Η Μοναχή Πανσέμνη Αυγουστάκη, Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού Κουμπέ Ρεθύμνης

25 Μαρτίου 2024

Αυτές τις ημέρες συμπληρώνονται δύο χρόνια από την οσιακή κοίμηση της πνευματικής μητέρας του Ρεθύμνου, της Γερόντισσας Πανσέμνης. Η μακαριστή Γερόντισσα υπήρξε μία από τις πιο εμβληματικές μορφές του παραδοσιακού κρητικού μοναχισμού, η οποία παρέδωσε στην τοπική Εκκλησία αλλά και την σύνολη Ορθοδοξία ένα αξιόλογο κοινοβιακό μοναστήρι και ένα σημαντικό προσκύνημα πάνω από την παραλιακή πόλη του Ρεθύμνου.

Η κατά το Άγιον Βάπτισμα Παγώνα είδε το φως της ζωής στις 23 Αυγούστου 1926, στα εννιάμερα δηλαδή της Παναγίας μας, της Κυρίας των Αγγέλων, της οποίας η σεπτή μορφή έμελλε να καθοδηγεί την Γερόντισσα σε όλη της την ζωή.

Υπήρξε θυγατέρα, το τρίτο από τα πέντε τέκνα, των ευλαβών Κρητικών Χαριλάου Αυγουστάκη και Μαρίας Παπαδογιάννη.

Γενέτειρά της ήταν οι Μέλαμπες, ένα από τα κεφαλοχώρια του Δήμου Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου, στα νοτιοανατολικά σύνορα των νομών Ρεθύμνου και Ηρακλείου.

Οι Μέλαμπες είναι ένα όμορφο και ήσυχο χωριό. Βρίσκεται σε απόσταση 42 χλμ. από το Ρέθυμνο, στον δρόμο προς Αγία Γαλήνη, και 10 χλμ. πριν από την τελευταία, στις νότιες πλαγιές του όρους Κέντρος, σε υψόμετρο 600 μ., απ’ όπου φαίνεται πανοραμικά τόσο ο Ψηλορείτης όσο και το Λυβικό πέλαγος. Οι φιλήσυχοι αγρότες κάτοικοι των Μελάμπων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας συμμετείχαν σε όλους τους αγώνες της απελευθέρωσης: α) στην Επανάσταση του 1821 β) την Κρητική Επανάσταση του 1866 και γ) την τελευταία Κρητική Επανάσταση (1895-1898), ενώ στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο μαζί με άλλους κοντοχωριανούς συγκρότησαν εθελοντικό σώμα και έσπευσαν να συνδράμουν στον αγώνα της Ηπείρου.

Το φυσικό κάλλος των Μελάμπων είναι απαράμιλλης ομορφιάς. Η θέα είναι υπέροχη και οι εναπομείναντες κάτοικοι του χωριού αρκετά φιλόξενοι και πρόσχαροι. Το κλίμα είναι υγιεινό και δροσερό, χωρίς υγρασία, γεγονός που ευνοεί την καλλιέργεια της ελιάς, του αμπελιού και την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας.

Στο χωριό δεσπόζει ο Ιερός Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και οι κάτοικοι διακρίνονται για την ευλάβεια και την προσήλωσή τους στην εκκλησιαστική ζωή και τα ετήσια έθιμα που τηρούνται απαρέγκλιτα.

Μεταξύ των κατοίκων του χωριού που διακρίθηκαν είναι και οι εν Ρεθύμνη τέσσερεις Νεομάρτυρες, που γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν εδώ. Ο Άγιος Αγγελής, ο αυτάδελφός του Μανουήλ, υιοί του Ιωάννου Ρετζέπη, και οι εξάδελφοί τους, Γεώργιος και Νικόλαος, υιοί του Κωνσταντίνου Ρετζέπη, είναι τα τέσσερα παλλικάρια του χωριού που με το αγνό αίμα τους πότισαν το δέντρο της λευτεριάς. Ήταν κρυπτοχριστιανοί οικογενειάρχες, ασχολούμενοι με την γεωργία. Με γενναιότητα συμμετείχαν στην επανάσταση κατά του τουρκικού ζυγού. Όταν όμως ήρθαν ενισχύσεις των Οθωμανών από την Αίγυπτο, οι νέοι αυτοί συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν ενώπιον του πασά του Ρεθύμνου Μεχμέτ, όπου και ομολόγησαν την αληθινή πίστη και το αδούλωτο φρόνημά τους. Εν τέλει αποκεφαλίσθηκαν όλοι μπροστά στην πύλη της πόλεως του Ρεθύμνου στις 28 Οκτωβρίου 1824 και τα λείψανά τους καλύφθηκαν από υπερκόσμιο φως και ευωδίαζαν επί τρεις ημέρες. Μετά την ταφή τους στην Μονή Αγίου Γεωργίου Περιβολίων, και την εκείθεν εκταφή και μεταφορά τους στο Ρέθυμνο, στην Μονή Αρκαδίου κ. α., τα λείψανα των Αγίων έγιναν πηγή ιαμάτων για τους μετά πίστεως προσερχομένους εις αυτά. Η δε θυσία τους έφερε την άνοιξη της ελπίδας στις καρδιές των υπόδουλων Κρητικών για την απελευθέρωση του νησιού.

