Θεού. Όπως οι λατινόφρονες αντίπαλοι του αγίου Γρηγορίου Παλαμά έτσι και οι σύγχρονοι ομόφρονές τους συντάσσουν το Θεό μέσα στις τάξεις των κτιστών όντων, έχοντας την αξίωση να ομιλούν και να διδάσκουν γι’ Αυτόν σύμφωνα με τη γνώση που συνάγεται από τη μελέτη της δημιουργίας. Αποδεχόμενοι αυτή την εξίσωση και την εξομοίωση του Ακτίστου με τα κτιστά, υποβιβάζουν το Θεό στις τάξεις του δημιουργημένου κόσμου, και όπως έλεγε ο άγιος. Γρηγόριος Παλαμάς, αναμιγνύουν τα άμικτα μεταξύ τους, τα υπέρ χρόνον με τα υπό χρόνον και τα υπέρ αιτίαν με τα δι’ αιτίαν[16].
Έτσι, η ιδιότητα «άφυλος» αποτελεί οντολογική περιγραφή κτιστής πραγματικότητας και ως εκ τούτου είναι άκυρη προς χρήση για την περιγραφή του Ακτίστου. «Οὐκ ἐκ τῶν ὄντων τὰ ὑπὲρ πάντα τὰ ὄντα στοχαζόμενοι, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν ἀρρήτως τελουμένων τὰ ὑπὲρ ἔννοιαν διδασκόμενοι», τονίζει και πάλι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς[17], διότι ο Θεός και ο κόσμος δεν υπάγονται σε ένα ενιαίο σύστημα πραγματικότητας, ώστε να μπορούν να Του αποδοθούν τέτοιου είδους ιδιότητες. Η Ορθόδοξη Θεολογία, αρνήθηκε τη δυνατότητα να ορίσουμε το Θεό μέσα από τη μελέτη της κτιστής πραγματικότητας διότι ουδεμία ομοιότης υπάρχει μεταξύ Θεού και δημιουργημάτων[18].
Εάν ο Θεός, σύμφωνα με την αποφατική θεολογία, δεν είναι ούτε ον ούτε μη ον, όπως λέγει παραπάνω ο άγιος Διονύσιος, βρίσκεται πέρα και πάνω από οποιαδήποτε περιγραφή της κτιστής πραγματικότητας, και εν προκειμένω, ούτε «άφυλος», ούτε «έμφυλος» είναι, τότε τι είναι ο Θεός; Οδηγούμαστε σε μια παντελή αγνωσία του Θεού;
Για την Ορθόδοξη Θεολογία, ο Θεός, αν και βρίσκεται πέρα από κάθε περιγραφή ως Άκτιστος, αν και δεν υπόκειται, είτε σε θετικά είτε σε αρνητικά κατηγορήματα του κτιστού κόσμου, αλλά όμως αποκαλύπτεται[19]. «Ἡμεῖς δέ», τόνισε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς προς τους λατινόφρονες θεολογικούς του αντιπάλους, «οὐκ ἐξ ἐνδόξων ἐπί τό θεολογεῖν ὁρμώμεθα ἀρχῶν, ἀλλ᾿ ἀμεταπείστως περί ταύτας ἔχομεν, θεοδιδάκτους οὔσας»[20], δηλαδή, στην Ορθόδοξη Θεολογία δεν εκκινούμε από πιθανολογούμενους συλλογισμούς και ανθρώπινες σκέψεις και λογισμούς για να ομιλήσουμε για τον Θεό[21] αλλά από στέρεες, αψευδείς βάσεις που είναι οι θεοδίδακτες και θεόπνευστες αρχές του Ευαγγελίου και των Πατέρων της Εκκλησίας οι οποίες μας απεκαλύφθησαν[22]. Ο Θεός δεν γνωρίζεται συλλογιστικώς αλλά αποκαλυπτικώς, διότι, αν και άγνωστος και απερίγραπτος κατά την Ουσία Του, αποκαλύπτεται με τις Θεοφάνειες Του στην κτίση και την Ιστορία[23]. Ο Θεός αποκαλύπτεται δια των ακτίστων Ενεργειών Του και αποκτούμε γνώση όχι της Ουσίας Του αλλά των Ενεργειών Του. Γι’ αυτό και οι Πατέρες μας επεσήμαναν διαχρονικά ότι η διάκριση Ουσίας και ενέργειας στο Θεό αποτελεί βασική προϋπόθεση ορθής θεολογίας[24].
