Στο δάσος των κέδρων
31 Οκτωβρίου 2011Κρατώ μπροστά μου — και θα το κρατήσω για πάντα — ένα μικρό κλαράκι κέδρου, που, καθώς περνούσαμε με το αυτοκίνητο από την περίφημη κοιλάδα των κέδρων, ο γιός μου σταμάτησε για μια στιγμή, άπλωσε το χέρι του, έκοψε το κλαράκι από ένα φρέσκο και κομψό κέδρο, που πρόβαλλε από τη χαράδρα, και μου το πρόσφερε. Είναι τόσο μικρό αυτό το κλαράκι, που το Δασονομείο, όσο κι΄ αν είναι — σωστά και δίκαια — αυστηρό στην προφύλαξη των κέδρων, θα συχωρέσει, ελπίζω, αυτή την παράβαση, που δεν ήταν φθορά του κέδρου, αλλά μια ψυχική προπάντων επαφή μαζί του, μια θαυμαστή συμβολική σύνδεση του δάσους με τον άνθρωπο, μια ζωντανή και απτή έκφραση της μαγείας της ομορφιάς της Φύσεως, που χαρίζει την ανάταση στο πνεύμα του ανθρώπου, τον εξαγνισμό στην ψυχή του, την ανανέωση σ’ ολόκληρη την ύπαρξή του.
Ένα τοσοδά κλαράκι είναι αυτό που έχω εδώ μπροστά μου. Και όμως, μέσα σε μια στιγμή, το μικρό αυτό κλαράκι μεγαλώνει, υψώνεται και φουντώνει, γίνεται το ίδιο το φρέσκο και κομψό κέδρο, που είχε προβάλει εκείνο το πρωί από τη χαράδρα, Και την ίδια στιγμή, άπειρα άλλα κέδρα ξεπετιέται μεμιάς από τη χαράδρα, σκαρφαλώνουν στις πλαγιές, στυλώνονται στις γύρω κορφές, γεμίζουν όλη την έκταση, κάτω και πάνω, ως το βάθος. Και καθώς ανοίγουν στο πλάι τα κλαριά τους, που απαλοτρέμουν στο ανάλαφρο φύσημα του αέρα. μοιάζουν με απλωμένα ανθρώπινα χέρια, που αναταραγμένα από το ρίγος τής στοργής, λαχταρούν κάποιο τρυφερό αγκάλιασμα.
Είναι το ίδιο εξαίσιο δάσος των κέδρων, που, εκστατικοί και μαγεμένοι, το καμαρώναμε εκείνο το πρωί. Το ίδιο, που και τώρα το νιώθω, το βλέπω και το χαίρομαι να με τριγυρίζει, να με αγκαλιάζει, να με γεμίζει με τη ζωογόνα πνοή του, να με μεθά με την υπέροχη ομορφιά του. Και όπως τότε, βουβός από θαυμασμό, δεν
μπορούσα ν’ αρθρώσω μια λέξη, παρά άφηνα να ξεφεύγουν από μέσα μου κάποιοι ανείπωτοι τόνοι, σαν μυστική απήχηση των αναταραγμένων παλμών της βαθύτατα δονημένης από συγκίνηση και χαρά καρδιάς μου, έτσι και τώρα, αντικρίζοντας, μέσα σ’ αυτό εδώ το μικρό κλαράκι του κέδρου, το μέγα θαύμα της ομορφιάς και της γοητείας του δάσους των κέδρων, μουρμουρίζω άθελά μου τούς ίδιους άναρθρους ήχου;, τους ίδιους μουσικούς τόνους ενός μυστικού τραγουδιού, ενός ανεκλάλητου ύμνου.
Και αληθινά το κέδρο είναι το δέντρο που υμνήθηκε περισσότερο απ’ όλα τα άλλα. Στο «Άσμα Ασμάτων» ο Σολομών, στους «Ψαλμούς» ο Δαβίδ, σε διάφορα άλλα θρησκευτικά βιβλία ο Ησαΐας, ο Ιεζεκιήλ και άλλοι προφήτες εξυμνούν το κάλλος, το μεγαλείο και τη χάρη του, και το θεωρούν ως δώρο του Θεού, που ήρθε στον Λίβανο από την ίδια την Εδέμ.
Η παράδοση λέγει πως ο Σολομών χρησιμοποίησε το γερό και άσηπτο ξύλο των κέδρων για την ανοικοδόμηση του θαυμάσιου ναού του. Και είναι χαρακτηριστικό πως στη θρησκευτική τελετή του χριστιανικού γάμου οι ευχές, που δίνει η Εκκλησία στους νεόνυμφους, χρησιμοποιούν την εικόνα του κέδρου.
Έτσι το ωραίο και μεγαλόπρεπο, το ολόισο κ’ επιβλητικό, το εύρωστο και ακατάβλητο, το αείφυλλο κ’ αιωνόβιο αυτό δέντρο πήρε κάποιαν ιερότητα, που το κάνει να εμπνέει όχι μόνο τον θαυμασμό, αλλά και το σέβας. Και δεν είναι περίεργο πως οι Αραβικές φυλές νιώθουν για τα κέδρα (του Λιβάνου βέβαια προπάντων) μιαν πατροπαράδοτη λατρεία, και τους αποδίνουν όχι μόνο αμάραντη και αθάνατη ζωή, αλλά και σοφή σκέψη κ’ ευαίσθητη ψυχή, που τα κάνουν να προβλέπουν και να προαισθάνονται.
