Παράδοση και ανανέωση – 2

9 Ιουνίου 2013

Από την πλευρά μου, θα ήθελα να σχολιάσω περισσότερο τα δύο άρθρα που διερευνούν τις ανανεωτικές τάσεις της σύγχρονης ελλαδικής Ορθοδοξίας, είτε στο επίπεδο της θεολογικής διανόησης που κινείται στις παρυφές της θεσμικής Εκκλησίας, είτε στο επίπεδο της επίσημης εκκλησιαστικής θεσμικής έκφρασης. Τόσο το άρθρο της κ. Trine Stauning Willert σχετικά με την κριτική που ασκείται στην εθνοκεντρικότητα της ελληνικής Ορθοδοξίας, όσο και το άρθρο του κ. Κώστα Παπαστάθη σχετικά με την παρατηρούμενη αλλαγή στρατηγικής της σύγχρονης ηγεσίας της Εκκλησίας επιχειρούν να απαντήσουν στο πολύ ενδιαφέρον ερώτημα που αφορά την αλλαγή ταυτότητας και την αναζήτηση νέου ρόλου της ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Και τα δύο άρθρα θέτουν επί τάπητος την αμφισβήτηση του παραδοσιακού εθνοκεντρικού παραδείγματος της ελληνικής Ορθοδοξίας και την αναζήτηση ενός νέου παραδείγματος ικανού να εκπροσωπήσει την Εκκλησία στην ύστερη νεωτερική κοινωνία.

vlataion

         Πιο συγκεκριμένα, η κ. Willert, με βάση την περίπτωση της Θεολογικής Ακαδημίας Βόλου και ιδιαίτερα του Διευθυντή της κ. Παντελή Καλαϊτζίδη, διερευνά την προέλευση του ανανεωτικού θεολογικού λόγου, ο οποίος θέτει υπό αμφισβήτηση το εθνο-θρησκευτικό παράδειγμα, επιδιώκει την «απο-εθνικοποίηση της θρησκείας» και προτείνει ένα νέο παράδειγμα εσχατολογικής βίωσης της χριστιανικής ταυτότητας. Με μια ενδιαφέρουσα ανάλυση, η κ. Willert ανάγει την ανανεωτική αυτή θεολογική κίνηση στην ύστερη νεωτερικότητα, συνδέοντάς την με τα διεθνή χαρακτηριστικά της θρησκείας: πίστη ως προσωπική επιλογή (όχι πολιτιστική συνήθεια ή εθνική ταυτότητα), «απο-εθνικοποίηση» της θρησκείας και άνοιγμα προς τον κοσμοπολιτισμό.

         Το άρθρο επισημαίνει την επίδραση της ύστερης νεωτερικότητας στην αλλαγή της θεολογικής ταυτότητας, δηλαδή την επιρροή του κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος στη διαμόρφωση μιας οικουμενικής, πλουραλιστικής θεολογικής  ταυτότητας και στην κριτική της εθνικιστικής ταυτότητας. Όπως τον προπερασμένο αιώνα η Εκκλησία λειτούργησε ως θεσμός της νεωτερικότητας, προβάλλοντας και υποστηρίζοντας την εθνική ταυτότητα, έτσι και σήμερα μπορεί να λειτουργήσει ως θεσμός της ύστερης νεωτερικότητας, προβάλλοντας μια οικουμενική ταυτότητα, με ανοχή στην πολιτιστική διαφορά και αποδοχή του διαφορετικού και της ετερότητας.