Η γενιά των Νεομαρτύρων συνεχίστηκε από τις χήρες και τα τέκνα τους. Από δε τους απογόνους τους προήλθαν οι οικογένειες Φωτάκη, Κανακάκη και Αυγουστάκη. Εξάλλου, αρκετοί απόγονοι από την οικογένεια του Νεομάρτυρος Μανουήλ διακόνησαν στην Εκκλησία, μεταξύ των οποίων ο πατήρ Κωνσταντίνος Παπαδομιχελάκης, εφημέριος Ακουμίων, και η Γερόντισσα Πανσέμνη.

Γόνος ευκλεής εκ ρίζης ευκλεούς υπήρξε η νεαρή Παγώνα, γιατί η γενέτειρα και οι πρόγονοί της έδωσαν το παρών και πρόσφεραν τα παιδιά τους στην Εκκλησία και το Γένος. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι και αυτή υπήρξε φορέας των αξιών των προγόνων της, τις οποίες υπηρέτησε με προσήλωση και μετέδωσε στις υποτακτικές και τα πνευματικά παιδιά της Μονής αργότερα.

Όταν ήταν μόλις στην τρυφερή ηλικία των επτά ετών, εκοιμήθη ο πατέρας της Χαρίλαος σε νεώτατη ηλικία και το βάρος της ανατροφής της έπεσε στην μητέρα της.

Εκείνη, όμως, «τα άνω επόθει, τα άνω εφρόνει». Από μικράς ηλικίας ποθούσε την ζωή της αφιερώσεως στον Χριστό και η ευκαιρία να πραγματοποιήσει τον ιερό της πόθο της δόθηκε μόλις χήρεψε. Έτσι μετέβη στην Ιερά Μονή Κουδουμά, στο ιερό αυτό σκήνωμα της Παναγίας της Ελεούσης και ιερό ενδιαίτημα των Οσίων Κοσμά του Ερημίτου και Ομολογητού (7ος αι.) και των αυταδέλφων Ευμενίου ιερομονάχου και Παρθενίου μοναχού. Ο ηγούμενος της Μονής την έκειρε μοναχή υπό το μοναχικό όνομα «Μακαρία». Ο κανόνας όμως που έλαβε μαζί με τα μοναχικά της καθήκοντα ήταν να επιστρέψει στο σπίτι της μέχρι να μεγαλώσουν τα παιδιά της.

Έτσι, η μικρή Παγώνα έλαβε την μοναχική παιδεία εκ της παιδικής αυτής ηλικίας. Την πρακτική της Εκκλησίας «νηστεία, αγρυπνία, προσευχή» έμαθε από την Γερόντισσα Μακαρία που διακρινόταν για την ευλάβεια και την αυστηρότητα του ήθους της. Από μικρή έμαθε να εκκλησιάζεται, να διαβάζει ακολουθία από τα βιβλία της Εκκλησίας, να νηστεύει, να γονατίζει, να προσεύχεται.

Η Μοναχή Μακαρία ποθούσε έντονα την ζωή στο μοναστήρι, αλλά έκανε υπομονή μέχρι να μεγαλώσουν τα παιδιά της. Ωστόσο, στις μεγάλες εορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, Κοίμηση της Θεοτόκου, είχε την ευκαιρία να ζει μαζί με την Παγώνα στιγμές ψυχικής ανατάσεως πλησίον του Γέροντός της στην φιλόξενη Μονή Κουδουμά.

Και αν στις ημέρες μας η πρόσβαση στην Μονή, τόσο διά ξηράς όσο και διά θαλάσσης παραμένει δυσχερής, εύκολα αναλογιζόμαστε το μακρόν και κοπιαστικόν της αναβάσεως τότε στην Μονή είτε με τα πόδια είτε με τα μέσα της εποχής.

Έμαθε, λοιπόν, από μικρή η Παγώνα με κόπο να απολαμβάνει τα ουράνια αγαθά που της προσέφερε το μοναστήρι. Ο κόπος αυτός μαζί με τα διακονήματα του μοναστηριού έδιναν χαρά στην ψυχή της, γεμίζοντας το είναι της με την φλόγα του Χριστού, για να ζήσει μια ανώτερη ζωή.

