Δεν πρέπει ν’ αντιστεκόμαστε στον πονηρό;

15 Φεβρουαρίου 2022

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Ιωάννου Χρυσοστόμου Ομιλία ΙΗ΄
Ματθ. 5, 38 – 48

«Έχετε ακούσει ότι ελέχθη· Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Εγώ όμως σας λέγω να μη αντιστέκεσθε εις τον πονηρόν, αλλά όποιος σε κτυπήση εις την δεξιάν σιαγόνα, να του στρέψης και την άλλην. Και εις εκείνον που θέλει να σε οδηγήση εις το δικαστήριον και να πάρη το υποκάμισόν σου άφησέ του και το επανωφόρι σου».

1. Βλέπεις ότι δεν ωμιλούσε προηγουμένως περί οφθαλμού, όταν ενομοθετούσε να αποκόπτωμεν τον οφθαλμόν που μας σκανδαλίζει, αλλά περί εκείνου που μας βλάπτει με το πρόσχημα της φιλίας και μας σπρώχνει εις το βάραθρον της απωλείας;

Αυτός που τονίζει εδώ με τόσην έμφασιν και δεν επιτρέπει να αφαιρέση κάποιος τον οφθαλμόν ούτε εκείνου που του βγάζει τον ιδικόν του, πώς θα ενομοθετούσε να βγάζη κανείς το ίδιο του το μάτι;

Και αν κάποιος κατηγορή τον παλαιόν νόμον, που ορίζει να αμυνώμεθα με αυτόν τον τρόπον, μου φαίνεται πως είναι ολότελα άπειρος της σοφίας που αρμόζει εις νομοθέτην και αγνοεί την δύναμιν των περιστάσεων και το κέρδος της συγκαταβάσεως.

Αν σκεφθή κανείς ποίοι ήσαν εκείνοι που τα ήκουαν αυτά και ποία η κατάστασίς των και πότε είχαν δεχθή αυτήν την νομοθεσίαν, θα κάμη πλήρως αποδεκτήν την σοφίαν του νομοθέτου και θα ιδή ότι είναι ένας και ο αυτός που ενομοθέτησε και αυτά και εκείνα, και τα δύο με την ιδίαν ωφελιμότητα και τα έγραψε εις την κατάλληλον περίστασιν.

Διότι αν από την αρχήν έθετεν αυτά τα υψηλά και υπέρογκα παραγγέλματα, δεν θα εγίνοντο δεκτά ούτε αυτά ούτε εκείνα. Τώρα όμως μοιράζων αυτά και εκείνα εις την εποχήν που έπρεπε, και με αυτά και με εκείνα ανώρθωσεν ολόκληρον την οικουμένην.

Άλλο είναι το νόημα και αυτής της διαταγής του, όχι να βγάζωμεν ο ένας τα μάτια του άλλου αλλά να κρατούμεν τα χέρια μας εις την εξουσίαν μας. Ο φόβος του να πάθωμεν κάτι εμποδίζει την ορμήν να προξενήσωμμεν κάτι. Και έτσι σταλάζει ήρεμα πολλήν φιλοσοφίαν, όταν ορίζη ν’ ανταποδίδη τα ίσα όποιος παθαίνει κάτι. Μολονότι αξίζει μεγαλυτέραν τιμωρίαν αυτός που έκαμεν αρχήν εις την παρανομίαν και τούτο το απαιτεί η δικαιοσύνη.

Επειδή όμως ήθελε να συγκεράση την δικαιοσύνην με την φιλανθρωπίαν, αυτόν που έκαμε μεγαλύτερον πλημμέλημα τον καταδικάζει εις μικροτέραν από ό,τι έπρεπε τιμωρίαν, διδάσκων να δείχνωμεν ακόμη και όταν μας κακοποιούν πολλήν επιείκειαν.

Όταν ανεφέρθη εις τον παλαιόν νόμον και τον ανέγνωσεν ολόκληρον, μας δείχνει ότι δεν είναι ο αδελφός που τα έκαμεν αυτά αλλά ο πονηρός. Διά τούτο και επρόσθεσεν: «Εγώ όμως σας λέγω να μη αντισταθήτε εις τον πονηρόν». Δεν είπε να μη αντισταθήτε εις τον αδελφόν, αλλά εις τον πονηρόν. Δείχνει έτσι ότι εκείνος σπρώχνει και τολμώνται τέτοια πράγματα και έτσι χαλαρώνει και μετριάζει την υπερβολικήν οργήν προς τον δράστην, μεταθέτων την αιτίαν εις άλλον.

Και λοιπόν, δεν πρέπει όμως ν’ αντιστεκώμεθα εις τον πονηρόν; Αντιλέγει κάποιος.

Και βέβαια πρέπει, όχι όμως με τον συνηθισμένον τρόπον. Ο τρόπος που μας υποδεικνύει είναι, να παρέχωμεν τον εαυτόν μας εις την κακοποίησιν· διότι έτσι θα τον νικήσης. Και την φωτιά δεν την σβήνουν με την φωτιά αλλά με το νερό. Διά να μάθης όμως ότι και εις τον παλαιόν νόμον πιο ισχυρός είναι αυτός που έπαθε και αυτός είναι που στεφανώνεται νικητής, εξέτασε το ίδιο το συμβαίνον και θα ιδής πόσον αυτός προηγείται.

Αυτός που έκαμεν αρχήν εις την αδικίαν, έχει βγάλει και τα δύο μάτια και το ιδικόν του και του αδελφού του. Διά τούτο και δίκαια τον μισούν όλοι και τον κτυπούν με απείρους
κατηγορίας. Ενώ αυτός που έχει αδικηθή και αφού ανταποδώση τα ίσα, δεν έχει κάμει τίποτε φοβερόν. Διά τούτο έχει και πολλούς που τον συμπονούν επειδή είναι αθώος από το παράπτωμα αυτό ακόμη και αφού το έχει πράξει. Και η μεν συμφορά είναι ίση και διά τους δύο.

Δεν είναι όμως και η δόξα των ίση, ούτε μεταξύ των ανθρώπων ούτε εμπρός εις τον Θεόν. Άρα δεν είναι ούτε η συμφορά των ίση.

 

Από την έκδοση Ι. Χρυσοστόμου Έργα 9, «Υπόμνημα εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον α’», (Ομιλίαι Α-Κ), της σειράς «Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας», των Πατερικών Εκδόσεων «Γρηγόριος ο Παλαμάς». Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια, Ιγνάτιος Σακαλής και Νικόλαος Τσικής (φιλόλογοι).