Ποια «Φώτα – Ολόφωτα», κύριε Παπαδιαμάντη; Τι στο καλό!
6 Ιανουαρίου 2024Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Φώτα – Ολόφωτα»! Τι θαυμάσιος τίτλος διηγήματος! Τον διαβάζεις και ο νους, η καρδιά και η ψυχή σου αγάλλονται! Μια χαρά, για να μην πω χάρη σε κατακλύζει και αγωνιάς να το διαβάσεις με μιας όλο και να το απολαύσεις!
Πολύ σύντομα, όμως, αναφωνείς μα είναι αυτό αυτό διήγημα για τα Φώτα; Ποια Ολόφωτα; Μάλλον, για Κατασκότεινα πρόκειται! Τι είναι όλη αυτή η παρωδία, έστω τραγωδία μέρα που είναι; Πιο πολύ με κατάμαυρο θρίλερμοιάζει! Και μας το έχει ξανακάνει αυτό άλλοτε εν μέσω θέρους εκείνη την φορά. Δεν είναι πράγματα αυτά! Διαβάστε το κείμενο που ακολουθεί και αν δεν έχω δίκαιο πέστε μου…
Το παπαδιαμαντικό αυτό θρίλερ των Θεοφανείων το οποίο δημοσιεύτηκε το 1894 αρχίζει με τον κινδυνεύοντα επί κυμάτων Κωσταντή τον Πλαντάρη που μαζί με τον δεκαεφταετή ναύτη του Τσότσο και τον ζωέμπορο Πραματή ταξιδεύουν ή καλύτερα θαλασσοπνίγονται επί της μικρής βάρκας του πρώτου.
Η χρονική στιγμή, ήτοι Φώτα ή κοντά στα Φώτα ή περίοδος Φώτων δεν φανερώνεται αμέσως, παρά όταν ο αναγνώστης φτάσει στην πέμπτη παράγραφο. Ήδη, όμως, ο τίτλος του διηγήματος προδιαγράφει την χρονική στιγμή.
Εν τω μεταξύ, ο συγγραφέας μάς ενημερώνει το τι ακριβώς συμβαίνει στην θάλασσα με τους επιβαίνοντες στην βάρκα και μας κόβει την ανάσα, περιγράφοντας την πάλη του κυβερνήτη της, Κωνσταντή Πλαντάρη, με τα κύματα ο οποίος πλαντάζει μαζί με τους άλλους δύο στην τρικυμιώδη θάλασσα! Άλλωστε τι Πλαντάρης θα ήταν αν δεν πλάνταζε! Και να το λεπτό χιούμορ του σκιαθίτη συγγραφέα! Κάνουν, όμως, τέτοια πράγματα εν μέσω άμεσου κινδύνου βυθίσεως της βάρκας και αύτανδρου πνιγμού των επιβαινόντων;
Και δεν σταματά εκεί το… μακάβριο χιούμορ του, αφού ο ζωέμπορος Πραματής δεν φαίνεται να θρηνεί για την πραμάτειά του, γιατί προφανώς κινδυνεύει η ίδιά του η ζωή. (Αλλά η πραμάτεια προδιαγράφει τον ίδιο τον άνθρωπο: Πραματής. Μάλιστα)!
Πάντως η συμπεριφορά του… Πραματή μας φέρνει στον νου μια διήγηση από τον Συναξαριστή. Πρόκειται και πάλιν για κάποιον έμπορο που ταξίδευε και αυτός με πλοίο και που μαζί του είχε την ακριβή του πραμάτεια. Αυτός ήταν έμπορος πολύτιμων λίθων – καμία σχέση με πρόσφατο κείμενο μας με τίτλο ο «Αλέξανδρος ο Διαμάντης…».
Όταν, ο δεύτερος Πραματής έμαθε πως κινδύνευε η ζωή του γιατί το πλήρωμα του πλοίου επιβουλευόταν τον θησαυρό του που μετέφερε προς πώληση, είπε στους υπηρέτες του να του παραδώσουν όλην αυτήν την πολύτιμη πραμάτεια. Και ο θησαυρός αυτός έγινε σπονδή και θυσία για την διάσωσή του. Τον άδειασε όλο στην θάλασσα ενώπιον των σαστισμένων, ναυτών και των συνεργατών του. Έτσι, όμως, διασώθηκε. Και γιατί δεν τα μοίραζε θα αναρωτηθείτε. Γιατί, προφανώς, μόλις ελλιμενίζονταν θα έσπευδε να τους καταγγείλει για κλοπή. Ή ακόμη μπορεί και να τον έπνιγαν πριν φτάσουν στην ξηρά τόσο τον ίδιο όσο και τους βοηθούς του!