Ευρισκόμενη κάποτε με την μητέρα της στον Κόφινα, στην περιοχή των Αστερουσίων, της δόθηκε η ευκαιρία να εξομολογηθεί για πρώτη φορά στα οκτώ της μόλις χρόνια. Ο ιερομόναχος Παρθένιος Μπελαντής, ηγούμενος της Μονής Κουδουμά, με ιδιαίτερη διάκριση άκουσε την εξομολόγηση της μικρής Παγώνας, αλλά γέλασε καθώς το αθώο παιδί του έδωσε ένα πεντάδραχμο της εποχής και του ζήτησε να την κάνει καλογριά. Όταν, όμως, κατάλαβε ότι είναι η θυγατέρα της Γερόντισσας Μακαρίας, της υποσχέθηκε πως όταν μεγαλώσει και γυρίσει σε κείνα τα μέρη, θα την κείρει μοναχή.

Διήγε, λοιπόν, η Παγώνα τις ημέρες της με προσευχή, νηστεία, εκκλησιασμό και μελέτη, υπακούοντας στις αυστηρές εντολές της μητέρας της που και εκείνη συνέβαλε στον καταρτισμό της στα καλογερικά. Ήταν μόλις 17 ετών και διακρινόταν για την σοβαρότητα και την σύνεσή της, έχοντας ρίζες ευσεβείς, μεγαλωμένη με τις αρχές της παραδοσιακής κολλυβαδικής ζωής. Τον Μάιο του 1943, υπακούοντας στην Γερόντισσα Μακαρία, μεταβαίνει στον λόφο του Κουμπέ στο Ρέθυμνο, όπου διέμενε και αγωνιζόταν πνευματικά ο Διονυσιάτης ιερομόναχος Νέστωρ Βασσάλος, ρεθυμνιώτης στην καταγωγή. Δίπλα στον αυστηρό Αγιορείτη θα έπαιρνε αγωγή μοναχική και θα μάθαινε την βυζαντινή αγιογραφία κατά τα ναζαρηνά πρότυπα. Θα αποκτούσε βάσεις στο καθημερινό της πρόγραμμα και θα μάθαινε ένα ιερό εργόχειρο, την ιστόρηση δηλαδή των σεπτών μορφών της Ορθοδοξίας, ώστε να εγγράφονται στην ψυχή της τα εικονιζόμενα πρόσωπα και να έχει και ένα εφόδιο.
Ο Γέροντας Νέστωρ Βασσάλος, κατά κόσμον Ζαχαρίας, ένα από τα έξι παιδιά του Ιωάννου και της Ελένης, γεννήθηκε στις Δαφνέδες Μυλοποτάμου το 1876. Πνευματικά μορφώθηκε στις Ιερές Μονές Χαλέπας (πλησίον του θείου του ιερομονάχου Παρθενίου Βασσάλου) και Κουδουμά (παρά τους νεοφανείς Αγίους του ορθοδόξου εορτολογίου Παρθένιο και Ευμένιο). Στα 18 του χρόνια κατέφυγε στην Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου Αγίου Όρους, όπου έλαβε το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα στο Κελλί του Αγίου Δημητρίου όπου και εγκαταβίωσε. Κατόπιν μετέβη στην Αθήνα για να μάθει την Αγιογραφία. Λίγο αργότερα έγινε αδελφός της Ιεράς Μονής Ζερμπίτσης Λακωνίας και χειροτονήθηκε εις διάκονον και πρεσβύτερον από τον Επίσκοπο Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος Γερμανό Τρωιάνο το 1908. Διαγραφείς από εκεί επέστρεψε στο Άγιον Όρος κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και από εκεί στην Ιερά Μονή Μυριοκεφάλων Ρεθύμνου. Το ζηλωτικό – παλαιοημερολογιακό ζήτημα τον έφερε ξανά στο Άγιον Όρος στα 1934. Μετά από ένα χρόνο δέχεται δι’ οράματος θεία αποκάλυψη για την επάνοδό του στην Κρήτη και την εκ βάθρων ανέγερση της παλαιφάτου Ιεράς Μονής του Σωτήρος Χριστού στο Ρέθυμνο. Το 1936 αγοράζει την γη και αρχίζει τις ανασκαφές στον Κουμπέ, όπου και βρίσκει τα θεμέλια του παλαιού μοναστηριού της περιόδου της Ενετοκρατίας. Με εντατική ακόμη και προσωπική εργασία, σε μία διετία ο τόπος έχει διαμορφωθεί και αποκτήσει τους αναγκαίους χώρους του. Σταδιακά και μέχρι το 1952 δημιουργείται η πρώτη αδελφότης εκ δέκα μοναζουσών, των οποίων αναδεικνύεται Πατήρ και Διδάσκαλος εις τον δόλιχον της διά του μοναχισμού πνευματικής τελειότητος.

