Λίγα τινά για τον μακαριστό Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο με την προσμονή της αγιοκατάταξης του

22 Φεβρουαρίου 2024

(Το παρόν άρθρο αφιερώνεται στο μητροπολίτη Αυστρίας κο Αρσένιο Καρδαμάκη, που με ερώτησή του, μου ενέπνευσε, τη συγγραφή αυτή, για λίγα τινά για τον π. Φιλόθεο Ζερβάκο).

Πνευματικό τέκνο του π. Φιλόθεου Ζερβάκου (+1980), ήταν κι ο π. Αρσένιος Κομπούγιας εν Ναυπάκτω (+2008) ο οποίος υπήρξε πνευματικός του γράφοντος απ’ το 1981-2008. Με την οσία κοίμηση του π. Φιλοθέου δημοσιεύθηκαν κάποιες εμπειρίες για το πνευματικό του πατέρα ως εξής: «Ο αρχιμ. Φιλόθεος Ζερβάκος, μέσα από τις διηγήσεις του αρχιμ. π. Αρσενίου Κομπούγια» (βλ. άρθρο, σε Ορθόδοξο Τύπο, 22-5-1980), το οποίο είναι αναδημοσιευμένο και στο βιβλίο του γράφοντα: «Ηθική, εσχατολογία, προφητολογία κατά το γέροντα Αρσένιο Κομπούγια (+2008)», Αθήνα 2010.

Ο π. Φιλόθεος ως λαϊκός καταγόταν εκ περιοχής Μολάων Λακωνίας και υπηρέτησε τμήμα της στρατιωτικής του θητείας στη Πάτρα, μάλιστα ως έφιππος κοντά στο μετόχι της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων του αγίου Αλεξίου Πατρών, εμφανίστηκαν ένα απόγευμα κάποια άγρια σκυλιά με άγριες διαθέσεις και που ως εκ θαύματος σώθηκε απ’ αυτά, ως ο ίδιος σημειώνει. Σήμερα κάποιοι άνθρωποι φιλούν τα σκυλιά ή κοιμώμενοι μ’ αυτά, θεοποιώντας τη πλάση κι όχι τον Πλάσαντα.

1ο Μέρος.

Παρακάτω παρουσιάζουμε τον π. Φιλόθεο Ζερβάκο μέσα απ’ τα λόγια που προφορικά μας έλεγε ο π. Αρσένιος, δείχνοντάς μας τις φωτογραφίες του γέροντά του στο μικρό αρχονταρίκι τους εν Ναυπάκτω. Μας έλεγε ότι υπήρξε ο πρύτανης του σύγχρονου οσιακού μοναστικού βίου, ο μέγας κήρυξ και πνευματικός, ο ηγούμενος υπέρ τα πεντήκοντα έτη. Της μοναδικής για τη πνευματικότητα και αγιότητα σε όλη την εκτός του Αγίου Όρους περιφέρεια, ζώντας οσίως στην Ιερά Κοινοβιακή Μονή Ζωοδόχου Πηγής, Λογγοβάρδας – Πάρου. Μας δίδασκε ότι είναι ο μεγαλύτερος, μα ίσως και ο τελευταίος μέγας μέγιστος πνευματικός αστήρ ο π. Φιλόθεος, επειδή ο κόσμος αποσυντίθεται, επειδή πλέον ο κόσμος περιήλθε στα χέρια του σατανά και ότι θα είναι ανάξιος τέτοιων αγίων ανδρών και επειδή ίσως να είναι τα τελευταία, όπως ο ίδιος μας διετύπωνε κι έγραψε πολλάκις. Ο π. Φιλόθεος ήταν ο ηγούμενος, ο ασκούμενος στην ασκητική ζωή και ο ιεροκήρυκας και πνευματικός όλης της Ελλάδας μας. Η Ιερά Μονή της περιφήμου Λογγοβάρδας, η μοναδική από πολλά έτη στην εν κόσμω πνευματικότητα, αριθμούσε μόλις προ 50 ετών υπέρ τους τεσσαράκοντα μοναχούς, τους οποίους εποίμανε ο σοφός και άγιος γέροντας Φιλόθεος, πιο πολύ με το φωτισμένο και άγιο παράδειγμά του.

Γέροντας, Αρχιμανδρίτης, π. Φιλόθεος Ζερβάκος, Ηγούμενος Ιεράς Μονής Λαγγοβάρδας Πάρου (1884-1980).

