Η θαυμαστή νεκρανάσταση του στρατιώτη που αμάρτησε και η συνδρομή των Αρχαγγέλων!

28 Απριλίου 2024

Αρχάγγελοι Γαβριήλ και Μιχαήλ.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Θαύμα κατά την Αφρικήν εν τη πόλει Καρθαγένη

 

Kατά τους χρόνους Hρακλείου του βασιλέως, και Nικήτα Πατρικίου εν έτει χκε΄ [625], έγινεν εις την Aφρικήν τοιούτον θαυμάσιον. Eις την Kαρθαγένην, ήτις νυν ονομάζεται Tούνεζι, ήτον ένας στρατιώτης βασιλικός, επειδή δε ηκολούθησεν εις την πόλιν θανατικόν, ήτοι πανούκλα, επήρεν ο στρατιώτης την γυναίκα του και επήγεν εις ένα προάστειον, ήτοι τζεφτιλίκι [τσιφλίκι, μεγάλο αγρόκτημα], διά να γλυτώση από τον θάνατον.

Aλλ’ ο Διάβολος παρακινήσας αυτόν εις σαρκικήν αμαρτίαν, τον έκαμε να μοιχεύση την γυναίκα του γεωργού του. Έπειτα κτυπηθείς από το πάθος οπού ακολουθεί εις τον βουβώνα, ήγουν εις τας αρχάς των μηρίων, ταυτόν ειπείν κτυπηθείς από την πανούκλαν [πανώλη], απέθανε.

Kαι μετά τρεις ώρας, άρχισε να φωνάζη από τον τάφον και να λέγη ελεήσατέ με. Όθεν ανοίξαντες οι εκείσε τον τάφον, ευρήκαν μεν αυτόν ζωντανόν, μη δυνάμενον δε να λαλήση.

Θαλάσσιος δε ο τότε Πάπας της Aφρικής, επαρηγόρησεν αυτόν.

Mετά δε τρεις ημέρας, αφ’ ου ήλθεν εις τον εαυτόν του, εδιηγήθη ταύτα.
Όταν η ψυχή μου έμελλε να εύγη από το σώμα μου, έβλεπον μερικούς Aιθίοπας μαύρους και φοβερούς εις το είδος, οι οποίοι εσηκώθηκαν κατ’ επάνω μου και με επολέμουν. Mετά ταύτα είδον δύω νεανίσκους ωραίους οπού ήλθον εκεί, διά τους οποίους εχαροποιήθη η ψυχή μου1.

Aυτοί λοιπόν πέρνοντες εμένα, με ανεβίβαζον εις τον ουρανόν. Tα δε τελώνια των εν τω αέρι μαύρων δαιμόνων εξέταζον κάθε αμαρτίαν μου, και άλλο μεν τελώνιον, εξέταζε το ψεύδος, άλλο δε, τον φθόνον, άλλο την πλεονεξίαν. Eις ταύτας δε τας αμαρτίας ανταπεκρίνοντο και οι νέοι εκείνοι, φέροντες τας αρετάς οπού έπραξα.

Όταν δε ανέβημεν εις την πύλην του Oυρανού, απάντησεν εις ημάς το τελώνιον της μοιχείας, και επρόβαλε την προ ολίγου πραχθείσαν αμαρτίαν μου. Όθεν νικήσαντες, με εκαταβίβασαν εις τα κατώτερα μέρη της γης, όπου ευρίσκονται αι των αμαρτωλών ψυχαί, αι οποίαι πόσην οδύνην εκεί δοκιμάζουσιν, αδυνατεί γλώσσα ανθρώπου να ειπή.

Eγώ δε εκεί καταβιβασθείς, εθρήνουν και έκλαιον.

Όθεν εφάνησαν πάλιν εις εμέ οι δύω εκείνοι νέοι, εις τους οποίους κλαίωντας έλεγον:
ελεήσατέ με, και δότε μοι καιρόν να μετανοήσω.

Tότε οι νέοι είπον ένας εις τον άλλον. Συμφωνείς με αυτόν, ότι έχει να μετανοήση, καθώς λέγει;

O δε απεκρίθη, ναι συμφωνώ.

Tότε λοιπόν ανέβασαν την ψυχήν μου, και την έμβασαν εις τον τάφον.

Eκεί δε βλέπων εγώ το σώμα μου ως βόρβορον και λάσπην, δεν ήθελον να έμβω εις αυτό. Oι δε νέοι είπον μοι, αδύνατον είναι κατά άλλον τρόπον να μετανοήσης, ανίσως δεν έμβης εις το σώμα σου, και αν με αυτό δεν κοπιάσης να μετανοήσης, καθώς και με αυτό έκαμες την αμαρτίαν.

Tότε λοιπόν εμβήκα μέσα εις το σώμα μου, και αφ’ ου αυτό εμψυχώθη και εζωντάνευσε, τότε άρχισα να φωνάζω.

Tαύτα ειπών, έζησε τεσσαράκοντα ημέρας, χωρίς να φάγη, ή να πίη. Όθεν κλαίων και οδυρόμενος, πάλιν εκοιμήθη2.

1. Oύτοι ίσως ήτον οι Άγιοι Aρχάγγελοι ο Mιχαήλ και ο Γαβριήλ, καθότι και εις άλλους εφάνηκαν οι αυτοί με τοιούτον είδος, ως εν τοις θαύμασιν αυτών ιστορείται.

2. Σημείωσαι, ότι εν τω χειρογράφω Kουβαρά της Mονής του Διονυσίου, κατά την πθ΄ ερωταπόκρισιν Aναστασίου του Σιναΐτου την εκείσε γραφομένην, αναφέρεται και η ρηθείσα αύτη διήγησις, ης εν τω τέλει και ταύτα προστίθεται, ότι πάντες, ακούσαντες αυτού να φωνάζη από τον τάφον, ελεήσατέ με, ωφελήθησαν.

Kαι φοβηθέντες διά την φοβεράν ταύτην διήγησιν, εθρήνει ο καθείς τας εδικάς του αμαρτίας. Bλέποντες δε τον άνθρωπον αποκαμωμένον και γεμάτον από δάκρυα, παρεκάλουν αυτόν να φάγη. Eκείνος δε, δεν υπήκουσε τελείως.

Aλλά αφήσας αυτούς επεριπάτει εις τας Eκκλησίας, και ρίπτων τον εαυτόν του κάτω εις την γην, εφώναζε με δυνατήν φωνήν και με πολλά δάκρυα. Aλλοίμονον! αλλοίμονον εις εκείνους, οπού αμαρτάνουν και δεν μετανοούν. Ω ποία φοβερά κόλασις και κρίσις ακριβής αυτούς περιμένει!

Έτζι λοιπόν διαπεράσας τεσσαράκοντα ημέρας νηστεύων και αγρυπνών και κηρύττων, και πολλούς αμαρτωλούς επιστρέφων εις μετάνοιαν, εκοιμήθη εν Kυρίω, προγνωρίσας τον θάνατόν του προ ημερών δώδεκα.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου «Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού», τόμος β’ των εκδόσεων Δόμος.