Α’ Βαλκανικός Πόλεμος (1912 -1913): Η αρχή της εθνικής εξόρμησης

4 Οκτωβρίου 2012

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913 αποτελούν σταθμό στην ιστορία του ελληνικού έθνους, αφού οδήγησαν σε καταλυτικές αλλαγές όσον αφορά στη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας στα Βαλκάνια και γενικότερα στον ευρωπαϊκό χώρο. Ένα σύνολο κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών αλλαγών σηματοδότησαν την ανάδυση ενός νέου status quo στη Βαλκανική. Με αυτήν την ιστορική μελέτη επιχειρείται να σκιαγραφηθούν οι αγώνες των ελληνικών δυνάμεων στα εδάφη της Μακεδονίας, της Ηπείρου καθώς και στη θάλασσα του Αιγαίου, όπως επίσης και οι πρώτες προσπάθειες της νεοσύστατης Αεροπορίας.

 

      • Συγγραφέας: Αναστασόπουλος, Βασίλης
      • Εκδότης: Γκοβόστης
      • ISBN: 960-446-190-5
      • Σειρά: Μεγάλες Μάχες (Α/Α σειράς: 4)
      • Δέσιμο: Μαλακό εξώφυλλο
      • Σχήμα: 24 Χ 17 εκ.
      • Σελίδες: 176
      • Περιέχει: Εικονογράφηση, Φωτογράφηση, Βιβλιογραφία

 

Παραθέτουμε αποσπάσματα από την εισαγωγή του βιβλίου:

Αν λάβουμε ως κριτήριο αξιολόγησης μιας ιστορικής περιόδου τη βαρύτητα αυτής στην καταλυτική διαμόρφωση των κοινωνικοπολιτικών και γεωστρατηγικών εξελίξεων σε μια χώρα, τότε οι πόλεμοι που συντάραξαν τη βαλκανική χερσόνησο την περίοδο 1912-1913 και χαρακτηρίστηκαν ως Βαλκανικοί αποτελούν σταθμό στην ιστορία της Ελλάδας. Η πολεμική συγκυρία επέδρασε σημαντικά σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της δημόσιας ζωής της Ελλάδας και οδήγησε σε μία άνευ προηγουμένου μετάλλαξη τόσο των Βαλκανίων, με συνακόλουθες συνέπειες στην Ευρώπη, όσο και της ίδιας της χώρας.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι δεν αποτέλεσαν το προϊόν μιας σύντομης και ανεξέλεγκτης διαδικασίας, αλλά το αποκορύφωμα συνεχών και συστηματικών προσπαθειών των εθνοτήτων –και συγκεκριμένα των χριστιανικών– της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προκειμένου να υλοποιήσουν τις εδαφικές διεκδικήσεις τους. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα ο χώρος που καταλάμβανε ο «μεγάλος ασθενής» στην Ευρώπη αναδείχθηκε σε πεδίο αντιπαράθεσης τόσο μεταξύ των χριστιανικών χωρών της Βαλκανικής όσο και μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Οι αλυτρωτικές τάσεις αυτών των κρατών συνδυάζονταν με τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα έκαστης Δύναμης στα Βαλκάνια.

Η Ελλάδα, ως η πρώτη χώρα στα Βαλκάνια που απέκτησε την ανεξαρτησία της, καρπός της επανάστασης του 1821, δεν έπαψε να εγείρει διεκδικήσεις έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι συστηματικές προσπάθειες της Ελλάδας άλλοτε στέφθηκαν από επιτυχία, όπως συνέβη με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου με απόφαση της Πρεσβευτικής Διάσκεψης της Κωνσταντινούπολης (1881), και άλλοτε οδήγησαν σε ταπεινωτική ήττα, όπως συνέβη με τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Ο πόλεμος αυτός, αν και χαρακτηρίζεται στην ελληνική ιστορική βιβλιογραφία ως «ατυχής», αποτέλεσε το έναυσμα για την πλήρη ανασυγκρότηση της χώρας, διαμέσου βέβαια μιας οδυνηρής διαδικασίας.

Ωστόσο η Ελλάδα δεν ήταν η μόνη χριστιανική χώρα που διεκδικούσε με δυναμικό τρόπο εδάφη από την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, αφού η Σερβία και η Βουλγαρία, αναζητώντας ερείσματα στις ευρωπαϊκές Αυλές, φάνταζαν ως ισάξιοι ανταγωνιστές σ’ έναν αγώνα που κάλλιστα μπορεί να χαρακτηριστεί μαραθώνιος.