Αν και ο Θεός είναι πέραν παντός ανθρωπίνου νοήματος, επέκεινα νου και ουσίας, επέκεινα πάσης περιγραφής, μάς αποκαλύπτεται και μας δίνεται η δυνατότητα όχι να τον ορίσουμε αλλά να βιώσουμε την αποκάλυψή Του. Η πίστη μας λοιπόν βασίζεται επάνω στη βιωματική εμπειρία της συνάντησης με τον αποκαλυφθέντα Θεό και όχι σε πιθανολογούμενες αρχές και ανθρώπινους λογισμούς. Μας διδάσκει ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ: “Πριν μας αποκαλυφθεί ως πρόσωπο ο Θεός, πριν η ενέργεια της αϊδίου ζωής Του διαπεράσει, την καρδιά, το νου και το σώμα μας περιπλανώμεθα εικάζοντες περί Αυτού. Κτιστοί όντες δεν μπορούμε να συλλάβουμε πως είναι δυνατόν να υπάρχει το Είναι. Όμως μας αποκαλύπτεται ως πρόσωπο και μας καλεί να τον συναντήσουμε”[25].
Εκ των αποτελεσμάτων των έργων Του Θεού, δια της φανερώσεως των ακτίστων Ενεργειών Του[26], όντας αψευδής μαρτυρία της παρουσίας Του και των ιδιοτήτων Του, μας δίνεται η δυνατότητα αμυδρώς να Τον περιγράψουμε. Έτσι ως παράδειγμα, εφόσον ο Θεός δημιούργησε δια της δημιουργικής Του ενεργείας τον κόσμο κατά συνέπεια του αποδίδουμε την ιδιότητα του Δημιουργού, εφόσον δια της ζωοποιού ενεργείας Του, παρέχει τη ζωή, κατά συνέπεια του αποδίδουμε την ιδιότητα του Ζωοδότη. Δια της συνεκτικής και προνοητικής Του δυνάμεως και ενεργείας προνοεί για τα δημιουργήματά Του φιλανθρώπως και γι’ αυτό, ενσαρκώθηκε και μας έδωσε «ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ιωαν1,11).
Ο κατά φύσιν Υιός και Λόγος του Θεού, ονομάζει εμάς τους χοϊκούς ανθρώπους αδελφούς: «οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφοὺς αὐτοὺς καλεῖν, λέγων· ἀπαγγελῶ τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου, ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσω σε» (Εβρ.2,11-12) διότι προσέλαβε ανθρώπινη φύση, «κεκοινώνηκε σαρκὸς καὶ αἵματος»(Εβρ.2,13) και με αυτόν τον τρόπο κατέστη αδελφός μας. Κατά συνέπεια, ο κατά φύσιν Πατέρας του Υιού και Λόγου του Θεού, Ιησού Χριστού, κατέστη και δικός μας κατά χάριν Πατέρας, και εμείς τα παιδιά Του, θετοί υιοί κατά χάριν, οι οποίοι γεννηθήκαμε «οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ»(Ιωαν1,13).
Και όταν ο Ιησούς μάς δίδαξε πώς να προσευχόμαστε αμέσως μας αναβίβασε στο ύψος της υιοθεσίας λέγοντας: «οὕτως οὖν προσεύχεσθε ὑμεῖς·
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς»(Ματθ. 6,9), δηλαδή μας παραχώρησε το δικαίωμα να ονομάζουμε το επουράνιο Θεό Πατέρα, εμείς οι κτιστοί και χοϊκοί άνθρωποι, να γίνουμε υιοί κατά χάριν. Ως εκ τούτου, ο Θεός έγινε αληθώς Πατέρας μας εξαιτίας της υιοθεσίας με την οποία μας τίμησε. Όπως ο επίγειος πατέρας κληρονομεί στα παιδιά του την περιουσία του έτσι και εμείς καθιστάμεθα κληρονόμοι της Βασιλείας Του Θεού[27]: «εἰ δὲ υἱός, καὶ κληρονόμος Θεοῦ διὰ Χριστοῦ»(Γαλ.4,6-7).
Λέγει ο μακαριστός Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός: «ο άνθρωπος με τη σωτηρία, δεν απαλλάσσεται μόνον από το θάνατο και τη φθορά, αλλά μεταφέρεται στον θεανθρωπισμό. Αλλάζει τη φύση του, παύει να ανήκει στη μερίδα των δούλων, των υπολοίπων δουλικών κτισμάτων που υπάρχουν, και μεταφέρεται στην υιοθεσία. Από ένα φτωχό παιδάκι και έκθετο, που ήταν μέσα στο δρόμο πεταμένο, το υιοθετεί ένας πλούσιος άνθρωπος και το κάνει κληρονόμο. Έπαυσε πλέον να είναι το παιδάκι του δρόμου. Είναι πλέον θετό παιδί του πλουσίου και κληρονόμος της τεράστιας περιουσίας»[28].
