Οι άγιοι Ισαπόστολοι Κωνσταντίνος και Ελένη και το πολυδιάστατο έργο τους στην διάδοση του Χριστιανισμού!

23 Μαΐου 2024

«Κωνσταντίνος σήμερον, σύν τή μητρί τή Ελένη, τον Σταυρόν εμφαίνουσι, το πανσεβάσμιον Ξύλον , πάντων μέν τών Ιουδαίων αισχύνην όντα, όπλον δε πιστών ανάκτων κατ’ εναντίων, δι’ ημάς γάρ ανεδείχθη , σημείον μέγα, και έν πολέμοις φρικτόν» , ψάλλουμε στο κοντάκιο των αγίων την ημέρα της εορτής τους.

Η ημέρα μνήμης των δύο αγίων ,του αγίου Κωνσταντίνου και της αγίας Ελένης ,του γιού και της μητέρας ,η 21η Μαΐου, είναι τριπλή εορτή. Είναι βασιλική, επειδή ο μέγας Κωνσταντίνος υπήρξε όχι μόνο βασιλιάς των Ρωμαίων, αλλά και ο πρώτος Χριστιανός αυτοκράτορας, με τρόπο μάλιστα που έχει τα στοιχεία της « ελέω θεού» βασιλείας , οικογενειακή, διότι την ίδια ημέρα τιμώνται η μητέρα Ελένη και ο γιός της Κωνσταντίνος, υμνείται η μητέρα που συνετέλεσε αποφασιστικά στο να γίνει ο γιός της από ειδωλολάτρης, σε χριστιανό και στη συνέχεια με την όλη δράση του να ευεργετήσει τον μέχρι τότε διωκόμενο χριστιανισμό, και αποστολική εορτή γιατί οι άγιοι δικαίως ονομάστηκαν από την Εκκλησία ισαπόστολοι, επειδή ο μέν Κωνσταντίνος με το Διάταγμα των Μεδιολάνωντο 313 μ.Χ. σταμάτησε τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών και χάρισε στην απέραντη αυτοκρατορία το δικαίωμα της ανεξιθρησκείας. Η δε μητέρα του Ελένη με την όλη ζωή και δράση της ,με την εύρεση του Τίμιου και Ζωοποιού Σταυρού του Χριστού ,με την ανέγερση στη συνέχεια χριστιανικών ιερών ναών, συνετέλεσε μαζί με τον γιό της στην διάδοση της νέας Πίστεως μεταξύ των ειδωλολατρών ως άλλος Απόστολος. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας τιμά και γεραίρει τον άγιο Κωνσταντίνο ως « τον έν βασιλεύσιν απόστολο» του Κυρίου, απονέμει δε παρόμοια εύσημα και στην αγία μητέρα του. Ο άγιος Κωνσταντίνος γεννήθηκε το έτος 280 στην Ναϊσσό της Μοισίας, γονείς του ήταν ο Καίσαρας Κωνστάντιος ο Α’ ο χλωρός και μητέρα του η Ελένη, μετέπειτα αγία Ελένη. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν ευγενική. Ήταν ανηψιός του αυτοκράτορα Κλαυδίου του β’. Η μητέρα του είχε ταπεινή καταγωγή ,η οποία γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας ( Μικρά Ασία)το έτος 248 μ.Χ.και διακρίνονταν για την ιδιαίτερη ευλάβεια και αγάπη της προς τον Χριστό. Όταν οι δύο Αύγουστοι Διοκλητιανός και Μαξιμιανός , παραιτούνται από τα αξιώματά τους, την 1 η Μαΐου του έτους 305 μ.Χ., στο αξίωμα του Αυγούστου προάγονται ο Κωνστάντιος Α’ ο χλωρός για την Δύση και ο Γαλέριος για την Ανατολή. Το έτος 306 μ.Χ. πεθαίνει ο Κωνστάντιος και ο στρατός της Δύσης αναγνωρίζει ως αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο, τον γιό του Κωνστάντιου.Τρείς μήνες αργότερα ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και ο Μαξέντιος, γιός του Μαξιμιανού.

Μαξέντιος, Μαξιμιανός και Κωνσταντίνος συμμάχησαν κατά του Γαλερίου , αλλά πατέρας και γιός σύντομα διαφώνησαν μεταξύ τους , και ο Μαξιμιανός βρήκε καταφύγιο στον γαμπρό του Κωνσταντίνου στην Γαλατία. Και εκεί όμως δεν άργησε να επιδοθεί σε μηχανορραφίες , να συλληφθεί γι’ αυτό ,να φυλακισθεί και να θανατωθεί το έτος 310. Το έτος 311 πέθανε ο Γαλέριος , και ο Αύγουστος Λικίνιος και ο Καίσαρας Μαξιμίνος στην Ανατολή ,διαφώνησαν . Ο Μαξιμίνος συμμάχησε με τον Μαξέντιο και ο Λικίνιος παντρεύτηκε την θετή κόρη του Κωνσταντίνου και προσέγγισε έτσιτον Κωνσταντίνο. Έτσι η σύγκρουση δεν άργησε να αρχίσει. Την άνοιξη του έτους 312 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος νίκησε στη μάχη της γέφυρας της Μουλβίας , κατά την οποία ο ειδωλολάτρης Μαξέντιος πέθανε, ενώ ο Κωνσταντίνος ανακηρύχθηκε από τη Σύγκλητο της Ρώμης « πρώτος Αύγουστος ». Στην μάχη αυτή όπου ήρθε αντιμέτωπος ο Κωνσταντίνος με τον Μαξέντιο ο οποίος ήθελε να εξουδετερώσει τις δυνάμεις και την επιρροή του Κωνσταντίνου, λέγεται πως ο Κωνσταντίνος παρατηρούσε περίλυπος τα εχθρικά στρατεύματα και συλλογιζόταν πως θα νικούσε. Και επειδή η μητέρα του και ο πατέρας του λάτρευαν τον Θεό των Χριστιανών , τότε αποφασίζει να προσφύγει στον Θεό. Την στιγμή που τα σκέφτονταν όλα αυτά και τα χείλη επικαλούνταν προσευχητικά τον Θεό των γονιών του ως συνεργό και βοηθό του, τότε ξαφνικά φάνηκε ένα παράδοξο θεϊκό σημάδι, είδε στον ουρανό φωτεινό το σημείο του Τιμίου Σταυρού και γύρω του την επιγραφή « Έν Τούτω Νίκα ».

