Η πιο επίκαιρη και αληθινή πρωτοχρονιάτικη ευχή!

1 Ιανουαρίου 2014

Απ’ όλες τις ευχές, που μοιράζονται τώρα με την ανατο­λή του νέους έτους, η πιο σωστή για μας τους χριστιανούς είναι η δέηση της Εκκλησίας. «Τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι». Η πιο επίκαιρη και πιο αληθινή ευχή είναι αυτή, το χρόνο της ζωής μας που μας μένει να τον περάσουμε ειρηνικά και μετανοημένοι.

Όταν η Εκκλησία λέει «εν ειρήνη», δεν εννοεί μόνο την εξωτερική πολιτική ειρήνη, αλλά πρώτα και πολύ περισσό­τερο την εσωτερική και ψυχική μας ειρήνη, από την οποία εξαρτάται και η ειρήνη του κόσμου. Γιατί είναι αλήθεια πως ο κόσμος δεν θα ειρηνεύσει, αν δεν ειρηνεύσουν ένας-ένας οι άνθρωποι, ανοίγοντας είσοδο και δεχόμενοι μέσα τους τη χάρη του Θεού.

ÃÉÏÑÔÇ ÁÃÃÅËÙÍ

Ο Θεός δεν είναι έξω από τον κόσμο και δεν βλέπει από μακριά την πορεία των ανθρωπίνων πραγμάτων. Καθώς στην αρχή της δημιουργίας το Πνεύμα του «επεφέρετο επάνω της αβύσσου έτσι και τώρα το ίδιο Πνεύμα του Θεού είναι επάνω από τον κόσμο και τον συντηρεί και τον κυβερνά. Όχι σαν μοίρα ή σαν τυφλή βία, αλλά ο θείος Λόγος επάνω στην κτίση και η θεία Χάρη μέσα στους ανθρώπους. Ούτε στην τύχη βρέθηκε ο κόσμος ούτε άσκοπη είναι η πορεία του ούτε άγνωστο είναι το τέλος του.

Η Εκκλησία ομιλεί για το «εν αρχή» και κηρύττει για τα «τέλη των αιώνων». Η θεία Γραφή, που είναι η αποκάλυψη του Θεού μέσα στην Εκκλησία, όχι με τη γλώσσα της επι­στήμης, αλλά με το πνεύμα της πίστεως, ομιλεί για την αρχή και για το τέλος του κόσμου. «Πίστει νοούμεν κατηρτίσθαι τους αιώνας ρήματι Θεού…», γράφει για την αρχή ο Από­στολος. Δηλαδή, με την πίστη βάζομε στο μυαλό μας πώς οι κόσμοι δημιουργήθηκαν με το λόγο του Θεού. Και για το τέλος άλλος Απόστολος γράφει· «ουρανοί ροιζηδόν παρελεύσονται, στοιχεία δε καυσούμενα λυθήσονται, και γη και τα εν αυτή έργα κατακαήσεται». Δηλαδή οι ουρανοί θα εξαφανιστούν με πάταγο και τα φυσικά στοιχεία θα διαλυ­θούν από τη φωτιά, και η γη κι όλα τα έργα των ανθρώπων επάνω της θα καούν και θα γίνουν στάχτη.

Το τέλος αυτό, όχι σαν καταστροφή του κόσμου, αλλά σαν αλλαγή και μεταμόρφωση, θα μας περάσει «από του νυν προς τον μέλλοντα αιώνα», σε μια καινούργια και ανέσπερη ημέρα, την ογδόη και ατελεύτητη ημέρα της δημιουργίας και της ανάστασης.

Κι όταν η Εκκλησία στη δέηση για τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας λέει «εν μετανοία» τούτο ακριβώς εννοεί να είμαστε έτοιμοι περιμένοντας αυτό το τέλος, επειδή δεν ξέρομε πότε μας έρχεται. Και πάντως όχι το τέλος του κόσμου, αλλά το τέλος του βίου μας, που αν δεν είναι το τέλος του κόσμου, είναι το δικό μας τέλος για τον κόσμο. Ύστερα, καθώς είπε ο Ιησούς Χριστός, «έρχεται νυξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι».

