Ιερομάρτυρας Βασιλέας Επίσκοπος Αμασείας, Το μαρτύριο και η εύρεση του τιμίου λειψάνου του

30 Απριλίου 2024

Άθλησις του Αγίου Ιερομάρτυρος Βασιλέως.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Μετ’ ολίγας δε ημέρας, ολίγον πριν η [να] παρουσιασθή ο Μάρτυς ενώπιον του Λικινίου, εν βαθεία νυκτί, ηξιώθη ο μακάριος [ο άγιος Ιερομάρτυρας Βασιλέας Επίσκοπος Αμασείας] και θείας οπτασίας και φωνήν ήκουσεν άνωθεν ούτω λέγουσαν·
«Ευθύς ως ανατείλη ο ήλιος θέλεις οδηγηθή προς τον Λικίνιον [τον Ρωμαίο βασιλέα] και τότε αφού αριστεύσης κατά της δεισιδαίμονος πλάνης, θέλεις τελειωθή διά ξίφους και θέλεις καταβυθισθή εις τον βυθόν της θαλάσσης, αποδιδόμενος ούτω προς τον ποθούμενον, άφθαρτος και αλώβητος. Τότε τον θρόνον της Επισκοπής μέλλει να διαδεχθή ο Καλλιστράτου Ευτύχιος.

Αφού λοιπόν ο του Χριστού θείος Ιερομάρτυς ηξιώθη της θείας ταύτης θεοφανείας, προσεκάλεσε τους Διακόνους και τον φιλόξενον Ελπιδοφόρον, οίτινες και προσήλθον ευθύς προς αυτόν.

Ως δε εισήλθον εις την φυλακήν, ήρχισεν ο θείος ανήρ να ψάλλη τους μεσονυκτικούς ύμνους. Ενώ δε η υμνωδία επροχώρει, ως εν εκστάσει, σύννους και πλήρης δακρύων, αναπετάσας προς τον ουρανόν τας χείρας, προσηυχήθη τρις μετά κατανύξεως ούτω λέγων·
«Κατασκηνώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης και γαρ εκεί η χείρ σου οδηγήσει με και καθέξει με η δεξιά σου, Κύριε» (Ψαλμ. ρλη’ 9-10). Ταύτα δε εκείνου προσευχομένου εξεπλήσσοντο οι Διάκονοι και ο Ελπιδοφόρος και προέβλεπον ήδη την διά της αθλήσεως τελείωσιν του διδασκάλου.

Ούτος δε ο θείος ανήρ, ευθύς ως ετελείωσε την προσευχήν του, συνεβούλευε νουθετών τούτους και λέγων·
«Μην εκπλαγήτε, ω τέκνα, με εκείνα διά των οποίων ο Κύριος οικονομεί τα καθ’ ημάς, παρά τα απερίγραπτα κρίματά μας. Ουδέ δειλιάσετε δι’ εκείνο το οποίον θέλει συμβή εις εμέ. Διότι ο Δεσπότης με προσκαλεί πλησίον του δι’ αθλήσεως, μετά δε το τέλος μου η θάλασσα θέλει υποδεχθή το σκήνος μου. Σεις δε, αφού λάβητε την Πίστιν ως συνοδοιπόρον και τας ευχάς μου, ευθύς ως επανακάμψετε εις την πατρίδα, στηρίξατε τους αδελφούς, ίνα μη επιπνέων ο άνεμος της ασεβείας κλονήση τινάς και απομακρύνη από της οδού της Πίστεως και του εναρέτου βίου. Θέλει δε αποδοθή προς σας και το αθλοφόρον σκήνος μου, σώον και ολόκληρον, την δε Επισκοπήν θέλει διαδεχθή ο του Καλλιστράτου Ευτύχιος. Διότι ταύτα παρουσιασθείς μοι απεκάλυψεν ο Κύριος».

Ενώ δε ούτοι κατελυπούντο θρηνούντες, παρήρχετο η ώρα. Ως δε εξημέρωσεν, ηρπάγη ο Άγιος υπό τω δημίων και ωδηγήθη προ του βήματος του Λικινίου.

[Ακολούθησε η απολογία του Ιερομάρτυρα Βασιλέα κατά την οποία διέσυρε τους Ολυμπίους θεούς (βλέπε εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=397640). Τον λόγο του αγίου Βασιλέα άκουσε ο έπαρχος της περιοχής και ο οποίος έσπευσε να ενημερώσει τον Λικίνιο]:

Καταταραχθείς λοιπόν εκ των λόγων τούτων του Αγίου ο έπαρχος και ουδέ το στόμα δυνηθείς να ανοίξη, μετέβη προς τον Λικίνιον και ανέφερε ταύτα συμπληρώσας ότι «Τείχος αδαμάντινον προσεβάλομεν, είναι δε ευκολώτερον να πείση εκείνος ημάς ή αυτός να πεισθή παρ’ ημών».