Ο Θεός λοιπόν δια της ενσαρκώσεώς του Υιού Του μας αποκαλύπτει εμφανώς και αμετακλήτως την πατρική Του ιδιότητα με όλα εκείνα τα στοιχεία που την συνοδεύουν ως μέρος της Θείας Οικονομίας. Όπως είναι αληθώς δημιουργός, ζωοδότης, φιλάνθρωπος και αγαθός, παρομοίως είναι αληθώς κατά φύσιν Πατέρας του Ιησού Χριστού και κατά χάριν δικός μας δια της ενοικήσεως του Αγίου Πνεύματος: «῞Οτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ. ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλ’ υἱός· εἰ δὲ υἱός, καὶ κληρονόμος Θεοῦ διὰ Χριστοῦ» (Γαλ.4,6-7).
Η αποκάλυψη της πατρικής ιδιότητος του Θεού εντάσσεται στο σχέδιο της προνοητικής και πανσωστικής Του δυνάμεως και ενεργείας της σωτηρίας. Κατά συνέπεια, κανένα όνομα και ιδιότητα δεν αποδίδεται στην ακατάληπτη Θεία Ουσία αλλά όλα έχουν σχέση με τις φανερώσεις του Θεού στην κτίση και την Ιστορία[29]. Αυτή η φανέρωση, η αποκάλυψη και κάθοδος των θείων ακτίστων ενεργειών αποτελεί και την πηγή ονοματοδοσίας στο Θεό, θα επισημάνει ο αείμνηστος καθηγητής Ν.Ματσούκας[30], και μας χορηγεί το προνόμιο και το δικαίωμα να ονομάζουμε τον επουράνιο Θεό Πατέρα[31].
«Τί είναι επιτέλους αυτός ο Θεός πού υπάρχει;», θα θέσει το ρητορικό ερώτημα ο μακαριστός Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός. Και απαντά ο ίδιος και πάλι: «Αυτός ο Θεός που υπάρχει, έχει θεοπρεπείς ιδιότητες. Είναι υπέρθεος, υπερδύναμος, υπέρσοφος κλπ. Εκείνο όμως που μας συγκινεί, πέραν των θεοπρεπών ιδιοτήτων που έχει, είναι ότι σε μας διάκειται πατρικά. Ο τόσον μεγάλος Θεός για μας είναι Πατέρας. Εφ’ όσον είναι Πατέρας διάκειται με όλη την πατρική ιδιότητα απέναντι μας. Και εμείς με τη σειρά μας πρέπει να διακείμεθα προς αυτόν υϊκώς. Είναι οι σχέσεις ιδανικού Πατρός προς ιδανικούς υιούς[32].Ο ανθρώπινος προορισμός είναι η θέωση, ο αγιασμός. Αυτός ήταν ο σκοπός της θείας ενανθρωπήσεως. “Όσοι έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι” (Ιωάν. 1,12). Άρα μετ΄ εξουσίας αποκαλούμε τον Θεό, Πατέρα»[33].
Ο μακαριστός καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης τόνιζε ότι όλες οι αιρέσεις ανέκυψαν εξαιτίας της αδυναμίας των αιρετικών να κάνουν διάκριση μεταξύ Ουσίας και ενέργειας στο Θεό, είτε λόγω αμάθειας, είτε εσκεμμένως[34]. Αυτό είναι ακριβώς και το δεύτερο λάθος που πράττει η σχολαστική θεολογία και κατ’ επέκτασιν η αγγλικανική που την οδηγεί σε απαράδεκτους και αντιβιβλικούς ισχυρισμούς όπως εν προκειμένω η άρνηση της πατρικής ιδιότητας του Θεού. Αυτή η άρνηση της διάκρισης οδηγεί σε άρνηση της φανέρωσης των ακτίστων σωτηριωδών ενεργειών του Θεού και κατ’ επέκτασιν στην άρνηση της πατρικής ιδιότητας του Θεού την οποία αποδεχόμεθα, διότι μας αποκαλύφθηκε εν Χριστώ και βιώνεται δια της εν Αγίω Πνεύματι χάριτι υιοθεσίας μας.
