Η Ιερά Μονή του Θεοβαδίστου Όρους Σινά είναι κτισμένη στις παρυφές του όρους Σινά, στην ομώνυμη χερσόνησο, η οποία εκτός από ιστορικό και πνευματικό κέντρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτελεί και Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Αναπόσπαστο κομμάτι του όρους Σινά και της ζωής της Μονής αγίας Αικατερίνης αποτελούν οι κάτοικοι της ερήμου, οι Βεδουΐνοι.
Η λέξη Βεδουίνος προέρχεται από την αραβική λέξη badawī, που σημαίνει αυτόν που βαδίζει στην έρημο. Οι βεδουίνοι είναι νομαδικές αραβικές φυλές βοσκών, που ζουν σε όλη την έκταση της ερήμου από τις ακτές της Σαχάρας στον Ατλαντικό μέχρι τη Χερσόνησο του Σινά και την Αραβική έρημο ανατολικά της.
Οι βεδουίνοι γύρω από τη Μονή του Σινά έχουν τη δική τους ξεχωριστή ιστορία. Όταν ο Ιουστινιανός έχτισε τη μονή, εγκατέστησε γύρω της μια κοινότητα από 200 οικογένειες από τον Πόντο και την Αλεξάνδρεια, για να φυλάσσουν και να βοηθούν τους μοναχούς. Με το πέρασμα του χρόνου αναμίχθηκαν με τοπικές φυλές και τον 7ο αιώνα εξισλαμίσθηκαν. Δεν έπαψαν όμως να έχουν μέχρι σήμερα συνείδηση της ελληνορωμαϊκής τους καταγωγής και να υπερηφανεύονται μάλιστα για αυτήν την πολιτιστική τους ταυτότητα.
Η Αγία Αικατερίνη μαρτύρησε για τον Χριστό στις αρχές του 4ου αιώνα, στην Αλεξάνδρεια. Συνδέθηκε όμως άρρηκτα με το Όρος Σινά μετά την θαυμαστή εναπόθεση τού ιερού λειψάνου της στην ψηλότερη κορυφή τής Σιναϊτικής Χερσονήσου και την μεταφορά του αργότερα στην Μονή του Σινά.
Πέρα από τους θησαυρούς της, η Μονή του Σινά είναι ένα θρησκευτικό κέντρο παγκόσμιας εμβέλειας και οι συζητήσεις με τους μοναχούς είναι μια μοναδική εμπειρία από μόνη της. Ελληνικής υπηκοότητας στη συντριπτική πλειονότητα, ο καθένας από αυτούς ήρθε από διαφορετικά σημεία της Ελλάδας μέχρι εδώ κουβαλώντας τη δική του ιστορία. Μας μίλησαν για τους επισκέπτες της μονής και τις συνθήκες υπό τις οποίες επιβίωσε το μοναστήρι κάτω από διαφορετικούς κυρίαρχους της χερσονήσου του Σινά.
Ιστορικά, η παλαιότερη μαρτυρία για ύπαρξη μοναστικής ζωής στη περιοχή είναι του 381-384 μ.Χ. Επί βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού, ανάμεσα στο 527 και 565, ανεγέρθηκε η μονή στο σημείο που βρίσκονταν η «φλεγόμενη βάτος» του Μωυσή.
Η βιβλιοθήκη της μονής διατηρεί την δεύτερη μεγαλύτερη συλλογή χειρογράφων και Κωδίκων της πρωτοχριστιανικής περιόδου, μετά από αυτή του Βατικανού.
