Γέροντας Ανανίας, Οσιομάρτυς Ευθύμιος, ο Νέος: «Έρχομαι τώρα να σας πω ότι ήμουν ανέκαθεν χριστιανός ορθόδοξος»!

27 Μαρτίου 2024

Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης (1945-2021).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Οσιομάρτυς Ευθύμιος, ο Νέος, ο εκ Δημητσάνης

 

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=395378

 

Τον είδε εκείνος ξαφνιάστηκε. «Ποιος είσαι εσύ»; Εγώ του λέει είμαι ο Ευθύμιος μοναχός. «Γιατί φοράς τούρκικα»; «Γιατί κάποτε με κάνατε μουσουλμάνο. Και μου δώσατε αυτά τα ρούχα. Και μ’ αυτά τα ρούχα έρχομαι τώρα να σας πω ότι ήμουν ανέκαθεν χριστιανός ορθόδοξος και ομολογώ το μέγα όνομα του Χριστού. Εκείνος μόνο υπάρχει. Κι Εκείνος μόνο είναι η αλήθεια και η ζωή και η Ανάστασις και η οδός. Άλλος δεν είναι. Και για να πεισθείς, κοίτα ‘δω»!

Και του δείχνει τον σταυρό που κρατούσε, που τον έχει στα χεράκια του εκεί στην εικόνα, και τα Βάια. «Είναι κι αυτά πιστοποιητικά της χριστιανικής μου ιδιότητος». Ο άλλος τα ‘χασε. «Και για να πεισθείς ακόμα πιο πολύ, πάρε κι αυτό». Και του πετάει το σαρίκι που φορούσε, το τούρκικο. Πέφτει κάτω αυτό και το πατάει. Το πατάει ο Ευθύμιος με γενναιότητα, ο λεβέντης του Χριστού. Το πατάει.

Και του λέει, «Αρνούμαι και φτύνω τη θρησκεία του αντίχριστου Μωάμεθ. Κάνε ό,τι θες. Εγώ είμαι έτοιμος να πεθάνω για το όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, που Τον αρνήθηκα και Τον πίκρανα τόσο με την εξώμοση. Τώρα, λοιπόν, κάμε ό,τι θελεις». Ο άλλος ξαφνιάστηκε. Τα ‘χασε. Τρόμαξε να συνέλθει. Σου λέει, τι είν’ αυτός; Δεν είχαν μάθει τετοια πράγματα οι Βεζύρηδες κι οι Πασάδες. Μόνο ελάχιστοι, οι νεομάρτυρες κι οι κλεφταρματωλοί κι οι όποιοι ανδρειωμένοι τους τα ‘λεγαν κατάμουτρα, ομολογώντας πίστη στον Χριστό και αρνούμενοι και υβρίζοντες τον Μωάμεθ.

Και σε κάποια στιγμή, αφού συνήλθε ο Βεζύρης ο Ρεσήτ, Ρεσήτ είχαν βάλει και τον Ευθύμιο, όταν τούρκεψε, λέει στους γύρω: «Ε! αυτός ή μεθυσμένος είναι ή τρελός, που λέει τέτοια. Δεν το έχει ο άνθρωπος το μυαλό του. Τι είναι αυτά που λέει! Δέστε τον, λοιπόν, με αλυσίδες. Τσακίστε τον στο ξύλο και πετάχτε τον στη φυλακή, μήπως συνέλθει, είτε από τη μέθη είτε απ’ ό,τι άλλο. Κι από την τρέλα».

Τον έριξαν στη φυλακή. Ο άγιος εκεί έκανε παράδεισο τη φυλακή. Προσευχόταν όλη νύχτα. Παρακαλούσε τον Κύριο να μην τον αφήσει και τον ευχαριστούσε, γιατί τον αξίωνε να πεθάνει για το όνομά του το άγιον.

Τον έβγαλαν την άλλη μέρα, τον ξαναπήγαν στον Βεζύρη, εκείνος τώρα τον καλοπήρε. Άρχισε να τον κολακεύει, άρχισε να του τάζει λαγούς με πετραχήλια, βασίλεια και θρόνους, χρυσαφικά και εξουσίες, κι ό,τι άλλο συναφές. Ο άγιος, όμως, όλα αυτά τα θεωρούσε σκύβαλα. Τα είχε κάποτε. Τίποτε δεν του πρόσφεραν. Του άδειασαν την ψυχή και του δυσκόλεψαν τον βίο και λίγο έλειψε να χάσει τον Χριστό και τον Παράδεισο και την αιώνια ζωή.