Όσο για τον Σκιαθίτη Πραματή τον οποίον αφήσαμε σχεδόν… μετέωρο στον σάλο της θαλάσσης αυτός «έκλαιε και εύρισκεν ότι δεν ήξιζε τον κόπο ν’ αρμενίση τις τόσην θάλασσαν διά να πνιγή, αφού η γη ήτο ικανή να σκεπάση με το χώμα της τόσους και τόσους»!
Η απλή και ασάλευτη γης, όπως και η παράταση της ζωής, και όχι η πραμάτεια ή οι πολύτιμοι λίθοι που κι αυτοί ξε-σαλώνουν ανεβοκατεβάζοντας την αξία τους στο χρηματιστήριο και αποτρελαίνουν όσους τους ορέγονται, ήταν πλέον το πιο σταθερό και πιο φωτεινό αντικείμενο του πόθου του αυθεντικού Πραματή. Ένα κομμάτι γης για μνήμα πεθυμούσε και όχι «υδατόστρωτο τάφο» κατά τον επίκαιρο εκκλησιαστικό ύμνο. Στην ουσία δεν σκεφτόταν αυτό, δηλαδή έναν τάφο, αλλά θα διέθετε και όλη την πραμάτεια του για να μπορούσε να πατά στην γη. (Όπως, ο άλλος χάριζε το βασίλειό του για ένα άλογο. Προφανώς για να διαφύγει και να σωθεί)!
Και για να το κάνουμε τελείως επίκαιρο και εορταστικό ο Πραματής, αν μπορούσε, θα διέθετε το εμπόρευμά του για λίγη ξηρά για να μην… ανακαλύψει, να καταλήξει στον πυθμένα του βυθού της θάλασσας της οποίας τα νερά θα τον κάλυπταν, όπως τον Φαραώ και τον στρατό του. Οι ιεροψάλτες και οι φιλακόλουθοι έχουν ήδη πιάσει το δάνειο μας από εόρτιο ύμνον των Θεοφανείων «Βυθοῦ ἀνεκάλυψε πυθμένα καὶ διὰ ξηρᾶς οἰκείους ἕλκει ἐν αὐτῷ κατακαλύψας ἀντιπάλους ὁ κραταιός ἐν πολέμοις Κύριος· ὅτι δεδόξασται».
(Αυτά αναμέναμε να μας πείτε κ. Αλέξανδρε Παπαδιαμάντη τέτοια μέρα! Είστε και ιεροψάλτης)!
Θυμίζουμε και έναν άλλον έξοχο εορταστικό ύμνο ο οποίος αρχίζει ως εξής «Στείβει θαλάσσης κυματούμενον σάλον…» και προχωράμε δια χειρός Αλέξανδρου του παπα-Διαμάντη επί των κυμάτων της θαλάσσης που άλλοτε βρέχει, με την έννοια του χαϊδεύει και άλλοτε σκυλοπνίγει την Σκιάθο και όπου αλλού υπάρχει.