Η νεαρή Παγώνα υποτάσσεται στον Γέροντα και τον υπακούει άνευ διακρίσεως. Με την ευχή του και με όπλα την αντίληψη και την αγάπη για τους Αγίους, μαθαίνει σχετικά σύντομα την ιερά τέχνη του εικονογραφείν. Με τον ζήλο και την εργατικότητά της συμπαραστέκεται στο κοπιώδες έργο της ανεγέρσεως της Μονής. Ο Γέροντας ήταν ήδη περασμένης ηλικίας και η Παγώνα έτρεχε ολημερίς να βοηθήσει, παρόλες τις στερήσεις και την γενικώτερη στέρηση της εποχής που επέβαλε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Με πολλή εργασία και οικονομία αγόραζαν την απαραίτητη γη και την καθάριζαν από πέτρες κλπ. για να αρχίσουν να κτίζουν. Και τον επιούσιο στερήθηκαν, για να μπορέσουν να φτιάξουν τα απαραίτητα για την στέγασή τους κτίρια.

Τα πόδια της νεαρής δόκιμης έβγαζαν φτερά, καθώς έτρεχε ολημερίς στην απότομη πετρώδη πλαγιά του Κουμπέ για να μεταφέρει νερό με την στάμνα στον τόπο των εργασιών. Ο αγώνας τους ήταν μεγάλος, καθώς έπρεπε να γίνουν πεζούλια με επιχωματώσεις, για να καταστεί ο χώρος βιώσιμος και να κανονιστούν τα επίπεδα για την ανέγερση των κτιρίων. Όταν αργότερα οι κήποι της Μονής θα έφερναν φρούτα και λαχανικά στο καθημερινό τραπέζι, η Γερόντισσα αναφερόταν με νοσταλγία στον Γέροντα, τους κόπους και τις στερήσεις που υπέστησαν μέχρι να αποκτήσει η Μονή τα απαραίτητα και τις καλλιέργειές της.

Κατά την πολυπόθητη κουρά της , που έγινε όταν ενηλικιώθηκε, στα 21 της χρόνια και εν έτει 1947, επιθυμούσε να λάβει το όνομα Ξένη, επειδή εκ νεότητος βιούσε την κατά Θεόν ξενιτείαν. Όμως, κατά την ώραν του «ογδόου μυστηρίου» άκουσε από τα τίμια χείλη του Γέροντός της το όνομα της Οσίας Πανσέμνης.

Στις 4 Ιανουαρίου 1957, πλήρης ημερών ο Όσιος Γέρων Νέστωρ εκοιμήθη εν Κυρίω και ετάφη έναντι του Καθολικού της Μονής, το οποίο ανήγειρε ιδίαις χερσί. Μαζί με την ευχή του -όπως αποτυπώνεται εύγλωττα στην διαθήκη του για την ανάπτυξη της Γυναικείας Μονής του Σωτήρος Χριστού- αφήνει την διαχείριση της Μονής στα στιβαρά χέρια της αδελφής Πανσέμνης, η οποία εκουσίως απεδέχθη την κατά Θεόν παιδαγωγία του με ταπεινό φρόνημα, καταρτιζομένη υλικά και πνευματικά σε όλα τα θέματα της νεότευκτης Μονής.

Όταν στον θρόνο της τοπικής Εκκλησίας ανέρχεται ο φιλομόναχος Επίσκοπος Τίτος Συλιγαρδάκης, αποφασίζει να ενισχύσει τις Μονές της επαρχίας του.Έτσι, κατά την πανήγυρι της Μονής, την 6η Αυγούστου 1970, προβαίνει στην μετά πάσης λαμπρότητος ενθρόνιση της αδελφής Πανσέμνης ως Καθηγουμένης. Μετά τέσσερεις ημέρες, την 10η Αυγούστου 1970 τελεί και την εις Μεγαλοσχήμους Μοναχάς απόκαρσιν των αδελφών Μαριάμ (σημερινής Ηγουμένης) και Θεοδούλης.

Λόγω των συνθηκών της προηγουμένης περιόδου και της ελλείψεως καταλλήλου καθοδηγητού μετά την κοίμηση του Κτίτορος Γέροντος Νέστορος, αν και οι αδελφές του Κουμπέ διήγον βίον ανεπίληπτο και λίαν οσιακό, εν τούτοις ακολουθούσαν το ιδιόρρυθμο σύστημα της μοναχικής πολιτείας. Ήταν ένα σύστημα γνωστό τότε στον ελλαδικό χώρο, και ιδιαίτερα στην Κρήτη, όπου λόγω των ειδικών συνθηκών της ζωής στο νησί, ήταν και αποδεκτό και διαδεδομένο.