Υπήρξε κήρυκας του Ευαγγελίου και εξομολόγος, όχι μόνον εις τη Μονή που εποίμανε, αλλά και σε όλη τη νήσο Πάρο και τας πέριξ νήσους, αλλά και στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας. Συνεδύαζε ο μακάριος τη μοναχική άσκηση και την κοινωνική ιεραποστολική δράση. Σε όλα τα μέρη της Ελλάδος είχε πνευματικά τέκνα. Μεγάλος ο σεβασμός που έτρεφαν για το γέροντα, όχι μόνον τα πνευματικά του τέκνα, αλλά και κληρικοί, αρχιεπίσκοποι, αρχιερείς, κι αυτή η Ιερά Σύνοδος. Είδα λέγει ο π. Αρσένιος, έναν αρχιερέα, όταν ο γέροντας ήταν ακόμη εξήντα πέντε ετών, να σκύβει και να του ασπάζεται το χέρι.

Έγραψε πολλά πνευματικά ωραία βιβλία, άρθρα, επιστολές (εκτός των χιλιάδων προσωπικών επιστολών στα πνευματικά του τέκνα). Εξομολογούντο σ’ αυτόν, εκτός των κληρικών και αρχιερείς. Οι λειτουργίες του ήταν πάντα με δάκρυα, οι κρυφές προσευχές του και οι αγρυπνίες πολλάκις ολονύκτιες, μετά κλαυθμών και ακατάπαυστα, η πραότητά του ήταν αμίμητη. Είχε την ευτυχία ο π. Αρσένιος (+2008) γράφοντας «τας γραμμάς ταύτας» να ανήκει στην Ιερά αυτή Μονή και να γαλουχηθεί πολλά έτη πλησίον του και να καρεί απ’ αυτόν ως μοναχός, να τον προωθήσει εις την ιερωσύνη και με την εντολή του και άδειά του να προχειρισθεί πρεσβύτερος υπό του μητροπολίτου Ναυπακτίας μακαριστού Χριστοφόρου, που απεσπάσθηκε με την άδεια του αρχικά, για δύο τρία έτη, δια να βοηθήσει αυτόν.

Είχε ο μακαριστός γέροντας Φιλόθεος πάντα στο όνειρό του, όπως χαρακτηριστικά του έγραφε σε επιστολή, να πλαισιώσει τη μονή με μορφωμένους κατά κόσμο μοναχούς, καίτοι κατά καιρούς εγκαταβίωσαν αρκετοί πτυχιούχοι, αλλά δι’ αγνώστους λόγους δεν παρέμεναν στη μονή, έτσι ώστε να φέρουμε όλοι μία ανάλογη ευθύνη για τη σημερινή απογοητευτική αριθμητική σμίκρυνση της σημερινής μονής.

Μας έλεγε ο π. Αρσένιος ότι λίγες ημέρες προ της ειρηνικότατης εκδημίας του, έτυχε να βρεθεί κοντά του και να του προσφέρει τις ταπεινές του υπηρεσίες, ως και την προτελευταία μετάδοση της θείας Κοινωνίας. Όντως υπέφερε απ’ την ουρία, που του δημιουργούσε διαρκή τάση προς έμετο και δεν μπορούσε, ξεσπώντας σε δυνατό βήχα. Τότε ο π. Αρσένιος θα του έλεγε: «Γέροντα, ο Κύριος με την δοκιμασία αυτή θέλει να κατοχυρώσει ογδοήκοντα ετών κόπους και μόχθους δια το Άγιον Όνομά Του, δια να μην τα λιχνίσει ο σατανάς, την τελευταία ώρα με το τελευταίο όπλο, την επάρατο υπερηφάνεια». Και του απαντούσε, ο π. Φιλόθεος: «Δόξα σοι ο Θεός, ό,τι θέλει ο Κύριος». Επίσης του έλεγε: «Γέροντα, φεύγεις και αφήνεις τον εν αποστασία κόσμο και τα πνευματικά σου παιδιά εις χείρας του ερχομένου αντιχρίστου». Και αυτός ο π, Φιλόθεος, απαντούσε: «Πράγματι, η αποστασία είναι μεγάλη και η καταστροφή και το τέλος του Κόσμου πολύ κοντά». Ακόμη του είπε: «Γέροντα, να προσεύχεσθε εις τον Κύριον, όταν θα πάτε εκεί, δια την ελεεινότητά μου, διότι είμαι ελεεινός και αδιόρθωτος, ως και δια τας δύο μονάς σου, τας οποίας ο σατανάς θα θελήσει μετά την κοίμησή σου να σινιάσει σαν το σιτάρι». Και του απαντούσε ο π. Φιλόθεος: «Εάν εύρω παρρησία εις τον Χριστό μας, θα προσεύχωμαι δι’ όλους».