Και ανεβαίνουμε στην μικρή βάρκα του Πλαντάρη η οποία:
Ἐκινδύνευε νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ κῦμα ἡ μικρὴ βάρκα τοῦ Κωνσταντῆ τοῦ Πλαντάρη, πλέουσα ἀνάμεσα εἰς βουνὰ κυμάτων, ἕκαστον τῶν ὁποίων ἤρκει διὰ νὰ ἀνατρέψῃ πολλὰ καὶ δυνατὰ σκάφη καὶ νὰ μὴ ἀποκάμῃ, καὶ εἰς ἀβύσσους, ἑκάστη τῶν ὁποίων θὰ ἦτο ἱκανὴ νὰ καταπίῃ ἑκατὸν καράβια καὶ νὰ μὴ χορτάσῃ. Ὀλίγον ἀκόμη καὶ θὰ κατεποντίζετο. Ἄγριος ἐφύσα βορρᾶς, ὀργώνων βαθέως τὰ κύματα, καὶ ἡ μικρὰ φελούκα, διὰ νὰ μὴν ἀρμενίζῃ κατεπάν᾽ τὸν ἀέρα, εἶχε μαϊνάρει τὸ πανί της, καὶ εἶχε μείνει ξυλάρμενη καὶ ὠρτσάριζε κ᾽ ἐδοκίμαζε νὰ κάμῃ βόλτες. Τοῦ κάκου. Μετ᾽ ὀλίγον ἡ θάλασσα ἐπῆρε τὸν ἐλεεινὸν φελλὸν εἰς τὴν ἐξουσίαν της, καὶ ὁ ἄνεμος τὸν ἔσυρεν ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, καὶ ὁ Κωνσταντὴς ὁ Πλαντάρης ἐξέμαθεν εἰς τὴν στιγμὴν ὅσας βλασφημίας ἤξευρε καὶ ἠσχολεῖτο νὰ κάμῃ τὴν προσευχήν του, ἐνῷ ὁ μικρὸς σύντροφός του, ὁ ναύτης Τσότσος, νέος δεκαεπτὰ χρόνων, ἐγδύνετο καὶ ἡτοιμάζετο νὰ πέσῃ εἰς τὴν θάλασσαν, ἐλπίζων νὰ σωθῇ κολυμβῶν…»!
Περιγραφή ζωντανή με την έννοια του τηλεοπτικού live ενός επικείμενου ναυαγίου. Μ’ αυτά τα λόγια ξεκινά το σκιαθίτικο και οικουμενικό θρίλερ των Φώτων το οποίο μοιάζει να σε ξεβολεύει ή και να σε ξενερώνει εξ αρχής από το ειρηνικό «Πνεύμα Κυρίου επί των υδάτων»! Ποια Φώτα, λοιπόν, και ποια «Ολόφωτα» σ’ αυτήν την κοσμοχαλασιά που σε λίγο επίκειται να κλείσει σπίτια και να θρηνήσουν οικογένειες; Αν όχι ολόκληρη η μικρή πολίχνη της Σκιάθου;
Αλλά μήπως και στην ξηρά που… νοσταλγούσε ο Πραματής τα πράγματα έβαιναν όλα καλώς; Ή μήπως και εδώ επέκειτο νέα και δεύτερη τραγωδία; «Ναυαγίων ναυάγια», θα μου πείτε!
Ποιος ή ποιοι κινδύνευαν από τον επίγειο σάλο που έπληττε και επί ξηράς την Σκιάθο και συγκεκριμένα την οικογένεια του ήδη πλανταζομένου Πλαντάρη;
Πάμε στο σπίτι του:
«Ἐκινδύνευε ν᾽ ἀποθάνῃ ἀπὸ τοὺς πόνους ἡ Μαχώ, ἡ γυναίκα τοῦ Κωνσταντῆ τοῦ Πλαντάρη, νεόγαμος, πρωτάρα».
Κατά πρώτον εκινδύνευεν η πρωτάρα (στην γέννα), αλλά περνά σε δεύτερη μοίρα, αφού η «Πλανταρού, ἡ πενθερά της, […] φιλόστοργος, ὡς πᾶσα πενθερὰ ἥτις δὲν ἐπιθυμεῖ τὸν θάνατον τῆς νύμφης της, ὅταν αὕτη εἶναι πρωτάρα, πρὶν βεβαιωθῇ ὅτι θὰ ἐπιζήσῃ τὸ παιδίον διὰ νὰ ἀσφαλισθῇ ἡ κληρονομία τῆς προικός»!
Ο παπα-Διαμάντης δεν τρέφει αυταπάτες! Ο μαμμωνάς τον οποίο θεωρεί ως τον διαρκή αντίχριστο («Χαλασσοχώρηδες») παίζει σατανικά παιχνίδια για όλους τους διά… Μαμμωνά σαλούς! Τους ξεμωραμένους για λεφτά, προίκες, περιουσίες. Για όσους ορέγονται πράγματα εις βάρος προσωπικών σχέσεων, στοργής και αγάπης!
