Μορφές βίας και ο ρόλος της βιοηθικής στη σύγχρονη κοινωνία

28 Μαρτίου 2024

Οι σύγχρονες βιοτεχνολογικές και ιατρικές ανακαλύψεις δίδουν στον άνθρωπο τη δυνατότητα να παρεμβαίνει καθοριστικά στη ζωή του και στη φύση του. Αυτές οι παρεμβάσεις χρήζουν ερμηνείας γιατί εγείρουν πολλά ερωτήματα στο χώρο των επιστημών που εμπλέκονται όπως της βιοηθικής, της βιολογίας, της ιατρικής, της κοινωνιολογίας, της νομικής, της πολιτικής επιστήμης, της θρησκείας και της οικονομίας. Τα ηθικά και βιοηθικά διλήμματα ζητούν ξεκάθαρες επιστημονικές απαντήσεις. Έχουν διατυπωθεί οι φόβοι ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα κινδυνεύουν από μία αλματώδη εξέλιξη που γίνεται ανεξέλεγκτη, με τη χρήση της βιοτεχνολογίας όχι μόνο για την ιατρική, αφού άπτεται και άλλων κλάδων που ερευνούν, μελετούν, εφαρμόζουν πειραματικές διαδικασίες σε όλες τις μορφές της ζωής.

Αλλά ας δούμε ποιοι άνθρωποι μπορούν να ασκούν βία. Τις περισσότερες φορές οι παραβάτες είναι γνωστοί στα θύματά τους, όπως φίλοι, σύζυγοι, μέλη της οικογένειας, συγγενείς, συνάδελφοι, κ.λπ. Πράξεις βίας και κακοποίησης μπορούν επίσης να διαπραχθούν και από ξένους ανθρώπους. Γιατί ασκούν βία αυτοί οι άνθρωποι; Η βία και η κακοποίηση ασκούνται σχεδόν μαζί για την εξουσία και τον έλεγχο πάνω σε ένα άλλο πρόσωπο. Συνήθως υπάρχει ανισορροπία δυνάμεων μεταξύ θύματος και κακοποιού. Η βία είναι ανθρώπινη επιλογή και είναι αποτρέψιμη και μπορεί να προληφθεί. Τα βασικότερα είδη της βίας απ’ την έρευνά μας είναι τα παρακάτω.

Η φυσική βία – είναι η ένοπλη ή άοπλη σωματική βία μικρής και μεγάλης κλίμακας, η οποία μπορεί να οδηγήσει και σε θάνατο. Σκοπός είναι η υποταγή του ατόμου, στο δράστη. Η σεξουαλική βία – διαπράττεται όταν ένα άτομο αναγκάζεται να συμμετέχει δίχως τη συγκατάθεσή του σε σεξουαλική δραστηριότητα. Η συναισθηματική βία – εμφανίζεται όταν κάποιος λέει και πράττει κάτι για να κάνει κάποιον να νιώσει ως ηλίθιος, ως άχρηστος, υποβιβάζοντας τη προσωπικότητά του. Η ψυχολογική βία – είναι η χρήση απειλής, με σκοπό τη πρόκληση του φόβου. Κύριος στόχος του δράστη είναι η απόκτηση του ελέγχου του θύματος ή των θυμάτων του. Η πνευματική βία – μπορεί να είναι πνευματική ή θρησκευτική βία και εμφανίζεται όταν κάποιος χρησιμοποιεί τις πνευματικές πεποιθήσεις ενός ατόμου για χειραγώγηση και κυριαρχία. Η πολιτιστική βία – είναι ο ψυχικός τραυματισμός ως αποτέλεσμα πρακτικών που συναποτελούν μέρος του πολιτισμού, της κουλτούρας, της θρησκείας και της παράδοσής του. Η λεκτική βία – είναι η χρήση του προφορικού και του γραπτού λόγου, για τη πρόκληση βλάβης σε ένα άτομο και σε μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες. Η οικονομική βία – είναι ο έλεγχος και η κατάχρηση των οικονομικών πόρων κάποιου ανθρώπου, του οργανισμού, της κοινότητας, ακόμα και της χώρας, δίχως ανθρώπινη συγκατάθεση. Η παραμέληση – είναι η ελλιπής και πλήρης απουσία της φροντίδας από κάποιον που έχει την ευθύνη να την παρέχει, είτε σε επαγγελματικό, είτε σε προσωπικό επίπεδο. Καθώς και η σύγχρονη επιστημονική βία που θέλει να ξεπεράσει δίχως φραγμούς το ανθρώπινο γονιδίωμα.