Έφυγα απ’ τη μονή μου, μας είπε,  ο π. Αρσένιος με την πεποίθηση ότι δεν θα τον ξαναδώ πλέον ζωντανό, όπως κι έγινε. Μετά την αναχώρησή μου εκοιμήθη. Εκοιμήθη την ημέρα του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και του μεγάλου Αρσενίου. Τον επήρε ο μαθητής της αγάπης, ο Ιωάννης ο Θεολόγος και ο άγιος Αρσένιος, διότι σαν αυτούς αγάπησε το Χριστό, σαν κι αυτούς εργάσθηκε ασκούμενος στη μοναχική άσκηση και στο κήρυγμα του Ευαγγελίου.

Έφυγε εκ των ματαίων τούτων, μόλις έκαμε επί του κρεβάτου την απόλυση του Όρθρου, εορτής του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και του οσίου Αρσενίου, με τις τελευταίας λέξεις: «Τώρα πλέον φεύγω, θα κοιμηθώ». Και έκλεισε αμέσως για πάντα τους οσίους οφθαλμούς του. Η εξόδιος ακολουθία και τα της κηδείας του ήταν κάτι το ασυνήθιστο και συγκινητικό, με κλαυθμούς και δάκρυα, με πλήθος κόσμου, ντόπιου και ξένου, με πλήθος κληρικών και μοναχών και αρκετούς αρχιερείς. Έγινε κηδεία την οποία ίσως να επιθυμούσαν να έχουν όλοι οι μεγιστάνες και όλοι οι πατριάρχες και αρχιεπίσκοποι και μητροπολίτες, των οποίων η δόξα του αξιώματός τους, τους στερεί τη δόξα που απ’ εδώ αντιδοξάζει ο Κύριος τους ταπεινούς της γης.

Αξιοσημείωτο ήταν ότι ενώ είχαν ήδη περάσει 36 ώρες με αρκετή καλοκαιρινή ζέστη, το όσιο σώμα του γέροντα δεν είχε καν σημεία αποσύνθεσης, αλλ’ ούτε άφηνε τη συνήθη σε όλους τους νεκρούς, νεκρική ατμόσφαιρα και άσχημη οσμή, αλλά το αντίθετο διετηρείτο σαν να ήτο ολοζώντανο. Το ιερό σκήνωμα ήταν σαν ολοζώντανο, ενός σύγχρονου οσίου και αγίου της Εκκλησίας.

Αιωνία ας είναι μας έλεγε, η οσία μνήμη του γέροντα σεβαστού π. Φιλόθεου και μακάρι να εύχεται εκεί που θα είναι να λυπηθεί το κόσμο ο Κύριός μας και να αναδείξει κι άλλους σαν κι αυτόν «στους σκοτεινούς μας τούτους καιρούς του αντιχρίστου, προς στηριγμό των ευσεβών, που αγαπούν τον Κύριο εν αληθεία, διότι πολύ φοβούμαι μήπως εις το ανάστημα σου θα είσαι ο Τελευταίος!», (πρβλ. το σχετικό άρθρο του π. Αρσένιου, που δημοσιεύθηκε στον «Ορθόδοξο Τύπο», 22-5-1980).

2ο Μέρος.

Με την ευκαιρία της επετείου της κοιμήσεως του αειμνήστου γέροντος Φιλοθέου, ο π. Αρσένιος μας διηγήθηκε μερικά περιστατικά απ’ την οσία γνωριμία του μαζί του και παρέδωσε τότε παρουσία μας, κάποιες επιστολές στο μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεο, τις οποίες είχε απ’ το γέροντά του, καθώς κι ένα άρθρο του, που είχε δημοσιεύσει (στο περιοδικό: Παρέμβαση, Ναύπακτος, Μάιος 2005).