Ιδίως η Βουλγαρία, μετά την ίδρυση της Εξαρχίας, ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα στα εδάφη της Μακεδονίας, ενεργώντας ως αυτόκλητος προστάτης των δυναστευομένων χριστιανικών πληθυσμών. Αποκορύφωμα της βουλγαρικής διείσδυσης στη Μακεδονία ήταν η δράση των κομιτατζήδων – βουλγαρικών ένοπλων σωμάτων που επιδίωκαν τον βίαιο προσηλυτισμό των χριστιανών, σκορπώντας τον τρόμο, με την ανοχή των Τούρκων. Ο Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908) ήταν η απάντηση της ελληνικής πλευράς στις επεκτατικές βλέψεις της Βουλγαρίας, αλλά και το πεδίο δοκιμής των αντοχών της Ελλάδας απέναντι στις μελλοντικές προκλήσεις.

Η ύστατη προσπάθεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να διατηρήσει τα ερείσματά της στον ευρωπαϊκό χώρο εκδηλώθηκε με την επανάσταση των Νεότουρκων τον Ιούλιο του 1908. Ομάδα νέων Τούρκων αξιωματικών, αλλά και εκπροσώπων της μεσαίας τάξης, προσπάθησαν να εξωραΐσουν το πρόσωπο της Αυτοκρατορίας με την εξαγγελία μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα είχαν ως σκοπό την αδελφοσύνη και την ισονομία μεταξύ των εθνοτήτων. Όμως, οι πραγματικές προθέσεις τους δεν άργησαν να αποκαλυφθούν, αφού τα μέτρα που έλαβαν οι πρωτεργάτες τού επαναστατικού κινήματος στόχευαν στον εκτουρκισμό όλων των υπηκόων της Αυτοκρατορίας.

Τα προνόμια των υπηκόων ουσιαστικά καταργήθηκαν, ενώ οι χριστιανικοί πληθυσμοί, αν και μπορούσαν να διατηρήσουν τη θρησκεία τους αλλά όχι και τη γλώσσα τους, αντιμετώπιζαν κυρίως την απειλή του αφανισμού. Οικονομικοί αποκλεισμοί, απελάσεις, βιαιότητες, εκτοπίσεις, βαρύτερες ποινές συνέθεταν το κλίμα τρομοκρατίας του νέου καθεστώτος, διαψεύδοντας πανηγυρικά τις ελπίδες των εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας, της οποίας η προοπτική διάλυσης έδωσε το σύνθημα στα βαλκανικά κράτη να εκμεταλλευτούν την παρακμή της τόσο στο διπλωματικό πεδίο όσο και στο στρατιωτικό επίπεδο.

Η δυναμική των εξελίξεων δεν άφησε ασυγκίνητες τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες, ανάλογα πάντα με τα συμφέροντά τους, επιδίωκαν την επιτάχυνση, ή όχι, της διάλυσης μιας ήδη καταρρέουσας Αυτοκρατορίας. Η προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία το 1908, η ανεξαρτησία της Βουλγαρίας (1908), η σερβοβουλγαρική προσέγγιση με την ένθερμη προτροπή της Ρωσίας και ο Ιταλοτουρκικός Πόλεμος του 1911, αφενός άνοιξαν τον δρόμο για την ταχεία διάλυση της Αυτοκρατορίας και αφετέρου κατέδειξαν ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν ήταν πλέον σε θέση να ελέγξουν τη ροή των εξελίξεων, αν και προσπάθησαν να αυξήσουν την επιρροή τους στους κόλπους των βαλκανικών κυβερνήσεων προκειμένου να αποτρέψουν έναν βαλκανικό πόλεμο που πιθανώς να άλλαζε το status quo της περιοχής.

