Ο συμβολισμός της Αποκαλύψεως (Β΄)
14 Μαρτίου 2024Τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του συμβολισμού της Αποκαλύψεως είναι:
1. Ελευθερία στη χρήση των συμβόλων και των εικόνων. Δεν χρησιμοποιείται το ίδιο συμβολικό λεξιλόγιο στα διάφορα τμήματα του βιβλίου, αλλά ούτε και στη ροή του ιδίου οράματος. Δημιουργείται έτσι εκ πρώτης όψεως η εντύπωση του χάους, ώστε, για να προσεγγίσουμε το νόημα, «θα έπρεπε να έχει γραφεί ένα λεξικό -ή καλύτερα μία γραμματική κι ένα συντακτικό- της εικονογραφίας και των συμβόλων της Αποκαλύψεως», όπως επιτυχημένα έχει λεχθεί. Η προσεκτική όμως μελέτη αποκαλύπτει στον αναγνώστη ότι και τα οράματα που φαίνονται άσχετα και ασύνδετα μεταξύ τους περιέχονται στο ίδιο πλαίσιο. Αυτό καθορίζεται από ορισμένα σύμβολα, όπως είναι το αρνίο, ο δράκοντας, η γυναίκα του κεφ. 12, η οποία εμφανίζεται και πάλι ολόλαμπρη ως ουράνια πόλη στο κεφ. 21, τα δύο θηρία, η Βαβυλώνα.
2. Συγγένεια ή και ταύτιση διαφορετικών συμβόλων. Το ίδιο πρόσωπο ή γεγονός μπορεί να συμβολίζεται με διαφορετικά σύμβολα. Ο Ιησούς Χριστός π.χ. συμβολίζεται με παραστάσεις που φαίνονται απόλυτα ανεξάρτητες και άσχετες μεταξύ τους: ως ο Υιός του ανθρώπου (Απ. 1,13), ως ο λέων ο εκ της φυλής Ιούδα (5.5), ως το αρνίο (5,6), ως ο ιππέας του λευκού ίππου (6,2). Οι πληγές που περιγράφονται με το συμβολισμό των επτά σφραγίδων, των επτά σαλπίγγων και των επτά φιαλών, παρά τη διαφορετικότητα των συμβόλων αυτών, δεν διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους.
3. Αντίστροφα, το ίδιο σύμβολο μπορεί να συμβολίζει διαδοχικά δύο ή περισσότερες πραγματικότητες. Σύμφωνα, π.χ., με το Απ. 17,9-10 τα επτά κεφάλια του θηρίου «όρη επτά εισι… και βασιλείς επτά εισι».
4. Σύμβολα που αλληλοσυμβολίζονται, με έναν «συμβολισμό πολλών επιπέδων». Αυτό π.χ. συμβαίνει με τους «αστέρας» και τους «αγγέλους των επτά εκκλησιών» (Απ. 1,20). Οι αστέρες συμβολίζουν τους «αγγέλους» των εκκλησιών και αυτοί τους επισκόπους των εκκλησιών και συνεκδοχικά τις εκκλησίες. Επίσης, κάτι παρόμοιο συμβαίνει με το επτακέφαλο θηρίο και με μία από τις κεφαλές του, η οποία έχει όλες τις ιδιότητες του θηρίου.
5. Σύμβολα δυνάμεως και νίκης μετασχηματίζονται σε εικόνες πόνου ή αδυναμίας. Έτσι, ενώ ο Ιωάννης ακούει ότι «ενίκησεν ο λέων ο εκ της φυλής του Ιούδα» (5,5), βλέπει «αρνίον εστηκός ως εσφαγμένον» (5,6). Ομοίως οι πιστοί «ενίκησαν αυτόν (τον διάβολον) διά το αίμα του αρνίου και διά τον λόγον της μαρτυρίας αυτών, και ουκ ηγάπησαν την ψυχήν αυτών άχρι θανάτου» (12,11), δηλαδή τα θύματα αναδεικνύονται με τη θυσία τους νικητές.
6. Συχνή χρήση παράξενων και αφύσικων συμβόλων, που περιγράφουν πρόσωπα και καταστάσεις με τρόπο υπερβολικό, προκειμένου να δοθεί το μήνυμα με μεγαλύτερη έμφαση.
7. Ιδιορρυθμία ως προς τη σύνθεση των εικόνων. Πολλές από τις περιγραφές του βιβλίου δεν είναι δυνατόν να απεικονισθούν, ούτε καν να συλληφθούν από την ανθρώπινη φαντασία, καθόσον τα συμβολιζόμενα βρίσκονται έξω από τον κύκλο της ανθρωπίνης γνώσεως και εμπειρίας.
Σε αρκετές περιπτώσεις η ερμηνεία των συμβόλων της Αποκαλύψεως αναφέρεται από τον ίδιο τον Ιωάννη πλήρως ή εν μέρει (π.χ. στα Απ. 1,20· 4,5· 5,6· 12,9· 17,9έ. 12.15). Παραμένουν όμως κάποιες συμβολικές μορφές, ως προς τις οποίες υπάρχει ποικιλία ερμηνειών ακόμα και μεταξύ των ερμηνευτών που ακολουθούν την ίδια γενική ερμηνευτική μέθοδο.
Μπορούμε να διατυπώσουμε τις ακόλουθες αρχές ερμηνείας των συμβόλων της Αποκαλύψεως:
1. Χρειάζεται κατ’ αρχήν η γνώση των χαρακτηριστικών του συμβολισμού της Αποκαλύψεως.