Όλο το στράτευμά του υπήρξε μάρτυρας του θαύματος αυτού. Θαυμασμός κατέλαβε τον ίδιο μπροστά στο θαύμα αυτό, όσο επίσης και όλους τους στρατιώτες του. Απορούσε για το ποια σημασία έχει το φαινόμενο αυτό και σκεπτόμενος διαρκώς όταν νύχτωσε κοιμήθηκε. Σύμφωνα με την παράδοση, πήγε στον ύπνο του ο ίδιος ο Χριστός για να του εξηγήσει το νόημα του οράματος. Ο Χριστός του υπέδειξε να κατασκευάσει ομοίωμα εκείνου του Σταυρού και να το χρησιμοποιήσει ως αήττητο τρόπαιο και όπλο προστασίας εναντίον της δύναμης του εχθρού. Έτσι το πρωί ο Κωνσταντίνος διέταξε τεχνίτες να κατασκευάσουν λάβαρο του Σταυρού, το οποίο επιχρυσώθηκε και στολίστηκε στο άνω μέρος με στεφάνι από πολύτιμους λίθους.Κατασκεύασε την λαμπρή σημαία του Σταυρού που ονομάστηκε λάβαρο ,δηλαδή βασιλικό σήμα, πάνω στο οποίο μαζί με τον Σταυρό έβαλε και το μονόγραμμα του ονόματος του Χριστού «Χ». Αυτό το θείο λάβαρο πρόσταξε σε 50 εκλεκτούς στρατιώτες να το μεταφέρουν εναλλάξ μπροστά από όλο το στράτευμα. Στην τελική μάχη ο Σταυρός, που προπορευόταν του στρατεύματος, νίκησε , και εκείνος τότε δόξασε τον Θεό και τη δύναμή Του για το μέγα θαύμα. Ο Κωνσταντίνος απέδωσε την νίκη στον Θεό. Πρόσταξε κατόπιν να στήσουν αναμνηστικές στήλες με τον Τίμιο Σταυρό στα κυριότερα μέρη. Στη συνέχεια έδωσε εντολή να ερευνήσουν για την ανεύρεση ιερών λειψάνων αγίων μαρτύρων που είχαν θυσιαστεί για την αγάπη του Χριστού, ώστε να τα ενταφιάσουν με τιμή. Ανακάλεσε από την εξορία εξόριστους και απελευθέρωσε κρατούμενους χριστιανούς . Ιδιαίτερα μερίμνησε για τον ιερό κλήρο όπου απέδωσε τιμές. Επίσης ανήγειρε πολλούς χριστιανικούς ιερούς ναούς . Στη συνέχεια έδειξε μεγάλη ελεημοσύνη στους φτωχούς. Χαρακτηριστικό αποτέλεσε το γεγονός πως, ζήτησε χριστιανούς ιερείς, οι οποίοι τον κατήχησαν και τον δίδαξαν ποιός ήταν ο Θεός που του εμφανίστηκε , καθώς και τα κύρια δόγματα της χριστιανικής πίστης. Μετά την νίκη του αυτή επί του Μαξεντίου , έστησε τον ανδριάντα του στην Ρώμη, κρατώντας στο δεξί χέρι το σημείο του Σταυρού. Οι συνθήκες έδειχναν πλέον να ωριμάζουν και να κατευθύνονται προς τον δρόμο της θέσπισης της ανεξιθρησκείας και την οριστική παύση των διωγμών κατά των χριστιανών .