Συνοψίζοντας, η θέση της αγγλικανικής θεολογίας περί αρνήσεως της πατρικής ιδιότητας του Θεού είναι απαράδεκτος εξ επόψεως Ορθοδόξου Θεολογίας. Επαναλαμβάνοντας εσφαλμένες θεολογικές προϋποθέσεις αιρετικών, από τους Αρειανούς[35], μέχρι τους εικονομάχους[36] και τους λατινόφρονες, αντιπάλους του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, αρνείται την οντολογική διάκριση κτιστού και Ακτίστου, Ουσίας και Ενέργειας στο Θεό και ως εκ τούτου οδηγείται στην απόδοση κατηγορημάτων της κτιστής πραγματικότητας στο Θεό, όπως είναι ο όρος «άφυλος». Χάριν μιας νεόκοπης θεωρίας, αυτής της «Gender» η οποία εκκινεί από σοβαρά λάθη, δεν έχει επιστημονικά ερείσματα και έχει αποδειχθεί και καταστροφική στην πράξη[37], οι αγγλικανοί θεολόγοι αντικαθιστούν την αποκάλυψη του Θεού με τους δικούς τους συλλογισμούς και λογισμούς, και αρνούμενοι την πατρική ιδιότητα του Θεού ακυρώνουν το μυστήριο της σωτηρίας, η οποία συνίσταται στη δυνατότητα της κατά χάριν υιοθεσίας από το Θεό Πατέρα, δηλαδή τη θέωση και τον αγιασμό.
Υποσημειώσεις:
[1]Η Αγγλικανική Εκκλησία θα κάνει τον Θεό ουδέτερο ως προς το φύλο,στο https://spzh.news/gr/news/71776-v-anhlikanskoj-tserkvi-sdelajut-boha-henderno-nejtralnym και H Εκκλησία της Αγγλίας εξετάζει ουδέτερους όρους ως προς το φύλο ,στο https://www.athensvoice.gr/epikairotita/diethni/788741/vretania-h-ekklisia-tis-agglias-exetazei-oudeterous-orous-os-pros-to-fulo/
[2]Ο Θεός δεν είναι Κύριος, ούτε Κυρία, στο
https://apodytiriakias.gr/koultoura/2018/11/27/o-theos-den-einai-kurios,-oute-kuria.aspx
[3]Τι φύλο είναι ο Θεός; Ίσως ουδέτερο, λέει η Αγγλικανική Εκκλησία, στο https://www.protagon.gr/epikairotita/ti-fylo-einai-o-theos-isws-oudetero-leei-i-agglikaniki-ekklisia-44342665271
[4]Περισσότερα για την «Gender” ιδεολογία, δηλαδή την ιδεολογία των έμφυλων ταυτοτήτων βλ. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Οι έμφυλες ταυτότητες και η ενοφυλία των Γνωστικών, στο https://www.pemptousia.gr/2018/03/i-emfiles-taftotites-ke-i-enofilia-ton-gnostikon/
[5]Η Ορθόδοξη Θεολογία διαχωρίζοντας τον πνευματικό και τον υλικό κόσμο από την άκτιστη φύση, σε αντίθεση με προγενέστερες φιλοσοφικές αντιλήψεις που ήθελαν την προέλευσή των όντων είτε από την Ουσία του Θεού ή από προϋπάρχουσα ύλη, ιδίως όσον αφορά τη νοητή σφαίρα δείχνει ότι και οι δύο, υλικός και πνευματικός, τελικά προήλθαν εκ του µη όντος. Ο άνθρωπος, οι άγγελοι και η λοιπή δημιουργία απαρτίζονται από το νοητόν και το αισθητόν, και υπήρχε εποχή όπου όλα τα κτιστά όντα ανήκαν στο µη ον. Συνεπώς η ονοµασία Άκτιστος µπορεί να αποδοθεί µόνο στο Θεό. Έτσι, αντί των κλασικών διακρίσεων αισθητό – νοητό, υλικό και πνευματικό, γίνεται διάκριση κτιστού-Ακτίστου, κατατάσσοντας το νοητό και το αισθητό υπό την κτιστή σφαίρα, εφόσον και τα δύο προήλθαν από το µη ον. Βλ. Γ. Μαρτζέλου, Ορθόδοξο Δόγµα και Θεολογικός Προβληµατισµός Β΄. «Φιλοσοφία και Θεολογία στην Πατερική Παράδοση», εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 25, και Ν. Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 491.
[6]π. Χρίστου Μαλάη, Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, (διδακτορική διατριβή),Θεσσαλονίκη 2011, σελ.8.
[7]Τι φύλο είναι ο Θεός; Ίσως ουδέτερο, λέει η Αγγλικανική Εκκλησία, στο https://www.protagon.gr/epikairotita/ti-fylo-einai-o-theos-isws-oudetero-leei-i-agglikaniki-ekklisia-44342665271
[8]Βλ. Μ. Βασιλείου, Κατά Ευνομίου 3,2 PG 29,660Α: «Δύο γάρ λεγομένων πραγμάτων, θεότητος τε καί κτίσεως, καί δεσποτείας καί δουλείας, καί ἁγιαστικῆς δυνάμεως καί ἁγιαζομένης», αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὁρθοδόξου πίστεως, PG. 94, 113B: «ἔστι οὖν ἡ μέν θεία φύσις ἀγένητος ἤτοι ἄκτιστος, πάντα δε τά μετά τήν θείαν φύσιν γενητά ἤτοι κτιστά». Βλ. αναλυτικά, Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, τ.Β, Θεσσαλονίκη 1999,σελ.46, Ιωάννου Ρωμανίδη, Πρωτοπρεσβυτέρου, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989, σελ.78.