Ο ευρύτερος, όμως, ψυχικός σάλος μοιάζει να διευρύνεται και να οξύνεται στο διήγημα με την είδηση που έλαβε η Πλανταρού, η μητέρα του Κωνσταντή, ότι εθεάθη η βάρκα του γιου της να έρχεται στο νησί. Αυτό την βάζει, πλέον, σε πολλαπλή ψυχική και πνευματική δοκιμασία.
Ο μάστορας της διήγησης, γιατί όχι και του θρίλερ γράφει:
ἐκατάλαβεν ἀπὸ τὴν τρικυμίαν ὁποὺ ἦτο εἰς τὸ πέλαγος, ὅτι ἡ βάρκα ἀνεβοκατέβαινεν εἰς τὰ κύματα κ᾽ ἐκινδύνευε νὰ βουλιάξῃ, καὶ τότε ἐνόησε τί θὰ ᾽πῇ νά ᾽χῃ κανεὶς «δυὸ χαρὲς καὶ τρεῖς τρομάρες». Διότι διπλῆ μὲν χαρὰ θὰ ἦτο νὰ ἔφθανεν αἰσίως ὁ υἱός της, νὰ ἐγέννα μὲ τὸ καλὸν καὶ ἡ νύμφη της· τριπλῆ δὲ τρομάρα ἦτο ὁ κίνδυνος τοῦ υἱοῦ της, ὁ κίνδυνος τῆς νύμφης της καὶ ὁ κίνδυνος τοῦ προσδοκωμένου νεογνοῦ. Ἴσως δὲ θὰ ἦτο τετραπλῆ ἡ τρομάρα, ἂν προσετίθετο καὶ ὁ φόβος μήπως τυχὸν ἡ νύμφη της γεννήσῃ αἰσίως… θῆλυ.
Αυτά!
Ενώ η θέση του σπιτιού στο οποίο βρισκόταν επέτεινε ακόμη περισσότερο την αγωνία της γιατί το «σπιτάκι έκειτο εις την κορυφήν του μικρού νησιδίου»!
Οπότε στην ουσία επρόκειτο για βίγλα, παρατηρητήριο δηλαδή, από το οποίο έβλεπε απευθείας την πάλη του παιδιού της στα θαλασσινά αλώνια. Έτσι, τα αισθήματά της Πλανταρούς ανέκρουσαν… γενικό συναγερμό και η αγωνία της «έφθασε εις το κατακόρυφον»!
Όσο για την δυστυχή έγκυο:
ἐμούγκριζεν ὡς ἀγελάδα. Ὁ ἄνεμος ἐκεῖ κάτω, εἰς τὸ πέλαγος, ἐφαίνετο ὅτι ἀπεμάκρυνε τὸ πλοιάριον ἀντὶ νὰ τὸ προσεγγίσῃ εἰς τὴν ἀκτήν. Ἡ βάρκα ὁλονὲν ἐξέπεφτε μακρύτερα, αἰσθητῶς εἰς τὸ βλέμμα. Εἰς τὴν νύμφην της ἡ Πλανταροὺ ἐφυλάχθη νὰ εἴπῃ τίποτε. Μόνον ἐξήρχετο συχνὰ εἰς τὸν ἐξώστην, προσποιουμένη ὅτι ἤθελε νὰ κουβαλήσῃ τὸ ἓν καὶ τὸ ἄλλο, καὶ ἔμενεν ἐπὶ μακρὸν κ᾽ ἐκοίταζε.
Τα νέα δεν ήταν καθόλου καλά για την Πλανταρού, το παρατηρούσε και μόνη της και εκεί τελείωνε ο κόσμος όλος γι’ αυτήν. Ποια εξασφάλιση της προίκας; Για ποιον; Δεν υπήρχε!
Η παρατήρηση από την βίγλα φανέρωνε πως:
Δὲν ἐφαίνετο πλέον νὰ ὑπάρχῃ ἐλπίς. Ὁ υἱός της θὰ ἐπνίγετο ἐκεῖ εἰς τὸ ἄσπλαγχνον πέλαγος, καὶ τὴν νύμφην της ὁμοῦ μὲ τὸ ἔμβρυον θὰ τὴν ἐσκέπαζεν ἡ «μαύρη γῆς».