Η χρήση της βίας συνιστά αποτρόπαιο κοινωνικό φαινόμενο. Εκδηλώνεται με τη συμπεριφορά κάποιου ανθρώπου, που αποσκοπεί στον εξαναγκασμό έτερου προσώπου, του θύματος. Με συμπεριφορά και πράξη που δεν αποτελεί προϊόν αυτόνομης προσωπικής του βούλησης, για την εγκαθίδρυση και διατήρηση της εξουσίας και του ελέγχου. Να σημειωθεί ότι η εννοιολογική σημασία του όρου «βία» ποικίλλει. Πρακτικά μπορεί να είναι ένα απλό χτύπημα, από ένα χαστούκι έως τον ελαφρύ ξυλοδαρμό του θύματος, επίσης η αποστολή απειλητικών μηνυμάτων, η εξαπόλυση απειλών, έως και τον εξαναγκασμό σε γενετήσια πράξη, τον βιασμό του προσώπου και την επίθεση εναντίον του με τη χρήση θανατηφόρων όπλων. Η χρήση σωματικής ή ψυχολογικής βίας ως φαινόμενο παθογένειας της κοινωνίας μας συναντάται και στο στενό οικογενειακό κύκλο ως «ενδοοικογενειακή βία». Αυτή προστατεύεται για π.χ. στο Ελληνικό Κράτος ειδικά δυνάμει του νόμου 3500/2006, που συνίσταται τόσο στις φυσικές, σωματικές επιθέσεις, όσο και σε βλαπτικές συμπεριφορές, όπως είναι η ψυχολογική και η συναισθηματική κακομεταχείριση του παθόντος, η οικονομική αποστέρηση, η οικιακή αιχμαλωσία, καθώς και σε απειλές εναντίον της οικογένειας, στην πρόκληση ψυχικού πόνου. Επίσης και με συγκρουσιακές καταστάσεις όπως τη σεξουαλική παρενόχληση, ομηρία, εκφοβισμό και απειλές άσκησης βίας, οι οποίες αποκτούν προοδευτικά ενδημική υφή, τόσο στο πλαίσιο της οικογένειας, όσο και στο πλαίσιο μιας ερωτικής σχέσης.

Με τη σωματική βία ως άμεση άσκηση της φυσικής δύναμης επιτυγχάνεται η άρση της πραγματικής, τεκμαιρόμενης αντίστασης. Δεν είναι αναγκαίο να είναι ακαταμάχητη, αλλά υφίσταται ακόμα κι εάν τη βία αποφύγει με φυγή. Τονίσαμε ότι νοείται και ως vis absoluta δηλ. ως σωματική βία, αλλά και ως vis compulsiva δηλ. ως ψυχολογική βία. Με τη σωματική βία γίνεται ο άμεσος καταναγκασμός της συμπεριφοράς και η πραγματοποίηση της υπάρχουσας βούλησης, με σύλληψη, με νάρκωση, με τη βία απ’ τη κατοικία, με την επιβολή στο θύμα ορισμένης συμπεριφοράς, μέσω του απειλούμενου παρόντος κακού. Μορφές βίας μπορούν να ασκηθούν και μέσω τρίτου προσώπου και με παράλειψη εκ μέρους του δράστη όπως ορίζει το άρθρο 15 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα, με τη μη παροχή τροφής σε ανίκανο να επιμεληθεί τον εαυτό του.