[9]Βλ. Γ. Σκαλτσά, Το άφυλο του Θεού και η ανθρώπινη σεξουαλικότητα, στο https://blogs.sch.gr/gkapetanak/2012/01/16/ το-άφυλο-του-θεού-και-η-ανθρώπινη-σεξου/
[10]Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, τ.Γ, Θεσσαλονίκη 1997, σελ.135.
[11]Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί μυστικής Θεολογίας, Προς Τιμόθεον, 1, 2, PG 3,1048Α.
[12]Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ο.π., PG 3,1048Β.
[13]Βλ. αγίου Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών των αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου, Προς Θωμάν τον ηγιασμένον, PG 91, 1288AB. Γ. Δ. Μαρτζέλου, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Α΄, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 83εξ. Ν. Ξιώνη, Ουσία και ενέργειες του Θεού κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, Αθήνα 1999,σελ. 258.
[14]https://www.ekklisiaonline.gr/nea/pireos-to-dilimma-peri-tou-oudeterou-fylou-tou-theou-ston-anglikanismo/
[15]Βλ. Emilie Lanez, L’ expérience tragique du gourou de «la théorie du genre».John Money, le père de la «théorie du genre», l’avait testée sur des jumeaux,31/01/2014| Le Point, http://www.lepoint.fr/societe/l-experience-tragique-du-gourou-de-la-theorie-du-genre-page-2-31-01-2014-1786513_23.php#xtatc=INT-500. Βλ. και ελληνική μετάφραση του άρθρου: στο https://kars1918.wordpress.com/2016/10/16/la-theorie-du-genre/ Περισσότερα βλ. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Οι έμφυλες ταυτότητες και η ενοφυλία των Γνωστικών, στο https://www.pemptousia.gr/2018/03/i-emfiles-taftotites-ke-i-enofilia-ton-gnostikon/
[16]Περὶ Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος 76, εκδ. Κυρομάνος, επ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 147: «Σαφῶς τοιγαροῦν μιγνύουσι τά ἄμικτα˙ τοῖς ὑπέρ χρόνον τά ὑπό χρόνον, τοῖς ὑπέρ αἰτίαν τά δι᾿ αἰτίαν». Βλ.π. Χρίστου Μαλάη, Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος», ο.π., σελ.238.
[17]Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Περὶ Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄ 71, εκδ. Κυρομάνος, επ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 143.
[18]Αντίθετα η δυτική θεολογία εισήγαγε και ένα καινοτόμο δόγμα, αυτό της αναλογίας του όντος. Αυτό σημαίνει ότι η κτιστή φύση των όντων είναι ανάλογη με την άκτιστη φύση του Θεού, υπάρχει δηλαδή μια ομοιότης μεταξύ Θεού και δημιουργημάτων. Αυτό συμβαίνει διότι ο Θεός δεν δημιουργεί τον κόσμο δια της ακτίστου ενεργείας, όπως λέγει η Ορθόδοξη Θεολογία, αλλά ενυπάρχουν στο Θεό αμετάβλητες πνευματικές, αρχετυπικές ιδέες και η Δημιουργία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εν χρόνω απεικόνιση των αγεννήτων αρχετύπων που ενυπάρχουν εντός της Θείας Ουσίας.Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη, Πρωτοπρεσβυτέρου,, Τό Προπατορικόν Αμάρτημα, ο.π., σελ. 24. Κατά συνέπεια, όλα τα όντα που υπάρχουν γύρω μας αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος είναι κτιστές εικόνες αυτών των αιώνιων αρχετύπων. Η Δημιουργία αποτελεί μία αντιγραφή της Θείας Ουσίας. Βλ.π. Χρίστου Μαλάη, Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος», ο.π., σελ.215.
[19]Ο Ν. Ματσούκας επισημαίνει ότι η αποκάλυψη του Θεού, όπως παρουσιάζεται και ερµηνεύεται από τα βιβλικά και εκκλησιαστικά γεγονότα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι Θεοφάνειες που αρχίζει στην ίδια την πράξη της δηµιουργίας και κορυφώνεται µε την ενανθρώπηση του Λόγου. Βλ. Δογµατική και Συµβολική Θεολογία, τ. Β΄,ο.π., σελ.58εξ.
[20]Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Επιστολή Α΄ προς Ακίνδυνον, Εισαγωγή, Μετάφρασις-Σχόλια υπό Π. Χρήστου, τ.1, Πατερικαί Εκδόσεις, «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1981, σελ 419,420.