Καταπλαγείς τότε ο Λικίνιος και φοβούμενος την του Μάρτυρος παρρησίαν, μήπως ταύτα λέγων δημοσία διαπομπεύση την των βεβήλων θεών ασεβή θρησκείαν και τοιουτοτρόπως πολλούς εκ της των ειδωλολατρών θρησκείας αποσπάση, εσκέφθη να αποφασίση ευθύς κατά του Αγίου τον θάνατον.

Όμως είπεν εις τον έπαρχον· «Πάλιν διά της πείρας σου πρόσφερον κολακείας και δείξον τρυφερότητα και πάλιν περισσότερον επίμεινε, μήπως παραδιδόμενος εις περισσοτέρας δωρεάς αναγκασθή να υποκύψη εις το παρ’ ημών επιδιωκόμενον. Εάν δε παραμείνη απειθών όλως διόλου, απόκοψον διά ξίφους την επίμονον αυτού κεφαλήν και ρίψον αυτήν ατιμωτικώς εις την θάλασσαν μακράν του αμοίρου σώματος, ώστε ούτε νομίμως να ταφή, ούτε οι Χριστιανοί χαίροντες να λάβωσι τούτο και να το τιμήσωσι μετά μεγάλου σεβασμού».

Ταύτα ο έπαρχος διεβίβασεν εις τον Άγιον. Αλλ’ αν και μετεχειρίσθη τρόπον θωπευτικόν, ο του Χριστού Αθλητής έμενεν άκαμπτος· μάλλον δε και θερμότερος εδεικνύετο, εις το να ποθή διακαώς το Μαρτύριον. Διά τούτο μη υπομένων πλέον ο έπαρχος και αφού εμαστίγωσε πρότερον τον Άγιον, απήγγειλε την του θανάτου απόφασιν.

Ο δε Άγιος Μάρτυς Βασιλεύς πλήρης ευφροσύνης προσήρχετο προς το Μαρτύριον, απελευθερούμενος του παρόντος βίου ως από δεσμωτηρίου και εις κατάλληλον στιγμήν ανέπεμψε προς Κύριον ευσπρόσδεκτον ψαλμωδίαν και ευχαρίστως ύμνει τον Θεόν, τον ούτω, κατά το συμφέρον εις αυτόν, πάντα οικονομήσαντα.

Κατόπιν, σταθείς εις θέσιν προσευχής, ως φιλόστοργος πατήρ και υπέρ πάντα άλλον φιλότεκνος ηυχήθη το ποίμνιον διά των εξής λόγων·
«Κύριε ο Θεός μου, ο διά του λόγου τα σύμπαντα δημιουργήσας, τα τε ορατά και τα αόρατα και διά του ρήματος της δυνάμεώς Σου σοφώς συγκρατών και σωτηρίως διακυβερνών, επάκουσόν μου της δεήσεως και διαφύλαξον από παντός κινδύνου το πιστόν σου ποιμνιον τούτο, του οποίου κατέστησάς με Ποιμένα καθώς και πάσαν την περιοχήν ταύτην και ρύσαι αυτούς από πάσης ματαιότητος των ειδώλων, αιρετικής φλυαρίας και δαιμονικών τεχνασμάτων. Λύτρωσαι αυτούς από πάσης κακώσεως, πάσης θεηλάτου οργής και πάσης μάστιγος και κατάστησον αυτόν λαόν ευαρεστούντα Σοι, ίνα εν αυτοίς δοξάζηται το πανάγιόν Σου όνομα, ότι Σοι η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν».

Ταύτα δε ειπών και ασπασάμενος δι’ αγίου φιλήματος τους Κληρικούς και τον Ελπιδοφόρον είπεν εν χαρά εις τον δήμιον·
«Πράξον, ω φίλε, το προσταχθέν σοι».

Ούτω χαίρων αποτμηθείς, εξεδήμησε προς Κύριον ο μακάριος Βασιλεύς.

Αλλά και μετά το τέλος του μακαρίου ανδρός ο διώκτης τύραννος δεν ηρέμησεν, αλλ’ ώρισεν, ίνα το καλλίνικον σώμα ατίμως απορριφθή εις την θάλασσαν μόνον και μακράν από της πόλεως, ίνα μη εύρωσιν αυτό οι Χριστιανοί και δεόντως το τιμήσωσι. Τούτο όμως ούτως ωκονόμησεν ο Κύριος, ίνα και η θάλασσα και η των υδάτων φύσις αγιασθή διά τούτου, καθό προμιανθείσα δι’ αμαρτωλών αιμάτων.

Διά ταύτα λοιπόν εθλίβοντο βαθύτατα οι Κληρικοί, μάλιστα δε διότι ουδέ να τον θάψουν κατηξιώθησαν, ουδέ την θεολόγον να παραλάβωσι Κάραν, ίνα έχωσι ταύτην ως Λείψανον σωτήριον και πάντων των δυσχερών συμβάντων ιερόν προφυλακτήριον, αλλά και η πατρίς μεγίστην προστασίαν και σκέπην.