Αυτός όμως ο τρόπος ζωής στην συνείδηση της Γερόντισσας δημιουργούσε στενοχώρια, καθ’ όσον έβλεπε ότι υπήρχε διαμερισμός που εμπόδιζε την πνευματική πρόοδο της αδελφότητος. Αναζητώντας τους πλέον κατάλληλους για να την διδάξουν την κοινοβιακή πολιτεία, παρεκάλεσε τον Μητροπολίτη να εξασφαλίσει την πνευματική συνάφεια της Μονής του Κουμπέ με την Κοινοβιακή Μονή Σαββαθιανών Ηρακλείου. Στην Μονή αυτή τότε προΐστατο η οσιακής μνήμης Γερόντισσα Μελάνη Βρυωνάκη (+Κυριακή Σταυροπροσκυνήσεως, 10 Απριλίου 1983), γνωστή ανά το πανελλήνιον για τις αυστηρές παραδοσιακές αρχές της και την πολυμελή αδελφότητά της.

Δι’ αυτού του τρόπου ανεπτύχθη ένας ισχυρός πνευματικός δεσμός μεταξύ των δύο Ιερών Μονών που απέβη -και αποβαίνει μέχρι τις μέρες μας- επωφελής και για τις δύο πλευρές.

Η Γερόντισσα Μελάνη, με την χάρη του Αγίου Πνεύματος, κατήρτισε την Γερόντισσα Πανσέμνη που εμφορείτο από πνεύμα μαθητείας και ταπεινώσεως και άρχισε να συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις που δέχθηκε. Έτσι λοιπόν, η Γερόντισσα Μελάνη στην από 1ης Αυγούστου 1972 επιστολή της της έγραφε μεταξύ άλλων: «…Χρειάζεται μόνον θέλησις καλή, τάξις, πειθαρχία, τήρησις των μοναχικών εντολών, όπως η ελαχιστότης μου το υπέδειξεν… Άνευ της αγάπης αδύνατον να δημιουργηθεί κοινόβιον, να υπάρξει ομόνοια και συμφωνία, να προτιμηθή το κοινόν συμφέρον, να προοδεύση πνευματικώς η αδελφότης, να φθάση εις τελειότητα αρετής».

Πνευματική βοήθεια στο έργο κοινοβιοποιήσεως της Μονής η Γερόντισσα εδέχθη δι’ επιστολών και από τον Αρχιμανδρίτη Νήφωνα Θεοδωράκη, Προηγούμενο της Ιεράς Μονής Πρέβελη. Με την συμβολή όλων αυτών των πνευματικών προσώπων η Μονή ξεκίνησε χωρίς προβλήματα μια νέα πορεία στην ιστορία της, καθώς οι αδελφές ακολούθησαν την κοινοβιακή πολιτεία με κοινή απόφαση χωρίς έξωθεν πίεση και επιβολή.
Το μοναστήρι παίρνει σιγά -σιγά άλλη μορφή από την αρχική. Επί των ημερών της Γερόντισσας Πανσέμνης επιτελείται οικοδομικός οργασμός που επιφέρει την ανακαίνιση της παλαιάς πτέρυγας που ανήγειρε ο Γέροντας, την προσθήκη νέου κλίτους δίπλα στο Καθολικό επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου, την ανέγερση του παρεκκλησίου των Αγίων Αναργύρων, το κτίσιμο νέων κελλιών για την αδελφότητα καθώς και εργαστηρίων, την διαμόρφωση του αυλείου χώρου που κοσμείται από φιάλη Αγιασμού, πλακόστρωση και παρτέρια με πολύχρωμα ευωδιαστά εποχιακά λουλούδια.

Συν τω χρόνω η Γερόντισσα κατάλαβε ότι οι ναζαρηνές εικόνες είναι ξεπερασμένες και ότι οι αγιογράφοι αδελφές έπρεπε να μάθουν την βυζαντινή τεχνοτροπία. Αυτό το πέτυχε με υπομονή, καθώς και την εκμάθηση της βυζαντινής μουσικής, ώστε σήμερα η αδελφότητα του Κουμπέ να διακρίνεται στις ιερές τέχνες της παραδοσιακής ψαλτικής και αγιογραφίας. Η ίδια, επί των ημερών του Γέροντος Νέστορος είχε αρχίσει να μαθαίνει ψαλτική και αγγλικά, αλλά λόγω των πολλών καθηκόντων της για την στέγαση της Μονής δεν προχώρησε αρκετά. Όμως, ήθελε η αδελφότητα να εκπληρώσει τους στόχους της αυτούς καθώς και άλλους, ώστε η Μονή να έχει μια σωστή και δυναμική παρουσία σε όλους τους τομείς και να μην υστερεί σε τίποτα από άλλες Μονές.