Η συναισθηματική βία εκδηλώνεται μέσω των απειλών και μέσω υποτιμητικών σχολίων στο πρόσωπο του θύματος, που συνιστούν προσβολή στη προσωπικότητα, με σκοπό να επιτύχει τον υποβιβασμό του, μειώνοντας, καταρρακώνοντας την αυτοεκτίμησή του και υπονομεύοντας τη ψυχική του υγεία. Η ενδοοικογενειακή βία σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο 3500/2006 λογίζεται η τέλεση της αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299 και 311 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα. Ως ενδοοικογενειακή βία νοείται οποιαδήποτε μορφή σωματικής βλάβης εις βάρος μέλους της οικογένειας. Η παράνομη βία και η απειλή στο πλαίσιο της οικογένειας, ο βιασμός και η κατάχρηση σε ασέλγεια και η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, οι οποίες τελούνται μέσα στον πυρήνα της οικογένειας, την οποία σύμφωνα με το άρθρο 1 §2α του νόμου 3500/2006 αποτελούν οι σύζυγοι ή οι γονείς και οι συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας καθώς και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους.

Η λεκτική βία συνήθως εμφανίζεται με τη μορφή χρήσης γραπτού ή προφορικού λόγου, με το να προκαλείται βλάβη σε ένα πρόσωπο το οποίο καθιστούν ως θύμα. Μέσω αυτής της βίας του προκαλείται η δυσφορία λόγω της προσβολής, της υποτίμησης, της μείωσης και του υποβιβασμού που του γίνεται και το υφίσταται. Η βία αυτής της μορφής είναι στενά συνδεδεμένη και με τη συναισθηματική βία. Η οικονομική βία και εκμετάλλευση ενός ανθρώπου συνιστά μια μορφή εκδήλωσης οικονομικής βίας, που συντελείται με τον έλεγχο ή με την κατάχρηση των οικονομικών πόρων ενός προσώπου, με ή χωρίς τη συγκατάθεσή του. Η παραμέληση είναι μορφή βίας που συνίσταται σε ελλιπή ή πλήρη απουσία φροντίδας ενός ατόμου, το οποίο τελεί υπό τη νομική ευθύνη του δράστη.

Η νομική και θεσμική έννοια του Κράτους ταυτιζόταν πάντοτε με την έννοια της δύναμης. Η κρατική δύναμη μέσα στην ιστορική πορεία εκδηλωνόταν συνήθως με τρόπο βίαιο. Η δημόσια κρατική δύναμη δεν διακρίθηκε στην ιστορία για τον αξιοκρατικό τρόπο της παρέμβασής της, αφού άλλοτε εμφανιζόταν δικαιολογημένα, κι άλλοτε αδικαιολόγητα. Η κρατική βία όπως εμφανιζόταν ανά τους αιώνες απαιτούσε τη δικαιολογία την δήθεν λόγω των περιστάσεων, τις άμεσες συνθήκες αντιμετώπισης ενός κακού που ήδη είχε βίαια εκδηλωθεί ή θα επρόκειτο στο μέλλον. Τη κρατική βία δεν τη δικαιολογούσαν πάντοτε οι περιστάσεις, γι’ αυτό εμφανίζονταν άλλοι σκοποί, συχνά αθέμιτοι και πολιτικοί. Η διακριτική ευχέρεια για την άσκηση της κρατικής βίας ήταν συνήθως ευρύτατη και γι’ αυτό αρκετά επικίνδυνη.

Ο έλεγχος της κρατικής βίας δεν μπορούσε να ασκηθεί δημόσια, μόνο μέσα στο πλαίσιο της εσωτερικής λειτουργίας της ίδιας της κρατικής εξουσίας. Το ίδιο παρατηρείται και στις ημέρες μας σε πολιτεύματα απολυταρχικά με δημοκρατικό περίμβλημα. Η κάθε μορφή εξουσίας ενοχλείται όταν ελέγχεται, με ψυχολογικές διαστάσεις. Η κρατική εξουσία απεχθάνεται τον έλεγχο που εμφανίζει αδυναμίες και λάθη ή παράνομες πράξεις της διοίκησης. Η κάθε μορφή εξουσίας πάντα επιθυμούσε να είναι απόλυτη, να μην ελέγχεται απ’ τους παθόντες ή τους τρίτους, ούτε και από μια άλλη ελεγκτική εξουσία. Η κατάχρηση εξουσίας γίνεται από πρόσωπα με χαμηλές ηθικές βάσεις, εμφανίζεται ως ενδοστρεφής, ανασφαλής και τελικά φοβική.