[21]Βλ. Γ. Δ. Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον. Συμβολή εις την ιστορικοδογματικήν διερεύνησιν της περί ουσίας και ενεργειών του Θεού διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 19932, σελ. 123εξ. και Ν. Α. Ματσούκα, Κόσμος, άνθρωπος, κοινωνία κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, Αθήνα 1980, σελ. 187εξ.
[22]Σταύρος Γιαγκάζογλου, «Η αποδεικτική μέθοδος στη Θεολογία του Γρηγορίου Παλαμά», στο Φιλοσοφία και Ορθοδοξία, εκδ. υπό Κ.Βουδούρη, Αθήνα 1994, σελ.52.
[23]Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Επιστολή Α΄΄προς Ακίνδυνον, εκδ. Κυρομάνος, επ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 214, «Τί δέ τά παρ᾿ αὐτοῦ τοῦ ἑνός τῆς θεαρχικῆς Τριάδος θεανδρικῶς ἡμῖν ὡμιληκότος παραδεδομένα; Τί δέ τά παρ᾿ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου Πνεύματος διά τῶν αὐτῷ λαλούντων ἡμῖν ἀποκεκαλυμμένα; Ἆρ᾿ οὐχ ὡς αὐτοπίστους καί ἀναποδείκτους δεξόμεθα ἀρχάς, καί πᾶν ὅ,τι ἄν τούτοις ἔποιτο καί ἐκ τούτων συμπεραίνοιτο οὐκ ἀποδείξεις θείας προσεροῦμεν;».Βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, τ.Γ, ο.π., σελ. 121.
[24]Βλ. Μ. Αθανασίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 17, PG 25, 125AB, Μ. Βασιλείου, Κατά Εὐνομίου 1,12, PG 29, 540A, αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Θεολογικός δεύτερος 19, PG 36, 52B, αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Πρός Εὐνόμιον 1, PG 45, 384D, αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 1,8 PG 94, 812B.
[25]Αγίου Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1992,σελ. 164.
[26]Ενέργειες του Θεού είναι οι άκτιστες θεϊκές δυνάμεις που εκδηλώνονται στις σχέσεις του Θεού με τον άνθρωπο και τον κόσμο. Όλα τα όντα μετέχουν στην ουσιοποιό ενέργειά Του (δημιουργική ενέργεια, που δίνει την ύπαρξη στα όντα), ενώ τα λογικά όντα (άγγελοι – άνθρωποι) μετέχουν και στη λογοποιό ενέργειά Του (ενέργεια που προικίζει τα όντα με λογική). Άλλα όντα μετέχουν στη σοφοποιό και στη θεοποιό ενέργεια του Θεού. Βλ.Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, τ. Β΄,ο.π.,σελ. 46-48,181. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Η χρήση της Αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου, (διδακτορική διατριβή) Θεσσαλονίκη 1998,σελ. 146.
[27]Όπως ο απλός άνθρωπος αισθανόμενος τη θερμαντική και φωτιστική ενέργεια του ήλιου κατανοεί ότι αυτό το ουράνιο σώμα είναι θερμό και είναι φωτεινό χωρίς όμως να μπορεί να γνωρίσει την ουσία του, κατά τον ίδιο τρόπο βλέποντας ο άνθρωπος το δημιουργικό έργο, την αγαθότητα, τη σοφία, τη δύναμη, τη δικαιοσύνη και τις λοιπές Ενέργειες του Θεού που εκδηλώνονται στην Οικονομία, αποκαλεί το Θεό αντίστοιχα δημιουργό, αγαθό, σοφό, παντοδύναμο, δίκαιο,κλπ. Αυτές οι θεωνυμίες πηγάζουν από την αποκάλυψή και την αιτιώδη σχέση του Θεού με τον κόσμο χαρακτηρίζουν την κατ’ ενέργειαν σχέση του Θεού με τον κόσμο και δεν είναι δηλωτικές της Ουσίας Του. Οποιεσδήποτε λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούμε για το Θεό είναι ατελείς προσπάθειες να περιγράψουμε τον απερίγραπτο Θεό. Βλ.αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, 1,11 PG 94,841ΑΒ.