2. Όπου το ίδιο το κείμενο δεν δίνει καμία ερμηνεία, οι παραστάσεις ως επί το πλείστον πρέπει να εκληφθούν με συμβολική σημασία, «αλληγορικώς», όχι όμως κατά την αυθαιρεσία της αλληγορικής ερμηνείας.
3. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ένα στοιχείο συμβολισμού εμφανίζεται σε μία περιγραφή, η οποία δεν πρέπει ως επί το πλείστον να ερμηνευθεί συμβολικά.
4. Μερικές από τις εικόνες της Αποκαλύψεως δεν πρέπει να ερμη¬νευθούν ως συμβολικές. Χρησιμεύουν απλώς για να προσθέσουν ζωηρότητα και κίνηση στη συνάφεια.
5. Διαδοχικά μέλη μιας σειράς οραμάτων δεν υπονοούν αναγκαστικά μία χρονολογική συνέχεια.
6. Οι αριθμοί τρία, τέσσερα, έξι, επτά, δώδεκα κ.ά. έχουν ιδιάζουσα σημασία, η οποία, μάλιστα, δεν είναι μονοσήμαντη. Π.χ. στον αριθμό του θηρίου 666, το 6, ως υπολειπόμενο του 7, θεωρείται σύμβολο της ελλείψεως και του κακού, αλλά εν τούτοις τα «ζώα» γύρω από τον θρόνο είναι εξαπτέρυγα (Απ. 4,8), σύμβολο που εκφράζει την πλήρη και τέλεια κίνησή τους σε κάθε κατεύθυνση.
7. Ο ερμηνευτής δεν πρέπει να παρασύρεται από τα δεδομένα και τις αντιλήψεις της δικής του εποχής, για να ερμηνεύσει τις συμβολικές παραστάσεις της Αποκαλύψεως.
8. Τα σύμβολα της Αποκαλύψεως είναι τύποι, οι οποίοι βρίσκουν εφαρμογή όχι μόνο στην πρώτη πραγματικότητα, την οποία αρχικά συμβολίζουν, αλλά επί πλέον σε διάφορα γεγονότα και πρόσωπα ανά τους αιώνες. Η ερμηνεία τους, λοιπόν, δεν εξαντλείται σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα ή πρόσωπα.
Την αλήθεια αυτή κατανοούμε σαφώς από την ερμηνεία που δίδει ο ίδιος ο Κύριος και οι απόστολοι σε γεγονότα και πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης. Μάταια, π.χ., πάσχιζαν οι ραβίνοι να εξηγήσουν γιατί ο Θεός διέσωσε τους Ισραηλίτες από τη μάστιγα των φιδιών υποδεικνύοντας την ύψωση του χάλκινου όφεως. Την απάντηση άκουσε από το στόμα του Ιησού ο φαρισαίος Νικόδημος· «Καθώς Μωϋσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δει τον υιόν του ανθρώπου, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιω. 3,14¬-15). Στη συνέχεια είδε να πραγματοποιούνται τα λόγια αυτά στο Γολγοθά, όπου ο Κύριος «θανάτω θάνατον επάτησε». Επίσης στον περίφημο λόγο του Ιησού περί του άρτου της ζωής γίνεται σαφές ότι το μάννα είναι τύπος της σάρκας του Κυρίου, την οποία λαμβάνουμε στο μυστήριο της θείας Κοινωνίας (βλ. Ιω. 6,32-58). Ο απόστολος Παύλος βλέπει στην Ερυθρά θάλασσα και στη νεφέλη που ακολουθούσε τους Ισραηλίτες το νερό του Βαπτίσματος, στο βράχο που ανέβλυσε νερό τον ίδιο τον Χριστό, και επισημαίνει ότι «ταύτα τύποι ημών εγενήθησαν» (βλ. Α’ Κορ. 10,1-6). Επιπλέον, ο Κάιν ερμηνεύεται από τον ευαγγελιστή Ιωάννη και τον απόστολο Ιούδα ως τύπος φθόνου, μισαδελφίας και φόνου (βλ. Α’ Ιω. 3,12• Ιούδα II).
9. Ο καλύτερος ερμηνευτής των συμβόλων της Αποκαλύψεως είναι η ίδια η ιστορία. Ο επιστήμονας ερμηνευτής δεν έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει όλα τα σύμβολα, ενώ παράλληλα και γι’ αυτά που φαίνεται να κατανοεί δεν μπορεί να εμφανίζεται πάντοτε απολύτως βέβαιος.
Σ’ όλα τα παραπάνω πρέπει να προστεθεί ότι ένα μεγάλο μέρος της ερμηνείας επαφίεται στην «ερμηνευτική διακριτικότητα του ερμηνευτού», διακριτικότητα βεβαίως «εν Πνεύματι», καθ’ όσον το ερμηνευόμενο είναι «τί το Πνεύμα λέγει». Όσο μπορούμε να εντοπίσουμε την ψυχή ανατέμνοντας το ανθρώπινο σώμα, τόσο μπορούμε να βρούμε την σωστή ερμηνεία της Αποκαλύψεως προσεγγίζοντάς την άνευ Πνεύματος.
(Πηγή: Περιοδικό “ΘΕΟΛΟΓΙΑ”, 2/2007, σ. 533-544)