Η Γερόντισσα εγκατεβίωσε στην Μονή επί οκτώ περίπου δεκαετίες και διήλθε αγωνιζομένη πνευματικώς, για να αντιμετωπίσει πλήθος προβλημάτων, από την έλλειψη του ψωμιού λ.χ. μέχρι τα πλέον σύνθετα πνευματικά. Η πίστη της στον Θεό και η ολόθυμη ανάθεση του εαυτού της στην πρόνοιά Του συν την μαθητεία της παρά τους πόδας του Γέροντος Νέστορος, την όπλισαν με ταπείνωση, υπομονή, αυταπάρνηση και θυσιαστικό πνεύμα.

Διέθετε πηγαία ευλάβεια και κυριολεκτικά ζούσε και ανέπνεε με τα Ιερά Μυστήρια και τις Ακολουθίες της Εκκλησίας μας. Ως εκ τούτου διεμόρφωσε ένα χαρακτήρα που διακρινόταν από την αγάπη προς τον Θεό αλλά και προς ένα έκαστο των ανθρώπων. Το καθάριο λευκό πρόσωπό της, σκαμμένο από τις ρυτίδες της εμπειρίας μιάς ολόκληρης θυσιαστικής ζωής στην υπηρεσία του Σωτήρος Χριστού και τα λαμπερά γαλανά μάτια της που προέδιδαν την εσωτερική μυστική εργασία της και την εν γένει αρετή της είλκυαν τις ψυχές των ανθρώπων. Όλοι την διέκριναν για τον αδαμάντινο χαρακτήρα της που στολιζόταν από τις χάριτες της φιλαληθείας, της ειλικρινείας, της ευθύτητας, της υπευθυνότητας, της ανυπόκριτης και ανυστερόβουλης αγάπης προς όλους ανεξαιρέτως.
Έτσι, την πλησίαζαν χωρίς δισταγμό για να της φιλήσουν το χέρι, να ζητήσουν την ευχή και την ορθή συμβουλή της, εφ’ όσον προερχόταν από τα τίμια χείλη της που ακατάπαυστα ψιθύριζαν την ευχή επί μακράν σειράν ετών.

Ομιλούσε με άνεση, εκφράζοντας την αγιοπνευματική της πάντοτε θέση σε διάφορα θέματα, με τους απλούς ανθρώπους, αλλά και με τους διοικητικούς, όπως λ.χ. συνέβαινε με τον Μητροπολίτη Τίτο η με τον εν Οσίοις αναπαυόμενο προορατικό και αποκαλυπτικό Γέροντα Ευμένιο, Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Προφήτου Ηλιού Ρουστίκων.

Η ζωή της ήταν λιτή και απέριττη. Δεν δεχόταν ιδιαίτερες περιποιήσεις ούτε συνήθιζε να κάνει τίποτε διαφορετικό από τις αδελφές. Τίποτε για τον εαυτό της, αλλά εργαζόταν ως μία απλή αδελφή για το καλό του συνόλου.

Ο αγώνας ήταν να παραδώσει σωσμένες στα χέρια του Παντοκράτορος Σωτήρος Χριστού τις υπό την καθοδήγησή της ασκούμενες αδελφές. Ο γνώμονας της ηγουμενικής ευθύνης της ήταν ο φόβος του Θεού και εκείνη πολεμούσε αλύπητα την φιλαυτία, κάνοντας αυστηρή νηστεία και ολόθερμη προσευχή. Για ο,τιδήποτε συνέβαινε θεωρούσε υπαίτιο τον εαυτό της. Κάποτε για την πτώση δύο αδελφών διήλθε ένα έτος χωρίς να καταλύσει αρτύσιμα στην κοινή τράπεζα. Παιδαγωγούσε εαυτήν πολύ σκληρά, ώστε να παραδειγματίζεται η αδελφότης και να επικρατεί πάντοτε το πνεύμα της μετανοίας.

Ήταν μία βιβλική μορφή και η κάθε κίνησή της μαρτυρούσε την ιεροπρέπειά της. Εισήρχετο στον Ναό και με αθόρυβες, αγγελικές κινήσεις ασπαζόταν τις ιερές εικόνες, κάνοντας πάντοτε μεγάλες μετάνοιες και μια βαθιά υπόκλιση στα βόρεια του Καθολικού, όπου είναι ιστορημένη από τα φιλότεχνα χέρια του Γέροντος Νέστορος η ευμεγέθης εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσης Οδηγητρίας. Μέχρι το τέλος γονάτιζε, για να δείξει την βαθιά υπόκλιση της ψυχής της προ του μεγαλείου της Μονής, την οποία της ανέθεσε ο Χριστός να διευθύνει. Στεκόταν ευθυτενής σαν κυπαρίσσι στο στασίδι της και αρνιόταν να προσφέρει ανάπαυση στον εαυτό της καθήμενη, ενώ απήγγειλε με ευκρίνεια τα Προεστωτικά.