Ο π. Αρσένιος κατά κόσμο Αντώνιος σε ηλικία 21 ετών ενώ ζούσε στην Αθήνα, καταγόμενος από την ορεινή Ναυπακτία είχε μείνει οργανός από τον πατέρα του που τον είδε να τον παίρνει το μανιασμένο ποτάμι. Στην αρχή στην Αθήνα έμενε σε κάποιο θείο του και κατόπιν σε μία χριστιανική αδελφότητα νέων, είχε την έντονη επιθυμία να γίνει μοναχός. Πάραυτα του άρεσε και η μουσική, είχε μάθει λίγο κιθάρα, όπως ο ίδιος μας έλεγε. Είχε ρωτήσει το πνευματικό του π. Ιγνάτιο Γκολιόπουλο, στέλεχος της «Ζωής», που του έδωσε την ευλογία κι έστειλε γράμμα στον π. Φιλόθεο Ζερβάκο, τον οποίο είχε δει μία φορά, όταν ο π. Φιλόθεος είχε πάει στην Αθήνα για εξομολόγηση και για ομιλίες. Η φήμη του είχε επεκταθεί πέρα της νήσου Πάρου, όπου ήταν καθηγούμενος στην Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής Λογγοβάρδας, την οποία είχαν ιδρύσει Φιλοκαλικοί (Κολλυβάδες) Πατέρες, ενώ ήταν και πνευματικός στην γυναικεία Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως – Οσίου Αρσενίου του εν Πάρω.

Με την επιστολή αυτή του ζητούσε ο τότε Αντώνιος απ’ τον π. Φιλόθεο να τον δεχθεί στο μοναστήρι για μοναχό και ο π. Φιλόθεος τον αποδέχθηκε. Έφθασε στη Πάρο το Φεβρουάριο του έτους 1939 λίγο πρίν τον πόλεμο και γράφηκε στο μοναχολόγιο ως δόκιμος της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής και φόρεσε το τίμιο ράσο ως δόκιμος μοναχός. Ο π. Φιλόθεος τον ρώτησε τί όνομα θα ήθελε να του δώσει κι ο Αντώνιος του απήντησε: Ιγνάτιος ή Αυγουστίνος. Σε ερώτηση του γέροντα Φιλόθεου γιατί διάλεξε αυτά τα ονόματα, ο Αντώνιος απάντησε ότι του άρεσε πολύ ο βίος του αγίου Ιγνατίου, ιδίως μάλιστα το τέλος του, όταν οι Χριστιανοί που περισυνέλεξαν τα απομεινάρια του σώματός του που είχαν αφήσει τα θηρία, βρήκαν τη καρδιά του και πάνω στη καρδιά του χαραγμένο το όνομα «Ιησούς», ενώ απ’ τον ιερό Αυγουστίνο του άρεσαν πολύ οι προσευχές του που είχε διαβάσει στο «Κεκραγάριο» τις οποίες ο άγιος απηύθυνε στον Χριστό.

Τελικά, ο μακαριστός π. Φιλόθεος Ζερβάκος έδωσε προκαταβολικά στον Αντώνιο το όνομα Αυγουστίνος. Όμως, τον Οκτώβριο του 1939 ο Αντώνιος-Αυγουστίνος θα έπρεπε να παρουσιασθεί στον ελληνικό στρατό, αφού τότε κάλεσαν ακόμη και τους μοναχούς να βοηθήσουν. Ο π. Αρσένιος μας διηγήθηκε ότι υπήρχε τότε ένας άγιος μοναχός ονόματι Νικηφόρος στην Ιερά Μονή Λογγοβάρδας, ο οποίος ήδη απ’ το καλοκαίρι του 1939 έλεγε ότι θα γίνει μεγάλος πόλεμος και θα καλέσουν και τους μοναχούς να πολεμήσουν και ότι ο ίδιος, ο Νικηφόρος, θα σκοτωνόταν. Όπως και έγινε, αφού στον πόλεμο κάλεσαν και τους μοναχούς, όπου κι ο Νικηφόρος σκοτώθηκε από οβίδα πυροβολικού, ενώ βρισκόταν στα μετόπισθεν. Ο π. Αρσένιος είχε υπ’ όψη του κι άλλες οσιακές μορφές μοναχών που έζησαν στην Ιερά Μονή Λογγοβάρδας, όπως τον άγιο π. Παύλος, ο οποίος ήταν αμόρφωτος κατά κόσμο, αλλά είχε συνέχεια στο στόμα του το όνομα και την ευχή του Ιησού και αξιώθηκε να κοιμηθεί ακριβώς την ώρα που έλεγε την ευχή του Ιησού, γονατιστός, με το αριστερό του χέρι να κρατά το κομβοσχοίνι και με το δεξί του χέρι στο μέτωπο, την ώρα που σχημάτιζε το σχήμα του σταυρού. Στη στάση αυτή τον βρήκαν οι μοναχοί της μονής να έχει παραδώσει το πνεύμα του.