Καθοριστικής σημασίας για να δοθεί αποφασιστικά τέλος στον διωγμό κατά των Χριστιανών που είχαν κάνει προηγούμενοι χρονολογικά αυτοκράτορεςαπό τον Κωνσταντίνο και κατόπιν στην εδραίωση και διάδοση του Χριστιανισμού σε όλη την οικουμένη συνέβαλε το Διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ που πραγματοποιήθηκε από τον αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Μεγάλο Κωνσταντίνο.Το Διάταγμα του Μεδιολάνου υπογράφτηκε με την ευκαιρία του γάμου του Λικίνιου ,του βασιλιά του ανατολικού τμήματος της ρωμαϊκήςαυτοκρατορίας, με την αδερφή του Κωνσταντίνου, Κωνσταντία. Σύμφωνα με αυτό το Διάταγμα , προβλεπόταν να σταματήσουν αμέσως όλοι οι διωγμοί ,να αποφυλακιστούν οι φυλακισμένοι Χριστιανοί και να έχει την ελευθερία να πιστεύει ο κάθε άνθρωπος όπου θέλει. Γι ‘ αυτό και λέγεται Διάταγμα της Ανεξιθρησκείας.Διακηρύχθηκε η ανεξιθρησκεία και η ελευθερία της συνειδήσεως . Το Διάταγμα αυτό υπήρξε η αφετηρία για την άνθηση , εδραίωση και διάδοση του Χριστιανισμού ελεύθερα σε όλο τον κόσμο. Παράλληλα, η χριστιανική Εκκλησία μπορούσε πλέον να κινείται ελεύθερα αφού καταργήθηκαν νόμοι κατά των χριστιανών, οι τόποι λατρείας των χριστιανών που είχαν περιέλθει στο κράτος ,όσο ο χριστιανισμός τελούσε υπό διωγμό, επεστράφησαν στους πιστούς χωρίς υποχρέωση εξαγοράς, ενώ όσοι είχαν περιέλθει σε ιδιώτες, αυτοί θα δικαιούνταν κρατική αποζημίωση.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος ευεργέτησε την Εκκλησία του Χριστού και με πολλά μεταγενέστερα διατάγματα, από το διάταγμα των Μεδιολάνων, και άλλες ρυθμίσεις επηρεασμένες από το χριστιανικό πνεύμα και δίδαγμα και τη διδασκαλία του ευαγγελίου. Αυτά είναι τα ακόλουθα, την ημέρα της Κυριακής την αναγνώρισε ως ημέρα αργίας, όπως επίσης και άλλων μεγάλων εορτών της χριστιανοσύνης ,όπως για παράδειγμα η εβδομάδα του Πάσχα. Θέσπισε με νόμο του κράτους να είναι οι εκκλησίες νομικά σε θέση να δέχονται περιουσιακά στοιχεία από διαθήκες .Τη διαιτησία των επισκόπων την κατέστησε υποχρεωτική, ακόμα και εάν το ζητούσε ο ένας από τους δύο διαδίκους, η δε απόφαση δεν μπορούσε να εκκληθεί στην πολιτική δικαιοσύνη.Στους ιερούς ναούς της Ρώμης και άλλων περιοχών έδωσε προνόμια και δώρα ,ενώ ταυτόχρονα κανόνισε να έχουνε χορηγίες από για τη φροντίδα των φτωχών από το κρατικό ή αυτοκρατορικό ταμείο. Την βλασφημία του Χριστού ρητά την απαγόρευσε και στους παραβάτες επέβαλλε αυστηρές κυρώσεις και ποινές. Την ποινή την σταύρωσης την κατήργησε. Ακόμα κατήργησε τους αγώνες των μονομαχιών ,τις ποινές κατά της αγαμίας ή της χηρείας και τον στιγματισμό των καταδίκων με σημάδια στο πρόσωπο. Στην Εκκλησία αναγνώρισε νομική προσωπικότητα και καθιέρωσε επίσημες σχέσεις της Εκκλησίας με το κράτος. Στα νομίσματα χάραξε τον Σταυρό με ίσες πλευρές. Σε πολλές πόλεις της τεράστιας αυτοκρατορίας του έχτισε πολλούς και μεγαλοπρεπείς ιερούς ναούς , οικοδομώντας έτσι λαμπρά οικοδομήματα για να λατρεύεταιαπό τους πιστούς Χριστιανούς , ο Μοναδικός Αληθινός Θεός ,ο Τριαδικός Θεός, ο Πατήρ , ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα.Στη συνέχεια , ο πρώτος πόλεμος μεταξύ του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και του Λικινίου ξέσπασε μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου στην Γαλατία. Στην μάχη κοντά στο Σίρμιο , ηττήθηκε ο Λικίνιος και ο Κωνσταντίνος υπήγαγε στην εξουσία του την μεγάλη περιοχή του Ιλλυρικού και έγινε κύριος της μισής αυτοκρατορίας. Το έτος 321 μ.Χ. όταν ο Λικίνιος κήρυξε νέο διωγμό κατά των Χριστιανών , ο Κωνσταντίνος εκστράτευσε εναντίον του, τον οποίο νίκησε στην Ανδριανούπολη το έτος 323 μ. Χ.

Αργότερα στην Χρυσόπολη της Μικράς Ασίαςεπίσης,και έπειτα το έτος 324 μ.Χ. τον απέκλεισε στην Νικομήδεια όπου θανατώθηκε. Το έτος 318 μ.Χ. ο Άρειος , ο οποίος ήταν και πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας ήταν συστηματικός πολέμιος της θεότητας του Χριστού. Εξέφρασε την γνώμη του ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν κτίσμα ( δημιούργημα ) του Θεού και επομένως υπήρξε χρόνος κατά τον οποίο ο Υιός ούκ ήν ( δεν υπήρχε) , ενώ δεν ήταν και ομοούσιος προς τον Θεό – Πατέρα. Αν και ο Άρειος καθαιρέθηκε από τον Αλεξανδρείας Αλέξανδρο και καταδικάστηκε για την διδασκαλία του αυτή από την τοπική Σύνοδο, είχε καταφέρει να προσελκύσει σημαντικά πρόσωπα ως οπαδούς του, με αποτέλεσμα η αρειανική διδασκαλία να ταράξει τους κόλπους της Εκκλησίας επί πολλά έτη. Το έτος 325 μ.Χ. στην Νίκαια της Βιθυνίας ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας συγκάλεσε Μεγάλη Σύνοδο. Στην Σύνοδο αυτή πήραν μέρος 318 Πατέρες της Εκκλησίας. Κατά τις εργασίες της Συνόδου, πολλές από τις οποίες παρακολούθησε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο Κωνσταντίνος ,διέπρεψαν για τις τοποθετήσεις τους ,ο Αντιοχείας Ευστάθιος, ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος , ο Κορδούης Όσιος, ο Τριμυθούντος Σπυρίδων ,και ο τότε διάκονος Αθανάσιος , ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο Μέγας. Υπήρξαν πολύ σημαντικές και ουσιαστικής σημασίας ,για την Εκκλησία και την αυτοκρατορία, οι αποφάσεις της Α’ αυτής Οικουμενικής Συνόδου ,της διοργανωσθείσθας υπό του Αυτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου. Σε αυτήν την Α’ Οικουμενική Σύνοδο καθορίσθηκε να εορτάζεται την Α’ Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας , το Πάσχα .Ο Άρειος αναθεματίστηκε και όσοι επίσης υποστηρίζουν τις απόψεις του. Τέθηκε τέρμα στο νοουατιανό και το μελιτιανό σχίσμα . Θεσπίστηκε ότι ο Υιός είναι Ομοούσιος τω Πατρί, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, που εγεννήθη εκ του Πατρός πρό πάντων των αιώνων και δεν είναι κτίσμα του Θεού – Πατρός.Θεσπίστηκαν είκοσι ιεροί κανόνες .