[28]Βλ.Ο φόβος του Θεού, https://www.pemptousia.gr/2021/04/o-fovos-tou-theou/
[29]Οι Πατέρες μας υποστήριξαν την οντολογική διάκριση ανάμεσα στην Ουσία του Θεού και των Ενεργειών Του. Αυτή η διάκριση, αποδείχθηκε ιδιαιτέρως κρίσιµη στην εξήγηση της φαινοµενικής αντινοµίας ενός αγεφύρωτου οντολογικού χάσµατος µεταξύ του Θεού και της δηµιουργίας Του, και ενός προσιτού Δηµιουργού, ο οποίος ήταν άρρηκτα συνδεδεµένος µε τη ζωή των πλασµάτων Του. Υποστηρίζοντας την ουσιαστική ακαταληψία και την ταυτόχρονη αποκάλυψη του Θεού στην ανθρωπότητα µέσω των ενεργειών Του, των οποίων ο άνθρωπος είναι φορέας µέσω της πίστης επισημαίνουν ότι ο άνθρωπος µπορεί να γνωρίζει τις ιδιότητες του Θεού αλλά το περιεχόµενο της φύσης Του παραµένει κρυφό από την ανθρώπινη αντίληψη. Η Ουσία του Θεού δεν είναι μόνο άρρητος και ακατανόητος, αλλά είναι και παραμένει αμέθεκτος και ακοινώνητος από τα κτιστά όντα, είτε υλικά είτε νοερά. Κανένα κτιστό όν δεν μπορεί να μετάσχει στη Θεία Ουσία. Όμως μετέχουν στις άκτιστες Ενέργειες του Θεού. Όλα τα όντα μετέχουν στην ουσιοποιό ενέργεια του Θεού και λαμβάνουν από το Θεό το «είναι». Οι άνθρωποι μετέχουν στη ζωοποιό και σοφοποιό ενέργεια του Θεού και κατέχουν τη ζωή και το λόγο κάτι το οποίο τους ξεχωρίζει από τα άλλα κτιστά όντα. Τέλος, οι Άγιοι της Εκκλησίας μας μετέχουν στην θεοποιό ενέργεια του Θεού. Βλ.Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, τ.Β΄, ο.π.,σελ.181.
[30]Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, τ.Γ, ο.π., σελ.136.
[31]Αν και δεν υπάρχει λέξη και έννοια που να μπορεί να περιγράψει σωστά και να προσδιορίζει µε ακρίβεια την Ουσία του Θεού, όμως ο Θεός επιτρέπει στον άνθρωπο να συλλάβει διάφορους περιγραφικούς όρους και ονοµασίες, µε βάση την πραγµατικότητα των αποκεκαλυµµένων ενεργειών Του, µέσω α) της Αγίας Γραφής και β) αυτών που μπορεί ο άνθρωπος να κατανοήσει µε τη λογική του, µε βάση την εμπειρία της Θείας Οικονομίας. Βλ. Γ. Μαρτζέλου, Κατάφαση και Απόφαση κατά την Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 2-3. Οι θεωνυμίες αντιπροσωπεύουν το δικαίωμα του ανθρώπου να περιγράψει τον Δηµιουργό του, µε βάση τη µερική αυτοαποκάλυψή Του. Βλ. M. Tishel, Γνώση και Αγνωσία του Θεού κατά τη Διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Θεσσαλονίκη 2012, σελ.123.
[32]Βλ.Ο φόβος του Θεού, https://www.pemptousia.gr/2021/04/o-fovos-tou-theou/
[33]Σύγχρονος πνευματικός λόγος από τον γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό,
https://www.vatopedi.gr/geron-iosif-vatopedinos-2009/sigchronos-pnevmatikos-logos-apo-ton-geronta-iosif-ton-vatopedino/
[34]Βλ. Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989, σελ.λγ΄έξ.
[35]Ο Μ. Αθανάσιος και μετέπειτα οι Καππαδόκες που αντιπαρατέθηκαν στην κακοδοξία του Αρείου τόνισαν την αναγκαία διάκριση μεταξύ κτιστού και Ακτίστου, αναγκαία προϋπόθεση που παρέβλεπε ο Άρειος για να υποστηρίξει τις απόψεις του. Βλ. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Η χρήση της Αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου,ο.π.,σελ.247.