Επίσης ενθυμείτο όπως μας έλεγε τον όσιο π. Ιλαρίωνα, ο οποίος εισήλθε στην αδελφότητα σε ηλικία των 70 ετών. Επειδή μάλιστα ήταν μεγάλος στην ηλικία, υπήρχαν αντιρρήσεις από την αδελφότητα και δεν ήθελαν να τον κρατήσουν στο μοναστήρι, αυτός παρακαλούσε το γέροντα Φιλόθεο να τον δεχθεί, βεβαιώνοντάς τον ότι δεν θα τους είναι βάρος, αλλά θα βοηθεί όσο μπορεί περισσότερο. Πράγματι, ο π. Ιλαρίων κοιμήθηκε σε ηλικία 107 ετών. Στο διάστημα αυτό έκανε πολλές γεωργικές δουλειές, καλλιεργούσε αμπέλια, ελαιώνες, έκτισε τοίχους και ξερολιθιές. Κοιμήθηκε ευλογημένα, αφού σε ηλικία 107 ετών, κάποιο μεσημέρι, 15 ημέρες πριν απ’ το Πάσχα, άρχισε να γυρίζει όλη τη Μονή, να κτυπά τις πόρτες των κελλιών των μοναχών και να τους λέγει: «αδελφέ, συγχώρεσέ με, φεύγω». Πήρε ευχή κι απ’ τον ηγούμενο. Όλοι τον κοιτούσαν παραξενεμένοι. Αφού κτύπησε όλα τα κελλιά, επέστρεψε στο κελλί του και έκλεισε τη πόρτα. Όταν τον αναζήτησαν μετά από 15 λεπτά, τον βρήκαν πάνω στο κρεβάτι του κοιμημένο με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος να έχη «φύγει», όπως προείπε.

Επίσης μας είχε μιλήσει για τον ξένο μοναχό στη Λογγοβάρδα που ήταν αρκετά λόγιος και ενίοτε ο γέροντας Φιλόθεος δεν τον πρόσεχε λίγο διακριτικά περισσότερο απ’ τους άλλους, ίσως λόγω των πολλών μοναχών που είχε τότε η μονή. Απ’ τη στρατιωτική ζωή του Αντώνιου-Αυγουστίνου που παρουσιάσθηκε στο Μεσολόγγι και κατετάγει στο σώμα των Ευζώνων, γνωρίζουμε ότι υπηρέτησε τη πατρίδα μέχρι τον Απρίλιο του 1941, όταν εισήλθαν στην Ελλάδα οι Γερμανοί. Τότε, ο Αντώνιος-Αυγουστίνος μέσω Ραφήνας και Σύρου ξαναγύρισε στη μονή της μετανοίας του, όπου έφθασε στις δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Την ώρα που κτυπούσε το τάλαντο για μεσονυκτικό. Εκείνη την ώρα κτυπούσε και ο Αντώνιος-Αυγουστίνος τη πύλη της μονής του να του ανοίξουν. Ο γέροντας Φιλόθεος τον δέχθηκε με τα λόγια: «Η Παναγιά σε ξανάφερε, παιδί μου».

Πριν να εγκρίνει τη κουρά του ο π. Φιλόθεος, ο τότε μητροπολίτης Παροναξίας κ. Χερουβίμ, ζήτησε να δώσουν στο νέο μοναχό το όνομα Αρσένιος, προς τιμήν του οσίου Αρσενίου της Πάρου. Ο π. Φιλόθεος το δέχθηκε, λέγοντας στον Αντώνιο-Αυγουστίνο να μη στενοχωρηθεί γι’ αυτό, γιατί όταν θα τον έκανε μεγαλόσχημο μοναχό θα τον ονόμαζε και πάλι Αυγουστίνο. Ο π. Αρσένιος έμεινε στην μονή της Λογγοβάρδας μέχρι το Μάρτιο του 1945. Τότε τον κάλεσαν και πάλι απ’ τη στρατολογία για μικρό διάστημα. Ο Αρσένιος ρώτησε το γέροντα Φιλόθεο, εάν θα μπορούσε να περάσει να δει και τους δικούς του, αφού θα πήγαινε πάλι φαντάρος. Ο γέροντας Φιλόθεος του έδωσε την άδεια.