Συντάχθηκαν τα πρώτα εφτά άρθρα του συμβόλου της Πίστεως « Πιστεύωείς έναν Θεόν …». Μετά από την σοφή επέμβαση του Παφνουτίου , αποσοβήθηκε η καθιέρωση της υποχρεωτικής αγαμίας των κληρικών. Ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν επεδίωκε να διοικεί αλλά να ευεργετεί την Εκκλησία. Δεν κανόνιζε τα σχετικά με την πίστη θέματα αλλά αντιμετώπιζε σθεναρά και αποφασιστικά τις διαιρέσεις , τα σχίσματα και τα προβλήματαπου προκαλούσαν οι αιρετικοί στους κόλπους της Εκκλησίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, μετά από μία μακραίωνη χρονική περίοδο σκληρών διωγμών εκ μέρους ηγεμόνων ,βασιλέων και αυτοκρατόρων προς τους Χριστιανούς, έβλεπαν τώρα έναν παντοδύναμο μονοκράτορα Ανατολής και Δύσης να αγαπά , να ενδιαφέρεται και να ευεργετεί την Εκκλησία με κάθε δυνατό τρόπο. Η γενική μέριμνα του Μέγα Κωνσταντίνου ήταν να διατηρηθεί και να παραμείνει η ενότητα της Εκκλησίας. Μετά από διαιρέσεις της αυτοκρατορίας που διήρκησαν για σαράντα συναπτά έτη (284 – 324) , έπειτα από σκληρές μάχες, ανταγωνισμούς , μηχανορραφίεςμεταξύ Αυτοκρατόρων, Αυγούστων , και Καισάρων , ο Κωνσταντίνος αναδείχθηκε πλέον σε μοναδικό αυτοκράτορα σε Ανατολή και Δύση. Η αυτοκρατορία του είχε έκταση αχανή.Περιλάμβανε όλες τις περιοχές γύρω από την Μεσόγειο και εκτεινόταν μέχρι την Βρετανία ,την κεντρική Ευρώπη ,την σημερινή Μέση Ανατολή και την βόρεια Αφρική.

Ο Κωνσταντίνος ως ο μόνος άρχοντας σε Ανατολή και Δύση θα πάρει μία απόφαση που έμελλε να αλλάξει την πορεία της ανθρωπότητας . Αποφασίζει να μεταφέρει την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας από την Δύση στην Ανατολή, από την Ρώμη δηλαδή σε μία πόλη του Βοσπόρου που ήταν πάνω στο παλαιό Βυζάντιο, και πάνω εκεί ιδρύει και οικοδομεί την νέα Ρώμη, την πόλη του , την Κωνσταντινούπολη ,που την αφιέρωσε στην Θεοτόκο. Έκρινε ότι το μέλλον της αυτοκρατορίας του ότι βρισκόταν στην Ανατολή και για αυτόν τον λόγο αποφασίζει να μεταφέρει την πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη. Σε ένα σημείο δηλαδή με γεωστρατηγική σημασία που ενώνει την Δύση με την Ανατολή ,και όπου άλλοτε οι κάτοικοι των Μεγάρων είχαν οικοδομήσει το Βυζάντιο που ήταν χτισμένο πάνω σε μία χερσόνησο ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία. Με αυτή την έξυπνη κίνηση, ήταν σε θέση να ελέγχει τις ανατολικές και τις δυτικές επαρχίες. Η φιλοδοξία του ήταν να χτίσει μία καινούργια πόλη ανώτερη από την Ρώμη . Υπό την ισχυρή επίδραση της χριστιανικής πίστης σκοπός του Κωνσταντίνου ήταν να ενώσει την αυτοκρατορία , να επιβάλλει την ειρήνη και να ανασυγκροτήσει την κοινωνία με βάση τη διδασκαλία του ευαγγελίου και την χριστιανική ηθική. Με την βοήθεια του πολεοδόμου Ευφρατά σχεδίασε και έχτισε την νέα αυτή πόλη που ήταν στα όνειρά του και ήθελε να την δημιουργήσει σύμφωνα με αυτά. Το έτος 326, στις 26 Νοεμβρίου έθεσε τον πρώτο θεμέλιο λίθο και με γρήγορους ρυθμούς σε σύντομο χρονικό διάστημα πραγματοποίησε τα εγκαίνια της πόλης του στις 11 Μαΐου του έτους 330 μ.Χ. με μεγάλη επισημότητα και πανηγυρικές εκδηλώσεις . Στην πόλη αυτή έδωσε το όνομά του ,την ονόμασε Κωνσταντινούπολη ,σε αυτήν μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του και την αφιέρωσε στην μητέρα του Χριστού την Παναγία. Η πόλη αυτή έλαβε δια νόμου την ονομασία Νέα Ρώμη για να δηλώσει την ανανέωση του ρωμαϊκού κόσμου, την οικουμενικότητα και όχι την ματαίωση του , αλλά την μεταστοιχείωσή του σε « επώνυμον του Χριστού πολιτείαν » , δηλαδή στο χριστιανικό κράτος της νέας Ρώμης. Έτσι συντελέστηκαν η υπέρβαση των εδαφικών ορίων και η κατάτμηση των λαών με φυλετικά – εθνικιστικά κριτήρια. Η ουσία των ορίων έγινε πνευματική καιο θεοστεφής αυτοκράτορας ένας και μοναδικός, εκπρόσωπος του Θεού επί της γής , αναδείχθηκε στον φυσικό αμύντορα του Χριστιανισμού, στον Απόστολο που θα διέδιδε το μήνυμα του ευαγγελίου ως τα πέρατα της οικουμένης . Η Κωνσταντινούπολη δικαιώνοντας τον ιδρυτή της , επειδή γνώρισε ταχύτατη ανάπτυξη , παγκόσμια ακτινοβολία και μοναδική ιστορική αντοχή. Η πόλη αυτή υπήρξε για χίλια και πλέον έτη η πρωτεύουσα του βυζαντινού κράτους που διαδέχθηκε το ρωμαϊκό. Για την πολεοδομική και την πληθυσμιακή της ανάπτυξη ήταν ταχύτατη και την ανέδειξε πολύ σύντομα σε διοικητική και οικονομική κεφαλή της αυτοκρατορίας, σε θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο με οικουμενική ακτινοβολία. Κατόπιν εντολής του Κωνσταντίνου χτίστηκαν περίλαμπροι χριστιανικοί ναοί που κοσμούσαν την πόλη, μεγαλοπρεπή ανάκτορα , ευρύχωρα θέατρα και προστατευτικά τείχη, νοσοκομεία , σχολεία , λιμάνια ,δημόσια λουτρά και κάθε είδους αναγκαίο κτίσμα προς τη διευκόλυνση της ζωής των κατοίκων . Σπουδαία κτίσματα από αυτά που ανήγειρε ονομάστηκαν Κωνσταντίνεια. Οι ιστορικοί κάνουν ιδιαίτερη αναφορά στο « Αποστολείο » της Κωνσταντινούπολης όπου έχτισε και το μαυσωλείο ( τάφο ) του. Στην μεγάλη πλατεία του Φόρου στην Κωνσταντινούπολη έστησαν δύο στήλες, μία του Κωνσταντίνου και μία στήλη της μητέρας του Ελένης και στο μεταξύ των στηλών τοποθετήθηκε Σταυρός που είχε την επιγραφή, όπως αναφέρει ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος , που έγραφε «Είς άγιος, είς Κύριος, Ιησούς Χριστός είς δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν ».