Ό,τι έχομε να κάνομε για τον εαυτό μας και για τη σωτηρία μας θα το κάνομε τώρα, μέσα σ’ αύτη τη διάρκεια της εδώ ύπαρξής μας, που λέγεται βίος. Ο βίος αυτός είναι μια πίστωση και μια προθεσμία, που μας παρέχεται για να εργασθούμε επάνω στο κεφάλαιο που μας έδωσε ο Θεός, που είναι το «κατ’ εικόνα», για να κατορθώσουμε όσο μπο­ρέσουμε το «καθ’ ομοίωσιν», που θα είναι η φιλοτιμία κι ο κόπος ο δικός μας.

Πολλοί από τους ανθρώπους, όχι μόνο οι έξω από την Εκκλησία, μα και πολλοί από εκείνους που λένε πως είναι χριστιανοί, δεν τα σκέφτονται έτσι, αλλ’ αντίθετα πιστεύουν πως ο βίος κι η ζωή μας είναι κάτι άλλο παρά ευθύνη και χρέος και εργασία και κόπος και φιλότιμη προσπάθεια, για να φτιάξουμε και τον εαυτό μας και τον κόσμο. Γιατί γι’ αυτό ήρθαμε, για να φτιάξουμε, αρχίζοντας από τον εαυτό μας κι επεκτείνοντας την προσπάθειά μας όσο μπορούμε πιο πολύ και στα γύρω μας.

Δεν ήρθαμε μόνο για να πάρουμε από τη ζωή, αλλά και για να δώσουμε. Πρώτα για να δώσουμε κι ύστερα για να πάρουμε· ο πατέρας κι η μάνα για τα παιδιά τους, ο αδελφός για τον αδελφό του, ο ιερέας για το ποίμνιό του, ο δάσκαλος για τους μαθητές του, ο πολίτης για τον τόπο του, ο κυβερ­νήτης για τη χώρα του.

Στον καιρό μας φαίνονται σαν και να έχουν αλλάξει οι αντιλήψεις των ανθρώπων· όλοι ζητούν δικαιώματα κι όλοι θέλουν να πάρουν, μα κανένας δεν σκέφτεται τί δίνει, τί κάνει πρώτα για τον εαυτό του, για να γίνει καλύτερος, κι υστέρα τί κάνει και για τους άλλους και για τον τόπο του. Γιατί δεν μπορεί να γίνει αλλιώς· στη ζωή δεν είμαστε μόνοι μας ούτε χωρίς τόπο. Είμαστε μια κοινωνία ανθρώπων επάνω σ’ έναν τόπο, που είναι το χωριό μας, η πόλη μας, η πατρίδα μας. Τα πρόσωπα και τα πράγματα είμαστε δεμέ­νοι έτσι, που να μην μπορεί να πει κανείς πως είναι μόνος του, αδέσμευτος κι ανεξάρτητος, που να κάνει ό,τι θέλει και του αρέσει.

Ο τρόπος αυτός, με τον οποίο μιλάμε σήμερα στην πρώ­τη του νέου έτους, είναι ο τρόπος με τον οποίο πιστεύει και ομιλεί η Εκκλησία, όταν απευθύνεται στα παιδιά της. Γιατί ο ποιμένας της Εκκλησίας από αυτήν εδώ τη θέση στα παι­διά της Εκκλησίας, στους χριστιανούς και στους πιστούς ομιλεί και απευθύνεται. Και ο λόγος του δεν μπορεί να είναι τίποτ’ άλλο παρά λόγος πίστεως, λόγος οικοδομής και παράκλησης προς το λαό του Θεού.

Δεχθείτε τα αυτά όχι σαν λόγια τυπικά, που λέγονται μόνο για να λεχθούν ούτε λόγια που θέλουν να κάνουν κάποια εντύπωση, αλλά σαν ρήματα ζωής, σαν λόγο Θεού, ερμηνευμένο με ταπεινοσύνη και αγάπη. Δεχθείτε στο τέλος και την ευχή της Εκκλη­σίας και εύχεσθε και σεις για εμάς, για να ζήσουμε όλοι «τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία». Αμήν.

( Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης +Διονυσίου, Ο Λόγος του Θεού, τ. Α΄, σ.29-32)