         Ο κ. Παπαστάθης, στο δικό του άρθρο, συζητά το ζήτημα της μετατόπισης του κέντρου βάρους από μια εθνοκεντρικά προσανατολισμένη σε μια κοινωνιο-κεντρικά (αν μπορούσαμε να πούμε) προσανατολισμένη Εκκλησία (ανοικτή, ανεκτική και περιεκτική της ετερότητας) μέσα από την αλλαγή στρατηγικής του τελευταίου προκαθημένου της, του κ. Ιερώνυμου. Η στρατηγική του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερώνυμου, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, σύμφωνα με το άρθρο, περιλαμβάνει το διάλογο, τη μετριοπάθεια, το συμβιβασμό και τη συμφιλίωση με τις πολιτικές δυνάμεις. Μέσα από αυτή τη στρατηγική, η θεσμική Εκκλησία φαίνεται να αναζητά μια νέα ταυτότητα, επιδιώκοντας ένα νέο ρόλο, διακριτό από την Πολιτεία, σε επικοινωνία με νέες –για τη νοοτροπία της- πολιτικές δυνάμεις. Πρόσφατο παράδειγμα μάλιστα είναι η πραγματοποίηση του Συνεδρίου Εκκλησία και Αριστερά που οργανώθηκε τον περασμένο Ιανουάριο (2013) από το Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. με τη συμμετοχή επισκόπων της ελλαδικής Εκκλησίας και αντιπροσώπων των αριστερών κομμάτων. Όμως η νέα αυτή στρατηγική παραμένει ατελής και αναποτελεσματική προς το παρόν και συναντά ποικίλες αντιδράσεις, αφού ερμηνεύεται ως απώλεια της πολιτικής «δύναμης» της Εκκλησίας.

         Κατά μία έννοια, και τα δύο άρθρα αφορούν ακριβώς την «απόρριψη» της εσωστρεφούς, κλειστής, εθνικιστικής ταυτότητας της Εκκλησίας και την αναζήτηση μιας νέας ανοικτής, εξωστρεφούς, οικουμενικής ταυτότητας. Οι αλλαγές αυτές, είτε στο επίπεδο του θεολογικού λόγου, είτε στο επίπεδο της εκκλησιαστικής στρατηγικής, οδηγούν την Ορθόδοξη Εκκλησία σε έναν διαφορετικό προσανατολισμό. Μετά από αυτά μπορούμε να μιλάμε για ένα νέο ρόλο της Εκκλησίας στην Ελλάδα; Μόνο με ερωτηματικό, όπως κάνει και η κ. Willert. Είναι χαρακτηριστικό ότι και τα δύο άρθρα αναφέρονται σε ατομικές μάλλον πρωτοβουλίες που συνδέονται με συγκεκριμένα πρόσωπα και δεν αποτελούν προϊόν συλλογικότερης δια-αντίδρασης. Το ζήτημα είναι πως αυτές οι ανανεωτικές φωνές θα «συνασπιστούν» ώστε να δημιουργήσουν μια εναλλακτική θεολογική πρόταση που θα γίνει αποδεκτή από το σώμα της Εκκλησίας και από την Εκκλησία ως θεσμό.

         Ένα δεύτερο ζήτημα επομένως, είναι η εμβέλεια και η αποτελεσματικότητα των ανανεωτικών αυτών «προτάσεων». Αν και οι τελευταίες έρευνες δείχνουν άνοδο του ποσοστού εμπιστοσύνης των ελλήνων πολιτών στην Εκκλησία, εντούτοις, πάντα πλανάται τα «φάσμα» του εθνοκεντρισμού και ακούει κανείς συχνά το ερώτημα «μα τι κάνει η Εκκλησία;» ή «γιατί δεν μιλάει η Εκκλησία;» όταν πρόκειται για μεγάλα εθνικο-πολιτικά προβλήματα. Η αλλαγή στρατηγικής του τωρινού Αρχιεπισκόπου σε σχέση με τον προκάτοχό του, απέναντι σε πολλά ζητήματα της εθνικής και κοινωνικής ζωής των Ελλήνων εκλαμβάνεται συχνά ως αδυναμία κοινωνικο-πολιτικής παρέμβασης. Ακόμη παραπέρα, πώς θα «αξιοποιηθούν» με την παρούσα κοινωνικο-οικονομική κρίση αυτές οι ανανεωτικές κινήσεις; Η κρίση θα σημάνει επιστροφή στο εθνοκεντρικό μοντέλο, όπως «φοβάται» η κ. Willert ή θα λειτουργήσει ως ευκαιρία απαλλαγής της Εκκλησίας από αυτό και ανάδειξης μιας διαφορετικής ταυτότητας με τη στροφή του ενδιαφέροντος στα προβλήματα που αφορούν τον άνθρωπο και τις ανάγκες του;