Κατά την διάρκεια της μακράς βασιλείας του Κωνσταντίνου , η Ρώμη απέκτησε τη βασιλική του Σωτήρος, με βαπτιστήριο και οικεία για τον επίσκοπο της πόλης, στο κτήμα του αυτοκράτορα στο Λατερανό .Τον ιερό ναό του Τιμίου Σταυρού, σε κτήμα της αγίας Ελένης. Πέντε κοιμητηριακούς ναούς έξω από τα τείχη κατά κανόνα πάνω σε τάφους μαρτύρων . Την πεντάκλιτη βασιλική του αγίου Πέτρου ( στο σημείο που βρίσκεται σήμερα ο νεότερος ναός του) και όπου πιστευόταν ότι υπήρχε ο τάφος του αποστόλου. Επίσης έχτισε μικρότερους ιερούς ναούς προς τιμήν του αποστόλου Παύλου, του αγίου Λαυρεντίου κα. Σε ρυθμό βασιλικής έχτισε επίσης ο Κωνσταντίνος τον ιερό ναό των Αποστόλων στην Αππία οδό και του αγίου Θεοδώρου στην Ακυληία . Μετά την επιβολή του στον ειδωλολάτρη Λικίνιο , άρχισε τις ανεγέρσεις χριστιανικών ναών στην Ανατολή. Στα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης , όπως μας ενημερώνει ο ιστορικός Ευσέβιος , αξιοσημείωτο είναι ότι ο Κωνσταντίνος είχε χτίσει οχτώ ιερούς ναούς.Στην Βηθλεέμ , την Ιερουσαλήμ και το Όρος των Ελαιών έχτισε τους ιερούς ναούς της Γεννήσεως , της Αναστάσεως και της Αναλήψεως. Σε μορφή βασιλικής έχτισε ιερό ναό στην περιοχή Μαμβρή ,κοντά στο φρέαρ του Αβραάμ. Επίσης έχτισε ιερούς ναούς στην Ηλιούπολη , την Τύρο, και την Αντιόχεια.Ακόμη δε ,έχτισε το Αποστολείο της Κωνσταντινούπολης όπου έχτισε και το μαυσωλείο του.Η ευλαβής πολιτική του υπέρ του Χριστιανισμού, περιλάμβανε τον εμπλουτισμό της Κωνσταντινούπολης με πνευματικούς θησαυρούς γι’ αυτό ανέθεσε σε αξιωματικούς του στρατού κυρίως μεταξύ σε αυτών και στον μετέπειτα άγιο Αρτέμιο , να συλλέξουν από διάφορα σημεία της απέραντης αυτοκρατορίας του, λείψανα αγίων και να τα ανακομίσουν στην νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη. Στα πλαίσια αυτά της ευλαβούς πολιτικής επειδή ήθελε πολύ να βρεθεί ο Τίμιος Σταυρός του Χριστού, έστειλε την μητέρα του Ελένη στα Ιεροσόλυμα προκειμένου να βρεί τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό του Χριστού. Μία αποστολή που με μεγάλη χαρά και προθυμία ανέλαβε η αγία Ελένη να φέρει εις πέρας.Με θαυμαστό τρόπο βρήκε τον Τίμιο Σταυρό το έτος 326 μ. Χ. Στο σημείο που από κάτω βρισκόταν ο Τίμιος Σταυρός φύτρωνε ένα λουλούδι εύοσμο. Το φυτό αυτό ονομάστηκε «βασιλικός» , επειδή φύτρωσε στο σημείο που σταυρώθηκε ο « Βασιλιάς του κόσμου » και επειδή οδήγησε την βασίλισσα να βρεί το ιερό κειμήλιο. Ψάχνοντας σε ποιό σημείο να σκάψει η Ελένη για να βρείτον Τίμιο Σταυρό οδηγήθηκε εκεί από την σπάνια ευωδία του. Όταν επίσης , η Ελένη έφτασε στα Ιεροσόλυμα καθ’ υπόδειξη του αγίου Κυριακού ,που ήταν Εβραίος και τότε λεγόταν Ιούδας, πρίν βαπτισθεί μετέπειτα και γίνει Χριστιανός λαμβάνοντας το όνομα Κυριακός και στη συνέχεια να γίνει επίσκοπος Ιεροσολύμων και μετέπειτα άγιος της Εκκλησίας του Χριστού , της υπέδειξε το σημείο του Γολγοθά , εκεί που όπως είπαμε παραπάνω φύτρωνε ο βασιλικός, να σκάψει για να βρεί τον Τίμιο Σταυρό του Χριστού. Μετά απ’ αυτό αμέσως άρχισε η Ελένη τις σχετικές έρευνες και ανασκαφές, και πράγματι σε εκείνο σημείο βρισκόταν ο πολυτιμότατος θησαυρός , ο Σταυρός του Σωτήρος Ιησού Χριστού.

