Ο κατά κόσμον Νικόλαος Ψαριανός γεννήθηκε στον Πιτροφό της Άνδρου το 1912. Ήταν το πρώτο από τα οκτώ παιδιά του ιερέα Λεωνίδα Ψαριανού και της Πρεσβυτέρας Μαριγώς. Από πολύ νέος, είχε επιδείξει εκτός από τα άλλα του προσόντα και καλλιτεχνική προδιάθεση, γιατί ό,τι έφτιαχνε με τα χέρια του ξεχώριζε ιδιαίτερα. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στον Πιτροφό και πήγε γυμνάσιο στη χώρα της Άνδρου, περπατώντας καθημερινά επί 3 ώρες μαζί με άλλους συμμαθητές του. Το 1927 οι θείοι του αρχιμουσικοί Νίκος και Κώστας Λάβδας, τον συμπεριέλαβαν στη Μαντολινάτα Αθηνών πού οι ίδιοι είχαν ιδρύσει στη Πλάκα και σπούδασε εκεί μουσική επί δύο χρόνια. Ο πατέρας του όμως είχε ανάγκη από τη βοήθειά του και τον κάλεσε στο χωριό όπου επί δύο χρόνια ασχολήθηκε με αγροτικές δουλειές, ενώ παράλληλα έψελνε στην εκκλησία του Άγιου Παντελεήμονα. Όπως ο ίδιος έλεγε: "Ξεκίνησα να γίνω δάσκαλος και παπάς στο χωριό μου, κατ' επιθυμία του πατέρα μου σπούδασα μουσική, κινδύνευσα να γίνω πλοίαρχος και τελικά ακολούθησα την έμφυτη κλίση μου και έγινα Κληρικός". Το 1934 μετά την απόλυσή του από το ναυτικό όπου υπηρέτησε, χειροτονήθηκε με την ευχή του πατέρα του Διάκος εις τον Πόρο, στη συνέχεια Ιερέας και κατόπιν πήρε το οφίτσιο του Αρχιμανδρίτη. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Αθηνών το 1942. Το 1952 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ρωγών και το 1957 εξελέγη Μητροπολίτης Σερβίας και Κοζάνης. Από αυτή τη θέση διακονούσε την εκκλησία μέχρι το θάνατό του το 1997, ενώ παράλληλα δημιούργησε πλούσιο συγγραφικό έργο, έμμετρο και πεζό. Ενδιάμεσα υπηρέτησε ως Πρωτοσύγκελος στην Ιερά Μητρόπολη Τριπόλεως και κατόπιν στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών, όπου αναδείχθηκαν τα σπάνια διοικητικά, ιερατικά και λειτουργικά του προσόντα. Ο Διονύσιος έγραφε με την ίδια σχεδόν άνεση, σονέτο, τροπάριο, μουσική, ποίηση, κήρυγμα, διήγημα, μελέτη και δοκίμιο. Οι κριτικοί είχαν διακρίνει από τότε το γνήσιο ταλέντο του και την επίμονη φροντίδα του για την επιμελημένη φράση και τη λογοτεχνική έκφραση.