Γι’ αυτό και η: γραῖα ἀπέκαμε. Ἡ βάρκα ἔγινεν ἄφαντη…
Εν τω μεταξύ:
[…] ἡ σύζυγος τοῦ υἱοῦ της ἐγέννησεν… ἄρρεν.
Ποια ήταν η υποδοχή του άρρενος εγγονού από την γιαγιά Πλανταρού; Ορίστε:
Ὤ! τὸ στρίγλικο, τὸ κακοπόδαρο, ὤ! τὸ γρουσούζικο, ὁποὺ ψωμόφαγε τὸν πατέρα του! Πνῖξτέ το! Σκοτῶστέ το! Τί τὸ φυλᾶτε; Πετᾶτέ το στὸ γιαλό, νὰ πᾷ νὰ βρῇ τὸν πατέρα του. Κι αὐτή, ἡ γουρουνοποδαρούσα ἡ μάννα του, αὐτὴ ἡ πρωτάρα, ἡ στερεμένη, αὐτὴ ἡ λεχώνα ἡ λοχεμένη!… Ἠμπορεῖς, μαμμή, νὰ τὴν καρυδοπνίξῃς, κειδὰ ποὺ θὰ ψοφολογήσῃ, στὸ κρεβάτι της, νὰ στραμπουλίξῃς μὲ τὴ χεράρα σου καὶ τῆς κλήρας τὸ λαιμό, νὰ ποῦμε πὼς ἐγεννήθηκε πεθαμένο τὸ παιδί, καὶ πὼς ἡ μάννα ἐτελείωσε, καθὼς κάθισε στὰ σκαμνιά, ἠμπορεῖς;
Και όλα αυτά κατακλύζουν το μέσα μας, ενώ βρισκόμαστε στην επικράτεια του Δωδεαημέρου και μέσα στο κλίμα των Φώτων και δη «Ολόφωτων»! Καλά, για όλον αυτόν τον απανθρωπισμό μας προδιαθέτει ο τίτλος σας κύριε παπα-Διαμάντη; Τι στο καλό;
Εμείς από σας αναμέναμε πραγματικά Φώτα – Ολόφωτα! Αυτό επιθυμεί η ψυχή μας και μόνο αυτό! Να απολαύσει, με την έννοια να γαντζωθεί από εκεί και να μας πάει πιο κάτω όμορφα και γλυκά τώρα που αρχίζει η νέα χρονιά! Αυτό περιμέναμε από έναν παπα-Διαμάντη!
Κάτι τέτοιο μας κάνετε και με τον «Ρεμβασμό του Δεκαπενταυγούστου» -για να μην πω και χειρότερα.
Βλέπω, πάντως, πως γελάτε κάτω από τα μουστάκια και πάνω από την γενειάδά σας. Δεν είναι πράγματα αυτά! Διαμάντι, εντάξει, και μάστορας του λόγου μέγας είσαστε, αλλά σ’ αυτό το διήγημα από… ουσία μας στεναχωρείτε! Μας παρουσιάζετε ένα αυτοσχέδιο δράμα, μια τραγωδία και μας χαλάτε την μέρα! Θα μου πείτε πως δεν τελείωσε ακόμη το δράμα, η τραγωδία σας και μπορεί εν τέλει να μας επιφυλάσσει κάθαρση. Σωστά, αλλά να μην σας πούμε και μεις πως μας φαρμακώσατε μέχρις εδώ; Τι καμώματα, λοιπόν, είναι αυτά, πού το πάτε;
Μιλήστε μας ανοιχτά!