Μέσα σε αυτό το κλίμα αναβρασμού οι βαλκανικές χώρες επιχείρησαν, ήδη από το 1911, να έλθουν σε συνεννόηση, προκειμένου να αντιμετωπίσουν από κοινού τη σκληρή πολιτική των Νεότουρκων. Όμως η διαδικασία προσέγγισης των χριστιανικών βαλκανικών κρατών δεν ήταν καθόλου εύκολη και σύντομη –ιδιαίτερα μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας– λόγω του ζητήματος της Μακεδονίας. Ο τρόπος διανομής των εδαφών της καταρρέουσας Αυτοκρατορίας σε περίπτωση νικηφόρου έκβασης του πολέμου αποτελούσε το αγκάθι για τις διαπραγματεύσεις των χριστιανικών κρατών. Ωστόσο η επιθυμία όλων των πλευρών για τη δημιουργία ενός αντιοθωμανικού συνασπισμού έθεσε, έστω και προσωρινά, κατά μέρος τις όποιες αντιπαραθέσεις και διαφωνίες.

Υπό την επίβλεψη και την έντονη πίεση της Ρωσίας –η οποία, ιδιαίτερα μετά την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, έβλεπε την Αυστροουγγαρία ως εν δυνάμει αντίπαλό της στα Βαλκάνια και επιδίωκε να ανακόψει την περαιτέρω διείσδυσή της–, η Σερβία και η Βουλγαρία σύναψαν συνθήκη αμυντικής συμμαχίας στις 29 Φεβρουαρίου του 1912. Η συγκεκριμένη συνθήκη εξασφάλιζε την εδαφική ακεραιότητα και την πολιτική ανεξαρτησία των συμβαλλομένων μερών και την αμοιβαία στρατιωτική συνδρομή σε περίπτωση επίθεσης τρίτου κράτους.

Σε παράρτημα της συνθήκης, που δεν είχε γίνει κοινά γνωστό, προβλεπόταν ότι σε περίπτωση ενδεχόμενων αναταραχών στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, ένεκα της ρευστής κατάστασης που επικρατούσε στα ευρωπαϊκά εδάφη της, οι οποίες θα αποτελούσαν πηγή κινδύνων για τα εθνικά συμφέροντα των δύο κρατών και απειλή για τη διατήρηση του status quo της βαλκανικής, η δυνατότητα ένοπλης επέμβασής τους ή προσφυγής τους στη Ρωσία. Επίσης, καθοριζόταν η διανομή των εδαφών σε περίπτωση που ο πόλεμος κρινόταν υπέρ τους.

Συγκεκριμένα, η Βουλγαρία αναγνώριζε το δικαίωμα της Σερβίας στο σαντζάκι του Νόβι Παζάρ μέχρι τις ακτές της Αδριατικής, ενώ αντίστοιχα η Σερβία αναγνώριζε στη Βουλγαρία δικαίωμα στα εδάφη της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Για τα υπόλοιπα εδάφη της Μακεδονίας προβλεπόταν η διαιτησία της Ρωσίας. Το επιστέγασμα της συμμαχίας των δύο κρατών ήταν η υπογραφή της στρατιωτικής σύμβασης στις 29 Απριλίου του 1912, η οποία αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της συνθήκης συμμαχίας. Παρόλο που οι δύο χώρες, καθώς επίσης και η Ρωσία, ήθελαν να παραμείνει η συνθήκη μυστική, οι Μεγάλες Δυνάμεις πληροφορήθηκαν το περιεχόμενό της. Για την Ελλάδα αυτή η συνθήκη δημιουργούσε ορατούς κινδύνους για τον ελληνικό πληθυσμό της Μακεδονίας και της Θράκης, και φυσικά έθιγε τα συμφέροντά της.

Το θέμα της αυτονόμησης της Μακεδονίας αποτελούσε βασικό στόχο της Βουλγαρίας και σοβαρό εμπόδιο για την ελληνοβουλγαρική προσέγγιση. Η Βουλγαρία επίσης επ’ ουδενί ήθελε να εμπλακεί σ’ έναν πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα, ενώ η Ελλάδα δε θα ανεχόταν την αυτονόμηση της Μακεδονίας, μια πράξη που θα έστελνε τη Μακεδονία στην αγκαλιά της Βουλγαρίας.

