Ο θρίαμβος της Ορθοδόξου Πίστεως κατά της αίρεσης των εικονομάχων

26 Μαρτίου 2024

Την Α’ Κυριακή των Νηστειών η Ορθόδοξη Εκκλησία μας την αφιερώνει στον εορτασμό της ανάμνησης του θριαμβευτικού και καθοριστικού γεγονότος της αναστήλωσης των ιερών εικόνων την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ονομάζοντάς την Κυριακή της Ορθοδοξίας.

Πρόκειται για  μία δογματική εορτή με σπουδαίο και βαθύ νόημα, η οποία συνδέεται με την οριστική  αναστήλωση των ιερών εικόνων στην βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη, από την αποφασιστική αυτοκράτειρα Θεοδώρα και μετέπειτα αγία Θεοδώρα, το 843 μ.Χ.  Υπήρξε ορόσημο η χρονιά αυτή, ορόσημο του τέλους μιας μακροχρόνιας διχαστικής διαμάχης που διήρκησε για 100 και πλέον χρόνια περίπου και έμεινε γνωστή στην ιστορία ως εικονομαχία. Σε δύο ομάδες χωρίζονταν οι ομάδες οι διαμαχόμενες, τους εικονομάχους και τους εικονολάτρες. Οι εικονομάχοι πρέσβευαν ότι η προσκύνηση εικόνων που απεικονίζουν αγίους αποτελεί ειδωλολατρική πράξη. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την αιρετική θέση, θεωρούσαν οι οπαδοί της πως ο πιστός το μόνο που έχει απέναντί του που προσκυνά είναι ένα ζωγραφισμένο ξύλο. Οι εικονολάτρες τώρα απαντούσαν ότι η ύπαρξη των εικόνων σε Εκκλησίες και σπίτια ήταν απόλυτα φυσιολογική και εντάσσεται στο τελετουργικό μέσο για τη λατρεία του Θεού και των αγίων της Εκκλησίας.

Το <<Ωρολόγιο>> της Εκκλησίας γράφει: Για εκατό και πλέον χρόνια διαταράχθηκε η Εκκλησία με διωγμούς από κακόδοξους εικονομάχους. Πρώτος υπήρξε ο αυτοκράτορας Λέων ο Ίσαυρος και τελευταίος ο Θεόφιλος, άνδρας της αγίας Θεοδώρας, η οποία μετά τον θάνατο του συζύγου της ανέλαβε την εξουσία και στερέωσε πάλι την Ορθοδοξία μαζί με τον Πατριάρχη Μεθόδιο τον Ομολογητή. Η βασίλισσα Θεοδώρα διακήρυξε δημόσια ότι ασπασόμεθα τις εικόνες όχι λατρευτικά, ούτε ως θεούς, αλλά ως εικόνες των αρχετύπων. Έτσι ,την Α’ Κυριακή των Νηστειών του έτους 843 ,στις 11 Μαρτίου, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα μαζί με τον γιό της αυτοκράτορα Μιχαήλ λιτάνευσαν και αναστήλωσαν σε πανηγυρικό κλίμα ,με οσμή θριάμβου και όψη νίκης, τις άγιες εικόνες! Αυτό έγινε παρουσία κλήρου και λαού στην Κωνσταντινούπολη στον περίλαμπρο ιερό ναό της Αγίας Σοφίας ακολουθώντας κατόπιν λιτανεία και μεγάλη πομπή. Μετά από αυτό το καθοριστικό και σπουδαίο γεγονός για την πορεία των εκκλησιαστικών πραγμάτων, κάθε χρόνο εορτάζουμε την ανάμνηση αυτού του συγκλονιστικού γεγονότος και αποτελέσματος, γιατί καθορίστηκε άπαξ διαπαντός ότι δεν λατρεύουμε τις εικόνες, αλλά τιμούμε και δοξάζουμε όλους τους αγίους που εικονίζουν και λατρεύουμε μόνον τον εν Τριάδι Θεό, Τον Πατέρα, Τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, και κανένα άλλο είτε άγιο είτε άγγελο.

Παράλληλα αναθεματίστηκαν οι εικονομάχοι, συλλήβδην οι αιρετικοί και όλοι οι αναθεματισθέντες από τις Οικουμενικές Συνόδους. Έπειτα μνημονεύτηκαν και όλοι οι «αθλητές» της ευσέβειας και της Ορθόδοξης Πίστης.