Από τους επισκέπτες της Μονής λίγοι γνώριζαν ότι ήταν η Γέροντισσα, γιατί δεν το αποκάλυπτε και τους εξυπηρετούσε πάντοτε με ευγένεια σαν μία απλή αδελφή της Μονής. Στα διακονήματα ήταν πάντοτε πρόθυμη και έσπευδε να καλύψει τα τυχόντα κενά από άλλες αδελφές, όσο ευτελές κι αν ήταν το διακόνημα αυτό. Με ιδιαίτερη επιμέλεια ετοίμαζε και το φαγητό της αδελφότητος σαν πραγματική μητέρα, δίνοντας με το κύρος της θέσεώς της το παρών στο ευθυνοφόρο διακόνημα της μαγείρισσας.

Η συμμετοχή της στα προβλήματα της Εκκλησίας φαίνεται και από την στήριξή της στην Ιεραποστολή. Η ελεημοσύνη της ανακούφιζε τις ανάγκες πολλών συνανθρώπων της και η φιλοξενία της άφησε εποχή.

Με την μακρόχρονη άσκησή της στην Μονή της μετανοίας της κατέστη κεκαθαρμένο σκεύος του Αγίου Πνεύματος, που μπορούσε με την ευχή, την φωτισμένη διδαχή και την δικαία κρίση της να ωφελεί τους ανθρώπους προς δόξαν Θεού. Χωρίς τα διακριτικά του αξιώματός της στεκόταν να δώσει την ευχή της, ώστε όλοι να θαυμάζουν την αρχοντιά της, η οποία προερχόταν από την ταπεινοφροσύνη της και όχι επειδή η ίδια το επέβαλε.

Σεβόταν τους κληρικούς και μάλιστα τους Αρχιερείς. Ιδιαιτέρως εσέβετο τον Μητροπολίτη Ευγένιο, τον σημερινό Προκαθήμενο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης, ενώ την αξίωσε ο Θεός να υποδεχθεί στο μοναστήρι της την Α.Θ.Π. τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο κατά μήνα Σεπτέμβριο του 2012. Αξιώθηκε δηλαδή το απλό μοναστηράκι που με τόσους κόπους και θυσίες ανήγειρε να τύχει αυτής της μεγάλης τιμής και ευλογίας…

Η σεβαστή Γερόντισσα διήλθε στο μοναστήρι 80 από τα 96 χρόνια του επιγείου βίου της και 52 ως Ηγουμένη. Γνώρισε από κοντά κάθε είδους εμπειρία και με τον ισόβιο αγώνα της κατέκτησε την αρετή για την σωτηρία της ψυχής της, την πρόοδο της αδελφότητος και την ανάπτυξη της Μονής της.

Στολισμένη με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, έδινε αφειδώλευτα την ευχή της και στάλαζε το βάλσαμο της παρηγοριάς στις πονεμένες ψυχές πάντοτε με επιείκεια, καλωσύνη και μητρική στοργή.

Στις αρχές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του 2022 εισήλθε εις το τελικό στάδιο της αθλήσεώς της, για να εισέλθει μετ’ ολίγον εις τον Νυμφώνα των εκλεκτών ψυχών. Το Τυρινό Σάββατο, 5 Μαρτίου, αισθανόταν εξάντληση και παρά το ότι ήταν βιάστρια στα πνευματικά της καθήκοντα, δεν εξήλθε του κελλίου της. Όταν όμως η διακονήτριά της αδελφή της έφερε αντίδωρο από τον ναό, έκπληκτη άκουσε την Γερόντισσα να της λέει: «Οι σήμερον εορταζόμενοι Όσιοι και Οσίες ήταν όλοι εδώ. Άκουσα όλα τα τροπάρια».

Έκτοτε και μέχρι την ημέρα του Ευαγγελισμού η Γερόντισσα παρέμενε στο κελί της προσευχομένη και υπομένοντας αγόγγυστα την παιδαγωγίας μιάς σύντομης ασθένειας.

Η εορτή του Ευαγγελισμού ήταν τότε ημέρα Παρασκευή και το απόγευμα της ιδίας ημέρας θα ψαλόταν η απόδοση της εορτής με την Γ΄ στάση των Χαιρετισμών της Θεοτόκου. Κατ’ αυτήν την ημέρα η αδελφότης θα υποδεχόταν στο μοναστήρι σε πρώτη επίσκεψη τον νεοενθρονισθέντα Μητροπολίτη Ρεθύμνου και Αυλοποτάμου κ. Πρόδρομο. Μετά το πέρας των Χαιρετισμών μετέβη κατά την τάξιν στο κελί της Γερόντισσας για να της ευχηθεί. Εκείνη του ευχήθηκε για την πρόοδό του στο νέο του αξίωμα και του ανέθεσε την προστασία της Μονής και της αδελφότητος . Λίγες ώρες αργότερα παρέδωσε ειρηνικά την μακαρία ψυχή της εις χείρας Ου επόθει εκ νεότητος Νυμφίου Χριστού.