Τα δικαιώματα του ανθρώπου έχει επισημανθεί ότι παρουσιάζουν αντιφάσεις στην εφαρμογή τους. Η κατάχρηση κάποιων δικαιωμάτων σε βάρος άλλων είναι ενεργή και εμφανή. Αρκετοί παρασύρονται απ’ το ατομικό συμφέρον με το δικαίωμα έναντι του άλλου ή του Κράτους, δίχως να αντιλαμβάνονται τα επιτρεπτά όρια της ατομικής και συλλογικής δράσης. Συχνά εμφανίζεται η απουσία της ηθικής για το κοινωνικό σύνολο και η παράβλεψη του δημόσιου συμφέροντος. Οι συνταγματικοί κανόνες συχνά δοκιμάζονται απ’ την κατάχρηση για την άσκηση δικαιωμάτων. Μάλιστα οι εκάστοτε πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις, επιφέρουν σύγχυση στη πράξη και εμφανίζονται παραβιάσεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου από μέρους των οργάνων της Πολιτείας, όσο κι απ’ πολίτες.

Ένα Κράτος Δικαίου οφείλει να λειτουργεί εύρυθμα και αποτελεσματικά. Οι διοικητικές αρμοδιότητες των κρατικών οργάνων οφείλεται να είναι προσδιορισμένες δίχως ασάφειες και κενά, ώστε να αποφευχθεί η άσκηση της κρατικής βίας, αλλά και ο έλεγχος των σχετικών υπερβάσεων οφείλει να είναι επιτυχής, δίχως να ματαιώνεται η αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων τους και σύμφωνα με το νόμο, η δίωξη των παραβατών του. Η σωστή εκπαίδευση των οργάνων των Σωμάτων Ασφαλείας συναποτελεί την προϋπόθεση για την άριστη επιτέλεση της αποστολής τους. Να σημειώσουμε και τη μεγάλη σημασία της αποτελεσματικής πειθούς πριν την άσκηση της όποιας νόμιμης καταστολής. Τα αρχαιοελληνικά αποφθέγματα έχουν πάντα μία πρακτική και διαχρονική αξία. Η πειθώ έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα απ’ την ωμή βία, ιδιαίτερα σε λαούς με έντονο το στοιχείο του θυμικού.

Πρόσφατα Πολίτες και Κράτη βίωσαν τον τρόμο και την απελπισία της θανατηφόρας επιδημίας του κορονοιού, απ’ την οποία προέκυψε και μία μορφή άσκησης πίεσης, απ’ την βιοτεχνητή βία της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού. Η κοινή βία και η σεξουαλική κακοποίηση, η ενδοοικογενειακή, έμφυλη, διαδεδομένη και συγκαλυμμένη εμφανίζεται σε χώρους κυρίως αθλητικούς, θεατρικούς και πολιτισμικούς. Υπάρχει η εμφάνιση της κοινής βίας σε δρόμους, σε πλατείες, στα πανεπιστήμια. Παράλληλα η αστυνομική βία, με τη βία από οργισμένους νέους, μέχρι τη σωματική βία και τη λεκτική βία. Όλα αυτά συνήθως διογκώνονται, παραμορφώνονται απ’ τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που διαμορφώνουν τη κοινή γνώμη, καλλιεργώντας και εντείνοντας κατάθλιψη και απελπισία.

