Άγιος Θεόδωρος ο Συκεώτης, Ο επίσκοπος έφυγε πηδώντας από χαρά, και δοξάζοντας το Θεό!

18 Μαΐου 2024

Άγιος Θεόδωρος ο Συκεώτης.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Εκείνες τις μέρες ήρθε με φορείο ο Στέφανος, ο επίσκοπος Καδοσσίας, που ανήκε στη δικαιοδοσία της μητροπόλεως της Νικομήδειας.

Πονούσαν τα χέρια του και όλα τα μέλη του ήταν παράλυτα σε σημείο που δεν μπορούσε με τα ίδιά του τα χέρια να βάλει τροφή στο στόμα του, αλλά τον φρόντιζαν σ’ όλες του τις ανάγκες οι δικοί του άνθρωποι.

Έτσι καθώς τον κρατούσαν μπήκε στο ναό του Αρχαγγέλου και έπεσε στα πόδια του μακαρίου Θεοδώρου φωνάζοντας δυνατά και λέγοντας «Ελέησέ με, δούλε του Θεού του υψίστου και μαζί με όλους κάνε και μένα κοινωνό των θαυμάτων σου, γιατί ξέρω πως ο Θεός θα σου δώσει όσα θα του ζητούσες».

Όταν έμαθε ο δούλος του Θεού πως αυτός ήταν επίσκοπος λυπήθηκε γιατί έπεσε και τον προσκύνησε, και γιαυτό αξίωσε να σηκωθεί.

Πήρε στάση προσευχής και παρακάλεσε το Θεό να απομακρύνει τις αρρώστιες του. Μετά την προσευχή είπε να βάλουν τον επίσκοπο στο δεξιό μέρος του ναού του αγίου μάρτυρος Γεωργίου, δηλαδή στο παρεκκλήσιο του αγίου μάρτυρος Πλάτωνος, όπου βρίσκεται και το κλουβί του και του είπε· «Να χαίρεσαι, κύριέ μου, γιατί έχω εμπιστοσύνη στην αγαθότητα του Θεού πως σ’ αυτές τις ημέρες θα λυτρωθείς από την αρρώστια σου».

Μετά ευλόγησε λάδι και του το έδωσε για να αλειφθεί με αυτό· έτσι σε δύο εβδομάδες έγινε και πάλι καλά ο επίσκοπος. Πήρε λοιπόν την ευχή του μακαρίου και έφυγε από το μοναστήρι περπατώντας και πηδώντας από χαρά, και δοξάζοντας το Θεό.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο ο «Άγιος Θεόδωρος ο Συκεώτης» των εκδόσεων το Περιβόλι της Παναγίας. Πρόλογος Αρχ. Αιμιλιανός, Ηγούμενος Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους. Μετάφραση Λεωνίδας Χαριτίδης (φιλόλογος).