Στέκει εδώ και τουλάχιστον 17 αιώνες αγέρωχη στους πρόποδες του όρους όπου ο Μωυσής παρέλαβε τον Νόμο. Πρόκειται για την Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά, το αρχαιότερο στην Ιστορία χριστιανικό καθίδρυμα. Στο πέρασμα των αιώνων όχι μόνον απλοί προσκυνητές αλλά και μεγάλοι θρησκευτικοί και πολιτικοί ηγέτες προστάτευσαν τη μονή, όπως η Αγία Ελένη, Πάπες και Πατριάρχες, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ακόμα και ο ιδρυτής του Ισλάμ Μωάμεθ, ο σουλτάνος Σελίμ Α', η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας, ο Μέγας Ναπολέων και άλλοι.
Η Μονή της Αγίας Αικατερίνης πέρα από τη σημασία της για τους χριστιανούς όλου του κόσμου είναι επίσης και ένα μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς το οποίο αντέχει στον χρόνο και στην Ιστορία. Εκείνο όμως που προκαλεί σήμερα αλλά και διαχρονικά εντύπωση είναι το γεγονός ότι το μοναστήρι πέρα από τους ιδιαίτερους φυσιολογικούς δεσμούς που έχει με τους χριστιανούς προσκυνητές που το επισκέπτονται έχει μια ιδιαίτερη αξία και για τους μουσουλμάνους βεδουίνους που ζουν στην περιοχή και δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι είναι οι αόρατοι και ορατοί «φρουροί» του μοναστηριού.
Οι σημερινοί βεδουίνοι που ζουν πέριξ της μονής θεωρούνται απόγονοι αυτών των οικογενειών, που κατά τον 7ο αιώνα εξισλαμίσθηκαν, αποτελούν δε σήμερα μια από τις έξι φυλές των βεδουίνων του Σινά, την φυλή των Ορεινών (Γκεμπελία). Οι βεδουίνοι της Γκεμπελίας δεν έπαυσαν να έχουν έως σήμερα συνείδηση της ελληνορωμαϊκής τους καταγωγής και θεωρούν τους εαυτούς τους Ρωμιούς, καυχώμενοι μάλιστα για αυτήν την πολιτιστική τους ταυτότητα.
Το όρος της αγ. Αικατερίνης είναι το υψηλότερο της χερσονήσου του Σινά και φθάνει τα 2.646 μέτρα. Απέχει πέντε ώρες με τα πόδια από τη Μονή και υπάρχει ομαλός δρόμος, κατασκευασμένος από τον μοναχό Μωϋσή.Στην κορυφή του όρους υπάρχει το παρεκκλήσιο της Αγίας. Ο τόπος που βρέθηκε το άγιο λείψανο είναι ακριβώς κάτω από την αγία Τράπεζα. Δίπλα στο ναό υπάρχουν δύο δωμάτια για τους προσκυνητές και λίγο μακρύτερα ένα παρατηρητήριο του Μετεωρολογικού Ινστιτούτου Καλιφόρνιας. Η θέα από εδώ είναι θαυμάσια. Ο παρατηρητής μπορεί να δει την Ερυθρά θάλασσα νότια και τον κόλπο του Εϊλάτ ανατολικά.