Στην Αθήνα, στη γειτονιά του θείου του και κοντά στα παλαιοπωλεία όπου ως λαϊκός μεγάλωσε εργαζόμενος, συνάντησε το μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως Ιωακείμ, με τον οποίο γνωριζόταν από μικρός. Όταν ο μητροπολίτης συνάντησε το μοναχό Αρσένιο, τον οποίο γνώριζε από παιδί, τον ρώτησε: «Συ είσαι ο Αντωνάκης; Κι έγινες μοναχός; Πού;». Αμέσως, λοιπόν ο μητροπολίτης του ζήτησε να τον χειροτονήσει ιεροδιάκονο. Τότε π. Αρσένιος συνεννοήθηκε με τον ηγούμενο π. Φιλόθεο, ο οποίος είχε έτσι κι αλλιώς στη σκέψη του να τον κάνει διάκονο και συγκατατέθηκε στη πρόταση του μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως. Ήδη τότε στην Αθήνα ήταν πρωτοσύγκελλος ο αρχιμ. Χριστοφόρος Αλεξανδρόπουλος, ο μετέπειτα μητροπολίτης Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, τον οποίο είχε γνωρίσει ο π. Αρσένιος στο Μεσολόγγι στο στρατό, ως Γεώργιο Αλεξανδρόπουλο.

Εκείνο τον καιρό ο γέροντας π. Φιλόθεος προέτρεψε το νέο του διάκονο Αρσένιο να πάει και στο πανεπιστήμιο, στη θεολογία. Ο π. Αρσένιος απάντησε ότι δεν θέλει να συνεχίσει στο πανεπιστήμιο, πέραν μερικών μαθημάτων που παρακολουθούσε ως απλός ακροατής, γιατί το μόνο που θα τον ενδιέφερε πλέον ήταν πώς να σωθεί η ψυχή του. Τότε στο ναό του Πειραιά της Αγίας Τριάδος όπου ήταν ως καλόφωνος ιεροδιάκονος συνυπηρετούσε ως ιεροδιάκονος σε κοντινό ναό του Αγίου Σπυρίδωνος και ο κατοπινός αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος, ο οποίος σπούδαζε στο πανεπιστήμιο, όπου τελείωνε τη θεολογία και τη νομική. Αλλά όπως μας έλεγε ο π. Αρσένιος δεν του άρεσαν οι συναναστροφές του, όπως επίσης η συμπεριφορά κάποιων κληρικών της τότε εποχής, που κάπνιζαν, και το ότι συναναστρεφόντουσαν με γυναίκες και συναγελούσαν, το ότι έπαιζαν χαρτιά, ενώ πήγαιναν όλοι με παρέες για μπάνιο, κτλ., αυτή η συμπεριφορά αυτών των κληρικών, που κατόπιν κάποιοι έγιναν μητροπολίτες, τον προβλημάτιζε ισχυρά, γι’ αυτό ταπεινά ο ίδιος αποφάσισε όπως έλεγε να αφιερωθεί στη σωτηρία της ψυχής του και μόνο με την ευλογία του π. Φιλοθέου. Μας έλεγε ότι όταν κάποιοι βάλουν το καζάνι στο κεφάλι, γίνονται άλλοι άνθρωποι, μιλώντας για κάποιους επισκόπους, καθώς μας διευκρίνιζε ότι η αμφίεσή τους ήταν του αυτοκράτορα. Ο π. Φιλόθεος ως μας έλεγε ο π. Αρσένιος ήταν αυστηρός τηρητής των Ιερών Κανόνων, μάλιστα εφάρμοζε κατά γράμμα την απαγόρευση των Ιερών Κανόνων όσον αφορά τα πνευματικά και νομοκανονικά προσόντα των υποψηφίων κληρικών για τα κωλύματα της ιερωσύνης. Ενώ μας μετέφερε τα λόγια του π. Φιλοθέου ότι Άγιος γίνεσαι με εξομολογημένα κωλύματα, ιερέας του Υψίστου όχι!

Ο γέροντας π. Φιλόθεος όταν είδε ότι ο ιεροδιάκονός του δεν επιθυμεί να σπουδάσει του είπε πώς δεν έχει καμμία άλλη δουλειά στην Αθήνα και ότι θα πρέπει να επιστρέψει στη μονή της μετανοίας του. Ο π. Αρσένιος έμεινε στην Ιερά Μονή Λογγοβάρδας κατά την τρίτη αυτή σύντομη επιστροφή του για περίπου 7-8 μήνες. Τον Μάρτιο του 1946 έλαβε απ’ τον πρώην πρωτοσύγκελλο Αθηνών Χριστοφόρο Αλεξανδρόπουλο, που εν τω μεταξύ είχε εκλεγεί μητροπολίτης Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, μια σημαντική επιστολή με την οποία τον καλούσε να τον βοηθήσει ως ιεροκήρυξ στη μητρόπολη της γενέτειράς του Ναυπακτία, η οποία, σύμφωνα με τα γραφόμενά του, στερείτο πρωτοσυγκέλλου, ιεροκηρύκων, πνευματικών, κλπ.