Χωρίς να γίνεται λόγος για τον τρόπο διανομής των εδαφών που θα απελευθερώνονταν, υπογράφηκε στις 16 Μαΐου του 1912 η ελληνοβουλγαρική αμυντική συμμαχία, τριετούς διάρκειας, από τον Έλληνα πρεσβευτή στη Σόφια Δημήτριο Πανά και τον Βούλγαρο Πρωθυπουργό Γκέσωβ. Η συνθήκη προέβλεπε την αμοιβαία στρατιωτική αρωγή σε περίπτωση επίθεσης της Τουρκίας και απέβλεπε στην προστασία και στην ειρηνική συμβίωση των ελληνικών και βουλγαρικών εθνοτήτων στα ευρωπαϊκά εδάφη της Τουρκίας. Αργότερα, στις 22 Σεπτεμβρίου, υπογράφηκε και η στρατιωτική σύμβαση μεταξύ των δύο χωρών, από την οποία προέκυπτε μια ευνοϊκή για την Ελλάδα παράμετρος που αφορούσε την ένοπλη συνδρομή της Βουλγαρίας σε περίπτωση που η Ελλάδα, λόγω του Κρητικού Ζητήματος, δεχόταν επίθεση από την Τουρκία. Νωρίτερα στις 14 Αυγούστου επισφραγίστηκε η συμφωνία του Μαυροβουνίου με τη Βουλγαρία για στρατιωτική βοήθεια σε περίπτωση ένοπλης ρήξης με την Τουρκία. Η Ελλάδα δε συνομολόγησε καμία ανάλογη συνθήκη με το Μαυροβούνιο και τη Σερβία, παρά μόνο αντηλλάγησαν επιτελείς αξιωματικοί μετά την κήρυξη του πολέμου για τον συντονισμό των επιχειρήσεων.

Οι διεργασίες σε διπλωματικό επίπεδο που οδήγησαν στη σύναψη αμυντικών συμφωνιών μεταξύ των χριστιανικών βαλκανικών κρατών συνοδεύτηκαν και από την αναζήτηση αφορμών για την κήρυξη του πολέμου κατά της Τουρκίας. Το καλοκαίρι του 1912 η εξέγερση των Αλβανών στο Κοσσυφοπέδιο και τη Σκόδρα, με αίτημα την αυτονόμηση των περιοχών που διαβιούσαν, οι σφαγές χριστιανών στην πόλη Κότσανα από τις οθωμανικές Αρχές και η ένταση στις σχέσεις μεταξύ Μαυροβουνίου και Τουρκίας, που οδήγησε σε μερική επιστράτευση του Μαυροβουνίου στις 11 Αυγούστου, λειτούργησαν ως θρυαλλίδα για την επίσπευση των εξελίξεων που θα οδηγούσαν τελικά στον πόλεμο.

Περισσότερο από τις τέσσερις χώρες η Βουλγαρία επιζητούσε, παρά την αρχική της μετριοπαθή στάση, την κήρυξη του πολέμου και γι’ αυτό –εκμεταλλευόμενη το γεγονός της σύναψης συμφωνίας με τις άλλες τρεις χώρες, στοιχείο απαραίτητο για τη διεξαγωγή του πολέμου έναντι μιας αυτοκρατορίας– ζήτησε από την Ελλάδα να παράσχει την αφορμή του πολέμου: να αποδεχθεί τη συμμετοχή των Κρητών βουλευτών στην ελληνική βουλή. Την πρόταση αυτή η ελληνική κυβέρνηση την απέρριψε, αφού η ίδια η Βουλγαρία δεν ήθελε εξαρχής να εμπλακεί το Κρητικό Ζήτημα με την υπόθεση του επικείμενου πολέμου, ενώ δεν είχε ακόμα υπογραφεί η στρατιωτική σύμβαση με την Ελλάδα. Η τελευταία ήλπιζε σε μια επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, η οποία θα έπειθε την Πύλη να αποδεχθεί τα αιτήματα των Συμμάχων.

Όμως, οι τρεις σλαβικές χώρες προετοιμάζονταν πυρετωδώς, ενώ νέα επεισόδια που σημειώθηκαν έδειχναν ότι ο πόλεμος δε θα αργούσε. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1912 οι οθωμανικές Αρχές κατέσχεσαν στα Σκόπια σερβικό πολεμικό υλικό που μεταφερόταν από τη Θεσσαλονίκη στο Βελιγράδι, τουρκικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στη Σάμο, κατά παράβαση των ειδικών προνομίων που απολάμβανε το νησί, και βομβάρδισαν το ελληνικό ατμόπλοιο Ρούμελη, προκαλώντας την αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης. Εν τω μεταξύ σημειώνονταν καθημερινά επεισόδια σε όλη τη γραμμή των ευρωπαϊκών συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα οποία πολλές φορές λάμβαναν τη μορφή πραγματικών μαχών.