         Επιπλέον, θα ήθελα να κάνω ιδιαίτερη μνεία στο άρθρο της κ. Σπυριδούλας Αθανασοπούλου – Κυπρίου, σχετικά με το ρόλο της θρησκευτικής οργάνωσης «Ζωή» στη γυναικεία χειραφέτηση. Είναι η μοναδική συμβολή του τόμου στη «φεμινιστική» ορθόδοξη θεολογία, καθώς και το μοναδικό παράδειγμα ανάδειξης των γυναικών στις κινήσεις ανανέωσης.  Είναι γεγονός ότι η φεμινιστική θεολογία δεν έχει τύχει ακόμη αρκετής επεξεργασίας από την ελληνική θεολογική σκέψη. Αν και έχουμε πολλά ανανεωτικά κινήματα στην ακαδημαϊκή θεολογία, από τη δεκαετία του ‘60 ήδη, η συναφειακή θεολογία, μεταξύ των οποίων και η φεμινιστική, θεωρήθηκε ότι είναι μια προσπάθεια «κατακερματισμού» της μιας και ενιαίας ορθόδοξης θεολογίας και αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία. Εντούτοις, η φεμινιστική θεολογία μπορεί να προσφέρει μια εναλλακτική προσέγγιση στα θεολογικά ζητήματα καθώς δίνει «φωνή» στο άλλο «μισό του ουρανού», σύμφωνα με την ποιητική γλώσσα, για να συμπληρωθεί η εικόνα της ανθρώπινης εμπειρίας.

         Η κ. Αθανασοπούλου – Κυπρίου είναι από τις ελάχιστες γυναικείες φωνές που επιχειρούν μια φεμινιστική ανάλυση του θεολογικού λόγου και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ελληνική ορθόδοξη θεολογία. Το άρθρο της ερμηνεύει τη συμμετοχή των γυναικών στη θρησκευτική οργάνωση «Ζωή» ως μια προσπάθεια ανάδειξης της γυναικείας ταυτότητας και της συμμετοχικής διαδικασίας στη νέα κοινωνία που δημιουργείται μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν και οι οργανώσεις έχουν αρκετά μελετηθεί στην Ελλάδα, γιατί προσφέρονται για μια συγκεκριμένη περιπτωσιολογική μελέτη (case study), εν τούτοις, δεν έχει αναδειχτεί ως σήμερα αυτή η «φεμινιστική» προοπτική. Η συμβολή της κ. Αθανασοπούλου – Κυπρίου έχει τη σημασία της καθώς αναδεικνύει τη συμμετοχή των γυναικών στις ανανεωτικές, χαρισματικές κινήσεις κατά τη μεταπολεμική περίοδο και αποκαλύπτει την αόρατη και αφανή παρουσία των γυναικών στη μεταπολεμική κοινωνία. Πιθανόν το ίδιο να συμβαίνει και με την ανάπτυξη γενικότερα του γυναικείου μοναχισμού, ο οποίος, όπως μπορεί να υποστηρίξει κανείς ως υπόθεση εργασίας που μέλει να διερευνηθεί, έχει αυτή τη διάσταση της δυνατότητας «ελευθερίας» της γυναικείας προσωπικότητας, μέσα σε ανδροκρατικές και ιεραρχικές κοινωνίες.

         Γενικότερα, ο τόμος δίνει πολλές αφορμές προβληματισμού, αναστοχασμού και κριτικής επανεξέτασης της ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης και ευχαριστούμε τις δύο επιμελήτριες γι’ αυτό.