Ο μητροπολίτης Χριστοφόρος ζήτησε και τη συγκατάθεση του ηγουμένου π. Φιλοθέου, γιατί με τον τρόπο αυτό θα βοηθούσε καλύτερα και την Εκκλησία του Χριστού, που στην επαρχία τον καιρό εκείνο είχε μεγάλη ανάγκη. Ο π. Αρσένιος δέχθηκε τελικά τη κλήση του αειμνήστου Χριστοφόρου και έτσι ήλθε στη Ναύπακτο πρώτα ως ιεροδιάκονος. Όταν μετά από λίγους μήνες ο π. Φιλόθεος νοσηλεύθηκε στον Ευαγγελισμό στην Αθήνα, ο μητροπολίτης Χριστοφόρος τον επισκέφθηκε μαζί με τον π. Αρσένιο, κι ο μητροπολίτης του φίλησε το χέρι σύμφωνα με τη μαρτυρία του π. Αρσενίου και του ζήτησε τη συγκατάθεσή του για να χειροτονήσει τον π. Αρσένιο ιερομόναχο. Ο π. Φιλόθεος έδωσε τη συγκατάθεσή του, με τη προϋπόθεση ότι αν δεν ευδοκιμήσει ο σκοπός για τον οποίο τον ζητούσε ο μητροπολίτης, τότε θα έπρεπε να γυρίσει και πάλι πίσω στην μονή της μετανοίας του. Ο π. Αρσένιος συνέχισε να έχει επαφή με το γέροντά του π. Φιλόθεο μέσω της αλληλογραφίας, τον επισκέφθηκε αρκετές φορές. Μάλιστα του προσέφερε την προ τελευταία θεία Μετάληψη, μία εβδομάδα πριν να κοιμηθεί, την ημέρα του αγίου Αρσενίου, στις 8 Μαΐου 1980[1].

3ο Μέρος.

Με μία σύντομη σημαντική επιστολή ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος απ’ τη Πάρο, στις 23-12-1970, σημείωνε στο πνευματικό του τέκνο στον π. Αρσένιο: «Αγαπητέ μου Αρσένιε, έλαβα την επιστολή σας, ευχαριστώ για τις επί ταις Αγίαις εορταίς ευχάς υμών, αντεύχομαι ομοίως. Ασπάζομαι τη συνετή και φρονίμη γνώμη σας. Αλλά τί είπω, και τί λαλήσω «ουδέν άλλο ειμή το του Παροιμιαστού. Επειδή η παρούσα γενεά εστί σκολιά και παραπικραίνουσα» προς τους σκολιούς σκολιάς οδούς εξαποστέλλει ο Κύριος, και τα του σοφού Γρηγορίου: Τα των φίλων άπιστα, τα της Εκκλησίας αποίμαντα. Έρρει τα καλά γυμνά τα κακά «ο πλούς εν νυκτί Χριστός καθεύδει» μία των κακών η λύσις ο θάνατος. Τον οποίον επιθυμώ και παρακαλώ και πιστεύω και ελπίζω ότι ήγγικε. Φεύγω λυπημένος για την ολέθρια, ελεεινή και αξιοθρήνητη κατάσταση όλης της ανθρωπότητας και περισσότερο του λαού και του κλήρου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ελπίζω όμως ότι ο Πανάγαθος Θεός και Πατήρ ημών ο Ουράνιος δεν θα εγκαταλείψει εις τέλος την Εκκλησία, ην ο Ίδιος εθεμελίωσε και υπέρ ης το Αίμα Αυτού εξέχεε. Φεύγω και ευχαριστημένος και χαίρων, ελπίζων εις το άπειρον έλεος του Κυρίου, ουχί εις τα έργα μου, γιατί ουκ εποίησα ουδέν αγαθόν επί της γης, ότι Εκείνος που με έβγαλε απ’ τη βρώμα και δυσωδία του ματαίου κόσμου δια να Τον δουλεύω δια της μοναχικής πολιτείας, θα ανοίξει τις πατρικές αγκάλες Του, τα φιλάνθρωπα σπλάχνα Του, θα με δεχθεί ουχί ότι ειμί άξιος, αλλ’ ως τον άσωτον υιό μετανοούντα και θα με συναριθμήσει με τα πρόβατα Αυτού. Αρχιμ. Φιλόθεος».