[36]Στη βάση της ιερής προσκύνησης των ιερών εικόνων και των ιερών λειψάνων κείτεται η διάκριση Ουσίας και Ενέργειας στο Θεό. Αν και η Ουσία του Θεού είναι ανέκφραστη, απερινόητη, ακατάληπτη, απροσπέλαστη, αμέθεκτη από τα κτιστά όντα, όμως γίνονται μεθεκτές οι άκτιστες Ενέργειες Του στις εικόνες και τα ιερά λείψανα. Οι άγιοι μετέχοντας στη θεοποιό ενέργεια του Θεού αποτελούν τις εικόνες του ζώντος Θεού που πέτυχαν την αρετή και το καθ’ ομοίωσιν με αποτέλεσμα να ακτινοβολούν το άκτιστο Φώς της Θεότητας ως κληρονόμοι της Βασιλείας Του Θεού. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τονίζει την ασύγχυτη μετοχή των εικονιζομένων στη Θεία δόξα και τη χάρη του Χριστού. Βλ. Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Λόγος 1, PG 94, 1252BC και 1301A. Βλ. αναλυτικά, Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Η θεώρηση των ιερών εικόνων στην Ορθόδοξη θεολογία και οι ανεικονικές αντιλήψεις του Ισλάμ, Εισήγηση στο 20ο θεολογικό συνέδριο Μεταπτυχιακών φοιτητών και Υπ. Διδακτόρων του Μεταπτυχιακού Θεολογικού Συνδέσμου του Τμήματος Θεολογίας του ΕΚΠΑ, στο https://www.entaksis.gr/ η-θεωρηση-των-εικονων-στην-ορθοδοξη-θε/
[37]Το γεγονός ότι η εν λόγω θεωρία δεν είναι το αποτέλεσμα επιστημονικής έρευνας αποδείχθηκε με τον πλέον τραγικό τρόπο στα πειράματα που έκανε ο εμπνευστής του «κοινωνικού φύλου», του «Gender», ο Νεοζηλανδός γιατρός John Money στο Πανεπιστήμιο Τζων Χόπκινς, ειδικευμένος στον ερμαφροδιτισμό. Ο John Money προσπάθησε να αποδείξει ότι το βιολογικό φύλο είναι μια απάτη, μια αυθαιρεσία από την οποία θα μας απαλλάξει η εκπαίδευση. Το αποδεικτικό υλικό το «βρήκε» μελετώντας δίδυμα αγοράκια, τον Μπράιαν και τον Ντέιβιντ, εκ των οποίων τον Ντέιβιντ οι γονείς το μεγάλωσαν εξ ολοκλήρου ως κοριτσάκι για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της καταστροφής του πέους από ιατρικό λάθος. Ο John Money βλέπει σ’ αυτή τη μοιραία αναπηρία την ευκαιρία να αποδείξει in vivo ότι το βιολογικό φύλο είναι μια απάτη, μια αυθαιρεσία από την οποία θα μας απαλλάξει η εκπαίδευση. Πείθει τους γονείς να μεγαλώσουν τον Ντέιβιντ σαν κορίτσι, χωρίς να του το πουν ποτέ – ούτε στον αδελφό του – ότι γεννήθηκε αγόρι. Ο γιατρός συνταγογραφεί στο παιδί, το οποίο μετονομάστηκε σε Μπρέντα, μια ορμονική θεραπεία και δεκατέσσερις μήνες αργότερα, του αφαίρεσε τους όρχεις. Οι γονείς ντύνουν το παιδί με φουστάνια, του χαρίζουν κούκλες, του μιλούν στο θηλυκό γένος. Σε ηλικία 6 ετών, οι δίδυμοι δείχνουν να ανταποκρίνονται θετικά στον ρόλο του φύλου που τους έχουν ορίσει. Ο Ντέιβιντ μεγάλωνε ως Μπρέντα. Ο John Money είναι πεπεισμένος ότι έχει αποδείξει ότι το βιολογικό φύλο εξαφανίζεται όταν του «μεταγγίζουμε» ένα άλλο γένος και υποστηρίζει ότι μόνο η εκπαίδευση κάνει τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται ως άνδρες ή γυναίκες. Έτσι γεννήθηκε η θεωρία του «Gender». Όμως η φύση εκδικείται διότι η Μπρέντα μεγαλώνει με τρόπο οδυνηρό. Στην εφηβεία, αισθάνεται ότι η φωνή της γίνεται βαριά, εξομολογείται ότι έλκεται από τα κορίτσια, αρνείται τον πλαστικό κόλπο που θέλει να της επιβάλει ο John Money. Η Μπρέντα σταματά τη θεραπεία της και καταφεύγει στο αλκοόλ. Η Μπρέντα αισθάνεται αγόρι περιορισμένο μέσα σε ένα σώμα κοριτσιού. Σαστισμένοι οι γονείς αποκαλύπτουν την αλήθεια στα δίδυμα. Η Μπρέντα γίνεται και πάλι Ντέιβιντ αλλά όλα αυτά όμως αποσταθεροποίησαν ψυχικά τα αγόρια. Ο Μπράιαν αυτοκτονεί το 2002 και τον ακολουθεί ο Ντέιβιντ, στις 5 Μαΐου 2004.Βλ. Emilie Lanez, L’expérience tragique du gourou de «la théorie du genre».John Money, le père de la «théorie du genre», l’avait testée sur des jumeaux,31/01/2014 | Le Point, http://www.lepoint.fr/societe/l-experience-tragique-du-gourou-de-la-theorie-du-genre-page-2-31-01-2014-1786513_23.php#xtatc=INT-500 και Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Οι έμφυλες ταυτότητες και η ενοφυλία των Γνωστικών, στο https://www.pemptousia.gr/2018/03/i-emfiles-taftotites-ke-i-enofilia-ton-gnostikon/