Το χειρότερο είναι ότι κάποια προβλήματα παίρνουν διαστάσεις πολιτικές και γίνονται αντικείμενο ανήθικης κομματικής και πολιτικής εκμετάλλευσης. Ο πολιτικός λόγος, όταν εκφέρεται τηλεοπτικά με σχηματικό και θεατρινίστικο τρόπο, απονευρώνει τη κοινωνική και πολιτισμική ουσία. Παρακωλύει την αντιμετώπιση με δήθεν προτάσεις και μέτρα συγκεκριμένα. Όταν ερμηνεύουμε ή αντιμετωπίζουμε κοινωνικά φαινόμενα, πολιτισμικά ή φυσικά, όπως είναι μία επιδημία, μέσα από κομματισμούς και ιδεολογίες σίγουρα θα οδηγούμαστε σε λάθος συμπεράσματα.

Οι δεκαετίες που ακολούθησαν υπήρξαν εξαιρετικά παραγωγικές για την επιστήμη και τη βιολογία και οι επιστημονικές γνώσεις που σωρεύτηκαν άρχισαν να βρίσκουν πρακτικές εφαρμογές ήδη απ’ τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Μόλις στις αρχές του έτους 1970, η τεχνογνωσία ώθησε για πρώτη φορά τον άνθρωπο να τολμήσει να επέμβει σε ευρεία κλίμακα στο ανθρώπινο γενετικό υλικό. Αρκετοί επιστήμονες στη προσπάθειά τους να προσεγγίσουν τη παθολογία του καρκίνου, τόλμησαν να κλωνοποιήσουν τα σχετιζόμενα με τον καρκίνο γονίδια και να τα εισαγάγουν στο βακτήριο: Escherichia coli, το οποίο αποτελεί μέλος της φυσικής συμβιωτικής βακτηριοχλωρίδας του πεπτικού συστήματος του ανθρώπου.

Η επέμβαση αυτή και η πιθανότητα της διαφυγής τροποποιημένων βακτηριακών στελεχών, με τη μεταφορά τους στο ανθρώπινο έντερο, ταυτόχρονα έθεσε ηθικά προβλήματα, για την αμεσότητα και την έκταση των συνεπειών του, που μέχρι τότε δεν είχε ξανασυναντήσει η επιστήμη. Από το έτος 1975 μια επιστημονική ομάδα αποτελούμενη από εκατό μοριακούς βιολόγους συναντήθηκε στη Καλιφόρνια ΗΠΑ, όπου συμφώνησαν ότι θα έπρεπε να μπουν κάποια ηθικά όρια στην έρευνα της γενετικής μηχανικής. Κατόπιν έγινε αποδεκτό ότι αυτή ήταν η πρώτη καταγεγραμμένη περίπτωση που αποδίδεται στη βιοηθική ως επιστήμη. Συστήθηκαν κι άλλες επιστημονικές επιτροπές στην Ευρώπη όπου έθεσαν τις ηθικές βάσεις για μια γόνιμη σχέση μεταξύ της επιστημονικής έρευνας και της αυτοσυγκράτησης των ίδιων των επιστημόνων, ώστε να μην συντελείται η επιστημονική βία.

Οι επιστημονικές επιτροπές εκ της βιοηθικής είχαν ως σκοπό τη γνωμοδότηση πάνω σε ηθικά προβλήματα που ανακύπτουν απ’ τις επιστημονικές εξελίξεις, για τους κλάδους της βιολογίας και της ιατρικής. Αρχικά τα επιστημονικά προβλήματα της βιοηθικής ρυθμίζονταν αποκλειστικά απ’ τους ίδιους τους επιστήμονες ερευνητές. Από τη δεκαετία του 1980 λόγω των θεαματικών αλμάτων της επιστήμης της βιολογίας και της ιατρικής, ενεπλάκησαν εκτός απ’ άλλους κλάδους της επιστήμης και η ίδια η Πολιτεία, δηλ. το ίδιο το Κράτος. Οι εφαρμογές της γενετικής, της γενετικής μηχανικής, της βιοτεχνολογίας και της βιοϊατρικής, για τους τομείς της υγείας, του περιβάλλοντος και της διατροφής, μπορεί να έχουν ως σκοπό τη βελτίωση του επιπέδου της ζωής του ανθρώπου, αλλά δυστυχώς, σε μία τέτοια μεγάλης κλίμακας επέμβασης, ενυπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος των καταστροφικών και μόνιμων βλαβών ως ένα νέου είδους βίας, κι εκεί όπου δεν υπάρχει η συναίνεση. Ανακύπτουν και προβλήματα που σχετίζονται με τη ποιότητα της ζωής του ανθρώπου και των ζώων, για τη προστασία των καταναλωτών και των αγροτών, καθώς και μια σειρά από ηθικά προβλήματα που οδηγούν στην ψυχοσωματική βία.