Ο π. Αρσένιος κοιμήθηκε ημέρα Σάββατο σε ηλικία 90 ετών και ενταφιάσθηκε τη Κυριακή το απόγευμα (30.3.2008), προεξάρχοντος του μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου. Ο ιερομόναχος π. Αρσένιος Κομπούγιας, ιδρυτής του γνωστού Ιερού Ησυχαστηρίου Ναυπάκτου «Παναγία η Γοργοεπήκουος»[2] υπήρξε ένας αφανής και ταπεινός κληρικός, ένας αληθινός άνθρωπος του Θεού. Υπήρξε ηθικότατος κληρικός και δεν καταδέχτηκε ποτέ του να ζητήσει χρήματα, παρά τις προτάσεις για οικονομική βοήθεια ή και για αναπλάσεις χώρων της μονής του που απέπεμψε, αρκούμενος στη διάθεση της προσωπικής του περιουσίας και των κτημάτων πού είχε για το σκοπό αυτό. Με πολύ κόπο έφτιαξε το ομώνυμο μικρό αυτό ησυχαστήριο με ηγούμενη τη κατά σάρκα αδελφή του γερόντισσα Μακρίνα πού κι αυτή προ λίγο ετών κοιμήθηκε πριν απ’ αυτόν, όπου 20 περίπου μοναχές ζούνε έως σήμερα. Ο πατήρ Αρσένιος ως μαθητής του π. Φιλοθέου Ζερβάκου και μοναχός στην Ιερά Μονή Λογγοβάρδας της Πάρου έζησε μοναδικές ουράνιες στιγμές σαν να βρίσκονταν στον ουρανό όπως μας έλεγε, όταν ιερουργούσε ο γέροντάς του ο π. Φιλόθεος. Κάποια άλλη φορά μας μίλησε για την επίσκεψη του π. Φιλοθέου στην Αίγινα στον Άγιο Νεκτάριο, όπου πηγαίνοντας προς τη μονή συνάντησε στα κτήματα ένα γέροντα μοναχό και τον ρώτησε εάν ο άγιος Πενταπόλεως ήταν στη μονή. Ο γέροντας μοναχός ήταν ο ίδιος ο άγιος Νεκτάριος και του είπε να πάει πάνω στη μονή κι ότι αυτός θα πήγαινε να ειδοποιήσει τον επίσκοπο Νεκτάριο, τον οποίο τότε δεν αναγνώρισε ο ιεροδιάκονος π, Φιλόθεος. Πάνω στη μονή διαπίστωσε ότι ο μοναχός εκείνος ήταν ο άγιος επίσκοπος Νεκτάριος και του έβαλε μετάνοια να τον συγχωρήσει που δεν τον αναγνώρισε, ενώ ο άγιος Νεκτάριος του δίδαξε έμπρακτα την ταπείνωση.

Απ’ τούς πρώτους κληρικούς της εποχής του πού συνέγραψε βιβλία για τα σημεία των καιρών με την ευλογία του π. Φιλοθέου, ήταν το πνευματικό του τέκνο ο π. Αρσένιος, μάλιστα και για τη διαφαινόμενη παρουσία του αντί-χριστου. Βιβλία του μάλιστα χωρίς κέρδος αλλά σε τιμή κόστους εξέδωσε επανειλημμένως ο «Ορθόδοξος Τύπος» και γνώρισαν μεγάλη κυκλοφορία, όπως αυτό με τίτλο: «Τα Σημεία των Καιρών», που περιέχουν επιστολή σχετική του π. Φιλοθέου, με την επιτυχή εξωτερική εικόνα: «τα μυρμήγκια όταν βγάζουν φτερά χάνονται», υποδηλώνοντας έτσι τα ταξίδια των ανθρώπων στο διάστημα. Ας έχουμε όλοι την ευχή εκ των εν Λογγοβάρδα οσίων. Θεωρούμε ότι είναι επιβαλλόμενη η αγιοκατάταξη του π. Φιλοθέου Ζερβάκου, που ήδη έχει αργήσει, γιατί το πνευματικό έργο του και η συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας συνευδοκεί γι’ αυτό, ας την ακούσουμε!

 

[1] Πρβλ. Σχετικές δημοσιεύσεις σε τεύχη του περιοδικού: Εκκλησιαστική Παρέμβαση, της Ι. Μ. Ναυπάκτου, καθώς και αποσπάσματα παλαιοτέρων άρθρων του γέροντα Αρσενίου, σε περιοδικά και στον Ορθόδοξο Τύπο, καθώς και  την χαρακτηριστική επιστολή, από τις πολλές που είχε στείλει ο π. Φιλοθέος στον π. Αρσένιο. Πρβλ. και www.vic.com/~tscon/parembasis/2005

[2]Πρβλ. Μήνυμα, Merkourios, Συστηματικός Αποστολέας, Ένταξη: Oct 10, 2006, Δημοσιεύσεις: 155.