Και ο Αλέξανδρος ο παπα- Διαμάντης εξηγείται:
Δὲν τὴν ἐσκέπασεν ἡ μαύρη γῆς τὴν ταλαίπωρον μητέρα ὁμοῦ μὲ τὸν καρπὸν τῶν σπλάγχνων της, καὶ τὸ πέλαγος ἵλεων δὲν ἔπνιξε τὸν πατέρα. Ὁ Πλαντάρης εἶχε τελειώσει πρὸ πολλοῦ τὴν προσευχήν του, καὶ ὁ μικρὸς ναύτης ὁ Τσότσος εἶχε φορέσει ἐκ νέου τὸ ὑποκάμισον καὶ τὴν περισκελίδα του. Ὁ ζῳέμπορος ὁ Πραματὴς ἐπείσθη ὅτι ἦτο καλὸς χριστιανὸς καὶ ὅτι ἦτο προωρισμένος νὰ ταφῇ εἰς εὐλογημένον χῶμα. Ὁ ἄνεμος εἶχε κοπάσει περὶ τὸ δειλινόν, καὶ ὁ κυβερνήτης ἀνέλαβε τὸ κράτος του ἐπὶ τοῦ μικροῦ σκάφους. Ἔπιασε δυνατὰ τὸ τιμόνι καὶ μὲ τὰ πολλὰ ὀρτσαρίσματα ἦλθεν ἡ φελούκα εἰς μέρος ἀπαγκερόν, δίπλα εἰς τὴν ξηράν, ὀλίγα μίλια ἀπώτερον τοῦ μικροῦ ὅρμου. Διὰ τοῦτο ἡ βάρκα εἶχε γίνει ἄφαντος εἰς τὰ ὄμματα τῆς Πλανταροῦς, ἥτις δὲν εἶχε παύσει ν᾽ ἀγναντεύῃ ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἐξώστου. Ἔφθασε δὲ ἀσφαλῶς εἰς τὸν ὅρμον, εὐθὺς ὡς ἔπεσεν ἐντελῶς ὁ ἄνεμος, βασίλευμα ἡλίου.
Επιτέλους!
Ανασάναμε, να κάνουμε και εμείς Φώτα! Δι ελέου και φόβου!
Ακολουθούν, ανήμερα Φώτα, τα «κολυμπίδια» του παιδιού στην σκάφη και το «ασήμωμά» του, ενώ αυτό «κλαυθμηρίζει»! Συνεχίζουν με παράθεση δείπνου και η εκδήλωση εκ μέρους του Πραματή της επιθυμίας του να βαφτίσει το παιδί, στην βάπτιση που θα γινόταν την επόμενη μέρα, γιορτή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Σε όλη αυτή την σκηνή ήταν, βεβαίως, και ο νεαρός ναύτης Τσότσος.
Στο δείπνο γινόταν ένας μικρός χαμός, κυρίως, από τα παιδιά του πολύτεκνου συγγενούς και γείτονα, πράγμα που ενοχλούσε την λεχώνα και φτάνουμε στην αποθέωση με τις προπόσεις.
Ακούμε την πεθερά:
Ὅταν ἦλθεν ἡ σειρὰ τῆς Πλανταροῦς νὰ πίῃ εἰς τὴν ὑγείαν τῆς νύμφης της, εὐχήθη μὲ τρεῖς διαφόρους τόνους φωνῆς:
―Ἐβίβα, νύφη, μὲ καλὸ νὰ σαραντίσῃς… Κι ὅ,τ᾽ εἶπα, παιδάκι μ᾽… ἀστοχιὰ στὸ λόγο μου!
Σε τρεις τόνους! Με βολεύει και σε ένα! Γιατί μπορεί μέσα σε όλον αυτόν τον σάλο στην θάλασσα, στην ξηρά και στις ψυχές των ανθρώπων να μου ξέφυγε και μένα κάτι που δεν έπρεπε να πω για τον κ. Παπαδιαμάντη! Τι λέτε κι εσείς;
Οπότε: Κύριε Παπαδιαμάντη, τελικά, το σώσατε! Συγχαρητήρια! Καλά τα πήγατε! Το φέρατε το διηγημάτιον σας αισίως σε καλά… νερά και στην ξηρά και παρηγορήσατε τις ψυχές όλων των συμμετεχόντων! Βεβαίως, και τις δικές μας! Σε ό,τι με αφορά, αν είπα κι εγώ με την σειρά μου κάτι παραπάνω αστοχιά στον λόγο μου! Τα σέβη μου! Πάντα τέτοια! Και Φώτα – Ολόφωτα πάντα στις ψυχές των ανθρώπων! Για να μη πω και «Κ᾽στὸς ἀνέστη μπρε»!
Σας ευχαριστούμε!
Χρόνια πολλά, καλόφώτιστα!