Η επιστημονική πρόοδος μέσα από τις γενετικές έρευνες άρχισαν να περιπλέκουν τα πράγματα όταν έγινε λόγος για τη κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ανθρώπινων γονιδίων. Επειδή τα ανθρώπινα γονίδια δεν είναι απλά και μόνο ένα βιολογικό υλικό, αλλά στοιχείο της ταυτότητας του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Η προβληματική εμφανίστηκε περισσότερο με εταιρείες κολοσσούς να ξοδεύουν υπέρογκα ποσά για την έρευνα στο ανθρώπινο γονιδίωμα. Οι οποίες εταιρείες προσδοκούν να αποσβέσουν το κόστος τους με τις πιθανές εφαρμογές στη γονιδιακή θεραπεία. Όμως η επιστημονική και πανεπιστημιακή κοινότητα διαρκώς διατυπώνει την άποψη ότι το γονιδίωμα οφείλεται να προστατευθεί από κανόνες βιοηθικής, ώστε να μην έχουμε νέες μορφές βιοτεχνητής βίας. Καθότι το γονιδίωμα είναι η ίδια η κοινή μας ανθρώπινη κληρονομιά και κανείς δεν μπορεί να την διεκδικήσει αποκλειστικά.

Όπως ήδη αναφέραμε τα ζητήματα που εξετάζει η βιοηθική είναι πολύ σοβαρά και θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σε υψηλό διακρατικό επίπεδο, ώστε να μην γίνουν παίγνιο σε χέρια ανεύθυνων και άσχετων ατόμων με το επιστημονικό αντικείμενο, ούτε αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης. Το 1997 στο Oviedo, τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης συνέταξαν Σύμβαση για τη Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και την Αξιοπρέπεια του Ανθρώπινου Όντος, σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής. Η Σύμβαση αυτή τον επόμενο χρόνο το έτος 1998 επεκτάθηκε και στο Παρίσι, με άρθρα που αφορούν την κλωνοποίηση, κι εδώ παρατίθενται τα σημαντικά άρθρα που σχετίζονται με τη διασφάλιση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων για την αποφυγή σύγχρονων μορφών βιοτεχνητής βίας: «Απαγορεύεται οποιαδήποτε παρεμβολή με σκοπό τη δημιουργία ανθρώπινου όντος γενετικά όμοιου με άλλο ανθρώπινο ον, ζωντανού ή νεκρού», Άρθρο 1. «Κάθε άτομο έχει δικαίωμα να γνωρίζει οποιαδήποτε πληροφορία αφορά την υγεία του», Άρθρο 10. «Απαγορεύεται κάθε είδους διάκριση εναντίον ατόμου με βάση κληρονομικά του χαρακτηριστικά», Άρθρο 11. Αντίστοιχες διατάξεις έχουν διατυπωθεί και απ’ την UNESCO όπως η Διακήρυξη για το ανθρώπινο γονιδίωμα και για τα ανθρώπινα δικαιώματα, σύμφωνα με το άρθρο 10, εκ της οποίας: «Καμία έρευνα δε μπορεί να υπερισχύσει των θεμελιωδών ελευθεριών και της αξιοπρέπειας του ατόμου».

(Η παρούσα θεματική αποτελεί περίληψη από εισήγηση σε ετήσιο διεθνές επιστημονικό συνέδριο 2024 στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Μπρτσκο Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, εκ του γράφοντος με θέμα εισήγησης: Βία και Βιοηθική στη σύγχρονη κοινωνία).