Η αίρεση της εικονομαχίας, ήταν αυτή που επέφερε τα περισσότερα δεινά στην Ορθόδοξη Εκκλησία και συνετάραξε συθέμελα την Βυζαντινή Αυτοκρατορία .Για πρώτη φορά όπως είπαμε εμφανίστηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντος του Ισαύρου, ο οποίος ανέβηκε στον θρόνο με τη βοήθεια του στρατού καθώς υποστηρίζονταν από τον χώρο αυτό, όπου υπήρχαν πολλοί αντίπαλοι της προσκύνησης των αγίων εικόνων.Άρχισε μετέπειτα σκληρό διωγμό κατά των εικονόφιλων επειδή ήθελε να ευαρεστίσει τους φίλους του στον στρατιωτικό χώρο. Διωγμός που συνεχίστηκε και στα χρόνια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Ε’ του Κοπρώνυμου, γιού και διαδόχου του στον θρόνο. Εξαπέλεισε διωγμό κατά των εικόνων και των μοναχών και συγκάλεσε την Σύνοδο της Ιερείας (754μ.Χ),κατά την οποία καταδικάστηκαν οι θρησκευτικές απεικονίσεις. Μοναχοί και μοναχές υποχρεώθηκαν σε γάμο και πολλές μονές κρατικοποιήθηκαν. Μετά απ’ αυτούς τους αυτοκράτορες που προκάλεσαν πολλά δεινά στην Εκκλησία, υπήρξαν και άλλοι αυτοκράτορες εικονομάχοι, οι οποίοι συνέχισαν το έργο των προκατόχων τους, να ταλανίζουν με τις πράξεις τους την Εκκλησία για πολλά χρόνια. Έκλεισαν πολλά μοναστήρια, πολλές εκκλησίες όπου υπήρχαν εικόνες και τις έκαναν αποθήκες. Τους μοναχούς τους βασάνιζαν άγρια, τους έβγαζαν τα μάτια, τους έκοβαν τις μύτες, έσπαζαν εικόνες πάνω στα κεφάλια τους, κα. Τους δε αγιογράφους με πυρακτωμένα σίδερα τους έκαιγαν τα δάχτυλα.

Επί της βασιλείας του γιού του Κωνσταντίνου του Ε’, του Λέοντα του Δ’ συνεχίστηκε αυτή η πολιτική κατά των εικόνων ,σε ηπιότερη μορφή όμως. Μετά από τον πρόωρο θάνατό του την εξουσία πήρε η σύζυγός του και μητέρα του γιού του Κωνσταντίνου του Στ’, Ειρήνη στο όνομα, η οποία σταμάτησε ευθύς αμέσως τον διωγμό.Το έτος 787 η αυτοκράτειρα Ειρήνη συγκάλεσε την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια, η οποία διατύπωσε την Ορθόδοξη διδασκαλία περί της τιμητικής προσκύνησης των ιερών εικόνων. Σε αυτή τη Σύνοδο ελήφθη η απόφαση να αναστηλωθούν οι αγίες εικόνες .