Η ώρα της αποφασιστικής δράσης των Συμμάχων είχε φτάσει: στις 15 Σεπτεμβρίου του 1912 η Σερβία και η Βουλγαρία κήρυξαν επιστράτευση, ενώ είχε προηγηθεί δύο ημέρες νωρίτερα η τουρκική επιστράτευση στη Θράκη. Η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο κρίθηκε επιβεβλημένη από την πολιτική ηγεσία, παρόλο που η συμφωνία με τη Βουλγαρία είχε αμυντικό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου το σχετικό διάταγμα για την επιστράτευση του Ελληνικού Στρατού υπογράφηκε στις 17 Σεπτεμβρίου και τέθηκε σε ισχύ από τα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας.

Η χώρα όμως που άνοιξε πρώτη τον χορό του πολέμου ήταν το Μαυροβούνιο στις 25 Σεπτεμβρίου, ενώ η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα επέδωσαν στις 30 Σεπτεμβρίου κοινή διακοίνωσή τους στην Τουρκία ζητώντας την εισαγωγή μιας σειράς μεταρρυθμίσεων (απαγόρευση του εποικισμού, αναγνώριση της αυτονομίας των εθνοτήτων, μη στράτευση των χριστιανών κ.λπ.).

Η Οθωμανική Τουρκία όχι μόνον αρνήθηκε να απαντήσει στη διακοίνωση, αλλά ανακάλεσε και τους πρεσβευτές της από τη Σόφια και το Βελιγράδι, με αποτέλεσμα τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων και την κήρυξη του πολέμου από τη Σερβία και τη Βουλγαρία στις 4 Οκτωβρίου.

Αντίθετα, απέναντι στην Ελλάδα τήρησε μετριοπαθή στάση, επιδιώκοντας, με την παροχή ανταλλαγμάτων, να πετύχει τουλάχιστον την ουδέτερη στάση της στον επερχόμενο πόλεμο. Επιπλέον, υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με την Ιταλία, τερματίζοντας τον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο – ενέργεια που της επέτρεψε να άρει τον ναυτικό αποκλεισμό που της είχε επιβάλει η Ιταλία. Αν η Ελλάδα, που διέθετε αποδεδειγμένα αρκετά ισχυρό ναυτικό, τηρούσε ουδέτερη στάση, η Τουρκία θα μπορούσε να μεταφέρει διά του Αιγαίου στρατιωτικές δυνάμεις προκειμένου να αντιμετωπίσει τη Βουλγαρία και τη Σερβία. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση δεν άφησε περιθώρια περαιτέρω ελιγμών για την τουρκική πλευρά και απαίτησε μέχρι τις 3 Οκτωβρίου την απελευθέρωση είκοσι ελληνικών πλοίων που είχαν κατασχεθεί από τις οθωμανικές Αρχές. Η απαίτηση της Ελλάδας έμεινε ανεκπλήρωτη, και ως εκ τούτου, ακολουθώντας τους συμμάχους της, στις 5 Οκτωβρίου κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία.

Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος αποτέλεσε το έναυσμα για μια δυναμική αλλαγή στο status quo των Βαλκανίων, η οποία επέδρασε βαθιά σε κάθε έκφανση της κοινωνικοπολιτικής δραστηριότητας τόσο των εμπόλεμων κρατών όσο και των πληθυσμών που αποτελούσαν το αμάγαλμα της εξασθενημένης Αυτοκρατορίας.

Όμως το πλέγμα των βαλκανικών συμμαχιών βασίστηκε σε σαθρά θεμέλια επειδή διαπνεόταν από ανειλικρίνεια και υστεροβουλία. Η τήρηση μυστικών όρων των διμερών συμμαχιών αποτελούσε τροχοπέδη για την αποδοχή προτάσεων από όποια πλευρά κι αν προέρχονταν αυτές. Ήταν όμως έκδηλη η επιθυμία των κρατών να υιοθετήσουν, έστω και προσωρινά, ένα πνεύμα συνεργασίας και προσέγγισης, προκειμένου να επωφεληθούν από τον επικείμενο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όταν πλέον δε θα υφίστατο ο κοινός εχθρός, οι διμερείς συμβάσεις και συμφωνίες θα κατέρρεαν μπροστά στο φάσμα της ολοκλήρωσης των εθνικών πόθων. Οι εδαφικές διαφορές μεταξύ των Συμμάχων θα επιλύονταν όχι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αλλά με έναν δεύτερο πόλεμο, τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο.