Ο εορτασμός του Πάσχα και η ενότητα της Εκκλησίας

19 Οκτωβρίου 2012

… Έχει επισημανθεί πολλές φορές ότι η εκκλησιαστική ενότητα βρίσκεται σε αδιάκοπη σχέση με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, όπου οι πιστοί καθώς μεταλαμβάνουν του ενός σώματος του Χριστού, ενώνονται αληθινά και πραγματικά σε ένα και καθολικό σώμα μέσα στο μυστήριο της αγάπης του Χριστού, μέσα στη μεταμορφωτική δύναμη του Πνεύματος.

Όταν, όμως, η ίδια η αλήθεια της Εκκλησίας, η αλήθεια της κοινωνίας των προσώπων, του τριαδικού τρόπου της υπάρξεως που αποκάλυψε η σάρκωση του Λόγου, κατανοείται όλο και περισσότερο ως μια «θρησκευτική διδαχή» που αποσκοπεί στην «ηθική βελτίωση του ατόμου», τότε παύει να είναι και να λειτουργεί ως η μεταμόρφωση του κόσμου εν Χριστώ. Η μεταμόρφωση δεν συντελείται με τρόπο μαγικό ή αυτόματο. Η ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος είναι ενότητα ζωής, που απορρέει από τη βίωση της μετανοίας. Αυτή φέρνει την καταλλαγή και ενοποιεί τους ανθρώπους εν Χριστώ. Αυτή οδηγεί στην Ευχαριστία. Στην κοινωνία δηλαδή του κτιστού με το άκτιστο, στην ένωση του ανθρώπου με τον Θεό.

Αυτή τη θεώρηση έχει και ο άγιος Κυπριανός Καρχηδόνας, όταν λέει: «Πιστεύει κανείς ότι αυτή η ενότητα που προέρχεται από τη δύναμη του Θεού, που είναι στενά συναρτημένη με τα ουράνια μυστήρια, μπορεί να σπάσει στην Εκκλησία και να χωριστεί εξαιτίας της διαφοράς συγκρουόμενων θελήσεων; Όποιος δεν κρατά αυτή την ενότητα, δεν κρατά το νόμο του Θεού, δεν κρατά την πίστη του Πατέρα και του Υιού, δεν κρατά τη ζωή και τη σωτηρία» (1).

Η ενότητα λοιπόν της Εκκλησίας πραγματώνεται μυστηριακώς μέσω της άκτιστης θεοποιού Χάριτος. Γιατί τότε δεν γίνεται ορατή πραγματικότητα; Τούτο συμβαίνει:

–    Επειδή ο άνθρωπος την αναζητεί προτού παραδώσει όλη του την καρδιά, όλη του την ψυχή και όλο του το πνεύμα στον Θεό.

–    Επειδή την αναζητεί έξω από τον εαυτό του, δηλαδή ζητάει να την πραγματοποιήσει αντικειμενικά.

Η ενότητα δεν είναι ένα «αντικείμενο», που μπορεί να εξετάζεται θεωρητικά. Είναι η υπαρκτική αλήθεια, αφού είναι ο τρόπος ύπαρξης της Αγίας Τριάδας.

Η αλήθεια όμως του Θεού γίνεται ορατή και είναι ψηλαφητή απ’ όλους τους πιστούς στην ολότητά της, επειδή είναι απλή. Δεν μπορεί κανένας να τη δει έξω από τον Θεό ή χωρίς τον Θεό, γιατί βλέπει κάποιος τον Θεό, όταν βλέπει τις φανερώσεις του Θεού: «Ει εγνώκειτέ με, και τον πατέρα μου εγνώκειτε αν» (Ιω. 14, 7).

… Το πρόβλημα της ενότητας θέτει με τρόπο οξύ και αποφασιστικό το πρόβλημα της παρουσίας του Κυρίου, επειδή με την παρουσία αυτή πρόκειται να πραγματοποιηθεί η ενότητα σε ένα επίπεδο θεϊκό. Μόνο ο Κύριος μπορεί να δημιουργήσει μεταξύ των δύο ή τριών και περισσότερων ένα μοναδικό λαό, γιατί «αυτός εστίν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα έν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας» (Εφ. 2, 14).

Ας έρθουμε τώρα σε ένα εκκλησιαστικό παράδειγμα ενότητας από τα τέλη του 2ου αιώνα.

Το έτος 192, ο Πρεσβύτερος Βλάστος από τη Μικρά Ασία επιχείρησε να εισαγάγει στη Ρώμη τον τρόπο εορτασμού του Πάσχα των Μικρασιατών. Τότε ο επίσκοπος Ρώμης Βίκτωρ ζήτησε να συγκληθούν Σύνοδοι σε Ανατολή και Δύση για τη διευθέτηση του προβλήματος, ώστε όλοι οι Χριστιανοί να εορτάζουν το Πάσχα την Κυριακή μετά τη 14η του μήνα Νισάν (είναι ο πρώτος μήνας των Εβραίων, διάρκειας 30 ημερών και συμπίπτει με τη δική μας χρονική περίοδο από 16 Μαρτίου έως 15 Απριλίου). Όλες οι Εκκλησίες συμφώνησαν εκτός από εκείνες της Μικράς Ασίας, οι οποίες στη Σύνοδο της Εφέσου αποφάσισαν να εορτάζουν σύμφωνα με το δικό τους έθος. Ο Βίκτωρ τους αφόρισε και κοινοποίησε σε όλους την απόφασή του, ισχυριζόμενος ότι στηρίχτηκε στην παράδοση του Αποστόλου Πέτρου, αδιαφορώντας για την αποστολική παράδοση των άλλων εκκλησιών. Παρά ταύτα οι Μικρασιάτες ενέμειναν μέχρι και την απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325 μ.Χ.). Κριτική στην αυστηρή απόφαση του Βίκτωρα άσκησε ο άγιος Ειρηναίος Λυώνος, ο οποίος συνέστησε ψυχραιμία και ισχυρίστηκε πως οι διαφορές στα έθη δεν πρέπει να κλονίζουν την ενότητα της Εκκλησίας.

Ας ακούσουμε προσεκτικά τα λόγια του: «Ουδέποτε αποβλήθηκε κανείς από την Εκκλησία εξαιτίας αυτού του έθους. Οι πρεσβύτεροι, πριν από σένα, που δεν τηρούσαν το έθος, έστελναν κανονικά την ευχαριστία σε κείνους που το τηρούσαν και προέρχονταν από τις αντίστοιχες παροικίες. Όταν ο Πολύκαρπος [Σμύρνης] μετέβη στη Ρώμη επί Ανικήτου, ενώ μεταξύ τους είχαν μικροδιαφορές, ειρήνευσαν αμέσως, χωρίς να φιλονικήσουν γι’ αυτό το ζήτημα. Πράγματι, ούτε ο Ανίκητος κατόρθωσε να πείσει τον Πολύκαρπο να μην τηρεί το έθος αυτό, το οποίο τηρούσε τόσο με το μαθητή του Κυρίου Ιωάννη, όσο και με τους άλλους αποστόλους που συναναστρεφόταν, ούτε όμως και ο Πολύκαρπος μπόρεσε να πείσει τον Ανίκητο να μην τηρεί το έθος που ακολουθούσε, γιατί κι εκείνος στηριζόταν στην προγενέστερη παράδοση. Αφού λοιπόν έτσι είχαν τα πράγματα, κοινώνησαν μεταξύ τους και στην Εκκλησία ο Ανίκητος παραχώρησε από σεβασμό την τέλεση της Ευχαριστίας στον Πολύκαρπο και αποχώρησαν με ειρήνη. Όλη η Εκκλησία ειρήνευσε. Και εκείνοι που τηρούσαν το έθος και οι άλλοι που δεν το τηρούσαν» (2).

  1. Βλ. De ecclesiae catholicae unitate, 6.
  2. Βλ. Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, 5, 23-24.

Από το άρθρο του Αναπλ. Καθ. της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Φώτη Ιωαννίδη, «Η ενότητα της Εκκλησίας ως ζητούμενο», στη Θεολογική Επετηρίδα της Ι.Μ. Κιτίου Εκκλησιαστικός Κήρυκας, τόμ. ΙΖ΄, σελ. 64-70