Η είδηση της εύρεσης του Τιμίου Σταυρού του Χριστού χαροποίησε όλους τους Χριστιανούς της αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος επιχορήγησε μεγάλη χορηγία στην μητέρα του και αυτή ανήγειρε στο σημείο όπου βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός του Κυρίου, τον ιερό ναό της Αναστάσεως του Χριστού. Επίσης ανήγειρε τον ιερό ναό της Γεννήσεως του Χριστού στην Βηθλεέμ.Στο Όρος των Ελαιών έχτισε έναν ακόμη ιερό ναό .Πρίν αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη ,σύμφωνα με την παράδοση ,έκοψε τον Τίμιο Σταυρό κάθετα, με αποτέλεσμα να έχει δύο Σταυρούς λεπτότερους ως προς το πάχος. Τον έναν τον άφησε στα Ιεροσόλυμα και τον άλλον τον πήρε μαζί της στην Κωνσταντινούπολη. Περνώντας από την Κύπρο κατά την επιστροφή της στην Κωνσταντινούπολη, συνάντησε εκεί στην Κύπρο ένα όρος των ειδώλων που λεγόταν Όλυμπος και το καθαγίασε με τον Τίμιο Σταυρό, μετατρέποντάς το σε Όρος του Σταυρού. Ο λαός της Κύπρου το ονόμασε Σταυροβούνιο ή Όρος του Σταυρού ή Όρος του Σταυρού του Θεοκρεμάστου. Έχτισε εκεί ιερό ναό όπου αφιέρωσε τεμάχιο Τιμίου Ξύλου μαζί με τον σταυρό του ληστή που μετανόησε και τμήμα από έναν ήλο ( καρφί) , από αυτά που είχαν τρυπήσει τον Χριστό. Το μοναστήρι προς τιμή της αγίας Ελένης ονομάζεται και « βασιλομονάστηρο ». Στην νότια πλευρά του όρους πενταδάκτυλου βρίσκεται το παλαίφατο μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, που αποκαλείται και « Μονή της αγίας Ελένης» . Η ιερά μονή Τιμίου Σταυρού Ομόδους ,λίγο έξω από το χωριό Όμοδος ( ετοιμολογείται από το λατινικό « Homodeus » , το σπίτι του Θεού ».Η μονή αυτή υπήρχε όταν έφτασε στην Κύπρο η αγία Ελένη , αλλά άφησε κομμάτι από τον ιερό κάνναβο ( το σχοινί με το οποίο είχαν δέσει τον Χριστό πάνω στον Σταυρό), έτσι συνδέθηκε με το όνομά της.Έπειτα , φθάνοντας στην Κωνσταντινούπολη το έτος 327 μ.Χ. η αγία Ελένη ,κομίζοντας το υπερπολύτιμο εύρημα ,τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό του Σωτήρος Ιησού Χριστού , τον υποδέχθηκαν ο αυτοκράτορας γιός της Κωνσταντίνος , οι επίσκοποι, οι πρεσβύτεροι, οι διάκονοι και όλος ο λαός της αυτοκρατορίας με ευλάβεια και δάκρυα χαράς στα μάτια . Ο επίσκοπος Μακάριος έθεσε τον Τίμιο Σταυρό στη διάθεση προς προσκύνηση των ευλαβών χριστιανών . Κατά την παράδοση , δύο από τους ήλους, ο μέγας Κωνσταντίνος τους τοποθέτησε στο βασιλικό του στέμμα και τμήμα του Σταυρού πήγε στην Ρώμη και το αποθησαύρισε στον ιερό ναό που ανήγειρε προς τιμήν του Τίμιου Σταυρού. Στην Κωνσταντινούπολη έχτισε επίσης την βασιλική των αγίων Αποστόλων .

Ο Κωνσταντίνος τιμούσε πολύ την μητέρα του,πράγμα που έδειξε με πολλές σημαντικές ενέργειές του. Όπως με το ότι της απένειμε τον τίτλο της Αυγούστας , χάραξε την μορφή της σε νομίσματα και έδωσε το όνομά της σε μία πόλη της Βιθυνίας, την Ελενόπολη.Ακόμη, μεταξύ άλλων, παραχώρησε στην μητέρα τουτο ανάκτορο στο Σεσσόριο του Λατερανού, όπου έχτισε μία Εκκλησία ώστε αυτή να μπορεί να επιτελεί φιλανθρωπικό και πνευματικό έργο. Ο Κωνσταντίνος την αγαπούσε πολύ την μητέρα του Ελένη και έδειχνε πολύ σεβασμό προς το πρόσωπό της. Την θαύμαζε επίσης για την ακεραιότητα του χαρακτήρα της και την ευλάβειά της προς τον χριστιανισμό. Με την συγκατάθεση του γιού της Κωνσταντίνου , η αγία Ελένη ανέλαβε η ίδια την ευθύνη της ανοικοδόμησης ιερών ναών και το χτίσιμο νέων Εκκλησιών και ευαγών ιδρυμάτων σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Όπως μας ενημερώνει ο ιστορικός Ευσέβιος , αναφέρει σχετικά ότι : « Ελένη Αυγούστα … ευσεβούς τεκμήρια διαθέσεως ίδρυσε».