Αλλά και μετά τη Σύνοδο δυστυχώς υπήρχαν αυτοκράτορες εικονομάχοι όπως ο Νικηφόρος Α’ ,ο Λέων Ε’.Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Νικηφόρος ο Α’ είχε άλλη γνώμη από αυτή της αυτοκράτορος Ειρήνης και της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου και δεν την εφάρμοσε ποτέ την απόφαση περί αναστήλωσης των αγίων εικόνων. Ο γαμπρός του, Μιχαήλ ο Α’, στήριξε τους εικονόφιλους. Επί Λέοντος του Ε’ άρχισε πάλι διωγμός και η δεύτερη φάση της εικονομαχίας. Πιεζόμενος από τον χώρο του στρατού διέταξε την καθαίρεση των εικόνων και συγκάλεσε σύνοδο που κατήργησε τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου και αναγνώρισε αντ’ αυτής την σύνοδο της Ιερείας. Ο δολοφόνος και διάδοχός του Μιχαήλ Β’, τήρησε πολιτική δυσαρεστώντας τους πάντες και αφήνοντας το θέμα σε εκκρεμότητα. Ο γιός και διάδοχος του Μιχαήλ, Θεόφιλος, αναδείχθηκε σε υπέρμαχο της εικονομαχίας και οι απαγορεύσεις των εικόνων και οι διωγμοί των μοναχών επαναλήφθηκαν.         Οριστικά και αμετάκλητα η αίρεση αυτή συντρίφτηκε, όπως είπαμε από την θεοσέβαστη, αποφασιστική και αγέρωχη Αυγούστα Θεοδώρα, συζύγου του θανόντοςΘεοφίλου,που ασκούσε εξουσία εν ονόματι του ανήλικου γιού της Αυτοκράτορα Μιχαήλ του Γ’, όταν το 843συγκλήθηκε η τοπική σύνοδος στην Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη η οποία επικύρηξε την Ορθόδοξη διδασκαλία. Πιο χαρακτηριστικά: το κύρος της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας ανορθώθηκε, οι εικόνες αναστηλώθηκαν, τα καταργηθέντα μοναστήρια ανασυστάθηκαν και τα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά κτήματα αποδόθηκαν στις Εκκλησίες και στις μονές. Σήκωσε στους ώμους της η Αυγούστα Θεοδώρα όλο το βάρος των προηγούμενων ετών από τις πράξεις των εικονομάχων αυτοκτατόρων που φέρονταν στην Εκκλησία δύσκολα και ως θεοσέβαστη που ήταν έδωσε την πιο λαμπερή απάντηση σε όλους τους αιρετικούς που μάχονταν την Ορθοδοξία, αποκαθηστώντας πλήρως όλα τα άσχημα γενόμενα δογματικά, εκκλησιαστικά, πολιτικά, οικονομικά, των προηγούμενων ετών από τους εικονομάχους αυτοκράτορες, στηρίζοντας τώρα  από την ισχύουσα θέση της και από τα βάθη της καρδιάς της ,την Εκκλησία του Χριστού που τόσο αγάπησε, με αποτέλεσμα να κηρυχθεί σε αγία της Ορθοδόξου Εκκλησίας ,σε αγία Θεοδώρα.

Κατά την Θεία Λειτουργία της Κυριακής της Ορθοδοξίας αναγιγνώσκεται περικοπή από την προς Εβραίους επιστολή(ια’:24-26 και 32-40),όπου εκτίθενται οι αγώνες των αγίων ανδρών  της Παλαιάς Διαθήκης υπέρ πίστεως, καθώς επίσης και περικοπές από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο(Ιωαν.α’44-52) ,όπου ιστορείται η κλήση του Φιλίππου και Ναθαναήλ όπου ομολόγησαν τον Ιησού Χριστό ως υιόν του Θεού «Ραββί,συ ει ο υιός του Θεού, συ ει ο Βασιλεύς του Ισραήλ».

Όλες αυτές οι μεγάλες και ηρωικές μορφές ,όπως της αγίας Θεοδώρας, υψώνονται μπροστά μας και γίνονται φάροι που φωτίζουν τον δρόμο μας. Το παράδειγμά της μας θυμίζει το μεγάλο χρέος που έχουμε σαν χριστιανοί στον εικοστό πρώτο αιώνα. Ο δρόμος του Χριστιανισμού είναι ανήφορος, είναι σταυροφορία. Ο σταυρός μένει πάντα το διακριτικό γνώρισμα αυτών που υπηρέτησαν τη χριστιανική ιδέα. Αυτήν την ιδέα καλούμαστε να προσκυνήσουμε και να ενθυμηθούμε. Το επί του Σταυρού το μέγα έργο της Σωτηρίας του κόσμου. Αυτός ο αιματωμένος Σταυρός γίνεται πανίσχυρος προβολέας και φωτίζει στον σύγχρονο άνθρωπο και τον πολιτισμό του το δρόμο που οδηγεί σίγουρα σε ένα καλύτερο μέλλον. Είναι ο δρόμος που δίνει προτεραιότητα στην ψυχή. Ο αγώνας του Χριστιανού είναι αγώνας για την αρετή και την αλήθεια, όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας, ομολογητές, μάρτυρες, όσιοι,οι πάντες άγιοι, είχαν σαν πρωταρχικό θεμέλιο της πνευματικής ζωής τους την ταπεινοφροσύνη. Έτσι εμείς έχουμε ως πρότυπο τον Κύριό μας αιώνιο και μοναδικό και προσβλέπουμε, τον τελειωτή των ψυχών μας, έχοντας το νέφος των αγίων και των μαρτύρων της εκκλησίας μας  σαν παραδείγματα ανθρώπινα.