Η μέγιστη αποτυχία της Νεωτερικότητας
6 Φεβρουαρίου 2020Παροιμιώδης και διαχρονική θα μείνει η φράση του Τζώρτζ Όργουελ: «Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα», που εκφράζει την προαναφερθείσα μανιχαϊστική κατηγοροποίηση, και υπάρχει στο αλληγορικό-πολιτικό του μυθιστόρημα «Η φάρμα των ζώων», που αναφέραμε παραπάνω. Στο συγκεκριμένο αλληγορικό μυθιστόρημα τα ζώα μιας φάρμας αποφάσισαν να επαναστατήσουν εναντίον του αφεντικού τους, του ανθρώπου. Αφού απελευθερώθηκαν από την ανθρώπινη κυριαρχία αντιλήφθηκαν όμως ότι ο νέος ηγέτης τους, ένα μεγαλόσωμο γουρούνι, ο Ναπολέων, ο οποίος και κατέλαβε την εξουσία, ήταν μεγαλύτερος δυνάστης από τον προηγούμενο αφεντικό τους.
Ο νέος αρχηγός τους δεν άργησε λοιπόν να διαφθαρεί από την εξουσία και να επιβάλλει μια χειρότερη σκλαβιά στα υπόλοιπα ζώα καθώς θεωρούσε τον εαυτό του και τους συνεργάτες του ανώτερους από τα υπόλοιπα ζώα καθώς έλεγε χαρακτηριστικά: «Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά ζώα (προφανώς οι κάτοχοι της ιδεολογικής αυθεντίας που αντιπροσώπευε ο ίδιος) είναι πιο ίσα από τα άλλα». Αυτό ακριβώς που περιγράφει ο Όργουελ στο αλληγορικό του μυθιστόρημα έχει συμβεί και στις περισσότερες πολιτικές επαναστάσεις όπου οι νέοι διαχειριστές της εξουσίας έγιναν μεγαλύτεροι δυνάστες από τους προηγούμενους κατόχους της εξουσίας. Ακριβώς αυτή η ιδέα κείται πίσω από τη διάπραξη των λεγόμενων πολιτικών δολοφονιών: «όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι αλλά όμως όσοι δεν αποδέχονται τις δικές μας ιδέες, η ζωή τους δεν έχει την ίδια αξία με τη ζωή αυτών που τις αποδέχονται».
Ενώ η αλληγορία της «Φάρμας των ζώων» μιλά για ιδεολογίες – φορείς ενός κεκαλυμμένου δογματισμού, καθώς στο όνομα μιας κατ΄ επίφασιν ελευθερίας είναι έτοιμες να εξοντώσουν τους αντιπάλους τους, η χριστιανική θεολογία ποτέ δεν ταύτισε τις πράξεις–ιδέες του ανθρώπου με την ουσία και την αξία της ζωής του. Αυτό είναι το νόημα της διάκρισης που κάνει η χριστιανική Θεολογία μεταξύ της αμαρτίας και του αμαρτήσαντος. Η αντίληψη αυτή έχει έναν βαθύτατο ανθρωπιστικό χαρακτήρα καθώς αρνείται να καταδικάσει την ανθρώπινη ύπαρξη εξαιτίας των άστοχων ενεργειών της και να την θεωρήσει με έναν μανιχαϊστικό τρόπο ότι είναι από τη φύση της κακή και δεν επιδέχεται αλλαγή. Οι πρώην δολοφόνοι, ληστές, ακόμη και δήμιοι των μαρτύρων, οι οποίοι, αφού μετανόησαν πορεύθηκαν τον δρόμο της αγιότητας αποδεικνύει τα παραπάνω. Αντίθετα, όσοι πράττουν δολοφονίες για ιδεολογικούς λόγους ταυτίζουν αναπόφευκτα την ανθρώπινη ζωή του θύματος με τις ιδέες του ή τις ενέργειές του και εφόσον δεν είναι σύμφωνο με τις δικές τους ιδέες δεν έχει αξία η ζωή του.