Όμως ο Κύριος δεν αφήκε τούτους απαραμυθήτους. Διότι αμέσως κατά την επομένην νύκτα, θείος Άγγελος εφάνη τρις προς τον Ελπιδοφόρον και ανήγγειλε προς τούτον ότι ο Επίσκοπος και Μάρτυς Βασιλεύς παρευρίσκεται εις Σινώπην και εκεί σας αναμένει.

Θαυμάζων τότε ο Ελπιδοφόρος έσπευσε, και ανεκοίνωσε προς πάντας την οπτασίαν ταύτην, άπαντες δε αφού ήκουσαν ταύτα ανέπνευσαν και της πολλής αθυμίας απηλλάγησαν. Επειδή δε και ο Διάκονος Παρθένιος παρόμοια είδε καθ’ ύπνον, αδιστάκτως ενεπιστεύθησαν εις την θείαν ταύτην οπτασίαν και επιβάντες πλοίου εξ Αμισού1 ήλθον εις Σινώπην και παρεκάλουν έτι θερμότερον τον Θεόν να υποδείξη εις τούτους το υπό της ψυχής των ποθούμενον, καθοδηγών αυτούς εις τον τόπον εις τον οποίον ευρίσκετο ο προσφιλής των. Διό και της προσευχής των δεν απέτυχον.

Διότι και ο άλλοτε επιφανής εις τον Ελπιδοφόρον θείος Άγγελος, εφάνη και πάλιν και υπέδειξε τον τόπον προς το ακρωτήριον της Σινώπης. Εις το ακρωτήριον αυτό, κάτω από την επιφάνειαν της θαλάσσης ευρίσκετο, ως πολύτιμος μαργαρίτης, ο ένδοξος Μάρτυς του Χριστού Βασιλεύς.

Απλώσαντες δε εκείνοι τα της πίστεως δίκτυα, ανείλκυσαν εκ του βυθού το ιερόν Λείψανον2 άρτιον, ολόκληρον, άφθαρτον, ω του θαύματος! Εφαίνετο δε τούτο ως να εκοιμάτο, πεπληρωμένον υπάρχον θείας Χάριτος, η δε ιερά αυτού κεφαλή ήτο προσηρμοσμένη εις το καλλίνικον σώμα και μόνον ως ερυθρά ταινία εφαίνετο η τομή.

Τα πάντα τότε επληρώθησαν ευωδίας αρρήτου κατά πολύ ευωδεστέρας πολυτίμων μύρων και αρωμάτων και παντός άλλου αρώματος εξ όσων η Ινδική χώρα και η πλουσία Ανατολή παράγει.

Ταύτα δε, αν και το μαρτυρικόν και αθλοφόρον σώμα παρέμεινεν επί τόσας ημέρας εντός της θαλασσίας φθοράς και εν τω μέσω των κητών της θαλάσσης. Αλλ’ υποχωρούν τα στοιχεία και η θάλασσα και τα θηρία προ των θεραπόντων του Θεού και τα υπέρ την φύσιν υπηρετούσιν.

Παραλαβόντες λοιπόν το πάντιμον σκήνος οι ιεροί μαθηταί και ο φιλομάρτυς Ελπιδοφόρος, μετά χαράς πολλής και αγαλλιάσεως και εντίμως κηδεύσαντες, απέθεσαν τούτο εντός ξυλίνης λάρνακος, μετεκόμισαν δε τούτο εις την πατρίδα των, την ποίμνην του Αγίου, κατέθεντο δε τούτο εν τάφω εις τον πρώην παρ’ αυτού ανεγερθέντα Ναόν, διασφαλίσαντες αυτό ως θησαυρόν αναφαίρετον, πολυτίμων λίθων διαφανέστερον και χρυσού καθαρού τιμαλφέστερον.

1. Αμινσόςή μάλλον Αμισός, αρχαία παράλιος πόλις του Πόντου. Κατά τον 6ο προ Χριστού αιώνα αποικίσθη υπό Μιλησίων και κατόπι υπό Αθηναίων υφ’ ων και μετωνομάσθη Πειραιεύς, διετήρησε δε το όνομα τούτο μέχρι του έτους 404 προ Χριστού. Υπό των Τούρκων καλείται Σαμψούν. Βλέπε περί ταύτης και σχετικήν ιστορίαν εν τόμω ΙΑ’ του ημετέρου «Μεγάλου Συναξαριστού της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εις τον βίον του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, τη λ’ (30η) του μηνός Νοεμβρίου.

2. Η μνήμη του Ιερομάρτυρα Βασιλέα τιμάται στις 26 Απριλίου και η μνήμη της εύρεσης του τιμιίου λειψάνου του στις 30 Απριλίου.

 

Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Απρίλιος, τόμος δ’.