Και του λέει, «Πασά μου, άκου να δεις, ό,τι να μου λες, ό,τι να μου τάζεις, ό,τι και να κάνεις, εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Το καταλαβαίνεις»; Τα ‘χασε ‘κείνος. Δυσκολεύτηκε πάλι. Διέταξε μαρτύρια. Βασανισμούς. Είναι φρικτά τα βασανιστήρια του αγίου Ευθυμίου. Δεν σας τα λέω για να μην τρομάξετε. Εκείνος, όμως, έμεινε απτόητος.

Έμεινε πιστός στον Κύριο. Η θεία Του Χάρις τον ενίσχυε τόσο πολύ που μπόρεσε κι άντεξε. Μπορούσε και ομολογούσε. Κι είχε και χαρά από πάνω. Αυτός είναι ο Θείος έρωτας. Μονάχα όποιος είναι ερωτευμένος, έστω και με τα ανθρώπινα, καταλαβαίνει γιατί ο Ευθύμιος δεχόταν με χαρά όλα τα βάσανα για τον ουράνιο έρωτά του. Για τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και τη Θεία Του αγάπη.

Είδε, λοιπόν, κι αποείδε ο μέγας Βεζύρης ότι μ’ αυτόν τον Γραικό, μ’ αυτόν τον καλόγερο, μ’ αυτόν τον αντρειωμένο, δεν θα τα βγάλει πέρα. Χωρίς μαχαίρι εκείνος, χωρίς όργανα βασανιστικά, χωρίς εξουσία, αλλά μονάχα με την πίστη του στον Χριστό και την απροσμάχητη δύναμη του Κυρίου, κατεξευτέλισε την εξουσία. Κατεξευτέλισε τον κόσμο, για τον οποίο δεν ήταν άξιος ο άγιος. Ανήκε σε άλλο κόσμο. Τ’ ουρανού. Κατεξευτέλισε τον σουλτάνο και τα κοπέλια του. Και τη δύναμή του. Και φοβούμενος, μήπως του κάνει κι άλλα ο μοναχός Ευθύμιος, διέταξε τον αποκεφαλισμό του,

Τον πήραν, λοιπόν, οι δήμιοι και τον πήγαν εκεί κοντά. Είμαστε στον Γαλατά της Κωνσταντίνου Πόλεως, ανήμερα την Κυριακή των Βαΐων. Πήγαινε για απόγευμα. Ερχόταν το δειλινό. Και ο άγιος μας, αγαλλομένω ποδί πήγαινε στον τόπο του μαρτυρίου, σαν να πήγαινε σε πανηγύρι. Σαν να πήγαινε σε Πασχαλιά.

Έφθασε η ώρα, ήταν έξη το απόγευμα της Κυριακής των Βαΐων. Κι εκεί ο δήμιος δεν αρκέσθηκε να κόψει το κεφάλι του μάρτυρα αλλά πήρε το μαχαίρι και τον κατέσφαξε σαν αρνάκι. Σαν τ’ αρνάκι της Λαμπρής. Σαν τον αμνό του Θεού. Το ‘χε πει στο δρόμο ο Ευθύμιος στον συνοδό του. «Τώρα, Γρηγόριε, πάμε να μας σφάξουν σαν αρνί».

Αφού είχε τη Θεία Χάρη, είχε και προορατικόν χαρισμα. Έκοψε το κεφάλι του. Έπεσε στη γη. Το λείψανό του, όμως, έμεινε όρθιο, γονατιστό. Και τότε οι Τούρκοι, για να μην προκαλεί την πίστη τους και για να μην αισθάνονται ντροπή, του έδωσαν μια κι έπεσε το μαρτυρικό λείψανο καταγής.

Η μαρτυρική του ψυχή, η πάλλευκη και αθώα και αγιασμένη ψυχή του γενναίου αυτού Δημητσανίτη, του ελληνορθόδοξου Ευθυμίου, πέταξε στους ουρανούς. Κοντά στον μεγαλομάρτυρα του Γολγοθά, κοντά στην Παναγιά, του Αγίου Όρους την Πορταΐτισσα της Ιβήρων, κοντά στους μάρτυρες και στους αγίους.

Συνεχίζεται

Ο λόγος εξεφωνήθη στις 22 Μαρτίου του 2006.

 

Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, «Νέφος Μαρτύρων, Λόγοι για τους νεομάρτυρες της τουρκοκρατίας», τόμος β’ των εκδόσεων Ακτή, Λευκωσία 2007.