Αυτή η υποκρισία και αδυναμία πολλών σύγχρονων πολιτικών θεωριών να αναγνωρίσουν αξία στον εκάστοτε συγκεκριμένο άνθρωπο της κοινής εμπειρίας, όπως πράττει η χριστιανική θεολογία και να μιλούν γενικά για την αξία και τα δικαιώματα ενός αφηρημένου κοινωνικού συνόλου εκφράζεται με άριστο τρόπο στο έργο του Ντοστογιέφσκι «Αδελφοί Καραμαζώφ», όπου εκεί ο στάρετς μάς διηγείται για έναν μορφωμένο γιατρό ο οποίος διατεινόταν ότι μπορεί να αγαπάει γενικά και αφηρημένα την ανθρωπότητα αλλά να μην μπορεί να αγαπήσει τον συγκεκριμένο άνθρωπο της καθημερινής εμπειρίας. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο μεγάλος συγγραφέας: «Μου διηγόταν ένας γιατρός εδώ και πολλά χρόνια, παρατήρησε ο στάρετς. Ήταν ένας άνθρωπος ηλικιωμένος κι αναντίρρητα ευφυής (ενν.ο γιατρός). Μίλαγε κι αυτός το ίδιο ειλικρινά, αν κι αστειευόταν, κι αστειευόταν πικρά. Εγώ, έλεγε, αγαπάω την ανθρωπότητα μα απορώ κι ο ίδιος με την εαυτό μου: όσο περισσότερο αγαπώ την ανθρωπότητα γενικά, τόσο λιγότερο αγαπάω τον κάθε άνθρωπο χωριστά. Στις ονειροπολήσεις μου, έλεγε ο γιατρός, φτάνω συχνά να λαχταράω μέχρι πάθους να εξυπηρετήσω την ανθρωπότητα και ίσως και στ’ αλήθεια να δεχόμουνα να σταυρωθώ για τους ανθρώπους, αν παρουσιαζόταν ξαφνικά μια τέτοια ανάγκη. Κι όμως, παρ ‘ όλ ‘ αυτά, δεν μπορώ ούτε δυό μέρες να ζήσω στο ίδιο δωμάτιο μ’ άλλον άνθρωπο. Αυτό το ξέρω από πείρα. Μόλις βρεθεί κάποιος κοντά μου, νιώθω πως μου πληγώνει την ατομικότητά μου και μου περιορίζει την ελευθερία μου. Μπορώ μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο να μισήσω τον πιο καλόν άνθρωπο, άλλον γιατί τρώει αργά, άλλον γιατί έχει συνάχι και σκουπίζει συνεχώς τη μύτη του με το μαντήλι. Γίνομαι, έλεγε, εχθρός των ανθρώπων μόλις οι σχέσεις μας γίνουν κάπως στενότερες. Μα γι’ αυτό, όσο περισσότερο μισούσα ορισμένους ανθρώπους προσωπικά, τόσο πιο φλογερά αγαπούσα την ανθρωπότητα στο σύνολό της!»[1].
Αυτή η αδυναμία και συνάμα υποκρισία του παραπάνω ήρωα του διηγήματος, να αναγνωρίσει αξία και να περιβάλλει με αγάπη τον συγκεκριμένο άνθρωπο της καθημερινής εμπειρίας που ζει στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, κατατρέχει και τον νεωτερικό άνθρωπο (άλλωστε ο Ντοστογιέφσκι αναφερόταν εμμέσως σε αυτόν), ο οποίος είναι πρόθυμος να κάνει διαδηλώσεις και πορείες υπέρ των αστέγων αλλά δείχνει αδυναμία να φροντίσει τον άστεγο που συναντά σε μια γωνιά του δρόμου κατά τη διάρκεια της διαδήλωσής του, βγάζει πρόθυμα πύρινους λόγους υπέρ των μεταναστών αλλά αρνείται να δώσει ένα κομμάτι ψωμί στον πεινασμένο μετανάστη που βρίσκεται έξω από την πόρτα του σπιτιού του, αγωνίζεται υπέρ των καλύτερων συνθηκών διαβίωσης των φυλακισμένων αλλά τον άρτι αποφυλακισθέντα κατάδικο που μένει στην γειτονιά του τον θεωρεί μίασμα της κοινωνίας και τον περιθωριοποιεί, αγωνίζεται υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης αλλά αυτόν που έχει αντίθετες απόψεις τον μισεί θανάσιμα και δεν ησυχάζει έως ότου πετύχει την εξόντωσή του.
Η χριστιανική Θεολογία δεν αναγνωρίζει αυταξία μόνο στη ζωή του αισθητού ανθρώπου της καθημερινής εμπειρίας αλλά και σε αυτόν που δεν υποπίπτει ακόμη στις σωματικές μας αισθήσεις διότι δεν έχει γεννηθεί, στο αγέννητο παιδί. Και εδώ είναι η μέγιστη αποτυχία της Νεωτερικότητας: να αναγνωρίσει αξία στην αγέννητη ζωή, το δικαίωμα του αγέννητου βρέφους να ζήσει, το δικαίωμα στο βρέφος να ανήκει μόνο στον εαυτό του και όχι στους γονείς του οι οποίοι μπορούν να πάρουν οποιαδήποτε στιγμή την απόφαση να του στερήσουν τη ζωή μέσω της άμβλωσης. Ο νεωτερικός άνθρωπος είναι έτοιμος να καταδικάσει τη γυναίκα που σκότωσε το παιδί της μόλις το γέννησε αλλά θεωρεί ότι είναι δικαίωμα της γυναίκας να «αυτοδιαχειρίζεται» το σώμα της που το σκοτώνει λίγο πριν γεννηθεί.
[1]Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμαζόφ, τ. Ι., μτφ. Άρης Αλεξάνδρου, εκδ. Γκοβοστής, Αθήνα 1990,σελ.109.