Η εξόδιος ακολουθία και η ταφή της ετελέσθη σε κλίμα κατανύξεως κατά την μοναχική τάξη την επομένη ημέρα, Σάββατο Γ΄ Εβδομάδος των Νηστειών (26 Μαρτίου) και επί τη συνάξει του Αρχαγγέλου Γαβριήλ.

Εκτός από τον οικείο Επίσκοπο, τίμησαν την Γερόντισσα ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος, ο Λάμπης Ειρηναίος, ο Επίσκοπος Ευμενείας Ειρηναίος, ιερείς, εκπρόσωποι Ιερών Μονών και πλήθος κόσμου.

Η μακαριστή Γερόντισσα κατέλιπε φήμη αγίας μοναχής και πνευματικής μητέρας.

Λίγο αργότερα, στο ημερολόγιο της Μητροπόλεως ο Μητροπολίτης Πρόδρομος σημείωνε στα Προλεγόμενά του: «Δοξάζομε τον Θεό, διότι λίγες μόνον ημέρες μετά την ενθρόνισή μας στον ιστορικό θρόνο της Εκκλησίας των Ρεθυμνίων, αξιωθήκαμε να αναστραφούμε την Γερόντισσα Πανσέμνη και να κρατήσομε ως πολύτιμες παρακαταθήκες τις τελευταίες της λέξεις λίγο πριν από την έξοδό της από αυτόν τον κόσμο. Οι παρακαταθήκες αυτές εκφράζουν με ένα ηχηρό τρόπο το ορθόδοξο εκκλησιολογικό της φρόνημα, την αγάπη και υπακοή της προς την Εκκλησία και προς τον Επίσκοπο του τόπου, καθώς και το ανύστακτο ενδιαφέρον της για την αδελφότητα και το μοναστήρι της.

Η Γερόντισσα Πανσέμνη ως πανθομολογείται από όλους όσοι την γνώρισαν και την αναστράφηκαν, υπήρξε άνθρωπος αυθεντικός και ειλικρινής, με πηγαία πίστη και αγάπη στον Θεό, με φρόνημα υπακοής στην Εκκλησία και στάθηκε ως η «πνευματική μητέρα» όχι μόνο του Ρεθύμνου, αλλά πολλών προσκυνητών της Ιεράς Μονής από διάφορα μέρη της Κρήτης και της υπόλοιπης Ελλάδος, που προσέρχονταν πάντοτε για να διδαχθούν από την εύλαλη σιωπή της και τον χαριτωμένο τρόπο με τον οποίο εκείνη λιτάνευσε τον ανεπιτήδευτο κρητικό μοναχισμό. Το μαρτυρούμενο από το Γεροντικό: «αρκεί μοι μόνον το βλέπειν σε» στην Γερόντισσα Πανσέμνη βρήκε την τελειότητά του, καθώς και μόνον «ορωμένη» δίδασκε, νουθετούσε, ανέπαυε και γινόταν «τοις πάσι τα πάντα», για να οδηγεί τους ανθρώπους στην αγάπη και το έλεος του Θεού».

***

«Μακαρία ην εξελέξω και προσελάβου Κύριε» (Ψαλμ. ξδ΄, 4)

«Η ψυχή αυτής εν αγαθοίς αυλισθήσεται» (Ψαλμ. κδ΄, 13)

«Και το μνημόσυνον αυτής εις γενεάν και γενεάν» (Ψαλμ. ρα΄, 13)

*
Την ευχή της να έχουμε!

 

Βιβλιογραφική Πηγή

1) Αγίων Μακαρίου Κορίνθου, Νικοδήμου Αγιορείτου, Νικηφόρου Χίου και Αθανασίου Παρίου, «Συναξαριστής Νεομαρτύρων», εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, σσ. 104-107.

2)«Ημερολόγιον 2023», έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Μυλοποτάμου

3) Καββαδία Δημητρίου, Ιερομονάχου, «Μοναζουσών Σύναξις. Θαυμαστόν Γυναικείον Γεροντικόν του 20ου αιώνος», Αθήνα 2005

4) Παπαδάκη Ηλία Κωστή, «Η Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χριστού Κουμπέ Ρεθύμνου και ο νεώτερος ιδρυτής της Νέστωρ Ι. Βασσάλος ο Διονυσιάτης» Ρέθυμνο, 2011

5) Σιμωνοπετρίτου Μακαρίου Ιερομονάχου, «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», τόμος 2ος , μην Οκτώβριος, εκδόσεις Ίνδικτος 2009, σσ. 303-304.

6) Σταματάκη Γρ. Γεωργίου, [εν «Νέα Χριστιανική Κρήτη», περίοδος Β΄, τεύχος 24], «Πρόγονοι και απόγονοι των Τεσσάρων Νεομαρτύρων», σελ. 57.