Η αγία Ελένη πέρασε την επίγεια ζωή της με αγώνες και αγωνίες για διάφορα ζητήματα και συμβάντα, με αντιθέσεις από την περιφρόνηση στις τιμές , με απέραντη μέριμνα για την χριστιανική ανατροφή και γαλούχηση του γιού της Κωνσταντίνου ,με φιλεύσπλαχνη και φιλάνθρωπη μέριμνα για τα ορφανά παιδιά, τους απόρους, τους αρρώστους, με την προστασία των θλιβομένων ανθρώπων και την απελευθέρωση των αιχμαλώτων.Ένα αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί το γεγονός πως καθώς η αγία Ελένη πήγαινε στα Ιεροσόλυμα για την εύρεση του Τιμίου Σταυρού , έκανε στάση στην Πάρο και προσευχήθηκε να την αξιώσει η Παναγία να βρει τον Σταυρό του Χριστού και έταξε να της χτίσει ιερό ναό στο Όνομά Της. Αργότερα εκπλήρωσε το τάμα της και έχτισε τον ιερό ναό που σήμερα ονομάζεται «Παναγία η Εκατονταπυλιανή ».Επίσης στην Ιερά Μονή του Όρους Σινά ανέγειρε παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Παναγία και αμυντικό πύργο για την προστασία των μοναχών από επιθέσεις των νομάδων της περιοχής. Ο πύργος αυτός σώζεται μέχρι σήμερα και αποκαλείται « πύργος της αγίας Ελένης». Η ευσέβεια της αγίας Ελένης εκδηλώθηκε με πολλές αγαθοεργίες και κυρίως την ανέγερση ιερών ναών σε πολλά μέρη από όπου και αν πέρασε. Η Ρόδος , η Κάλυμνος , η Τήλος , το Καστελόριζο, η Νάξος , η Πάρος, είναι μερικά μόνο από τα νησιά που φιλοξένησαν την αγία Ελένη .Το έτος 328 μ.Χ. κοιμήθηκε εν Κυρίω η αγία Ελένη σε ηλικία 80 ετών στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας στο πλευρό της τον γιό της, τον μέγα Κωνσταντίνο , που μετέφερε το λειψανό της με βασιλικές τιμές στην Ρώμη , όπως αναφέρει ο ιστορικός Ευσέβιος , όπου και ετάφη στο Μαυσωλείο( τάφος), Tor Pignattara, που είχε κατασκευάσει ο Κωνσταντίνος για τον εαυτό του, μέσα σε μεγαλοπρεπή σαρκοφάγο που βρέθηκε αργότερα εκεί και φυλάσσεται σήμερα στο μουσείο του Βατικανό. Και ενώ η σαρκοφάγος έμεινε πάντα στην Ρώμη ,το σεπτό σκήνωμά της, δύο χρόνια μετά την ταφή μεταφέρθηκε από τον Κωνσταντίνο στον ιερό ναό των αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης. Ιερά λείψανα της αγίας Ελένης βρίσκονται και στην Ελλάδα, μέρος του πέλματός της βρίσκεται στην ιερά μονή Προυσού Ευρυτανίας, αποτμήματα ιερού λειψάνου βρίσκονται στις ιερές μονές Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους, Υψηλού Λέσβου και Κύκκου Κύπρου, καθώς και στον ιερό ναό αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην Νέα Ιωνία Αττικής. Αξιοσημείωτο γεγονός που δηλώνει την αγάπη του Μεγάλου Κωνσταντίνου για τον Χριστιανισμό αποτελεί το εξής γεγονός ότι, το έτος 336 ο βασιλιάς Σαπώρ ο β’ των Περσών κήρυξε διωγμό κατά των Χριστιανών φονεύοντας μάλιστα πολλούς κληρικούς και χιλιάδες Χριστιανούς. Κάτι που όπως ήταν αναμενόμενο δεν άφησε αδιάφορο τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αμέσως κιόλας ο Κωνσταντίνος με απεσταλμένους του ζήτησε από τον Σαπώρ να σταματήσει ευθύς αμέσως τον διωγμό, αλλά εκείνος δεν τον άκουσε και συνέχισε τον σφοδρό διωγμό. Μετά απ’ αυτή την απόφαση του βασιλιά Σαπώρ να μην σταματήσει τον διωγμό, ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος , αποφασιστικά και τολμηρά δεν άφησε να σκοτώνουν ιερείς και πιστούς χριστιανούς και να βρίσκεται ο Χριστιανισμός σε διωγμό. Έτσι, εκστράτευσε εναντίον του Σαπώρ φτάνοντας με τον πολυάριθμο στρατό του μέχρι την Μεσοποταμία. Ο Σαπώρ ο β’ , βλέποντας τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο αποφασιστικό και με τις τεράστιες στρατιωτικές υπηρεσίες που ο Κωνσταντίνος πήρε μαζί του , αναλογίστηκε τον κίνδυνο που διέθετε ο ίδιος και η χώρα του από τον Κωνσταντίνο και συνθηκολόγησε .