Η αγία Κορυφή ή το όρος του Μωϋσέως, όπως λέγεται από τους ντόπιους, έχει ύψος 2,240 μέτρα και απέχει από τη Μονή δύο ώρες με τα πόδια. Αυτός είναι ο Ιερός τόπος, όπου ο Μωϋσής έλαβε από τον Θεό το Νόμο και συνομίλησε επανειλημμένως με Αυτόν.Υπάρχουν δύο δρόμοι προς την αγία Κορυφή, ο ένας αποτελείται από 3.750 πέτρινα σκαλοπάτια, φτιαγμένα από τους μοναχούς. Ο άλλος είναι ομαλός, περιφερικός δρόμος, φτιαγμένος τον 19ο αιώνα από τον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Αμπά Πασά Α’.Στην αγία Κορυφή υπάρχει ναός της αγίας Τριάδος, κτισμένος πρόσφατα με τις πέτρες μεγάλου και αρχαίου Ναού, τον οποίο είχε κτίσει ο Ιουστινιανός. Στη βόρεια πλευρά του Ναού βρίσκεται μικρόν σπήλαιο. όπου ο θεόπτης Μωϋσής, «εισήλθε και ην εκεί εν τω όρει τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας» και από όπου αξιώθηκε να δει τον Θεό, όχι όμως κατά πρόσωπο. πηγή: Ιερά και Βασιλική Μονή του Θεοβαδίστου όρους Σινά, Εκδ. Ι. Μ. Σινά (αποσπάσματα)
Το παρεκκλήσι της αγίας Βάτου βρίσκεται πίσω από το ιερό Βήμα του Καθολικού της Μονής. Ο προσκυνητής εισέρχεται σ’ αυτόν τον αγιότατο τόπο ανυπόδητος, σε ανάμνηση της εντολής του Θεού στον Μωϋσή: «λύσαι το υπόδημα των ποδών σου· ο γαρ τόπος εν ω σύ έστηκας, γη αγία εστί» (Εξ. Γ’, 5). Το παρεκκλήσι είναι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Η εικόνα του τιμωμένου προσώπου, αριστερά της αγίας Τραπέζης, είναι μοναδική και δείχνει την Θεοτόκο με το Χριστό στην αγκάλη Της να κάθεται εν μέσω της φλεγόμενης Βάτου, ενώ αριστερά ο Μωϋσής προσκυνεί ανυπόδητος. Η αγία Τράπεζα του παρεκκλησίου δεν έχει θεμελιωθεί επάνω εις άγια λείψανα, ως συνήθως, αλλά επάνω στις ρίζες της φλεγόμενης Βάτου. Στην αψίδα υπάρχει ένας ψηφιδωτός Σταυρός του 10ου αιώνα. Η Θεία Λειτουργία τελείται στο παρεκκλήσι κάθε Σάββατο.Αξίζει να σημειωθεί, ότι το είδος της Βάτου αυτής, είναι το μόνο που φύεται σε όλη την χερσόνησο του Σινά.
Οι σημερινοί βεδουίνοι θεωρούνται απόγονοι αυτών των οικογενειών και αποτελούν τη μία από τις έξι φυλές των βεδουίνων του Σινά, τη φυλή των Ορεινών (Γκεμπελία). Παρά τη φτώχια τους, είναι φιλειρηνικοί, καλόκαρδοι, ευγενείς, εύθυμοι, ολιγαρκείς φιλόξενοι, ιδίως στους Έλληνες.
Η Μονή της αγίας Αικατερίνης είναι αναπόσπαστο τμήμα της ζωής τους και την προστατεύουν από οποιονδήποτε κίνδυνο, με δεδομένο ότι κι εκείνη πάντοτε τους σέβονταν και μεριμνούσε να βρει λύση στα διάφορα προβλήματά τους. Θεωρούν την Μονή και τον Αρχιεπίσκοπο ως την ανώτατη διοικητική και δικαστική αρχή της φυλής τους και είναι αφοσιωμένοι σε αυτήν.
Αναγνωρίζουν ότι παλιά το Μοναστήρι βοήθησε ώστε να λυθούν ειρηνικά και δίκαια οι κατά καιρούς διαφορές που είχαν οι φυλές μεταξύ τους και να αποφευχθούν πόλεμοι και αιματοχυσίες. Συνδεδεμένοι με τη Μονή, εργάζονται σε αυτή και μετέχουν στη καθημερινή της ζωή.
Η προσφορά εργασίας στο Μοναστήρι ανακουφίζει αρκετά άτομα και τις οικογένειές τους. Συνήθως απασχολούνται σαν υπηρέτες η σαν γαρίφ, δηλαδή φύλακες στα καθίσματα και τους κήπους. Εκτός από το μισθό τους είναι ασφαλισμένοι και έχουν δωρεάν το καθημερινό φαγητό μαζί με τους μοναχούς και τους προσκυνητές.