Την ίδια ιερότητα αποδίνει στα κέδρα και ο Κυπριακός λαός, που τα ονομάζει «πεύκα της Παναγιάς». Όχι μόνο γιατί οι πρώτες ρίζες τους φύτρωσαν στα αγιασμένα χώματα της Μονής του Κύκκου, αλλά και γιατί προπάντων απ’ εκεί πήραν, από την ιερή και θαυματουργό εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας, την ευλογία και τη θαυμαστή δύναμη ν’ απλωθούν και να γεμίσουν ολόκληρη εκείνη τη μαγευτική κοιλάδα των τρακόσων στρεμμάτων —μοναδική στον κόσμο για το δάσος των κέδρων (ασύγκριτα μεγαλύτερο από τις αραιές συστάδες του κεδρόλογγου του Λιβάνου) και για το μεγαλείο της ομορφιάς της— και να την κάμουν μια νέα Εδέμ στην πανάρχαια και σεπτή γη της Κύπρου.
Αυτήν την ιερότητα είχα νιώσει κ’ εγώ τότε καθώς αντίκριζα μ’ έκσταση και μεταρσίωση το θείο αληθινά μεγαλείο της έκπαγλης, έξοχης κ’ εξωτικής εκείνης Ομορφιάς. Την ίδια ιερότητα αισθάνομαι και τώρα, καθώς παίρνω στα χέρια μου και φέρνω στα χείλη μου αργά και απαλά, με συγκίνηση και με σεβασμό, το μικρό αυτό κλαράκι, που ευωδιάζει σαν ιερό κειμήλιο.
Σε λίγο η σκηνοθεσία άλλαξε, και η Κυπριακή Φύση μάς παρουσιάστηκε με διαφορετική μορφή, το ίδιο πάντα ωραία και το ίδιο μαγευτική. Από την Εδέμ των κέδρων βρεθήκαμε στο φαντασμαγορικό βασίλειο των πεύκων.
Επί δυό ολόκληρες ώρες το αυτοκίνητο κυλούσε μέσα στο πυκνό και απέραντο πευκοδάσος της Πάφου. Καθώς είχε βρέξει τη νύχτα κ’ εξακολουθούσε κάπου-κάπου να ψιλοβρέχει, το δάσος πρόβαλε με την πιο καθαρή και πιο λαμπερή πράσινη στολή του, και μυρώθηκε ολόκληρο με τα πιό ευωδιαστά και μεθυστικά μύρα.
Ο ουρανός είχε ραντίσει τα πεύκα με άπειρα διαμάντια, που έλαμπαν και φωσφόριζαν ανάμεσα στα φύλλα τους και στα κλαριά τους. Οι βράχοι και οι πλαγιές των βουνών είχαν γίνει ασημένιοι από τη λαμπερή επαφή της απαλής βροχής. Και από παντού κυλούσαν χαρούμενα και τραγουδιστά ρυάκια, που τρύπωναν παιγνιδίζοντας με φιδίσια συρσίματα και πηδηχτά ανεβοκατεβάσματα κάτω από τη χλόη, τους θάμνους και τις πέτρες. Εδώ κ’ εκεί μικροί καταρράχτες κατρακυλούσαν με σφυριχτό γέλιο. Και κάτω, στο βάθος της χαράδρας, το ποτάμι έτρεχε κ’ έστελνε ως απάνω το τραγουδιστό του φλοίσβισμα.
Ανάλαφρα κύματα καταχνιάς ξεπηδούσαν από τις αναμεσαριές των βουνών, ξεχύνονταν στις λαγκαδιές, έσκυβαν και φιλούσαν τις κορφές των πεύκων, αγκάλιαζαν τους βράχους κ’ έπεφταν να ξεκουραστούν και να σβήσουν σαν ασημένια πάχνη στα χαμόκλαδα και στη χλόη. Κάποτε έρχονταν και σε μας, τύλιγαν παιγνιδιάρικα το αυτοκίνητό μας, και, αποθέτοντας στα τζάμια του το δροσερό φιλί τους, μας χαιρετούσαν για μια στιγμή, και προσπερνούσαν με τα ίδια πάντα χαρούμενα παιγνιδίσματα. Κ’ εμείς τους ανταποδίναμε τον χαιρετισμό με συγκίνηση και χαρά.
Και τους λέγαμε με την άφωνη γλώσσα της καρδίας: Καθώς κυλάτε επάνω απ’ όλα και ανάμεσα σε όλα — τα βουνά και τα δάση, τους βράχους και τις πρασινάδες, τα κέδρα και τα πεύκα, τις πλαγιές και τις χαράδρες, τα ρυάκια και τα ποτάμια — δώστε σε όλα τους χαιρετισμούς μας, φέρτε τους τη συγκίνηση και τη χαρά μας, δείξτε τους την αγάπη μας και τον θαυμασμό μας. Και πέστε τους πόσο καμαρώνουμε και περηφανευόμαστε, πόσο είμαστε ευτυχισμένοι για την υπέροχη κ’ εξαίσια ομορφιά της αγαπημένης μας Γης, της γλυκιάς μας Πατρίδας.
(Μελή Νικολαΐδη, «Η Κύπρος μας» -Η ομορφιά της, η ζωή της, ο αγώνας της. Εκδ. Πνευματικής ζωής, 1965, σ. 35-38)