Στην διάρκεια αυτής της εκστρατείας ο Κωνσταντίνος αρρώστησε. Πρίν απ’ την εορτή του Πάσχα έφτασε στην Νίκαια της Βιθυνίας. Οι γιατροί του συνέστησαν να μεταβεί στην γενέτειρα της μητέρας του ,στην Ελενόπολη στη Βιθυνία, στα θερμά λουτρά. Η κατάσταση της υγείας του όμως επιδεινωνόταν και τον μετέφεραν σε προάστιο της Νικομήδειας που ήταν τόπος κατάλληλος για ανάπαυση και ανάρρωση. Ο μέγας Κωνσταντίνος αισθάνονταν όμως ο ίδιος ότι πλησιάζει το επίγειο τέλος του και ζήτησε να τον μεταφέρουν στα ανάκτορά του στην Νικομήδεια. Εκεί κάλεσε τους γύρω επισκόπους και τους είπε ότι έφθασε ο καιρός να δεχθεί το Άγιο Βάπτισμα που από καιρό ποθούσε για να απολαύσει την αθανασία της ψυχής και του σώματός του. Είπε στους επισκόπους ότι ήθελε να βαπτιστεί στον Ιορδάνη ποταμό , όπως ο Κύριος Ιησούς Χριστός , αλλά ας λάβει το μυστήριο έστω και στην Νικομήδεια.Λίγο πριν την κοίμησή του και μετά το βάπτισμά του ο μέγας Κωνσταντίνος , προτίμησε να μην ξαναφορέσει την βασιλική πορφύρα αλλά τον λευκό βαπτιστικό χιτώνα , τον οποίο από την ημέρα της βάπτισής του δεν τον έβγαλε, νιώθοντας ότι βρήκε την μακαριότητα και έγινε κοινωνός του θεϊκού φωτός. Το έτος 337 μ.Χ., την 21η Μαΐου, ο Μέγας Κωνσταντίνος κοιμήθηκε, την ημέρα της εορτής της Πεντηκοστής , σε ηλικία 63 ετών , και εννέα χρόνια μετά την κοίμηση της μητέρας του. Στην είδηση του θανάτου του , οι στρατιώτες του έκλαιγαν , φώναζαν δυνατά, σαν να μην έχαναν μόνο τον βασιλιά τους, αλλά τον πατέρα τους. Για τους κατοίκους επίσης της Κωνσταντινούπολης πενθούσαν σαν να είχαν χάσει έναν δικό τους άνθρωπο. Αφού οι στρατιωτικοί τοποθέτησαν το σκήνωμα του αγίου σε χρυσή λάρνακα , το μετέφεραν από την Νικομήδεια στην Κωνσταντινούπολη και το εναπέθεσαν σε βάθρο στον βασιλικό οίκο. Το ιερό λείψανό του ενταφιάστηκε στον ιερό ναό των αγίων Αποστόλων Κωνσταντινούπολης . Λόγω της μεγίστης προσφοράς στην Εκκλησία του Χριστού , που μέχρι των ημερών του διωκόταν , χαρακτηρίστηκε ο Κωνσταντίνος, Μέγας , Ισαπόστολος, Άγιος! Η μνήμη του τιμάται πανηγυρικά μαζί με τη μνήμη της μητέρας του, αγίας Ελένης , την 21η Μαΐου.Ένα χαρακτηριστικό θαύμα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης αποτελεί το γεγονός , όταν , σε ένα χωριό της Ανατολικής Θράκης που ονομαζόταν Κωστί, το οποίο είχε πυρποληθεί από διώκτες και καίγονταν και ο ιερός ναός των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη συνέχεια είχε παραδοθεί και αυτός στις φλόγες , οι κάτοικοι του χωριού ήθελαν πάρα πολύ να πάρουν από την φλεγόμενη Εκκλησία την εφέστια εικόνα των αγίων .Ήθελαν να την έχουν για στήριγμα και βοήθεια στις δύσκολες στιγμές που τους περίμεναν , αφού είχαν μείνει χωρίς σπίτια καθώς είχαν καεί από τη φωτιά, αλλά η μεγάλη φωτιά που κατέστρεφε τον ιερό ναό ,τους απέτρεπε στο να μπούν και να την πάρουν.Όμως κάποιος άνθρωπος από τους κατοίκους τόλμησε να διακινδυνεύσει τη ζωή του και να εισέλθει στον ναό .Τότε, μέσα στις φλόγες που κατέστρεφαν τα ιερά κειμήλια, είδε τους δύο αγίους να τον σκεπάζουν με τους μανδύες τους, να τον καθοδηγούν μέσα από τους πυκνούς καπνούς στο σημείο που βρισκόταν η παλαίφατη εικόνα τους και να τον οδηγούν και πάλι έξω. Έτσι ο άνθρωπος αυτός πέρασε μέσα από τη φωτιά με ασφάλεια και έβγαλε έξω την εικόνα , την οποία οι φλόγες δεν είχαν αγγίξει. Λαμπρύνουν το πνευματικό στερέωμα της Εκκλησίας μας ,οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, ο γιός και η μητέρα, και τιμώνται ιδιαίτερα από τους Χριστιανούς με ύμνους, εικόνες και ιερούς ναούς αφιερωμένους στη μνήμη τους. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αγάπης των πιστών Χριστιανών προς αυτούς είναι το γεγονός πως τα ονόματά τους δίδονται σε πάρα πολλούς ανθρώπους κατά την βάπτισή τους.

Όπως ψάλλουμε στο απολυτίκιό τους, «Τού Σταυρού σου τόν τύπον έν ουρανώ θεασάμενος, και ώς ο Παύλος τήν κλήσιν ούκ εξ’ ανθρώπων δεξάμενος, ο έν βασιλεύσιν, Απόστολός σου Κύριε, Βασιλεύουσαν πόλιν τή χειρί σου παρέθετο, ήν περίσωζε διά παντός έν ειρήνη, πρεσβείαις τής Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε».
Να έχουμε τις πρεσβείες τους!